Μισή ώρα μετά την αναχώρηση από το λιμανάκι της Ουρανούπολης, κι ενώ το μικρό πλοιάριο πλέει ήρεμα δίπλα στις πευκόφυτες πλαγιές της αθωνικής χερσονήσου, νιώθει κανείς να τον πλημμυρίζει το «μυστήριο».
Ένα μυστήριο που σε μεταφέρει σε χρόνους αλλοτινούς, μέσα σε καστροπολιτείες, με ψηλούς πύργους και εξώστες. Με τους άρχοντες να διαβαίνουν τα πορφυρά χαλιά των μεγαλοπρεπών ναών της Πόλης, για να ασπαστούν ταπεινά τη δεξιά χείρα του δεσπότη, λίγο πριν αρχίσει η λειτουργία των αγγέλων.
Ο αέρας του μυστηρίου σε παίρνει και σε σηκώνει από τον μακρύ καναπέ της σάλας του πλοίου, και τα πόδια σου δρασκελούν την κλίμακα για να σε φέρουν στην κουβέρτα.
Η ματιά σου τρέχει και σκαλώνει σε τοιχία, τρούλους, καμπαναριά, σταυρούς, μικρά κελιά, συστάδες δένδρων, παρεκκλήσια, αρσανάδες.
Τρέχει το πλοιάριο, τρέχει σα να γλιστράει πάνω στα βαθυγάλαζα νερά, τρέχει κι ο νούς του περιηγητή σε ύμνους κατανύξεως. «Ευλογείτε τα έργα πάντα Κυρίου…»
Πόσοι άνθρωποι, πόσος μόχθος, πόσος ιδρώτας χρειάστηκε για να σταθούν ορθοί αυτοί οι γίγαντες της πίστης!
Πόσα σκελετωμένα χέρια άραγε χρειάστηκαν, για να λαξεύσουν πέτρες, μάρμαρα, ξύλα, το ίδιο το σκληρό και άπονο μέταλλο!
Πόσες ώρες άραγε ειπώθηκε μυστικά η ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» σύγχρονα με το άπλωμα της λάσπης στην πελεκητή πέτρα!
Τα αθωνικά καστρομονάστηρα προβάλλουν ένα – ένα και προκαλούν τα βλέμματα των θαλασσοπόρων.
Άλλο στέκεται σχεδόν δίπλα στο κύμα της θάλασσας, άλλο διάλεξε να απλωθεί ανάμεσα σε ελαιόδεντρα, λίγο πιο πάνω σε πλαγιά. Ένα άλλο πιο τολμηρό σκαρφάλωσε πάνω σε βράχους, απόκρημνους και αφιλόξενους. Μόνο που, μυστήριο πώς, εκεί συναντά κανείς τα πιο ζεστά και φιλόξενα λόγια.
Ποιές εντολές και οδηγίες έδωσε ο μάστορας στους μερακλήδες του, ώστε να χτίσουν με τόση γοητεία και λεβεντιά τα ψηλά μπαλκόνια, να σχεδιάσουν τις στέγες με τη μαύρη πλάκα, να χαράξουν την ψυχή τους πάνω στα ξύλινα και μαρμάρινα τέμπλα, στους χορούς των πολυελαίων!
Ο ζόφος του μυστηρίου τυλίγει την ψυχή και το νου καθενός που θα διαβεί, τη βαριά, αιωνόβια πόρτα της μονής.
Τίποτα δεν μπορεί να ξεσηκώσει την πνοή του μυστηρίου που ακολουθεί τα βήματα προς το καθολικό. Ούτε θόρυβος, ούτε ανησυχία, ούτε αγωνία. Τα πάντα εκεί συμβαίνουν μυστικά και μυστηριακά.
Το φως μπαίνει κλεφτά από τα στενά παράθυρα του ναού. Η ακτίνα του χαϊδεύει το μαρμάρινο δάπεδο, τα αποκαμωμένα στασίδια. Η διαδρομή του είναι γεμάτη διάκριση, ταπείνωση. Δεν πρέπει να υπερβεί το φως των κεριών. Πιο ψηλά, παίζει το φως του κανδηλιού. Καταυγάζον το άμετρον έλεος.
Οι μορφές των αγίων στους τοίχους, στέκονται άυλες και μεταρσιωμένες. Ακολουθούν με σεμνότητα τα βήματα του προσκυνητή και ευφραίνονται από την πνευματική ευωδία του θυμιάματος και τη μετάνοια των αγγελικών σκιών, οι οποίες γλιστράνε με ήσυχα τα βήματά τους στο τυπικό των κατανυκτικών ακολουθιών.
«Η γέφυρα η όντως μετάγουσα, τους έκ γης προς ουρανόν», με το γλυκύτατο πρόσωπο, καθισμένη στο θρόνο της αριστερά της θύρας του Βήματος, ρίχνει το φιλόστοργο βλέμμα της στους χορούς των μελωδών και νιώθει αγαλλίαση από την καρδιακή προσευχή.
Πόσο αξιόλογο δώρο της χάρισε ο μονογενής της!
Το περιβόλι των ευχών! Πόση ευκαρπία πνευματική απολαμβάνει στους αιώνες εδώ η Κυρά του Άθωνα! Ποτέ δε θέλησε να φύγει από αυτό το μέρος. Εδώ ακούει και πάλι τα γλυκύτατα ρήματα του Υιού της όπως τότε στην Κανά της Γαλιλαίας ή στην Ιερουσαλήμ. Παρηγορείται μαζί με τους ασκητικούς διαβάτες. Τον βλέπει να θλίβεται από την ανθρώπινη αδυναμία, να θεραπεύει, να αναζητά το χαμένο πρόβατο, να αναπαύει τον πεφορτισμένο, να υψώνει τον ελάχιστο.
Κατά την αγιορείτικη παράδοση, η Κυρία Θεοτόκος με τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, ταξιδεύοντας με πλοίο από την Παλαιστίνη στην Κύπρο, για να επισκεφτεί τον Άγιο Λάζαρο (τον αναστημένο έκ νεκρών), λόγω μεγάλης τρικυμίας και με υπερφυσικό τρόπο, βρέθηκε στον Άθω και συγκεκριμένα στο λιμάνι του Κλήμεντος στη Μονή Ιβήρων.
Όταν οι απόστολοι έβαλαν κλήρο τις περιοχές στις οποίες θα κηρύξουν, ζήτησε και η Παναγία να πάρει κλήρο, για να κηρύξει το ευαγγέλιο. Ο κλήρος έδειχνε την περιοχή Ιβηρίαν. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ όμως, παρουσιάστηκε και είπε στην Παρθένο ότι η πραγματική περιοχή στην οποία θα βρεθεί θα είναι η Μακεδονία και το Όρος Άθως. Όταν το καράβι μπήκε στο λιμάνι κι έγινε μεγάλη αναταραχή στο Όρος, τότε οι κάτοικοι ήρθαν και ρωτούσαν τον Ιωάννη, πως έγιναν όλα αυτά και από ποια δύναμη. Και αυτός τους εξήγησε και τους κήρυξε το λόγο του Θεού μιλώντας τους στα ελληνικά, ενώ ήταν Εβραίος.
Η Παναγία, ευχαριστημένη από την ομορφιά του Όρους και τον κλήρον που της δόθηκε, προσευχήθηκε στον Χριστό λέγοντας: «Υιέ μου και Θεέ μου, ευλόγησον τον τόπον τούτον και κλήρον μου. Και επίχεον επ’ αυτού το έλεός σου και φύλαξον αβλαβή ως συντελείας του αιώνος τούτου και τους κατασκηνούντας εν αυτώ, δια το όνομά σου το Άγιον και Εμόν, ώστε δια μικρού κόπου και αγώνος της μετανοίας αφεθήναι αυτοίς αμαρτήματα αυτών. Έμπλησον αυτούς παντός αγαθού και αναγκαίου έν τω αιώνι τούτω και ζωής αιωνίου έν τω μέλλοντι καταξίωσον, δόξασον υπέρ πάντα τόπον, τον τόπον τούτον και θαυμάστωσον παντοιοτρόπως, πλήρωσον αυτόν έκ παντός έθνους των υπό τον Ουρανόν, των κεκλημένων τω ονόματί Σου και πλάτυνον τα σκηνώματα έν αυτώ από άκρον έως άκρου αυτού. Απάλλαξον αυτούς της αιωνίου κολάσεως και σώσον έκ παντός πειρασμού, ορατών και αοράτων εχθρών και πάσης αιρέσεως και ειρήνευσον τω ορθοδόξω δόγματι».
Τότε ακούστηκε φωνή από τους Ουρανούς που έλεγε: «Όσα ήτησας και προσεύξω, Μήτερ μου, ούτως έσται Σοί πάντα, εάν και αυτοί τα εντάλματά μου φυλάξωσιν! Από του νυν και εξής έστω ο τόπος ούτος κλήρος Σός και περιβόλαιον Σόν και Παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτηρίας των θελόντων σωθήναι, αλλά προσφυγή και καταφύγιον και ατάραχος λιμήν της μετανοίας των πεφορτισμένων με πολλάς αμαρτίας».
Πρώτη απ’ όλους ήλθε εδώ. Ευλόγησε με το ειρηνικό βλέμμα της τον τόπο, τον ημέρεψε. Έπειτα καλεί τους μαθητές του Κυρίου της. Τους συντηρεί, τους φροντίζει, τους εμψυχώνει, όπως η μάνα στέκει δίπλα στο παιδί της, τις ώρες της πάλης και της αγωνίας.
Ημέρα και νύκτα εμφανίζεται στις πολεμίστρες και προσκαλεί τους μαχητές του πνεύματος, μπαίνοντας μπροστά και οδηγώντας τους στις ουράνιες μονές. Κι άλλοτε καταλήγει να γίνεται μεσίτρια προς τον φιλάνθρωπο Κύριο και να ζητάει για χάρη της τη σωτηρία του πλανεμένου.
Πολλά είναι τα ευγνώμονα χέρια που σχεδίασαν την αγία μορφή της, την εικόνα της. Κι άλλα τόσα χάραξαν ύμνους ευχαριστίας προς την αειπάρθενο Μητέρα. Χείλη τρεμάμενα από δέος έψαλαν ύμνους εγκωμιαστικούς κι Εκείνη ως ευχαριστήρια μετέβαλε το λάρυγγα σε γλυκόηχη δαβιτική λίρα.
Το υπέρλογο ταξίδι Της βρήκε συνέχεια σε πολλές εικόνες Της, οι οποίες προσάραξαν στα ευλογημένα νερά της αθωνικής χερσονήσου, σπρωγμένες από τη θεία Πρόνοια, σαν καλοτάξιδα σκαριά στα νερά του πελάγους.
Παρηγορήτρα στάθηκε η Κυρία Θεοτόκος στον θρήνο της χήρας από την Πόλη η οποία έκλαιε πικρώς, σαν έριξε τη σημερινή εικόνα της Πορταΐτισσας στη θάλασσα, παρά να την καταστρέψουν οι εικονομάχοι. Στοργικά την ησύχαζε η Υπεραγία Θεοτόκος, λέγοντάς της ότι την εικόνα της θα τη στείλει σε τόπο όπου θα την προσκυνούν εις τους αιώνες πολλές φυλές και γλώσσες.
Μετά από αρκετά χρόνια, η εικόνα θα βρεθεί μπροστά στη Μονή των Ιβήρων, να στέκεται όρθια πάνω στα νερά. Οι μοναχοί μάταια θα κοπιάσουν να βγάλουν την εικόνα από τη θάλασσα. Αόρατο χέρι θα τους εμποδίσει.
Έσκυψε η Παναγία στο προσκεφάλι του γέροντα Γαβριήλ, ο οποίος αναπαυόταν στο φτωχικό καλογερικό του κελί και του είπε: «Θέλω εσύ να έρθεις να παραλάβεις την εικόνα μου από τη θάλασσα, διότι εσένα βρίσκω άξιο για να τη μεταφέρεις στη Μονή».
Ο ασκητής υπάκουσε και κατέβηκε να παραλάβει την εικόνα. Μα σαν μπήκε στη θάλασσα, δεν βούλιαζε, αλλά περπατούσε επάνω στα νερά, μέχρι που έβγαλε την εικόνα στη στεριά. Στο μέρος που ακούμπησε η εικόνα Της, ανέβλυσε η χάρη Της αγίασμα, το οποίο βρίσκεται αστείρευτο μέχρι σήμερα.
Ο Γαβριήλ μαζί με τον ηγούμενο και τους μοναχούς, μετέφεραν την εικόνα στο καθολικό της Μονής και την έβαλαν σε περίοπτη θέση. Την επόμενη ημέρα όμως δεν την βρήκαν μέσα στην εκκλησία, αλλά πάνω από την πύλη. Και πάλι έτσι, μέχρι να εννοήσουν οι μοναχοί ότι η Παναγία θέλει να μείνει κοντά στην πύλη. Κάποτε μίλησε και στον ηγούμενο και του είπε: «Εγώ ήρθα εδώ για να σας φυλάω και όχι να με φυλάτε». Έπιασαν τότε κι έχτισαν ωραίο παρεκκλήσι δίπλα στην πύλη της Μονής και η εικόνα στάθηκε εκεί, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα.
«Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον», την εικόνα της Κεχαριτωμένης! Πετάγεσαι έξω απ’ το καθολικό. Το πρωινό αγιάζι σε τρυπάει, ταλαίπωρε προσκυνητή. Κρύβεσαι πιο βαθιά χωμένος στα πλαστικά ρούχα σου και το πρόσωπό σου παγώνει μένοντας έξω απ’ την κουκούλα. Στέκεσαι στον εξωνάρθηκα κι αφουγκράζεσαι τη Λειτουργία της του Χριστού Γέννας. Οι ευλαβείς προσκυνητές, πολλοί τούτες τις μέρες. Ούχ ευρέθη τόπος έν τω ναώ. Πού και πού ρίχνεις κλεφτές ματιές σ’ ένα φωτεινό παράθυρο απέναντι, εκεί όπου είναι η τράπεζα. Φιγούρες κινούνται φευγαλέα εκεί καθώς ετοιμάζουν το γιορτινό γεύμα.
Θυμάσαι πέρυσι τέτοια μέρα περασμένα μεσάνυχτα, πού ήσουν στις Καρυές. Πηγαινόφερνες στη σταυρωτή τράπεζα δίπλα στο Πρωτάτο και έβαζες τα σερβίτσια, τα φρούτα, το γλυκό. Διακονούσες κι εσύ μαζί με τους συντρόφους για το γεύμα της γιορτής. Μετά μπήκατε στο ναό. Ίσα ίσα που ξεχώριζες τις εικόνες του Πανσέληνου στο αμυδρό φώς των καντηλιών. Εκεί άκουσες πρώτα τα μεγαλειώδη και κατανυκτικά τροπάρια του όρθρου, «Δεύτε ίδωμεν πιστοί», «Χριστός γεννάται δοξάσατε», «Αγαλλιάσθω ουρανός, γη ευφραινέσθω, ότι ετέχθη επί γης, ο Αμνός του Θεού», και μετά οι Αίνοι «Ευφραίνεσθε Δίκαιοι, ουρανοί αγαλλιάσθε, σκιρτήσατε τα όρη, Χριστού γεννηθέντος».
Τώρα με σύντροφο την παγωνιά, νιώθεις να μπαίνουν βαθύτερα τα θεία νοήματα στην πολυτάραχη ψυχή σου. Ένας ψηλός καλόγηρος σε πλησιάζει με γλυκύτατο παιδιάστικο χαμόγελο και ρωτώντας σε προσκαλεί. «Παιδιά θα κάτσετε μετά στο τραπέζι της Παναγιάς μας!».
Αιώνες φροντίζει την τράπεζα των μονών η Θεοτόκος. Πέρασαν απ’ αυτό τον τόπο ληστοπειρατές, Σαρακηνοί, βάρβαροι κι αλλόπιστοι, κατακτητές κι αντάρτες. «Έφτασε καιρός που κόντεψε να λείψει το αλεύρι και το λάδι», έλεγε σε μια σκήτη ένας γέροντας με χαρακωμένο απ’ τα χρόνια και την άσκηση το πρόσωπο. «Μα δε μας άφησε η Κυρά μας Θεοτόκος! Γέμιζαν τα πιθάρια λάδι μέχρι που ξεχείλιζαν. Οι μουσαφίρηδες δεν έμειναν ποτέ δίχως ψαράκι».
Στην τράπεζα της Παναγίας μας γίνεται προσευχή και ο καθένας παίρνει τη θέση του για το γεύμα. Ένας μοναχός έχει οριστεί να διαβάσει μέρος της ομιλίας του ιερού Χρυσοστόμου.
Εκτός από τη ρυθμική ανάγνωση, ακούγεται ο ήχος από κουτάλια και πιρούνια των μοναχών και επισκεπτών. Η ματιά σου πέφτει σε μια παλιά φορητή εικόνα. Μορφές ασκητικές σε στάση προσευχής, δοξάζουν κι ευχαριστούν τον Κύριο και τη Θεοτόκο για το πρωτόγνωρης νοστιμιάς «λουκούλλειο» γεύμα, το οποίο συνοδεύεται από καταπληκτικό αγιορείτικο κρασί!
Ο ηγούμενος χτυπάει το καμπανάκι μπροστά του. Ακολουθεί προσευχή και το γεύμα που παρέθεσε η Παναγία τελειώνει.
Το γκρίζο σύννεφο που σκεπάζει το βουνό σε αφήνει να διακρίνεις ένα ασκηταριό, σκαρφαλωμένο σε απότομη πλαγιά. Να βρίσκεται εκεί κανείς; Να προσεύχεται μερόνυχτα χωρίς να νιώθει τη γη στα πόδια του; Ποιά να ΄ναι η τροφή του; Τί τον σκεπάζει απ’ το ξεροβόρι; Ποιός είναι η συντροφιά του;
Γέρνεις το σώμα σου στην κουπαστή του πλοίου. Τώρα που φεύγεις, προσπαθείς να σκεφτείς… τι να βάλεις όμως πρώτο στη σκέψη σου!
Πόσα είδες, πόσα άκουσες, πόσα φαντάστηκες, πόσα νοστάλγησες!
Πάντα σου άρεσε να το ψάλλεις αυτό: «Επεσκέψατο ημάς, εξ ύψους ο Σωτήρ ημών, ανατολή ανατολών, και οι έν σκότει και σκιά εύρομεν την αλήθειαν, και γάρ εκ της Παρθένου ετέχθη ο Κύριος».
Κείμενο του Κωνσταντίνου Ι. Σύρου
Από το περιοδικό ¨ΒΗΜΟΘΥΡΟ¨
Τεύχος 1ο (σελ. 95- 99).
Παράβαλε και:
Η Θεοτόκος και ο σύγχρονος Αγιορείτικος μοναχισμός – μοναχού Μωυσέως του Αγιορείτου.