Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Τω αυτώ μηνί (Ιουνίω) ΚΕ’, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Φευρωνίας.
Προίξ τη γυναικών καλλονή Φευρωνία,
Τομή κεφαλής. Ως καλή σοι προίξ γύναι!
Δώκε δε Φευρωνίη ξίφει αυχένα εικάδι πέμπτη.
Αύτη η αοίδιμος εκ νεαράς της ηλικίας εσήκωσε τον χρηστόν ζυγόν του Κυρίου, και πηγαίνουσα εις ένα Μοναστήριον, το οποίον ευρίσκετο εις τα σύνορα Ρωμαίων και Περσών, εν πόλει καλουμένη Νισίβει, ήτις ονομάζεται Αντιόχεια της Μυγδονίας, εις εκείνο έγινε Μοναχή, και υπερέβη όλας τας εν τω Μοναστηρίω καλογραίας κατά την άσκησιν και σύνεσιν, και κατά την μελέτην των θείων Γραφών. Ήτον δε Ηγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών η Οσία Βρυαίνη. Κατά τους χρόνους δε του Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ [288], επειδή ο ηγεμών Σελήνος εδίωκε τους Χριστιανούς, διά τούτο αι μεν λοιπαί Καλογραίαι, έφυγον από το Μοναστήριον, ζητούσαι να γλυτώσουν από τον θάνατον. Η δε μακαρία Φευρωνία, επειδή και ήτον ασθενής, δεν εδυνήθη να φύγη, αλλά εκατάκειτο επάνω εις ένα κρεββάτι, κοντά δε εις αυτήν εκάθοντο η Ηγουμένη Βρυαίνη, και η καλουμένη Ιερία. Εκεί λοιπόν επήγαν οι στρατιώται του Σελήνου, και τζακίσαντες τας πόρτας με τζεκούρια, εμβήκαν μέσα εις το Μοναστήριον, και ευθύς ετράβιξαν τα σπαθία των, και ήθελον να κατακόψουν την Βρυαίνην.
Παρεκάλεσεν όμως αυτούς Πρίμος ο του Λυσιμάχου ανεψιός, να μη κτυπήσουν αυτήν. Εφέρετο γαρ αυτός πάντοτε εις τους Χριστιανούς, με συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν. Αρπάσαντες δε την Φευρωνίαν, επήγαν αυτήν εις τον Σελήνον, ηκολούθουν δε εις την Φευρωνίαν, η Βρυαίνη, η Ιερία, και η Θωμαΐς, στηρίζουσαι αυτήν εις την πίστιν και νουθετούσαι, να μη φοβηθή τα βάσανα, μηδέ να προδώση, την εις Χριστόν ευσέβειαν. Παρεκίνουν δε αυτήν να ενθυμηθή την Λιβύαν και Λεωνίδα τας αδελφάς, και την νέαν Ευτροπίαν. Από τας οποίας, η μεν Λιβύα, απεκεφαλίσθη διά τον Χριστόν. Η δε Λεωνίς, παρεδόθη εις την φωτίαν. Η δε νέα Ευτροπία, ακούσασα να της λέγη η μήτηρ της· «Μή φύγης τέκνον μου» ευθύς έδεσε τας χείράς της οπίσω, και κλίνασα τον λαιμόν της εις τον σπεκουλάτορα, εθανατώθη προθύμως.
Και η μεν Βρυαίνη, αφ’ ου εδίδαξε την Φευρωνίαν, εγύρισεν εις το Μοναστήριον, κλαίουσα και θρηνούσα, εφοβείτο γαρ διά το άδηλον αυτής τέλος. Όθεν επαρακάλει τον Θεόν να χαρίση εις αυτήν νίκην κατά του Διαβόλου. Η δε Θωμαΐς και Ιερία, ενδύθηκαν ανδρίκεια φορέματα, και σμίγουσαι μαζί με τους υπηρέτας, ηκολούθουν εις την Φευρωνίαν. Εφέρθη λοιπόν η Αγία εις τον Λυσίμαχον τον ανεψιόν του Σελήνου, και ερωτήθη από αυτόν να ειπή, ποίον είναι το όνομά της, το γένος της, και η θρησκεία της. Η δε Μάρτυς αντί διά όλα έλεγε, πως είναι Χριστιανή. Ύστερον δε ο τούτου θείος Σελήνος, επεχείρησε να μεταθέση την Αγίαν από την πίστιν του Χριστού με κολακείας, και επειδή δεν εδυνήθη, επρόσταξε να εξαπλώσουν αυτήν από τα τέσσαρα μέρη, και από κάτω μεν, να καίουν αυτήν με φωτίαν, από πάνω δε, να δέρνουν αυτήν με ραβδία. Επειδή λοιπόν, κοντά οπού επλήγωσαν την του Χριστού αμνάδα από τους δαρμούς, έρριπτον ακόμη και λάδι εις την φωτίαν, διά τούτο ανέλυσαν αι σάρκες της μακαρίας Φευρωνίας, και έτρεχον κατά γης. Έπειτα εκρέμασαν
αυτήν και εξέσχιζον με σιδηρένια ονύχια, και έκαιον με την φωτίαν. Μετά ταύτα, έκοψαν την γλώσσάν της, την οποίαν η Αγία με ανδρίαν πολλήν, μόνη της εύγαλεν έξω από το στόμα της. Είτα εξερρίζωσαν τα οδόντιά της, και έκοψαν με σπαθί τα δύω βυζία της. Επάνω δε εις το κόψιμον των βυζίων, έβαλον κάρβουνα αναμμένα. Ύστερον έκοψαν τας χείρας και τους πόδας της Αγίας, και τελευταίον την απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν η τρισολβία τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Κατά δε προσταγήν του Λυσιμάχου, εσυμμαζώχθη από τους Χριστιανούς το σώμα της Αγίας, και εφέρθη εις το Μοναστήριόν της, διά μέσου Φίρμου του κόμητος. Εβάσταζον δε αυτό και στρατιώται μαζί με τον Φίρμον. Και τα μεν άλλα μέλη της Αγίας, εσυναρμόσθησαν το καθ’ ένα εις την τάξιν και φυσικήν αρμονίαν του. Τα δε οδόντια αυτής, εβάλθησαν επάνω εις το στήθός της. Και έτζι εσυνάχθησαν Επίσκοποι, και Κληρικοί μαζί με Μοναχούς, και πλήθος πολύ των Χριστιανών, και ούτω ψάλλοντες ψαλμούς και ύμνους, και ποιήσαντες αγρυπνίαν, ενταφίασαν το μαρτυρικόν εκείνο και
άγιον λείψανον.
Λέγουσι δε, ότι όταν κάθε χρόνον ετελείτο η μνήμη της Αγίας εις το Μοναστήριον, εβλέπετο η Μάρτυς κατά το μεσονύκτιον, παρούσα μαζί με τας άλλας αδελφάς και συμψάλλουσα, και αναπληρούσα τον τόπον, εις τον οποίον και ζωντανή ούσα εστέκετο, έως οπού εγίνετο η ευχή. Μίαν φοράν δε, ηθέλησεν η Βρυαίνη διά να την πιάση, και ευθύς έγινεν άφαντος. Ο δε Λυσίμαχος, βαρείαν συμφοράν ενόμισε το μαρτύριον της Αγίας: ένα μεν, διατί εκατάγετο από μητέρα Χριστιανήν, και άλλο δε, διατί ο θείός του Σελήνος, έδειξε μεγάλην απανθρωπίαν και ωμότητα εις την Μάρτυρα. Διέφθειρε γαρ το της νέας παρθένου κάλλος, το οποίον ήτον σχεδόν υπέρ άνθρωπον. Όθεν από την λύπην και πικρίαν της ψυχής του, τότε μεν, δεν έφαγε ψωμί, αλλά εθρήνησε και έκλαυσε πικρώς τον θάνατον της Αγίας. Ύστερον δε, επίστευσεν εις τον Χριστόν μαζί με τον Πρίμον, και έλαβεν ομού με εκείνον το Άγιον Βάπτισμα. Ο δε Σελήνος έξω φρενών γενόμενος, εθεώρησεν εις τον ουρανόν, και εμούγγρισεν ωσάν βόδι. Έπειτα κτυπήσας την κεφαλήν του εις μίαν κολόναν, κακώς ο κακός την ψυχήν του απέρριψε.
Τελείται δε η της Αγίας Σύναξις και εορτή, εις τον Ναόν του Αγίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, τον ευρισκόμενον εις την Οξείαν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής, όρα εις την Καλοκαιρινήν. Ο δε ελληνικός Βίος αυτής σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Εγένετο εν ταίς ημέραις Διοκλητιανού»).
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
*
Ασματική Ακολουθία της Οσιομάρτυρος Φεβρωνίας – Γερασίμου Μον. Μικραγιαννανίτου.rar
Περισσότερα για το Συναξάριο της ημέρας βλέπε και στον:
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ