Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (κοιμήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849) – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Περπάταγε πια το Φθινόπωρο της ζωής του ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο περιβόητος Τουρκοφάγος. Μια ολάκερη ζωή γεμάτη δόξα και κατορθώματα, αλλά και πίκρες και κινδύνους ανιστόρητους.

Από έντεκα χρονών, «που σκότωσε έναν Τούρκο στο Λεοντάρι, έσερνε άρματα», όπως εξομολογείται ο ίδιος. Κι ύστερα, κοντά στον πρωτοκλέφτη Ζαχαρία, αμούστακο κλεφτόπουλο στην αρχή και αρχικαπετάνιος αργότερα, με τη λερή φουστανέλλα, βρόντηξε το καριοφίλι του κι άστραψε το γιαταγάνι του σε ράχες και σε λαγκαδιές, στα Δολιανά και τον Αη-Σώστη, τ’ Αγιονόρι και τα Ντερβένια, την Αράχωβα και το Μεσολόγγι κι έφτασε στις απάτητες κορφές της αθανασίας, εκεί που λημεριάζουν οι διαλεχτοί και οι ήρωες.

Όσο, όμως, τον αντάμειψε η μοίρα και η λαϊκή ψυχή τούστησε το αθάνατο μνημείο της ευγνωμοσύνης της, τόσο τον κυνήγησε η ζήλεια και η κακία μερικών, αλλά και η φτώχεια, που ήταν μόνιμη συντρόφισσα του, εξαιτίας της ανιδιοτέλειας και της περηφάνειας του. Ήταν ο φτωχότερος στρατηγός του Αγώνα.

Κάποια παραμονή Πρωτοχρονιάς, πήγαν στο καλύβι του στην Τριπολιτσά μερικά παιδιά να του πουν τα κάλαντα. Έτυχε να ‘ναι κει κι ο μπάρμπας του ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ο Νικηταράς ήταν απένταρος και ζήτησε απ’ τον Κολοκοτρώνη να του δώσει μια πεντάρα, να φιλέψει τα παιδιά. Πειράζοντας τον ο Γέρος του λέει:
-Δε ντρέπεσαι να διακονεύεις, κοτζάμ καπετάνιος με τόσες δόξες! Τίσόϊ στρατηγός είσαι σύ;
-Πραματευτής δεν είμαι, απάντησε ο Νικήτας θυμωμένος. Τό ‘χε η μοίρα μου να γίνω καπετάνιος, μα δε θέλω να κάμω πραμάτεια το καπετανλίκι μου και να πλουτήσω.
Δε ξεχνούσε και κείνη την αγωνία, όταν, καταδικασμένος σε θάνατο, βρισκόταν στα μπουντρούμια με τον Κολοκοτρώνη και περίμενε από στιγμή σε στιγμή το τέλος του.
Αλλά και τώρα, εξήντα οχτώ χρονών πια, κουρασμένος, βασανισμένος, άρρωστος απ’ την πλευρίτη που πήρε στην Αράχωβα και χειροτέρευε, η κακία των ανθρώπων εξακολουθεί να τον κυνηγά.

Οι Φράγκοι του Όθωνα τον είχαν βάλει στο μάτι, επειδή ήθελε ν’ αγωνιστεί ακόμα για το ξεσκλάβωμα και των άλλων περιοχών της Ελλάδας. «Ακούω», έγραφε κάποτε στον Καποδίστρια, «κακά μαντάτα πως οι Φράγκοι, που μας έκαμαν ένα καλό, θέλουν να μας το βγάλουν απ’ τη μύτη. Ζητούν να φέρουν στην Αλαμάνα τα σύνορα. Εγώ με τον Κίτσο είμαστε αδελφοπητοί και ορκιστήκαμε να ελευθερώσουμε όλα τα χωριά μας και όχι μισά και μισά. Τραβάω λοιπόν εμπρός…».

Και στην απόπειρα που έγινε το 1839 να συσταθεί μια «Φιλορθόδοξος Εταιρεία», με σκοπό την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, καθώς και το ανέβασμα στο θρόνο της Ελλάδας ορθόδοξου βασιλιά, βρέθηκε από τους πρώτους ανάμεσα στα μέλη της και ο Νικηταράς, μαζί με τον αδελφό του δολοφονημένου Καποδίστρια το Γιώργο και μερικούς άλλους. Προδόθηκε όμως γρήγορα, από κάποιο μέλος της ίδιας της Εταιρείας, όλοι οι ιδρυτές της κλείστηκαν στη φυλακή και στις 11 Ιουλίου 1840 άρχισε η δίκη τους.
«Φρικτή συνωμοσία ανεκαλύφθη την 22 του ενεστώτος μηνός, εν αυτή τη μητροπόλει του βασιλείου της Ελλάδος…» έγραφε η αγγλόφιλη εφημερίδα «Αθηνά» και παράσταινε φοβερή την υπόθεση, για να δικαιολογήσει και βαριές δικαστικές ποινές. Αλλά ξέροντας πως η τοποθέτηση της αυτή θα εύρισκε αντίθετο το λαϊκό αίσθημα, όσον αφορά τουλάχιστον στο Νικηταρά, πρόσθετε γι’ αυτόν. «Λύπην εγκάρδιον, αισθάνετο, βέβαια, πας άνθρωπος βλέπων τον Στρατηγόν του αγώνος μας, τον ήρωα της Πελοποννήσου, στεφανωμένον μεν με τας δάφνας, με τας οποίας η Νίκη πολλάκις τον εστεφάνωσεν, καθήμενον δ’ εις τας καθέδρας των κατηγορουμένων και δικαζόμενον δια πλημμέλημα, εις το οποίον πειθόμεθα ότι τον ώθησε η φιλοπατρία του- διότι, πάλιν το λέγομεν, ο Στρατηγός Νικήτας Σταματελόπουλος, δεν ημπορούσε να γνωρίζη οποιουσδήποτε σκοπούς άλλους υπέκρυπτεν η εταιρεία αύτη • ούτος ακούων αγώνα υπέρ της απελευθερώσεως των ομογενών του, ήτο αδύνατον να μένη αναίσθητος- όθεν και αν άλλοι μεταχειριζόμενοι το μέσον του αγώνος, ως ο Οδυσσεύς τα όπλα, δια να γνωρίση τον Αχιλλέα, τον παρέσυραν εις τους σκοπούς των, αυτός πάντοτε εθεωρείτο ως αθώος, και η αθωότης του εφαίνετο ζωγραφισμένη ήδη και εις αυτό του το μέτωπον».
(Εφημ. «Αθηνά» 13-7-1840).

Έγραφε η εφημερίδα «Αιών» στις 25 Ιουλίου 1840.
«Η θέα του κατωχριωμένου εκ της φυλακής και της ασθενείας προσώπου του Στρατηγού Νικήτα και η μνήμη των ενδόξων υπέρ της πατρίδος αγώνων του, ένυξε την καρδίαν του ακροατηρίου».

Τί και αν η απόφαση του δικαστηρίου, μετά τετράωρη σύσκεψη, ήταν αθωωτική; Οι Βαυαροί ξενοκράτες και τα τσιράκια τους δεν ησύχαζαν. Και στέλνουν τον Νικηταρά στην Αίγινα, όπου τον κρατούν περιορισμένο. Δεκατέσσερους μήνες μένει εκεί, χωρίς μισθό, ενώ η φαμελιά του πίσω στερείται και το ψωμί ακόμα.
Ο λαός βλέπει τη μεγάλη αδικία σε βάρος ενός τέτοιου ήρωα και αγανακτεί. Πηγαίνει μια μέρα ο Μακρυγιάννης στον Όθωνα και ζητά την απελευθέρωση του Νικήτα. Το γράφει ο ίδιος στα «Απομνημονεύματα» του:
«Μίλησα και την δυστυχία του Νικήτα οπού ήταν εις την Αίγινα ρέστο και χωρίς μιστόν και να τον λευτερώση, ότι εγώ τον γνωρίζω πολύ καλά και δεν ενέχεται σε ό,τι του είπαν. Ότι πάντοτε ήταν εις το σπίτι μου νύχτα και ημέρα κι ένα παρόμοιον δεν μου είπε. Και αφού τόκαμα πολύ ριτζά, μου υποσκέθη και τον έβγαλε ευτύς και τόδωσε κι όλους τους μιστούς» (Μακρυγιάννη Απομνημ. τόμ Γ, σελ. 117-118).

Και πραγματικά, στις 18 Σεπτέμβρη του 1841 ο δοξασμένος ήρωας, ο άλλοτε «λέων βρυχόμενος κατά των πολεμίων, αλλά αρνίον ήμερον μεταξύ των συμπολιτών του», αφήνεται ελεύθερος από την Αίγινα. Δεν είναι όμως ο παλιός εκείνος Τουρκοφάγος- είναι ένα σωστό ερείπιο, η σκιά του παλιού Νικήτα. Τον προάγουν μάλιστα σε υποστράτηγο, αργότερα γίνεται και γερουσιαστής. Οι πίκρες, όμως, δεν τον αφήνουν να ιδεί άσπρη μέρα. Και τα κτυπήματα έρχονται απανωτά. Η μια του θυγατέρα, απ’ τη χαρά της που αποφυλακίστηκε ο πατέρας της, τρελλαίνεται. Η δική του υγεία μέρα με τη μέρα κλωνίζεται όλο και περισσότερο. Η πλευρίτη του τον βασανίζει ανελέητα μέσα στο υγρό χαμόσπιτό του στον Πειραιά, τα γηρατειά προχωρούν και αυτά σέρνουν μαζί τους και άλλα δεινά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του τυφλώνεται ολοκληρωτικά. Απ’ το φτωχόσπιτό του δεν ξεπορτίζει πια. Βασανίζεται μέρα και νύχτα από τους πόνους της αρρώστιας του και της σπαραγμένης ψυχής του γιατηντρελλή κόρη του. Ψαχουλευτά απλώνει τα χέρια του ζερβόδεξα για να περπατήσει μέσα στο σκοτάδι που τον βύθισαν τα μάτια του.

Ξαφνικά, ένα θαμποχάραμα του Σεπτέμβρη, η μεγάλη του καρδιά δεν άντεξε άλλο. Ένας δυνατός πόνος τον έκαμε να διπλώσει το κορμί του. Κοντανάσαινε, χοντρές σταγόνες έτρεχαν στο πρόσωπο του. Άρχισε να χάνει τις δυνάμεις του. Το σκληρό κορμί του άρχισε να ζαρώνει, λες κι έλυωνε η σάρκα του. Έπνιγε τα βογγητά που του έρχονταν στο στόμα. Μόνο κοντανάσαινε. Φούσκωσε το στήθος του να πάρει αέρα και έμεινε εκεί ακίνητο, πετρωμένο, ενώ ένα φευγαλέο χαμόγελο πλανήθηκε στα χείλη του. Ήταν το φιλιωμά του με το χάρο, που δέχτηκε να τον ακολουθήσει στο σκοτεινό του βασίλειο.

Έξω έπεφτε ψιλη φθινοπωριάτικη βροχούλα, η θάλασσα αναστέναζε απ’ το ανάλαφρο αεράκι, τα φύλλα των δέντρων ξεμασκαλίζονταν κι έπεφταν ένα ένα, κίτρινα, καφετιά και στόλιζαν τα βρεγμένα δρομάκια. Ήταν εικοσιπέντε του Σεπτέμβρη, ώρα έξη το πρωί.

Η κηδεία ορίστηκε για το πρωί της άλλης μέρας. Στο άγγελμα του θανάτου έτρεξαν να τον αποχαιρετήσουν πολλοί συναγωνιστές και φίλοι του. Μια τεράστια πομπή σχηματίστηκε, που μετέφερνε το μεγάλο νεκρό στην τελευταία του κατοικία, στην Αθήνα. Στην είσοδο της πρωτεύουσας περίμενε ο δήμαρχος με το δημοτικό συμβούλιο με πλήθος κόσμου. Και ύστερα όλη η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στο ναό της Αγίας Ειρήνης.
«Ολίγων Ελλήνων», έγραφε η εφημερίδα «Αιών» την άλλη μέρα, «η εκφορά ετιμήθη δια τοσαύτης παρατεταμένης συνοδείας μέχρι του τάφου και ολιγότερων η ένδοξος μνήμη αθάνατος θέλει επιζή εις την ζώσαν γενεάν και τας μεταγενεστέρας».
Στην εκκλησιά τον επικήδειο εξεφώνησεν ο Ν. Βάμβας, ενώ απ’ τα μάτια όλων έτρεχαν δάκρυα.
Ύστερα οδηγήθηκε στον τάφο. Όχι στο Μοριά, όπως ήταν η επιθυμία του ήρωα, ούτε στην Καστέλλα, όπως ήθελε η φαμελιά του, εκεί στον προμαχώνα, όπου πολεμούσε με τον Καραϊσκάκη τον Κιουταχή, αλλά στο Α’ νεκροταφείο, δίπλα στον τάφο του μπάρμπα του, του Θ. Κολοκοτρώνη, για να θυμούνται τις δοξασμένες μέρες τους και τα κατορθώματα τους, αλλά και τις πίκρες που τους πότισε ο απάνω κόσμος.

Τον επιτάφιο εκφώνησε ο Παν. Σούτσος. Είπε και τούτα: «’Οτε μετά την άλωσιν της Τρωάδος, οι Αιομήδαι, οι Αγαμέμνονες, οι Οδυσσείς και Νέστορες, εις μνήμην φέροντες τας μεγάλας πράξεις του νεκρού, μετά σιωπής και σεβασμού τον συνώδευον εις τον τάφον, τοιούτον την στιγμήν ταύτην και το πένθος και το σιωπηλόν βάδισμα και το σέβας ημών, ως εις Αίαντες και Αιομήδαι και Αγαμέμνονες και Οδυσσείς και Νέστορες του ελληνικού αγώνος οι συνοδεύοντες εις το έσχατον αναπαυτήριον τον νέον Αχιλλέα της τουρκομάχου Ελλάδος Νικήταν τον Τουρκοφάγον…».
Μόνο στη μνήμη των Ελλήνων έμεινε και μένει ζωντανή η εικόνα της μορφής του αγνού και λεοντόκαρδου ήρωα, του Νικήτα Σταματελόπουλου. Δυστυχώς η γενιά του έσβησε σε λίγα χρόνια μετά το δικό του θάνατο. Η άλλη του θυγατέρα, η Ρεγγίνα, παντρεύτηκε τον Υδραίο Γιαννίτση κι έμεινε άτεκνη. Χωρίς παιδιά πέθανε και ο απόστρατος ταγματάρχης γιος του Γιάννης.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.