Ένας Θησαυρός!

Ποσα χρόνια να ταν θαμμένος; Κανείς δεν ξέρει. Είκοσι, σαράντα, εξήντα; Πως να το μάθουμε; Οι λογικοί υπολογισμοί προσεγγίζουν το χρόνο χωρίς βεβαιότητα.
Σιγουρο είναι πως βρέθηκε ένα πρωινό στα μέσα του Ιουλίου του 2006.
Τοπος απίθανος. Στην άκρη του κήπου, κοντά στο πεζούλι. Πιο πέρα απόκρημνα βράχια που κατηφόριζαν ως το βάθος της πλαγιάς, με τα κρυστάλλινα νερά της βρυσομάνας.

Καλοκαίρι. Είχαν έλθει για λίγες ημέρες να ξεκουραστούν, από τα Τιρανα που έμεναν κι εργάζονταν τα παιδιά και τα εγγόνια του Παπα-Βλάση.
Ο ίδιος είχε αφήσει από καιρό αυτή τη ζωη. Υπηρέτησε με αφοσίωση την εκκλησία, φρόντιζε τούς Χριστιανούς, τούς μετέφερε τη θεία χάρη, τούς μετάδωσε ευλάβεια και, πονεμένος για το διωγμό της πίστης, ακολούθησε τον ανθρώπινο κλήρο.
Το πατρογονικό σπίτι άνοιγε κάπου-κάπου. Το καλοκαίρι σκάλιζαν λίγο τον μικρό κήπο. Κατι προλάβαινε να φυτρώσει. Μα τι παράξενο! που γάτζωσε το σκαλιστήρι;
Ανασήκωσε κάτι μπρούτζινο σκαλιστό μέσα από τα χώματα. Δεν ήταν και μικρό πράγμα!…

Σαστισε ο εγγονός ο Βλάσης, ο σπουδαστής. Στη μέση της βάσης ένας μεταλλικός σταυρός, δεξιά η μορφή του Χριστού, αριστερά της Παναγίας. Φωναξε τον αδελφό του και τη μάνα.
Με δέος, με τρεμάμενα χέρια σταυροκοπήθηκαν…
Ιερό πράγμα!… Απομάκρυναν προσεκτικά τα πολλά χώματα. Στα τρία από τα πέντε ανοίγματα μικρά οστά!
— Θεε μου, Παναγιά μου, πρόφερε με φόβο η γυναίκα. Είμαστε ανάξιοι. Εμείς δεν ξέρουμε από τέτοια…
— Φαίνεται ο παππούς μας, ο παπα-Βλάσης, είπε με σιγουριά ο μικρότερος αδελφός… Αυτός θα τα έκρυψε εδώ, για να μη τα βεβηλώσουν οι αρνητές, που έσπαζαν τις εικόνες και υποχρέωναν να παραδώσουμε ο,τι αγιοτικό είχαμε στα σπίτια μας…
Τα είχαν φέρει φαίνεται ο παππούς κι η γιαγιά μας από το ιστορικό Μοναστήρι της Παναγιάς για να τα φυλάξουν…
Οσο τα πράγματα αγρίευαν, φοβήθηκαν μη μπουν στα σπίτια και τα’ αρπάξουν, γι’ αυτό και τα έχωσαν στο χώμα, ώσπου να ρθουν καλύτεροι καιροί, να τα πάνε ξανά στην εκκλησία, να τα προσκυνούν οι πιστοί, να παίρνουν χάρη, που έφθαναν απ’ όλα τα μέρη… Αξέχαστα χρόνια!

15 Ιουλίου 2006. Κτύπησε η καμπάνα. Τυλιγμένο σε ένα μποξά, τον θησαυρό, τον παράδωσε ο εγγονός του παπα-Βλάση στον κύριο Κωστα τον συγχωριανό τους, που φρόντιζε την εκκλησία. Μα ούτε εκείνος ήξερε περισσότερα. Κατάλαβε μόνο πως ήταν ιερά λείψανα. Συγκινήθηκε και με τη σειρά του τα’ άφησε, όταν τέλειωσε η θεία Λειτουργία, στα χέρια του κυρίου Αλέκου, που όλοι ήξεραν πως ήταν πολύ ευλαβής.

Είχε αφήσει το επάγγελμα του μηχανολόγου κι εργάζονταν με αφοσίωση σε μια μεγάλη εκκλησία της Αθήνας, από τότε που οι κακές συνθήκες του τόπου, τούς οδήγησαν να βρουν δουλειά και προστασία στη μάνα-πατρίδα.
Ολοι τον αγαπούσαν τον κύριο Αλέξανδρο. Τον Ιούλιο όμως άφηνε όλους κι όλα στην Αθήνα και γύριζε για λίγο με την οικογένειά του στην πατρογονική γη.
Ιδιαίτερες μνήμες από τα παιδικά χρόνια τον έδεναν με το παλαιό μοναστήρι του 11ου αιώνα, που άνθιζε κάποτε με Σχολείο κι εργαστήρια… κι ας λιγόστευαν κι ας χάθηκαν οι μοναχοί.
Το προστάτευε η Παναγία και η Αγία Ιουλίττα με τα ιερά λείψανά της, ακοίμητοι φρουροί στούς πόνους και τις δοκιμασίες όλης της Δρόπολης.

Καϋμός του κυρ- Αλέξανδρου και λαχτάρα κι όνειρο στον ύπνο του, να ξανάβρισκαν τα άγια λείψανα, που έφερναν ευλογία στον τόπο τους, τόσο που οι χωριανοί κι οι ξένοι προσκυνητές έλεγαν• «Πάμε στην Αγία Ιουλίττα».
Οταν τελείωσε η θεία Λειτουργία, του ξαναείπε ο νεωκόρος•
— Ανοιξε στο σπίτι σου το μποξά. Σαν πας στην Αθήνα δείξτο στούς παπάδες. Εκεί φτιάχνουν, λέει, ωραίες θήκες και φυλάνε τα άγια λείψανα… Εδῶ δεν έχουμε τα μέσα να κάνουμε κάτι καλό, όπως τα παλιά τα χρόνια… Θα χαρούν στ’ Αργυρόκαστρο οι ιερείς, όταν τα γυρίσεις όπως πρέπει, φροντισμένα…
Τα είχε χαμένα ο κυρ- Αλέξανδρος. Ετρεμαν τα χέρια του, τα μάτια έτρεχαν. Εκανε το σταυρό του. Τούτο είναι απίστευτο θαύμα. Τα είδαν οι ιερείς του ναού. Συγκινήθηκαν.
Στη μια θήκη-άνοιγμα, ιερά λείψανα του Ιερού Χρυσοστόμου. Στη δεύτερη, του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου, στην τρίτη, της Αγίας Ιουλίττας.

Η καταγραφή γύρω-γύρω με σκαλιστά βυζαντινά γράμματα επάνω στο μέταλλο• «Τα ιερά αυτά λείψανα ανήκουν εις την Ιεράν Μονήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του χωρίου Δούβιανη της Δρυϊνουπόλεως Αργυροκάστρου. Ετος 1819 μ.Χ.».
Ο ευλαβής Βορειοηπειρώτης έδωσε τις οικονομίες του και κατασκευάστηκε μια καλαίσθητη ιερή λειψανοθήκη, που με το θησαυρό του κήπου φυλάσσεται προσωρινά στο ιερό της Αθηναϊκής Εκκλησίας, για να τη μεταφέρουν με ευλάβεια οι Δουβιανίτες στην ιδιαίτερη Πατρίδα.

Στις 15 Ιουλίου 2007, στην εορτή της Αγίας Ιουλίττας, βρέθηκαν και πάλι όλοι, με τη χάρη της Παναγίας, στο ιστορικό μοναστήρι της, για να υποδεχθούν τον κρυμμένο θησαυρό, τα ιερά λείψανα των Αγίων, που θα σκορπούν πάλι τη χάρη τους στον πολύπαθο λαο του Θεού.

Από το περιοδικό: «η δράση μας», τεύχος Ιουνίου – Ιουλίου του 2007.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.