18 Ιανουαρίου, μνήμη των Αγίων: Αθανασίου (Παρακλητικός Κανών) και Κυρίλλου, Πατριαρχών Αλεξάνδρειας: Συναξάριον, Υμνολογική εκλογή.

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Τω αυτώ μηνί (Ιανουαρίω) ΙΗ΄, μνήμη των εν Αγίοις Πατέρων ημών Αθανασίου και Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας.

Εις τον Αθανάσιον.

Αθανάσιον και θανόντα ζήν λέγω.
Οι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες.

Εις την φυγήν Κυρίλλου.

Φυγής Κυρίλλου σήμερον μνήμην άγει,
Αλλ’ ου τελευτής της αειμνήστου κτίσις.
Τάρχυσαν (ήτοι ενταφίασαν μετά ταραχής και κλαυθμού)
ογδοάτη νέκυν Αθανασίου δεκάτη.

Από τους δύω τούτους Πατέρας ημών, ο μεν Άγιος Αθανάσιος, ήτον κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τιη΄ [318], και ευρέθη παρών εις την εν Νικαία γενομένην Πρώτην και Οικουμενικήν Σύνοδον εν έτει τκε΄ [325], Διάκονος ων, και τον τόπον επέχων του τότε Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Όπου και κατεντροπίασε τον δυσσεβή Άρειον με λόγους σοφίας και με αποδείξεις των θείων Γραφών. Αφ’ ου δε εκοιμήθη ο μακάριος Αλέξανδρος, έγινε της Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος. Και επειδή ο Κωνστάντιος ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήτον Αρειανός, διά τούτο εις διαφόρους τόπους εξώρισε τον Μέγαν τούτον Αθανάσιον. Καρτερήσας δε ο μακάριος τους διωγμούς τεσσαράκοντα χρόνους, προς Κύριον εξεδήμησεν.

2. Σημείωσαι, ότι Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκώμιον γλαφυρόν πλέκει εις τον Μέγαν τούτον Αθανάσιον, ου η αρχή· «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις.) Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα δύω Βίοι σώζονται του Μεγάλου τούτου Αθανασίου. Ων ο εις μεν, άρχεται ούτως· «Άλλοι μεν άλλα». Ο δε έτερος, ούτω· «Πολλοί μεν των Αγίων».

Ο δε Άγιος Κύριλλος ήτον επί της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε΄ [415], ανεψιός ων Θεοφίλου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, και του θρόνου αυτού γενόμενος διάδοχος. Ούτος εστάθη έξαρχος και προστάτης της εν Εφέσω αγίας και Οικουμενικής Τρίτης Συνόδου, της εν έτει υλα΄ [431] συγκροτηθείσης, και τον δυσσεβή καθείλε Νεστόριον, ο οποίος βλάσφημα πολλά κατά της Αγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ο κακόδοξος εδογμάτισε. Μέ πολλά δε κατορθώματα και αρετάς ο Άγιος ούτος Κύριλλος διαλάμψας, προς Κύριον εξεδήμησε.

Σημειούμεν εδώ, ότι η κυρία μνήμη της τελευτής του Αγίου Κυρίλλου, δεν είναι σήμερον, αλλά κατά την ενάτην του Ιουνίου μηνός. Σήμερον δε είναι μόνον η μνήμη της φυγής του Αγίου, ως δηλοί το ανωτέρω δίστιχον, δηλαδή της από Αλεξανδρείας εις Έφεσον ίσως αναβάσεως αυτού. Αξία γαρ εορτής εκρίθη η τοιαύτη του Αγίου φυγή, διατί εστάθη αιτία πολλών αγαθών εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Καθότι δι’ αυτής, η μεν αγία και Οικουμενική Τρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, η του Νεστορίου βλάσφημος αίρεσις εξωστρακίσθη, και η Ορθοδοξία της πίστεως εις την οικουμένην εκηρύχθη. το δε σιγής οπού ευρίσκεται εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις αντί του φυγής, τυπογραφικόν σφάλμα εστίν.

Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ο μεν Άγιος Αθανάσιος, μέτριος κατά το μέγεθος και την ηλικίαν, ολίγον πλατύς, σκυπτός, χαρίεις εις το πρόσωπον, εύμορφον χρώμα έχων, φαλακρός εις την κεφαλήν, την μύτην έχων γρυπήν, ήτοι κυρτήν ωσάν του γερακίου. Δέν είχε το πρόσωπον μακρουλόν, είχε πλατέα τα σιαγόνια, το γένειον μέτριον, και το στόμα μικρόν. Δέν ήτον πολλά άσπρος, αλλά ελαμπρύνετο με ένα χρώμα υπόξανθον. Ο δε Άγιος Κύριλλος, ολίγον τι είχε πλέον εύμορφον το χρώμα του προσώπου, είχε τα οφρύδια δασέα και μεγάλα και στρογγυλά με ευαρμοστίαν. Ήτον μακρομύτης, είχε τα μάγουλα μακρά, και τα χείλη παχέα, ήτον φαλακρός, είχε το μέτωπον μικρόν, και το γένειον δασύ και μακρόν, είχε τα μαλλία συνεστραμμένα και σκαντζουρά, ήτον ολίγον ξανθός, είχε τας τρίχας μεμιγμένας, ήτοι άσπρας με μαύρας. Τελείται δε η Σύναξις αυτών εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία. (Όρα, τον Βίον μεν του Αγίου Αθανασίου, εις τον Νέον Θησαυρόν, και εγκώμιον αυτού εις την Σαγήνην. Τον Βίον δε του Αγίου Κυρίλλου εις το Νέον Εκλόγιον.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Θεοδούλης.

Σύνδουλον ουκ έφριττε πυρ Θεοδούλη,
Θεώ τιθείσα δουλικώς τας ελπίδας.

Κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού εν έτει σ²η΄ [298], εστάλθη εις την Ανάζαρβον, πόλιν της Κιλικίας, ένας ηγεμών, ονόματι Πελάγιος, διά να τιμωρήση τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς. Τότε λοιπόν και η Αγία αύτη Θεοδούλη εκ της αυτής πόλεως Αναζάρβου καταγομένη, ήτις ύστερον ωνομάσθη Διοκαισάρεια, και Καισαραυγούστα, τώρα δε ονομάζεται υπό των Τούρκων Ακ Ισάρ, ή, Ακ Σεράϊ, εκείθεν, λέγω, η Αγία αύτη καταγομένη, επιάσθη ως Χριστιανή, και παρεστάθη εις το κριτήριον του Πελαγίου. Όθεν ομολογήσασα τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ενώπιον πάντων, εκρεμάσθη από τα μαλλία της κεφαλής επάνω εις ένα κυπαρίσσι. Επειτα επλήγωσαν τα βυζία της με σούβλας πυρωμένας. Επειδή δε η Αγία είπε προς τον ηγεμόνα, πού είναι οι θεοί σου; δείξον αυτούς εις εμένα διά να τους τιμήσω καθόσον δύναμαι· διά τούτο ευθύς κατεβάζουσιν αυτήν, και την στέλλουσιν εις τον ναόν του ειδώλου Αδριανού, τον οποίον είχον εκεί περίφημον και περιβόητον.

Εμβαίνουσα λοιπόν η Αγία μέσα εις τον ναόν, επροσευχήθη εις τον αληθή Θεόν, και με μόνον το εμφύσημά της, έπεσεν ευθύς το άγαλμα του Αδριανού και εμοιράσθη εις τρία κομμάτια. Επειτα ευγαίνουσα έξω, λέγει προς τον ηγεμόνα. Έμβα μέσα και βοήθησον εις τον θεόν σου Αδριανόν, διατί αυτός έπεσε κατά γης και ετζακίσθη. Ο δε ηγεμών τρέχωντας, εμβήκεν εις τον ναόν, και βλέπωντας κατά γης τον Αδριανόν μοιρασμένον εις τρία κομμάτια, εθρήνησεν ομού με θυμόν. Επειδή δε τούτο έφθασε και εις τα αυτία του βασιλέως, ευθύς εστάλθη ο πρώτος άρχων, οπού ήτον εν τω βασιλικώ παλατίω τω εις την πόλιν Ανάζαρβον ευρισκομένω, διά να εξετάση, ότι εάν ήναι αληθινόν τούτο το πράγμα, να ρίψουν τον Πελάγιον εις τα θηρία διά να τον φάγουν. Τούτο δε μανθάνωντας ο Πελάγιος, επρόσπεσεν εις την Αγίαν Θεοδούλην, παρακαλών αυτήν μετά δακρύων, να προσευχηθή εις τον Θεόν διά να γένη πάλιν τέλειον το τζακισθέν άγαλμα του θεού των, και να κατασταθή πάλιν εις τον τόπον, όπου εστέκετο πρώτον, υποσχόμενος, ότι αν τούτο γένη, να πιστεύση και αυτός εις τον Χριστόν, και να γένη Χριστιανός.

Τότε η Αγία επροσευχήθη, και ευθύς το τζακισθέν είδωλον έγινεν ολόκληρον, και απεκατεστάθη πάλιν εις τον πρότερον τόπον του, το οποίον ευρών σώον ο απεσταλμένος άρχων υπό του βασιλέως, εγύρισε και έδωκε την είδησιν ταύτην εις τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς προστάζει τον Πελάγιον διά γραμμάτων, ότι να τιμωρήση πρότερον την Αγίαν με διαφόρους τιμωρίας, και έπειτα να την παραδώση εις πικρόν θάνατον. Ο Πελάγιος λοιπόν επρόσταξε να καταξεσχίσουν τας σάρκας της Αγίας με σούβλας πυρωμένας. Και επειδή έβλεπε την Μάρτυρα, πως δεν φροντίζει διά τα βάσανα τελείως, ωργίζετο ο ταλαίπωρος και τρισάθλιος, και τί να κάμη δεν ήξευρε. Τότε Ελλάδιος ο κομενταρήσιος, παραστέκωντας εκεί, λέγει προς τον Πελάγιον. Δός εις εμένα την εξουσίαν, και αν εγώ δεν καταπείσω αυτήν να θυσιάση εις το είδωλον του Αδριανού, αποκεφάλισόν με. Ευθύς λοιπόν έλαβε την εξουσίαν να κάμη εκείνα, οπού εστοχάζετο.

Όθεν ποιήσας πέντε καρφία, τα μεν δύω, έμπηξεν εις τα αυτία της Αγίας, το ένα δε, έμπηξεν εις το μέτωπόν της, και τα άλλα δύω, έμπηξεν εις τα βυζία της. Αφ’ ου δε τα εκάρφωσεν όλα, εσήκωσεν η Αγία τους οφθαλμούς της διανοίας της εις τον ουρανόν, και επροσευχήθη εις τον Θεόν, διά να δοθή υπομονή εις αυτήν να υποφέρη την ανυπόφορον εκείνην βάσανον. Όθεν μετά ολίγον, εδόθη εις την Αγίαν η υπομονή οπού εζήτησε. Βλέπων δε ο κομενταρήσιος την τόσην μεγάλην υπομονήν και γενναιοκαρδίαν της Αγίας, και πως την πικράν εκείνην βάσανον ενόμιζεν ως ουδέν, προς τούτοις δε στοχασθείς, και ότι, αν δεν πεισθή η Αγία να αρνηθή τον Χριστόν, έχει να κινδυνεύση η ζωή του, καθώς υπεσχέθη: τούτων λέγω χάριν, επροσκάλεσε την Αγίαν εις το οσπήτιόν του και παρεκάλει αυτήν να θυσιάση με αυτόν εις τα είδωλα. Η δε Αγία βλέπουσα τον φόβον οπού είχεν, έκαμε προσευχήν δι’ αυτόν εις τον Θεόν. Είτα διδάξασα αυτόν με τα θεία αυτής λόγια, τον εκατάπεισε να γένη Χριστιανός.

Όταν λοιπόν εξημέρωσεν, επαραστάθη εις τον Πελάγιον ο κομενταρήσιος ομού με την Αγίαν, και λέγει προς αυτόν. Δέν εδυνήθηκα να πείσω την δούλην του όντως αληθινού Θεού εις το να μεταβληθή από την ίσιαν και καλήν στράταν, οπού περιπατεί. Αυτή δε μάλλον εμετάβαλεν εμένα, και με ηλευθέρωσεν από το σκότος της αγνωσίας, εις το οποίον έως τώρα ευρισκόμην. Φωτίσασα γαρ τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής μου με τα θείά της λόγια, επρόσφερέ με εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν. Ταύτα ακούσας ο Πελάγιος, άναψεν από τον θυμόν. Όθεν επρόσταξε να κοπή η κεφαλή του, και το σώμά του να ριφθή εις την θάλασσαν. Και έτζι ο μακάριος Ελλάδιος ετελείωσε το μαρτύριον, κατά την εικοστήν τετάρτην του Ιαννουαρίου μηνός. Τήν δε Αγίαν επρόσταξε να βάλουν μέσα εις κάμινον αναμμένην, από την οποίαν διαφυλαχθείσα αβλαβής, επροσηύχετο εν αυτή, και εδόξαζε τον Θεόν.

Όθεν απορών ο ηγεμών, εφώναζε μεγάλως: δεν ηξεύρω τί να κάμω με αυτήν την βιαιοθάνατον! Ενας δε από τους παρεστώτας, Βοηθός ονομαζόμενος, παράδος αυτήν εις εμένα, είπεν, ω ηγεμών. Διατί εγώ δεν είμαι άφρων και άγνωστος, καθώς ήτον ο κομενταρήσιος, ίνα πεισθώ εις αυτήν. Ο δε άρχων παρέδωκε την Αγίαν εις αυτόν. Πέρνωντας λοιπόν ο Βοηθός την Μάρτυρα εις το οσπήτί του, εδέχθη και αυτός τους λόγους και τας διδασκαλίας της, και ηλλοιώθη την θείαν αλλοίωσιν, ως και ο κομενταρήσιος. Και λοιπόν την ακόλουθον ημέραν, επαραστάθη και αυτός εις τον Πελάγιον ομού με την Αγίαν, και λέγει προς αυτόν. Τα κατ’ εμέ πράγματα, ω ηγεμών, έρχομαι διά να σοί φανερώσω. Ήξευρε ότι και εγώ ομολογώ τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και ότι αι ελπίδαις των υποσχέσεών μου εφάνηκαν μάταιαις και κεναίς. Κάλλιον γαρ είναι να φανώ ψεύστης και να γίνω συγκληρονόμος του Χριστού, πάρεξ να αληθεύσω και να κερδήσω την γέενναν του πυρός. Αλλά και εσύ ω ηγεμών, έπρεπε να ευχαριστήσης τον αληθινόν Θεόν, οπού σέ ελύτρωσε από τον θάνατον, και να πιστεύσης εις αυτόν, καθώς υπεσχέθης. Εσύ δε, όχι μόνον τούτο δεν έκαμες, αλλά και εφάνης αχάριστος, και την ευεργέτιδά σου Θεοδούλην, παρέδωκας εις ανυπόφορα βάσανα. Ταύτα καθώς είπεν ο Βοηθός, επρόσταξεν ο Πελάγιος και απέκοψαν την τιμίαν του κεφαλήν. Τήν δε Αγίαν επρόσταξε να απλωθή επάνω εις πυρωμένην σκάραν, επάνωθεν δε της σκάρας να ραντίζεται πίσσα, λάδι και κηρί. Ίνα με αυτά ανάπτη η σκάρα περισσότερον. Και ο μεν Βοηθός, τελειώσας το μαρτύριόν του, απήλθε προς Κύριον, η δε Θεοδούλη προσευξαμένη, ανέβη επάνω εις την σκάραν. Και καθώς η σκάρα εδέχθη αυτήν, εσκορπίσθη, και εσφενδόνησεν όχι ολίγα κάρβουνα εις τους εκεί παρεστώτας, και κατέκαυσε τους περισσοτέρους από αυτούς. Όθεν έβαλαν την Αγίαν εις την φυλακήν. Τήν δε ερχομένην ημέραν, ανάφθη μεγάλη κάμινος, και εβάλθη εις αυτήν η Αγία, ομού με τον Ευάγριον και Μακάριον και άλλους πολλούς Αγίους. Και εκεί έλαβον όλοι ομού το μακάριον τέλος του μαρτυρίου, και τους αμαράντους στεφάνους παρά Κυρίου.

Οι διά της Αγίας Θεοδούλης πιστεύσαντες τω Χριστώ, ό,τε
Ελλάδιος ο Κομενταρήσιος, και ο Βοηθός, ξίφει τελειούνται.

* Θείον Βοηθόν συν Κομενταρησίω,
Δόξης κατηξίωσε Χριστού, το ξίφος.

*

Ο Άγιος Ευάγριος και Μακάριος, οι διά της Αγίας
Θεοδούλης πιστεύσαντες, πυρί τελειούνται.

+ Βληθέντες εις πυρ οσφράδια Κυρίω,
Ώφθητε Μακάριε Ευάγριέ τε.

*

Η Αγία Μάρτυς Ξένη πυρί τελειούται.

Ο Χριστός ήλθε πυρ βαλείν εις γην πάλαι.
Ξένη τρέχουσα καρτερεί τούτο ξένως.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μαρκιανού του από Κύπρου.

* Και Μαρκιανός άθλον ήθλησε ξένον,
Ουχί προς αίμα προς δε αρχάς του σκότους.

Περιττώς δε γράφεται εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή το Συναξάριον του Οσίου Μαρκιανού. Τούτο γαρ προεγράφη εις την δευτέραν του Νοεμβρίου, καθ’ ην και εορτάζεται.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

* * *

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Υμνολογική εκλογή.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

Απολυτίκιον. Ήχος γ’. θείας πίστεως.

Έργοις λάμψαντες ορθοδοξίας, πάσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε’ τη ευσεβεία τα πάντα πλουτίσαντες, την Εκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, αξίως εύρατε Χριστόν τον θεόν ευχαίς υμών, δωρούμενον πάσι το μέγα έλεος.

Λάμποντας με τα έργα της ορθοδοξίας και σβύνοντας κάθε κακοδοξία, αναδειχθήκατε βραβευμένοι νικητές κατά των εχθρών. Γιατί αφού πλουτήσατε από την ευσέβεια και στολίσατε με τον καλύτερο τρόπο την εκκλησία, άξια συναντήσατε τον Χριστό και Θεό μας, που με τις ευχές σας μας δωρίζει το μέγα Του έλεος.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Μετά τον Ν. ψαλλμόν, ιδιομελον. Ήχος Πλ. Β.

εξεχύθη Η χάρις εν χείλεσιν υμών, Όσιοι Πατέρες’ και γεγόνατε Ποιμένες της του Χριστού Εκκλησίας, διδάσκοντες τα λογικά πρό¬βατα, πιστεύειν εις Τριάδα ομοούσιον, εν μιά θεότητι.

Στα χείλη σας ξεχύθηκε η Χάρη του Θεού, όσιοι πατέρες, και γίνατε ποιμένες της εκκλησίας του Χριστού, διδάσκοντας τα λογικά πρόβατα να πιστεύουν στην ομοούσια Τριάδα, που είναι η μία και μοναδική θεότητα.

Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.

Ιεράρχαι μέγιστοι της ευσεβείας, και γενναίοι πρόμαχοι, της Εκ¬κλησίας του Χριστού, πάντας φρουρείτε τους μέλποντας’ Σώσον Οικτίρμον, τους πίστει τιμώντας σε.

Ως ιεράρχες μέγιστοι της ευσεβείας και γενναίοι υπερασπιστές της εκκλησίας, να φρουρείτε όλους όσοι ψάλλουν: Οικτίρμόν Κύριε, σώσε όσους με πίστη Σε τιμούν.

Ο Οίκος. Τη Γαλιλαία των Εθνών.

Ακαταλήπτω Σου χειρί, και σθένει απορρήτω, την Σήν νυν Εκκλησίαν ουρανώσας Οικτίρμον, έδειξας όντως φαεινούς τους δύο φω¬στήρας, μεγίστους τε και τερπνούς, τον κόσμον καταυγάζοντας: συν Αθανασίω τω πανσόφω, Κύριλλον τον θείον. Ταις αυτών ουν ικεσίαις, εξάρας την νύκτα, εχθρών πάσαν αχλύν διάλυσον Σώτερ, και φωτί τω φρικτώ των πιστών τα πλήθη καταύγασον, προς το κράζειν και βοάν σοι’ Σώσον οικτίρμον, τους πίστει τιμώντας σε.

Με το Χέρι Σου, του οποίου δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει την κίνηση, και με την απερίγραπτη δύναμή Σου, έκαμες ουρανό την εκκλησία Σου, οικτίρμον, και ανέδειξες μεγάλα και φωτεινά αστέρια, που καταφωτίζουν σαν το φως της αυγής τον κόσμο, τον πάνσοφο Αθανάσιο και τον θείο Κύριλλο. Με τις ικεσίες τους λοιπόν, διώξε την νύκτα, διάλυσε κάθε βαρύ εχθρικό σύννεφο, Σωτηρα μας, και με το φρικτό Σου Φώς, καταφώτισε των πιστών τα πλήθη να Σου φωνάζουν και να ψάλλουν: Οικτίρμον, σώσε όσους Σε τιμούν.

Εξαποστειλάριον. Ήχος β’. Τοις Μαθηταίς συνέλθωμεν.

Της υπερθέου πάνσοφοι, ανεδείχθητε μύσται, Τριάδος και υπέρμα¬χοι, Αθανάσιε μάκαρ, και Κύριλλε θεοφάντορ, Αρειον καθελόντες, και συν αυτώ Σαββέλιον, και Νεστόριον αύθις, τον δυσσεβή, και συν τούτοις άπασαν άλλην πλάνην, των δυσσεβών αιρέσεων, Ιεράρχαι Κυρίου.

Σεις πάνσοφοι, Αθανάσιε μακάριε, και Κύριλλε, που φανέρωνες τον Θεό στους ανθρώπους, αναδειχθήκατε λειτουργοί των μυστηρίων και υπερασπιστές της υπέρφωτης Αγίας Τριάδος, νικώντας τον Αρειο και τον Σαβέλιο και τον Νεστόριο, και μαζί τους κάθε άλλον δυσεβή, μα και κάθε πλάνη των αιρετικών, ως ιεράρχες του Κυρίου.

Δόξα των αίνων. Ήχος πλ. α’.

Δεύτε φιλεόρτων το σύστημα, δεύτε των πιστών η ομήγυρις, δεύτε ορθοδόξων χορείαι, άσμασιν εγκωμίων στέψωμεν, την αεισέβαστον Δυάδα των Διδασκάλων ημών’ ούτοι γαρ πάντα ζόφον κακίστης αιρέσεως, πάσαν απάτην των δυσμενών, νεανικώς καθελόντες, τη αηττήτω του Παντάνακτος ισχύϊ, τον κόσμον κατηύγασαν, θεογνωσίας ελλάμψεσι’ και νυν πρεσβεύουσιν υπέρ ημών, των εν πίστει τελούντων την μνήμην αυτών.

Ελάτε όλοι οι φιλέορτοι, ελάτε όλοι οι πιστοί, ελάτε όλες οι χορείες των ορθοδόξων να εγκωμιάσουμε με άσματα την διάδα των διδασκάλων μας, που αξίζουν τον παντοτεινό σεβασμό μας, γιατί αυτοί κάθε σκοτεινό σύννεφο κάκιστης αιρέσεως, κάθε απάτη των εχθρών της πίστεως, με την νεανική δύναμη Του Ανίκητου Βασιλέα μας, όλον τον κόσμο καταφώτισαν με τις λάμψεις του Αγίου Πνεύματος, που οδηγούσε στη θεογνωσία. Έτσι, τώρα πρεσβεύουν για μας, που με πίστη τιμουμε την μνήμη τους.

Απόδοση, Μοναχής Θεοδοσίας.

Πατήστε εδώ για να «κατεβάσετε» τον Παρακλητικό Κανόνα εις τον Όσιον Πατέρα ημών Αθανάσιον τον Μέγαν, σε rar μορφή.

Δημοσιεύθηκε στην Ιερές Ακολουθίες, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.