Του Οσίου Πατρός ημών Ησαϊου του αναχωρητού – λόγος για τη φύλαξη του νου (εκ της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών και Ασκητικών).

Ο ΟΣΙΟΣ ΗΣΑΪΑΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ

Για τον όσιο Ησαϊα τον Αναχωρητή ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία έχουμε. Ο τόπος γεννήσεώς του είναι άγνωστος. Από κάποιο χωρίο του Γεροντικού, που τον ονομάζει Θηβαίον, υποθέτουμε πως καταγόταν από τις Αιγυπτιακές Θήβες. Ο Όσιος Ησαϊας ακολούθησε νωρίς τον ασκητικό βίο και ήταν σύγχρονος του Μακαρίου του Αιγυπτίου, του Μακαρίου του Αλεξανδρέως, του αββά Παμβώ, του αββά Αχιλλά, του αββά Σιλουανού και άλλων μεγάλων ασκητικών μορφών. Πιθανόν να υπήρξε μαθητής του οσίου Μακαρίου του Μεγάλου. Η ενάρετη ζωή του και η κατά Πνεύμα σοφία του τραβούσαν κοντά του πολλούς μοναχούς που ζητούσαν την πνευματική του καθοδήγηση και πνευματική ενίσχυση και τόνωση. Την πνευματική του σοφία και τη βαθειά μύησή του στην ασκητική ζωή μαρτυρούν οι σωζόμενες 29 πνευματικές ομιλίες του καθώς και το φιλοκαλικό κείμενο, του οποίου τη μετάφραση παραθέτουμε ευθύς αμέσως.

Οι πνευματικοί αγώνες, στους οποίους υποβλήθηκε με ακούραστη προσπάθεια, και οι πολλές αρετές, που τον κοσμούσαν, μαζί με την πρακτική πνευματική του σοφία, τον έκαναν άξιο να κατατάσσεται ανάμεσα στους μεγάλους ασκητές όπως οι όσιοι Παμβώ, Βησσαρίων, Παϊσιος, Ποιμήν, Μακάριος κ.α. Ο αββάς Ησαϊας άφησε τον κόσμο αυτόν κατά το τέλος του δ’ αιώνος και η μνήμη του τιμάται μαζί με όλους τους οσίους της Εκκλησίας μας το Σάββατο της Τυρινής.

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΑΣ Ησαϊα ΤΟΥ ΑΝΑΧΩΡΗΤΗ
ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΝΟΥ

Ένα από τα φυσικά πάθη13 του νου είναι η οργή. Χωρίς οργή και την αγνότητα, δεν μπορεί να πραγματοπιήση κάτι ο άνθρωπος, αν δεν οργισθή εναντίον όλων όσων σπέρνει ο εχθρός μέσα του. Και όταν τον βρήκε τον πειρασμό ο Ιώβ μάλωσε τους εχθρούς του λέγοντάς τους: «είστε άτιμοι και εξευτελισμένοι, δεν έχετε τίποτε το καλό επάνω σας. Δεν σας θεωρώ άξιους των σκυλιών των κοπαδιών μου» (Ιώβ λ’ 1-4). Όποιος θέλει να φτάση στην κατάσταση της φυσικής οργής, κόβει όλα τα θελήματά του, ώσπου να τοποθετηθή στη φυσική κατάσταση του νου του.

Αν αντιστέκεσαι στην έχθρα και την ιδής να εξασθενίζει μέσα σου και να υποχωρή, ας μη χαρή η καρδιά σου, γιατί τα πονηρά πνεύματα κρύβουν την κακία τους. Και ετοιμάζουν πόλεμο χειρότερον από τον πρώτο και κρατούν τις προετοιμασίες γι’ αυτόν κρυμμένες και δεν επιτρέπουν τη φανέρωσή του. Αν αντισταθής, φεύγουν οι εχθροί από μπροστά σου σε κατάσταση αδυναμίας. Και αν υψηλοφρονήση η καρδιά σου, γιατί τους κυνήγησες, και αφήσης αφύλαχτη την πόλη, άλλοι εχθροί σηκώνονται από πίσω και άλλοι κλείνουν το δρόμο από μπροστά και κρατούν ανάμεσά τους τη φτωχή ψυχή σε κατάσταση αδυναμίας πια να βρη καταφύγιο. Πόλη είναι η προσευχή. Αντίσταση είναι η αντιλογία στο όνομα του Ιησού Χριστού. Βάση ο θυμός.

Ας σταθούμε λοιπόν, αγαπητοί μου, με φόβο Θεού, φυλάγοντας και ετοιμάζοντας τις αρετές στην πράξη χωρίς να δημιουργούμε εμπόδια, στα οποία να σκοντάβη η συνείδησή μας. ας προσέχουμε αντίθετα τον εαυτό μας με φόβο Θεού. Και αυτό να το κάνουμε ώσπου η συνείδησή μας να ελευθερώση και η ίδια τον εαυτό της μαζί μας για να γίνη ένωση του εαυτού μας και της συνειδήσεώς μας. Έτσι θα γίνη φύλακάς μας δείχνοντάς μας σε τι σκοντάβουμε. Αν όμως δεν υπακούσουμε στη συνείδησή μας, θα μας φύγη και θα μας εγκαταλείψη και θα πέσουμε στα χέρια των εχθρών μας και εκείνοι δεν θα μας αφήσουν πια. Όλα αυτά είναι σύμφωνα με τη διδασκαλία του Δεσπότη μας Χριστού, που μας λέει˙ «συμβιβάσου με τον αντίπαλό σου όσο ακόμη βρίσκεσαι μαζί του στο δρόμο για το δικαστήριο» κ.λ.π. (Ματθ. ε’ 25). Οι ερμηνευτές λένε πως αντίδικός μας είναι η συνείδησή μας, γιατί αντιστέκεται στον άνθρωπο, όταν θέλη να κάνη το σαρκικό του θέλημα. Και αν δεν την ακούση ο άνθρωπος, τότε αυτή τον παραδίνει στους εχθρούς του.

Αν ιδή ο Θεός, πως ο νους υποτάχθηκε σ’ αυτόν, και δεν έχει καμμιά άλλη βοήθεια από αλλού παρά μονάχα από τον ίδιο, τον δυναμώνει λέγοντάς του˙ «μη φοβάσαι, παιδί μου, Ιακώβ˙ μη φοβάσαι, μικρέ μου Ισραήλ» (Ησ. μα’ 13). Και πάλι αλλού λέει˙ «Μη φοβού ότι ελυτρωσάμην σε˙ εκάλεσά σε το όνομά σου, εμός ει συ˙ και εάν διαβαίνης δι’ ύδατος, μετά σου ειμί και ποταμοί ου συγκλύσουσί σε˙ και εάν διέλθης δια πυρός, ου μη κατακαυθής και φλοξ ου κατακαύσει σε, ότι εγώ Κύριος ο Θεός σου ο Άγιος Ισραήλ ο σώζων σε» (μη φοβάσαι γιατί σε λύτρωσα και σε φώναξα με το όνομά σου λέγοντάς σου πως είσαι δικός μου. Κι αν περνάς μέσα από νερά, είμαι μαζί σου και δεν θα σε πνίξουν τα ποτάμια. Κι αν περάσης μέσα από φωτιά, δεν θα καής. Όχι, δεν θα σε κάψη η φλόγα, γιατί εγώ είμαι ο σωτήρας σου, ο Κύριος και Θεός σου, ο Άγιος του Ισραήλ – Ησ. μγ’ 13).

Αν λοιπόν ακούση ο νους σου αυτήν την ενθάρρυνση, τολμάει να αντιμετωπίση τον εχθρό λέγοντάς του˙ «τίς ο πολεμών με; αντιστήτω μοι. Και τίς ο κρινόμενός μοι; Εγγισάτω μοι. Ιδού ο Κύριος βοηθός μου, τις κακώσει με; Ιδού πάντες υμείς ως ιμάτιον παλαιωθήσεσθε υπό σητός» (ποιός με πολεμάει; Ας τολμήση να μου αντισταθή! Και ποιός έχει διαφορά μαζί μου; Ας με πλησιάση! Ο Κύριος είναι βοηθός μου. ποιός θα με κακοποιήση; Όλοι εσείς οι εχθροί μου θα γίνετε σαν το σκοροφαγωμένο ρούχο – Ησ. ν’ 8-9).

Αν η καρδιά σου απόκτησε το φυσικό μίσος εναντίον της αμαρτίας, νίκησε και απομακρύνθηκε από τα αίτια της αμαρτίας. Έβαλες μπροστά σου την κόλαση; Γνώριζε πως ο βοηθός σου μένει κοντά σου και μαζί σου. Εσύ πάλι να μην τον στενοχωρής, αλλά να λες κλαίγοντας μπροστά του˙ «δικό σου είναι το έλεος, Κύριε, και μ’ αυτό με γλιτώνεις. Εγώ βρίσκομαι σε τέλεια αδυναμία να ξεφύγω από τα χέρια των εχθρών χωρίς τη δική σου βοήθεια». λέγοντάς τα αυτά πρόσεχε την καρδιά σου και ο Κύριος θα σε προφυλάγη από κάθε κακό.

Ο μοναχός έχει χρέος να κλείση όλες τις πύλες της ψυχής του, δηλαδή τις αισθήσεις του, για να μην τον ρίξουν κάτω σαν αναίσθητο πτώμα. Και όταν ο νους αντιληφθή πως δεν κυριαρχείται από τίποτε, ετοιμάζεται για την αθανασία συγκεντρώνοντας σε ένα όλες τις αισθήσεις του και κάνοντάς τες ένα σώμα.

Αν ο νους απελευθερωθεί από κάθε ελπίδα που στηρίζεται στον φαινόμενο κόσμο, σημαίνει πως πέθανε μέσα του η αμαρτία.

Αν ελευθερωθή ο νους, τότε το διάμεσο που παρεμβάλλεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Θεό εξαφανίζεται.

Αν ελευθερωθή ο νους από όλους τους εχθρούς του, και αναπαυθή, βρίσκεται ήδη σε άλλον, «καινόν αιώνα», και σκέφτεται καινούργια και άφθαρτα. Επομένως «όπου το πτώμα, εκεί συναχθήσονται και οι αετοί» (όπου βρίσκεται το πτώμα, εκεί θα μαζευτούν και οι αετοί – Λουκ. ιζ’ 37).

Οι δαίμονες συμμαζεύονται πανούργα για λίγο με την ελπίδα να χαλαρώση λίγο ο άνθρωπος την καρδιά του νομίζοντας πως βρήκε την πνευματική ανάπαυση από τους διάφορους πνευματικούς του αγώνες. Και ξαφνικά ορμούν μέσα στην ταλαίπωρη ψυχή και την αρπάζουν σαν τον σπουργίτη. Και αν την νικήσουν, την ταπεινώνουν άσπλαχνα με κάθε αμαρτία, χειρότερα από την αρχή, από τότε δηλαδή που ξεκινούσε πνευματικά. Την ταπεινώνουν με τις αμαρτίες, για τις οποίες προσευχόταν ζητώντας συγχώρηση. Ας σταθούμε λοιπόν με φόβο Θεού και ας φυλάξουμε την καρδιά μας κάνοντας το πνευματικό μας έργο και εφαρμόζοντας τις αρετές που εμποδίζουν την κακία του εχθρού να επιδράση επάνω μας.

Ο διδάσκαλός μας Ιησούς Χριστός, επειδή ξέρει την μεγάλη τους ασπλαχνία και επειδή πονάει το ανθρώπινο γένος, έδωσε αυστηρή εντολή λέγοντας˙ «να είστε έτοιμοι κάθε στιγμή, γιατί δεν ξέρετε ποια ώρα θα έρθη ο ληστής και σας βρη να κοιμάστε (Λουκ. κδ’ 43). Και πάλι μας λέει˙ «προσέχετε μήπως γίνουν βαρειές οι καρδιές σας από ακόλαστη ζωή και μέθη και μέριμνες του κόσμου αυτού και έρθη ξαφνικά η ώρα σας» (Λουκ. κα’ 34). Στάσου λοιπόν άγρυπνος φρουρός της καρδιάς σου προσέχοντας τις αισθήσεις σου. Κι αν ειρηνεύση μαζί σου η μνήμη του Θεού, πιάνεις τους ληστές πάνω στην προσπάθειά τους να την κλέψουν. Όποιος δηλαδή είναι προσεκτικός στους λογισμούς του, γνωρίζει ποιοι πρόκειται να μπουν μέσα του και να τον μολύνουν, γιατί δημιουργούν ταραχή στον νου για να μείνη ξεκρέμαστος και αργός. Όσοι όμως γνωρίζουν καλά την κακία των εχθρών, μένουν ατάραχοι και προσεύχονται στον Κύριο.

Αν δεν μισήση ο άνθρωπος κάθε κοσμική απασχόληση, δεν μπορεί να λατρεύση τον Θεό. Και ποιά είναι η λατρεία του Θεού; Ποια άλλη παρά να μην έχουμε τίποτε το ξένο στον νου μας την ώρα της προσευχής ούτε μίσος, όταν προβαίνη σε προτίμησή του, ουτε πονηρό ζήλο που μας εμποδίζει, όταν επικοινωνούμε μαζί του (με τον Θεό δηλ.) και τον μνημονεύουμε. Όλες αυτές οι σκοτεινές καταστάσεις αποτελούν τείχος που κλείνει μέσα του την ταλαίπωρη ψυχή και δεν μπορεί αυτή έχοντάς τες να λατρεύση αγνά τον Θεό. Οι καταστάσεις αυτές εμποδίζουν με άλλα λόγια την ψυχή, κρατώντας την μετέωρη, και δεν την αφήνουν να προϋπαντήση τον Θεό, να τον δοξολογήση κρυφά μέσα στα βάθη της και να προσευχηθή σ’ αυτόν με βαθειά ικανοποίηση, για να την φωτίση. Γι’ αυτό σκοτίζεται πάντα ο νους και δεν μπορεί να προκόψη όπως θέλει ο Θεός. Και ο βαθύτερος λόγος είναι, ότι δεν φροντίζει να κόψη όλα αυτά τα πάθη με τη βοήθεια της πνευματικής γνώσεως.

Όταν σώση ο νους τις αισθήσεις της ψυχής από τα θελήματα της σαρκός και τις περάση στην περιοχή της απάθειας14 και ξεχωρίση την ψυχή από τα θελήματα της σαρκός, τότε αν ιδή ο Θεός την αναισχυντία των παθών να ορμάη στην ψυχή για να βάλη κάτω από την κυριαρχία της τις αισθήσεις με την αμαρτία και αν ταυτόχρονα κράζη δυνατά ο νους στον Θεό μυστικά και ασταμάτητα, τότε στέλνει ο Θεός τη βοήθειά του και τα απομακρύνει όλα μονομιάς.

Σε παρακαλώ, όσον καιρό είσαι στη ζωή αυτή, μην αφήσης ελεύθερη την καρδιά σου. Όπως ακριβώς ο γεωργός δεν μπορεί να είναι βέβαιος αν τελικά ωριμάση κάποιος από τους καρπούς που φυτρώνουν στο χωράφι του, γιατί δεν γνωρίζει ποια θα είναι η τύχη του προτού να κλείση στ’ αμπάρια του, έτσι και ο άνθρωπος δεν μπορεί να αφήση ελεύθερη την καρδιά του όσο αναπνέει. Και όπως ο άνθρωπος δεν γνωρίζει ποιο πάθος θα συναπαντήσει στην πορεία του ως την τελευταία του πνοή, έτσι δεν είναι δυνατόν να αφήση ελεύθερη την καρδιά του όσο αναπνέει, αλλά πρέπει να βοά και να κράζη προς τον Θεό ζητώντας τη βοήθεια και το έλεός του. Όποιος δεν βρίσκει βοήθεια σε ώρες πολέμου, δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε σε ώρες ειρήνης.

Όταν λοιπόν χωρίση κανένας τον εαυτό του από τα αριστερά, και έρθη σε επίγνωση των αμαρτημάτων που διέπραξε έναντι του Θεού, – γιατί δεν βλέπει τις αμαρτίες, αν δεν τις αποχωριστή, αφού τον πικράνουν – όσοι έφτασαν στο μέτρο αυτό, βρήκαν το κλάμα, την δεητική προσευχή και την αίσθηση ντροπής μπρος στον Θεό, φέροντας στο νου τους τις πονηρές φιλίες με τα πάθη τους. Ας αγωνιστούμε λοιπόν, αδελφοί, όσο μπορούμε και ο Θεός θα συνεργαστή μαζί μας σύμφωνα με το πολύ μεγάλο του έλεος. Και αν δεν φυλάξουμε την καρδιά μας όπως οι πατέρες μας, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστο να φυλάξουμε τα σώματά μας αναμάρτητα, όπως ζητάει ο Θεός. Και ας πιστεύουμε τότε, ότι στον καιρό της πείνας που θα έρθη, θα δείξη και σ’ εμάς έλεος, όπως και σε όλους τους αγίους του.

Όποιος ζητάει τον Θεό με όλη του την καρδιά, με ευσέβεια και γνησιότητα, δεν μπορεί να έχη την ιδέα, ότι άρεσε στον Θεό. Όσον καιρό δηλαδή τον ελέγχει η συνείδηση για κάτι που είναι ξένο από τη φύση μας, δεν είναι ελεύθερος. Όσον καιρό δηλαδή υπάρχει ελεγκτής, υπάρχει και κατήγορος. Και όσον καιρό υπάρχει κατηγορία, δεν υπάρχει ελευθερία.

Αν λοιπόν ιδής, όταν προσεύχεσαι, ότι δεν έχει μέσα σου θέση τίποτε το κακό, άρα είσαι ελεύθερος και μπήκες στην άγια ανάπαυση του Θεού σύμφωνα με το θέλημά του. Αν διαπιστώσης πως ο καλός καρπός δυνάμωσε και δεν τον πνίγουν τα ζιζάνια του εχθρού (δεν σταμάτησαν βέβαια μόνοι τους και θεληματικά γιατί πείσθηκαν πανούργοι οι εχθροί να μην πολεμούν τις αισθήσεις σου), αν η νεφέλη σκεπάζη προστατευτικά τη σκηνή του μαρτυρίου˙ αν δεν σε έκαψε ο ήλιος την ημέρα ούτε και η σελήνη την νύχτα˙ αν η διευθέτηση όλης της σκηνής μέσα σου είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, άρα νίκησες με τη δύναμή του. Τότε λοιπόν και ο ίδιος ο Θεός θα σκεπάση σαν προστατευτική νεφέλη τη σκηνή γιατί είναι δική του. Όσο όμως διαρκεί ο πόλεμος, ο άνθρωπος ζη με το φόβο και τρόμο˙ ή θα νικήση σήμερα ή θα νικηθή˙ ή θα νικηθή αύριο ή θα νικήση˙ γιατί ο αγώνας σφίγγει την καρδιά. Η κατάσταση της απάθειας όμως είναι κατάσταση, στην οποία λείπει ο πόλεμος.

Στην περίπτωση αυτή δέχτηκε ο άνθρωπος το βραβείο και ζη ανέμελα πια ως προς τη διαίρεση των τριών μερών που τον συνιστούν γιατί έφθασαν στο σημείο να ζουν αρμονικά μεταξύ τους με την χάριν του Θεού. Τα τρία αυτά είναι η ψυχή, το σώμα και το πνεύμα.15 Όταν λοιπόν τα τρία γίνουν ένα με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορούν πια να είναι χωρισμένα μεταξύ τους. Μην θεωρείς λοιπόν τον εαυτό σου νεκρό για την αμαρτία όσον καιρό ζης κάτω από την πίεση των εχθρών σου, είτε είσαι ξύπνιος είτε κοιμάσαι. Όσο βρίσκεται ο ταλαίπωρος άνθρωπος στο στάδιο, δεν παίρνει θάρρος.

Αν ο νους δυναμώση και ετοιμάση τον εαυτό του στη συνέχιση της αγάπης που σβήνει όλα τα πάθη του σώματος και δεν αφήση τίποτε από τα παρά φύσιν να κυριαρχήσουν στη δύναμη της καρδιάς, αντιστέκεται στα παρά φύσιν ώσπου να τα χωρίση από τα κατά φύσιν.

Να ερευνάς τον εαυτό σου μπροστά στον Θεό κάθε μέρα, αδελφέ, αποκτώντας βαθύτερη επίγνωση της καρδιάς σου, π.χ. ποια πάθη υπάρχουν μέσα της. Και διώξε τα από την καρδιά σου για να μην τυχόν αποφασίσης τίποτε πονηρό.

Πρόσεχε λοιπόν την καρδιά σου, αδελφέ, και έχε άγρυπνη την προσοχή σου έναντι των εχθρών σου, γιατί είναι πανούργοι στην κακία τους. Και έχε ως πεποίθησή σου ετούτο το πράγμα˙ ότι είναι αδύνατο να κάνη καλές πράξεις ο άνθρωπος εφόσον ενεργεί κακές. Γι’ αυτό ο Σωτήρας μας μας δίδαξε να είμαστε άγρυπνοι λέγοντας ότι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν και ολίγοι οι ευρίσκοντες αυτήν» (είναι στενή η θύρα και γεμάτος θλίψεις και δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή και γι’ αυτό λίγοι τον βρίσκουν – Ματθ. ζ’ 14).

Πρόσεχε λοιπόν τον εαυτό σου μήπως κάτι που έχει σχέση με την απώλεια σε απομακρύνει από την αγάπη του Θεού και φρόντισε να είσαι αφεντικό της καρδιάς σου. Και μην αμελήσης λέγοντας˙ πώς να την φυλάξω εγώ που είμαι αμαρτωλός; Όταν ο άνθρωπος αφήση τις αμαρτίες του και γυρίση στον Θεό, η μετάνοιά του τον ξαναγεννάει και τον κάνει ολόκληρον καινούργιον.

Παντού η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, κάνει λόγο για φύλαξη της καρδιάς. Πρώτα – πρώτα ο Ψαλμωδός Δαβίδ κράζει˙ «υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι;» (άνθρωποι, ως πότε θα είναι δυσκίνητη και βαρειά από αμέλεια η καρδιά σας; – Ψαλμ. δ’ 3). Και αλλού λέει˙ «η καρδία αυτών ματαία» (η καρδιά τους ασχολείται με τα μάταια και τα πονηρά – Ψαλμ. ε’ 10). Και γι’ αυτούς που σκέπτονται τα μάταια λέει˙ «είπε γαρ εν καρδία αυτού, ου μη σαλευθώ» (είπε μέσα το υο ασεβής˙ δεν πρόκειται να με σαλέψη τίποτε από τη θέση μου – Ψαλμ. θ’ 27). Και αλλού πάλι λέει˙ «είπε γαρ εν καρδία αυτού˙ επιλέλησται ο Θεός» (είπε μέσα του ο αμαρτωλός˙ λησμόνησε ο Θεός – Ψαλμ. θ’ 32).

Αυτά και άλλα πολλά τέτοια λέει η Γραφή. Έχει δηλαδή το χρέος ο μοναχός να κατανοή σε τι αποβλέπει η Αγ. Γραφή, σε ποιον μιλάει και πότε μιλάει. Οφείλει να αγωνίζεται ακατάπαυστα τον αγώνα της ασκήσεως να προσέχη τις προσβολές του αντιπάλου και σαν καπετάνιος που τον κυβερνάει η χάρις του Θεού να πλέη περνώντας τα κύματα χωρίς να ξεφεύγη από το δρόμο του, προσέχοντας μόνο τον εαυτό του και συνομιλώντας με τον Θεό με λογισμό που δεν τρέχει εδώ και εκεί και με νουν που δεν έχει περιέργεια.

Οι συνθήκες, που κάτω από αυτές ζούμε, απαιτούν εκ μέρους σας προσευχή, όπως το απαιτούν αυτό από τον καπετάνιο οι άνεμοι, οι τρικυμίες και οι ταραχές της ατμόσφαιρας. Από την φύση μας μπορούμε να γίνουμε αντικείμενο προσβολής λογισμών και αρετής και κακίας. Και λέγεται πως κύριος των παθών είναι ο ευσεβής και φιλόθεος λογισμός. Πρέπει εμείς οι ησυχαστές με σύνεση και άγρυπνη ψυχή να διακρίνουμε και να ξεχωρίζουμε τις αρετές και τις κακίες και ποια αρετή να φροντίζουμε να ασκούμε, όταν είμαστε εντελώς μόνοι. Πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε ποια είναι αξιολογικά η πρώτη αρετή, ποια η δεύτερη και ποια η τρίτη˙ ποιο πάθος είναι ψυχικό και ποιο σωματικό˙ ποια αρετή είναι ψυχική και ποια σωματική˙ από ποια αρετή παίρνει αφορμή η υπερηφάνεια και δίνει χτυπήματα στο νου και από ποια αρετή έρχεται η κενοδοξία, από ποια πλησιάζει ο θυμός και από ποια η λαιμαργία. Έχουμε δηλαδή χρέος «λογισμούς καθαιρείν και παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της γνώσεως του Θεού» (να γκρεμίζουμε κάθε σκέψη και υψηλοφροσύνη που υψώνεται
αλαζονικά, εμποδίζοντας τη γνώση του Θεού – Β’ Κορ. ι’5).

Πρώτη αρετή είναι η αμεριμνία, δηλαδή ο θάνατος ως προς κάθε είδους σχέσεις με ανθρώπους και πράγματα. Από την αμεριμνία γεννιέται η επιθυμία του Θεού. Η επιθυμία του Θεού γεννάει στην ψυχή την σύμφωνη με τη φύση μας οργή, η οποία αντιστέκεται σε κάθε εναντίον μας απόπειρα του εχθρού. Τότε ο φόβος του Θεού βρίσκει τροφή στον άνθρωπο και δια μέσου του φόβου φανερώνεται η αγάπη.

Πρέπει να ανατρέπουμε από την καρδιά μας την προσβολή του λογισμού με ευσεβή αντιλογία την ώρα της προσευχής μήπως βρεθούμε να μιλούμε με τα χείλη μας με τον Θεό και με την καρδιά μας να σκεφτώμαστε άπρεπα πράγματα. Δεν δέχεται ο Θεός από τον ησυχαστή ευχή θολή και άξια περιφρονήσεως. Η Αγία Γραφή μας συνιστά έντονα σε κάθε μέρος της να φυλάγουμε τις αισθήσεις της ψυχής. Αν δηλαδή υποταχθή το θέλημα του μοναχού στον νόμο του Θεού, θα κυβερνήση και σύμφωνα με το νόμο του ο νους όσα είναι κάτω από την εξουσία του. Εννοώ όλα τα ψυχικά κινήματα και προ πάντων τον θυμό και την επιθυμία, γιατί αυτά υπάγονται16 στο λογικό. Αν το κάνουμε αυτό, εργασθήκαμε έργο αρετής και εκπληρώσαμε έργο δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια συμμορφώσαμε την επιθυμία προς τον πόθο του Θεού και τα θελήματά του και κατευθύναμε τον θυμό εναντίον του διαβόλου και της αμαρτίας. Τί λοιπόν είναι το ζητούμενο; Η κρυφή στα βάθη της καρδιάς μας και στη μόνωση του κελλιού μας μελέτη.

Πρόσεχε μη τυχόν σπαρή στην καρδιά σου αισχρότητα, ενώ βρίσκεσαι στο κελλί σου. Αντιστάσου στην κακία μη τυχόν γίνη αφεντικό σου. Φρόντισε να θυμάσαι τον Θεό, γιατί ο Θεός σε προσέχει και αυτά που σκέφτεσαι μέσα σου του είναι ολοφάνερα. Πες λοιπόν στην ψυχή σου˙ αν φοβάσαι μη τυχόν οι όμοιοί σου αμαρτωλοί ιδούν τις αμαρτίες σου, πόσο πολύ περισσότερο πρέπει να φοβάσαι τον Θεό που τα προσέχει και τα βλέπει όλα; Και από τη συμβουλή αυτή φανερώνεται ο φόβος του Θεού στην ψυχή σου. Αν μείνης μαζί του, μένεις αμετακίνητος έναντι των παθών σύμφωνα άλλωστε με ό,τι είναι γραμμένο˙ «Οι πεποιθότες επί Κύριον ως όρος Σιών˙ ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα ο κατοικών Ιερουσαλήμ» (όσοι έχουν στηριγμένη στον Κύριο την πεποίθησή τους μοιάζουν με το όρος Σιών. Δεν πρόκειται να σαλευθή ποτέ όποιος μένει στην Ιερουσαλήμ – Ψαλμ. ρκδ’ 1).

Γενικά σε ό,τι κάνεις, έχε την αίσθηση του Θεού, γιατί ο Θεός βλέπει κάθε σου σκέψη και κάθε λογισμό, και δεν θα αμαρτήσης ποτέ σου. Στον Θεό αρμόζει η δόξα αιώνια. Αμήν.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

13. Στον άνθρωπο υπάρχουν φυσικά πάθη, που τα έχει από την κατασκευή του και παρά φύσιν πάθη, που τα αποκτάει από κακή και παρά λόγον, παρά-λογη, χρήση του θυμού (συναισθήματος) και της επιθυμίας, των μη λογικών δυνάμεων της ψυχής. Τα πρώτα είναι αδιάβλητα. Τα δεύτερα είναι διαβλητά.

14. Η απάθεια για την οποία κάνει λόγο εδώ ο άγιος Πατήρ, όπως και άλλοι Πατέρες αλλού, δεν έχει καμία σχέση με την απάθεια που κήρυτταν οι στωϊκοί φιλόσοφοι και που εννοούμε κι εμείς σήμερα. Η απάθεια των ιερών νηπτικών Πατέρων είναι η ακραία εκείνη και θαυμαστή πνευματική κατάσταση, στην οποία ύστερα από αγώνες, δάκρυα και προσευχή πολυχρόνια έφτασε ο πνευματικός αγωνιστής και ελευθερώθηκε από κάθε παρά φύσιν πάθος.

15. Δεν πρόκειται εδώ περί «τριχοτομισμού» ή «περί τρισυνθέτου» δηλαδή για τη θεολογική άποψη ότι ο άνθρωπος αποτελείται από τρία συστατικά στοιχεία, σώμα, ψυχή και πνεύμα. Ψυχή και πνεύμα αποτελούν το μεν πρώτο τις κατώτερες λειτουργίες της ψυχής, το δε πνεύμα τις ανώτερες, αλλά μέσα στη μια και μοναδική ψυχή του ανθρώπου. Η δυσκολία και η τυχόν παρανόηση δημιουργείται από τη χρήση του όρου ψυχή, που εδώ χρησιμοποιείται εξειδικευμένα ως μέρος του όλου και δεν αναφέρεται στην ολότητα της πνευματικής πλευράς του ανθρώπου. Αλλού θα γίνη λόγος για το ά-λογον μέρος της ψυχής (θυμός και επιθυμία) και το λογικόν μέρος της ψυχής (νους). Όμως ο χωρισμός είναι τεχνητός για λόγους συστηματικούς. Όλα αυτά τα στοιχεία απαρτίζουν ένα ενιαίο και συμπαγές όλο. Η αμαρτία το διασπά δυστυχώς και αυτονομώντας τα μη λογικά στοιχεία της ψυχής έναντι του νου δημιουργεί τον διασπασμένον άνθρωπο, δηλ. μια κατάσταση παθολογική, «παρά φύσιν», όπως την ονομάζουν οι Πατέρες, που συνιστά και το ανθρωπολογικό δράμα. Η μετάνοια του
ανθρώπου και η ολοκληρωτική του επιστροφή στον Κύριο και έτσι στο «κατά φύσιν» επαναφέρει την αρχική ενότητα ψυχής και νου και ψυχοσωματική ενότητα τελικά.

16. Λέγοντας «υπάγονται» ο ιερός συγγραφεύς εννοεί πως βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του λογικού, του νου. Τα ίδια είναι τυφλά. Και αυτή είναι η «κατά φύσιν» ιεράρχησή τους. Η αμαρτία τα αυτονομεί έναντι του νου, όπως έχουμε αλλού παρατηρήσει.

Από το βιβλίο: “Μικρή Φιλοκαλία: επιλλογή – Νεοελληνική απόδοση Αρχιμ. Ευσεβίου.” φιλοκαλικά κείμενα σε μετάφραση κατ’ επιλογήν από έργα των Οσίων: Αντωνίου του Μεγάλου, Ησαΐα του Αναχωρητή, Κασσιανού του Ρωμαίου, Ησυχίου του Πρεσβυτέρου και Νείλου του Ασκητή.
Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.