Αχ, οι Έλληνες – Τάσου Λιγνάδη (κείμενο και video).

Με την ευκαιρία ενός δίσκου

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ μόνο μια καθημερινή ψυχαγωγία. Είναι και ένας αντιπρόσωπος που υποκαθιστά την έκφραση μας, μιλώντας για μας από εμάς. Εξ ονόματος και εν ονόματι. Τις σκέψεις και τα συναισθήματα μας που εκφράζουμε με το τραγούδι, είτε απλώς ακούοντας είτε τραγουδώντας. Είναι λοιπόν μια μεγάλη παρηγοριά και μια διέξοδος να ζεις τα όσα λέει το τραγούδι, εφόσον αναγνωρίζεις κάτι σημαίνον στα λόγια, που τα κάνει πλεύσιμα στην ηδονή το μέλος. Εφόσον δηλαδή χαίρεσαι να αναγνωρίζεις το πρόσωπο σου μέσα στην πολυπροσωπία του χώρου σου.

Αν μάλιστα υπολογίσει κανείς ότι η ποίηση ήταν κατά κανόνα συνδεδεμένη με τη μουσική, στο μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της και ότι το ποίημα ήταν κυρίως άσμα, αντιλαμβάνεται εύκολα γιατί το τραγούδι επενεργεί ψυχαγωγικότατα ως η πιο άμεση και έμφυτη συνοδεία στην πρακτική της επικοινωνίας, μιας και αποτελεί γλώσσα συμβολικού διαλόγου. Τα χορικά στην τραγωδία ήταν τραγούδια που άδονταν και χορεύονταν. Ήταν δηλαδή μέσα στην μίμηση πράξεως, η πιο δελεαστική ηδονή του ηδυσμένου λόγου. Και είναι όντως θαυμάσιο ότι από τον πρώτο μετά Χριστόν αιώνα, δίπλα στη λέξη άσμα, χρησιμοποιούμε συνωνύμως τη λέξη τραγούδι (τραγώδιον, τραγούδιν, τραγούδι) που προέρχεται από τη λειτουργική σημασία της τραγωδίας. Μια λέξη που κρατάει στη μνήμη των έγγραφων της επομένως μια προέλευση, μια συνέχεια και, φυσικά, μια χρήση.

Το τραγούδι είναι ένα συνεπτυγμένο ή καλύτερα ένα συνοψισμένο θέατρο. Ο αποδέκτης το ακούει και το βλέπει αναπαραστατικά με την εσωτερική του όραση. Δεν εννοώ βέβαια την τηλεοπτική θεατροποίηση της παράλληλης εικόνας. Μιλάω για τον ήχο που παράγει εικόνες μέσα σου. Για μια καθαρώς ποιοτική λειτουργία. Δεν με ενδιαφέρει επίσης στο σημείωμα αυτό η διαφοροποίηση του τραγουδιού από το ποίημα, εφόσον δεν υπάρχει έδαφος ειδολογικής διάκρισης. Η ποίηση δεν έχει όρια. Εν τούτοις έχει ποιότητες, μεγέθη και είδος αποδέκτη. Το τραγούδι από τη φύση του και από την αποστολή του, απευθύνεται σ έναν ανεξάντλητο κόσμο αποδοχής.

Συνεπώς το τραγούδι ασκεί αυτομάτως μια ευρύτατης εμβέλειας παιδεία, που οι επιπτώσεις της είναι φυσικό να μας ενδιαφέρουν. Όσο για την αισθητική ποιότητα του τραγουδιού και περιοριστικώς την στιχουργία του, δηλαδή στην ποιητική των στίχων, έχω ενδιαφερθεί και παλαιότερα (π.χ. στο βιβλίο μου για τον Νίκο Γκάτσο). Πρόθεση μου όμως είναι να καταθέσω σ αυτό εδώ το σημείωμα κάποιες εντυπώσεις και ιδέες μου για τον Διονύση Σαββόπουλο, επειδή ενδιαφέρομαι όλως ιδιαιτέρως για την εκτεταμένη και δραστική παιδεία που ασκεί, όπως είπα, το τραγούδι. Για το φαινόμενο Σαββόπουλος έχω κάνει σχόλια και ωδικά και παλιδωνικά, κατά το παρελθόν. Εδώ θα αναφερθώ στο τελευταίο τραγώδιον άσμα του, που κυκλοφορήθηκε εσχάτως σε δίσκο με τίτλο Το κούρεμα και που προκάλεσε έντονες συζητήσεις.

Πήγα λοιπόν να ακούσω και να δω τον κιθαρωδό παρουσιαστή στα κέντρα εκείνα, στα όποια αστράφτει και βροντά ως περίκλειος τραγοσειληνός, εδώ και δεκαετίες.
Πήγα ν ακούσω και να δω και αυτό σημαίνει ότι θέλησα να ακούσω και ως… θεατής το τραγούδι. Και πράγματι είδα το τραγούδι να σκηνοθετείται, δηλαδή να παίζεται. Έχω και παλαιότερα διαπιστώσει ότι είναι μιμητικότατο ον ο κ. Σαββόπουλος, ως προς την κινησιογραφημένη φωνητική απόδοση των ασμάτων, έτσι που ν αποκτούν τα τραγούδια του μια δραματικότητα ή άλλως μία σκηνικότητα. Μου αρέσει λοιπόν η μουσική του στα περισσότερα από αυτά και οι εκτελέσεις του στα πλείστα. Προσέχω όμως περισσότερο κάτι άλλο: την ιδιότυπη στιχουργία που συχνά την διακλαδώνει και την ευαισθητοποιεί το νευρικό σύστημα μιας ποίησης που με σταματά. Δεν γνωρίζω την βιογραφία του στιχουργού-ποιητή ούτε με ενδιαφέρει στην περίπτωσή του η ευκολία ή η δυσκολία της φιλολογικής κλειδαρότρυπας.

Εκείνο που μ ενδιαφέρει είναι ότι οι σαββοπούλειοι στίχοι —όταν και όσοι είναι δικοί του— διαθέτουν την κατά την γνώμη μου πρώτη ποιητική προυπόθεση.• την αθωότητα που λέγεται και ειλικρίνεια και την χαρά του παιχνιδιού που λέγεται και τρέλλα: Στίχος παιδιού, στίχος τρελλού, του φασουλή μου του κωμικού, ομολογεί σ ένα του τραγουδάκι. Και είναι σαν να λέει, από παιδί κι από τρελλό μαθαίνεις την αλήθεια. Το παιδί όμως ή ο τρελλός, που ξεπετάγεται μέσα από τους στίχους ως σατυροειδής φασουλής, μου δίνει την εντύπωση ότι κρύβει κάτω από την σαρκαστική επιφάνεια, μια έντονη μελαγχολία. Είναι η φύση των φασουλήδων τέτοια. Ανάλογη εντύπωση μου προξενούν πάντοτε οι σαιξπηρικοί τρελλοί και οι κλόουν. Μελαγχολικά πλάσματα. Η σάτιρα, αν της βγάλεις το ευτράπελο προσωπείο, είναι ένας μορφασμός οδύνης. Πίσω από τη μάσκα του μέλους και των στίχων, θετικά διακρίνεις τα υγρά μάτια της αγάπης του ποιητή. Θυμήσου ότι στις εκρηκτικές ύλες του γέλιου, που συνιστά το δυναμιτιστικό υλικό της αρχαίας κωμωδίας, ανέμιξε ο Αριστοφάνης με τα φωτοχαρή χρώματα του κώμου τη μαύρη δόση της ποιητικής του μελαγχολίας. Η αριστοφανική παραπομπή είναι διαφωτιστική για ν αντιληφθούμε το είδος της θρεπτικής δίαιτας του Σαββόπουλου.

Το πιο προκλητικό αλλά και το πιο σημαίνον από τα τραγούδια που άκουσα είναι εκείνο που διακοσμείται με τον σκανδαλώδη τίτλο Κ… Έλληνες. Ο τίτλος είναι όμως ενοχλητικός, μόνο για τον ακροατή εκείνον που δεν προσέχει το περιεχόμενο. Το τραγούδι είναι μια εθνική αυτοκριτική, δικαίως υβριστική, ευνόητα φαρμακωμένη, που μετά το παραλήρημα της απαισιοδοξίας και τις αποτροπαϊκές βωμολόχες κατάρες, οι στίχοι του μας επιφυλάσσουν ένα πατριωτικό εγερτήριο, άκρως τολμηρό στην άκρα αθωότητα του.
Ο στιχουργός βρίζει τον μαστροπό καιρό του (επαλήθευση Καρυωτάκη) και περιγράφει τον κοινωνικό τύπο που επικρατεί σαν ένα χορό σατύρων, που έχει καταστρέψει τον πνευματικό βιότοπο, την περιουσία της ομορφιάς και τη μνήμη της.• Σειληνοί του κράτους /που ξερνάει και να τους / τσιφτετέλληνες / … στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη / απ ό,τι ελληνικό στον κόσμο αυτό /… Τιμωρός καιρός / πέντε αιώνες δύσης /ευνικής νά ζήσεις / από δω κι εμπρός / με αγγλικές αλφαβήτες / μαλλιαροί μου Έλλαδίτες /… Δεν ακούει κανείς / στο χειρότερο / του ελληνισμού κομμάτι / στην Ελλάδα ζεις. /Εδώ , οφείλω να επισημάνω την ποιητική πληρότητα των παρακάτω στίχων: Μια φάουσα καταπίνει τον αέρα / την θάλασσα, την πόλη, το ιερό /πλημμύρισε σκουλήκια η μητέρα / το ρόδο καταγής βγάζει καπνό. / Δεν υπάρχει ελπίς / στην Ελλάδα ζεις. / Σκαλιστές σκιές / μακρυχέρηδες / με το φως σπασμένο / κρατικοποιημένο / αχ, οι Έλληνες.
Ο τραγουδιστής βρίζει, για να ξορκίσει το κακό, σημαίνοντας την νεκρώσιμη καμπάνα των στίχων του. Κάτι ανάλογο μήπως δεν έκανε ο Παλαμάς στον ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ προεξοφλώντας, λες προφητικά, την σύγχρονη επικαιρότητα: … με γρικάτε να χτυπώ / μιαν αργή και σαν νεκρώσιμη καμπάνα /… / Μπάσταρδοι, ψεύτες, κλέφτες, πόρνοι.

Αυτή η φάουσα μοίρα, που έκανε το ρόδο το αμάραντο καταγής τσαλαπατημένο, να βγάζει σαν καπνό το ρόγχο του θανάτου, το παρομοιάζει σε διάσταση συμβόλου με το νέφος της Αθήνας: Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος. Και είναι αυτή η ζοφερή αίσθηση του μαύρου και άραχλου, που διαποτίζει το μέλος, τις εικόνες και τα χρώματα των στίχων των σαββοπούλειων τραγουδιών, σε μια αντίστιξη του γελοίου με το δραματικό. Αγγελικό και μαύρο φως η δακρυσμένο γέλιο, όπως θα το λεγε ο Σεφέρης (ΚΙΧΛΗ), πελεκώντας σε λέξεις το διπρόσωπο συναίσθημα της μείξεως των αντιθέτων. Αυτή ακριβώς η κωμικοτραγική προτίμηση των τραγουδιών του κιθαρωδού, χαρακτηρίζει σαν ένας ξεχαρβαλωμένος αλλά υπεροπτικός και αφροντίς ρομαντισμός, τα εξαισίως λυρικά άσματα που ψιθυρίζουν τους φλοίσβους των τίτλων τους (εσείς του 60 και Καλοκαίρι ένα ευγενές κουδούνισμα φιλοθάνατης ομοιοκαταληξίας).

Είπα ότι δεν γνωρίζω τη βιογραφία και τον φάκελο του στιχουργού, αλλά θαυμάζω την τόλμη του να γράψει εκείνο το θούριο τραγουδάκι Ο γιος μου πάει στο στρατό, ομολογώντας κάτι πολύ αποφασιστικό για ετούτα τα κατά Εγγονόπουλο σακάτικα χρόνια, που άφορα στην εξομολόγηση μιας προσωπικότατης αλήθειας. Προσωπικότατης τόσο, ώστε να αποπροσωποποιείται και να γενικεύεται: Κι αυτό είναι που με στρίμωξε, για ένα φιλότιμο, να βγω στη μέση εδώ του πλήθους δημόσια να γδυθώ μ αυτούς τους στίχους. Ίσως αυτό το τραγουδάκι για την στράτευση να ήταν η αιτία για τους πάσης λογής αντιρρησίες αύτου του τόπου, για τους νέους παλαιοημερολογίτικους δογματισμούς του καθυστερημένου πληθυσμού, της ιδεολογικής ομοιομορφίας και του παρωπιδισμού, ή όπως τους γιουχαίζει στο τραγουδάκι: αύτου του συρφετού του δημοκρατικού του νέου εγωισμού• ίσως, λοιπόν, αυτό το τραγουδάκι να ήταν η αιτία που εξαναγκάσθηκε να κλείσει το μαγαζί του στην Πλάκα. Εφαρμογή του πλουραλισμού.

Το μουσικό πρόγραμμα, που πρόλαβα ν ακούσω ευτυχώς, και ο δίσκος που κυκλοφορήθηκε (να μη ξεχάσω το μελισταγές κρούνισμα της ρέουσας φωνής της κ. Ελευθερίας Αρβανιτάκη) έχει τίτλο ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ. Όσο και αν έχει σχέση με τη νέα συγυρισμένη κόμμωση του πρώην μαλλιαρού κιθαρωδού, ο δίσκος θα μπορούσε επίσης ανέτως να τιτλοφορηθεί: Νόστος, ή Προς Δαμασκόν, που το προτιμώ. Πρώτον, διότι αξιοποιεί και αξιολογεί την παλαιότερη παραγωγή του στιχουργού και προβάλλει τη σημασία του κεφαλαιώδους στίχου: αν δεν θερίσω ό,τι έσπειρα κι αν δεν μετανοήσω, και δεύτερο, διότι σε κάθε άνθρωπο, μπορεί και ναι μπορεί και όχι, να υπάρξει το ενδεχόμενο να συναντήσει κάποτε κάποια οδό: που οδηγεί στη Δαμασκό και να γνωρίσει η οδοιπόρος ψυχή του το άλλο φως.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25 Ιουνίου 1989

Από το βιβλίο: “Καταρρέω”, του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Παράβαλε και:
Διονύσης Σαββόπουλος – Ο γιος μου πάει στο στρατό – YouTube.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Γενικά, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.