Το Παιδί με τα κουλούρια.

Καλοκαίρι του 1941. Είναι οι πρώτοι μήνες τής διπλής κατοχής (γερμανικής, ιταλικής), στην Πατρίδα μας. Οι ελληνικές καρδιές – ύστερα απ’ τον θρυλικό πόλεμο του 1940 – είναι βαθιά πονεμένες με την άνανδρη συμπεριφορά μιας ολόκληρης γερμανικής αυτοκρατορίας. Μα και γενναίες. Δεν ανέχονται τις αλυσίδες. Γι’ αυτό κι από τον πρώτο κιόλας καιρό όλο και στήνουν παγίδες στον κατακτητή, ξεδιπλώνοντας με χίλιους δυό τρόπους τον ηρωικό ανάστημα τους. Κι είναι φορές, πού η ελληνική ψυχή αποκαλύπτει τον θησαυρό τής γενναιόδωρης αγάπης, απλά κι αθόρυβα σε δικούς και ξένους. Σε φίλους κι εχθρούς. Σ’ αυτή την μάχη τής προσφοράς και τής αγάπης, «μάχιμοι» είναι όλοι οι Έλληνες. Όλες οι ηλικίες-γέροι-νέοι-παιδιά.

Ας μεταφερθούμε σ’ ένα τέτοιο περιστατικό: Ιούλιος του 1941. Αν κι η ώρα δεν είναι πάνω από 9.30 το πρωί, όμως ο ήλιος καυτερός κάνει την άσφαλτο να λιώνει. Ένα παιδί, μέχρι δέκα τριών χρόνων, ο Στρατής, σε μια γωνιά τής οδού Πανεπιστημίου, πουλάει κουλούρια. Ακόμη δεν είχε κάνει την εμφάνιση της στην Αθήνα η τρομερή πείνα, πού ύστερα από λίγους μήνες θέριζε, κάθε μέρα, εκατοντάδες, παιδιά προ πάντων και γέροντες. Τότε, φυσικά, ούτε, να σκεφτεί κανείς, ότι θα μπορούσε να βρει, έστω και για δείγμα, ένα κουλούρι!

Ο μικρός κουλουριτζής, λοιπόν, το καλοκαιριάτικο εκείνο πρωινό, διαλαλούσε, όσο μπορούσε πιο ζωηρά, το εμπόρευμα του. Είχε τόσο ανάγκη από χρήματα! Απ’αυτόν περίμενε η άρρωστη χήρα μάνα του και τα δυό μικρά αδερφάκια του, να τούς πάει λίγες πατάτες, λίγο ψωμί. Κι ύστερα, ήταν τα φάρμακα, πού οπωσδήποτε έπρεπε να τα χει το βράδυ η μητέρα. Όμως, μέχρι κείνη την ώρα, δεν είχε πολλή ξόδεψη στα κουλούρια του…

Ξαφνικά, εκεί στην γωνιά, σταματάει ένα φορτηγό στρατιωτικό αυτοκίνητο. Πίσω στην καρότσα, στοιβαγμένοι στρατιώτες, Νεοζηλανδοί αιχμάλωτοι. Τα μάτια του Στρατή καρφώνονται πάνω τους. Δείχνουν τόσο ταλαιπωρημένοι! Η όψη τους τσακισμένη. Ποιος ξέρει από που να ’ρχονται κι αν δεν ήταν και για ώρες πολλές άυπνοι, νηστικοί… Στον Στρατή ξυπνάει μέσα του η γνήσια ελληνική καρδιά. Νιώθει μια ξεχωριστή συμπόνια γι’ αυτούς τούς αιχμαλώτους. Σκέφτεται, ότι αυτά τα παιδιά ξεκίνησαν απ’ την μακρινή πατρίδα τους, για να μάς βοηθήσουν στον άδικο πόλεμο, πού μάς έκαμαν δυό ολόκληρες αυτοκρατορίες -η Ιταλία κι η Γερμανία -. Απ’ αυτούς πολλοί έβαψαν με το αίμα τους το ελληνικό χώμα. Κι άλλοι, ποιος ξέρει, ώσπου να φτάσουν στην χώρα τους, από τί δυσκολίες ακόμη έχουν να περάσουν. Συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη τον πλημμυρίζουν, έτσι όπως μπροστά του αντικρίζει το φορτηγό αυτοκίνητο…

Χωρίς να χάσει καιρό, με μια θαυμαστή σβελτάδα, κοντοζυγώνει τ’ αυτοκίνητο. Τεντώνει και τα δυό του χέρια, πού κρατούσαν τον δίσκο και αδειάζει με φόρα μέσα όλα τα κουλούρια, χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς απ’ τούς Γερμανούς φρουρούς, πού κάθονταν μπροστά στο φορτηγό! Όσοι έτυχε κείνη την ώρα να βρίσκονται εκεί γύρω, καμάρωσαν την αυθόρμητη και τόσο ευγενική πράξη του παιδιού. Μερικοί δάκρυσαν και το πρόσωπο τους φωτίστηκε από μια λάμψη…

Κάποιος ηλικιωμένος κύριος πλησίασε τότε το μικρό αγόρι:
– Μπράβο, παιδί μου. Φέρθηκες σαν ένας άξιος Έλληνας.
Κι ενώ φαινόταν, πώς κάτι έψαχνε να βγάλει απ’ την τσέπη του, τον ρώτησε:
– Αλήθεια, για πες μου, πόσο σου κόστισαν αυτά τα κουλούρια;

Ο μικρός σηκώνει τα μάτια του, κοιτάζει επίμονα και παραξενεμένα τον άγνωστο και χαμηλόφωνα, μα σταθερά, του απαντάει:
– Μα εγώ κύριε, τα κουλούρια τα χάρισα… δεν θέλω λεφτά!…
και χάθηκε αθόρυβα μέσα στο πλήθος με τον άδειο ταβλά του, ενώ η όψη του λαμποκοπούσε, σαν εκείνη την ήμερα να ’χε κερδίσει τα πιο πολλά χρήματα!

Ένα απ’ τα πολλά, τούτο το συγκινητικό γεγονός… Μια από τις αληθινές κι’ άγνωστες ιστορίες, πού ’γραψαν τα παιδιά -αγόρια και κορίτσια – στα δύσκολα χρόνια τής Κατοχής. και πού μέσα απ’ όλα αυτά φαίνεται, ποιος είναι ο Έλληνας: πάντα γενναίος. Με την καρδιά πλούσια σε ευγενικά αισθήματα. Έτοιμος να μήν λογαριάσει τον εαυτό του, ούτε και το σπίτι του, όταν βρεθεί μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, μπροστά σε κάποια ανθρώπινη ανάγκη. Κι όλα αυτά ο Έλληνας τα ζει απ’ τα παιδικά του χρόνια. Γιατί έτσι γεννιέται… κληρονομιά…

Από το βιβλίο: “Μικρές στιγμές από μεγάλη ιστορία”. Εκδόσεις, Αδελφότις Θεολόγων, η “ΖΩΗ”.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.