Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας.
Προς Εφεσίους επιστολή Παύλου: Β, 4 – 10.
Αδελφοί, ο Θεός πλούσιος ών εν ελέει, δια την πολλήν αγάπην αυτού ήν ηγάπησεν ημάς, και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι, συνεζωοποίησε τω Χριστώ, χάριτί εστέ σεσωσμένοι” και συνήγειρε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού, ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ’ ημάς εν Χριστώ Ιησού. Τη γάρ χάριτί εστέ σεσωσμένοι δια της πίστεως, και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον: ουκ εξ έργων, ίνα μή τις καυχήσηται. Αυτού γάρ εσμέν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού επι έργοις αγαθοίς, οις προητοίμασεν ο Θεός, ίνα εν αυτοίς περιπατήσωμεν.
Απόδοση.
Αδελφοί, ο Θεός μας αγάπησε, γιατί είναι πλούσιος σε έλεος κι έχει α¬πέραντη αγάπη. Κι ενώ ήμασταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των πα¬ραπτωμάτων μας, μας ξανάδωσε ζωή μαζί με το Χριστό. Με τη χάρη του έχετε σωθεί. Μας ανάστησε μαζί με τον Ιησού Χριστό και μας έβαλε να καθίσουμε μαζί μ’ αυτόν στα ουράνια. Κι έτσι, με την αγά¬πη που μας έδειξε δια του Ιησού Χριστού, φανερώνει στις μελλοντικές γενιές πόσο υπερβολικά γενναιόδωρη είναι η χάρη του. Πραγματικά, με τη χάρη του σωθήκατε δια της πίστεως. Κι αυτό δεν είναι δικό σας κατόρθωμα αλλά δώρο Θεού. Δε σωθήκατε με τα δικά σας έργα κι έτσι κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό. Γιατί είμαστε δη¬μιούργημα του Θεού, ο οποίος δια του Ιησού Χριστού μάς έκανε καινούργιους ανθρώπους, για να μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, που τα προετοίμασε ο Θεός, για να είναι μ’ αυτά γεμάτη η ζωή μας.
Επιμέλεια κειμένων, Ιωάννης Τρίτος.
ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ;
«Τη γαρ χάριτι εστέ σεσωσμένοι δια της πίστεως. Και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον. Ουκ εξ έργων, ίνα μη τις καυχήσηται»
Σαφής, διδακτικός, αποκαλυπτικός, καθοδηγητικός ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, αναλύει δια της σημερινής αποστολικής περικοπής κατά τρόπον αριστοτεχνικόν την σχέσιν μεταξύ πίστεως και έργων, και τον ρόλον τον οποίον διαδραματίζει εις την ζωήν και την σωτηρίαν των πιστών η Χάρις του Θεού. Δεν αφήνει καμμίαν αμφιβολίαν. Δεν επιτρέπει να δημιουργηθή καμμία παρεξήγησις. Με την φωτεινήν του σχέσιν μας οδηγεί σταθερά προς την αλήθειαν, η οποία ασφαλίζει την πορείαν του χριστιανού και εγγυάται την σωτηρίαν του. Αλλά ας ίδωμεν προσεκτικώτερον τας πλευράς του σοβαρωτάτου αυτού θέματος.
1. Η χάρις του Θεού.
Όλοι γνωρίζομεν την δραματικήν ιστορία της ανθρωπίνης πτώσεως. Δέσμιος ο άνθρωπος της χειροτέρας δουλείας, ναυαγός εις τον ωκεανόν της αμαρτίας, με συντετριμμένην την καρδίαν και διεστραμμένην την ψυχικήν εικόνα που του είχε χαρίσει ο Θεός, επροχώρει εις την ζωήν του με οδύνην και πόνον. Και ήλθεν ο Χριστός. Έσπασε τα δεσμά της δουλείας. Έσχισε το χειρόγραφον των αμαρτιών. Εγεφύρωσε το τρομερόν χάσμα που είχε δημιουργήσει η παρακοή. Ο ουρανός ηνοίχθη. Η σωτηρία προσεφέρθη δωρεάν και ο δούλος παρακάθεται εις την τράπεζαν των θείων χαρίτων εις τα δεξιά του Κυρίου αυτού.
Ό,τι λοιπόν έχομεν είναι προσφορά από το χέρι του σωτήρος Χριστού. Αν λοιπόν έχωμεν κάποιαν αγάπην μέσα μας προς το καλόν, αν θέλωμεν να είμεθα άνθρωποι του Χριστού, αν έχωμεν κάποιες αρετές, βασικά στη χάρη του Θεού τα οφείλομεν όλα αυτά. Αν μέσα μας καίη η λαμπάδα της αρετής, ο Θεός μας την έχει πρωτανάψει. Η χάρις του ειργάσθη μυστικώς και εζωογόνησε τον ψυχικόν μας κόσμον. Ο μέγας μαγνήτης Κύριος μας ήλκυσε και μας έσυρε, κάποτε πολύ εντόνως, εις τον δρόμον της σωτηρίας: «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν», βεβαιώνει ο ίδιος ο Χριστός. Είναι πράγματι μέγα θέμα αυτό δια την ζωήν μας, και δεν πρέπει να το λησμονούμεν ποτέ. Και να μη καυχώμεθα αν έχωμεν κάτι καλόν. Και να μην υπερηφανευώμεθα δια τας επιτυχίας μας. Θεού το δώρον.
Αυτό είναι το πρώτον σημείον που πρέπει να καλλιεργήσωμεν μέσα μας. Η χάρις του Θεού γονιμοποιεί εντός των ψυχών μας και αυξάνει τους πόθους τους αγίους και εμφανίζει τας πράξεις της αρετής. Όμως χρειάζεται να δώσωμεν κάτι και ημείς:
2. Πίστιν ζωντανήν.
Ενώ είναι αληθές πως ό,τι έχομεν το οφείλομεν εις την χάριν του Θεού, είναι επίσης αληθές ότι χρειάζεται ο άνθρωπος να δεχθή αυτήν την χάριν, να θελήση να εκτιμήση το δώρον του Θεού. Πρέπει απαραιτήτως να πιστεύση χωρίς ταλαντεύσεις εις τον Θεόν και εις το έργον της λυτρώσεως που επιτελεί ο Θεός εντός του ανθρώπου. Αυτή η ζωντανή πίστις είναι η βασική προϋπόθεσις της οικειώσεως της θείας χάριτος. Είναι ο μυστικός αγωγός δια του οποίου θα διοχετευθή εις την ψυχήν του ανθρώπου το «ύδωρ το ζων», ο χυμός της ουρανίου ευλογίας. Αυτή η πίστις κινητοποιεί τον ιδικόν μας μηχανισμόν, μας εμφυσά ενθουσιασμόν και πνευματικήν ανθηρότητα, μας δίδει νόημα εις την ζωήν, μας κάμνει ανθρώπους με ιδανικά. Δεν υπάρχει αυτή η πίστις; Τότε ο άνθρωπος είναι νεκρός. Και η χάρις του Θεού δεν έρχεται ούτε ενεργεί εις νεκρούς ψυχικώς.
Αλλά είναι ανάγκη εδώ να κάμωμεν μίαν παρατήρησιν. Και αυτήν την πίστιν που εκδηλώνεται ως αγάπη προς τον Θεόν, ως επιθυμία να εργασθή ο άνθρωπος με αρετήν και ευσέβειαν, ως έφεσις να κρατήση την σημαίαν των ιδανικών υψωμένην, πάλιν ο Θεός την δίδει, όταν βλέπη μέσα εις τον άνθρωπον καλήν διάθεσιν και πόθον ιερόν. Όταν διακριβώση ότι ο άνθρωπος ευχαρίστως υποτάσσεται εις το θέλημα του, όταν δει ότι υπάρχει μέσα του απόφασις πλήρους ταυτίσεως των επιθυμιών του με τον νόμον του Θεού, τότε χορηγεί αυτήν την πίστιν, η οποία, ενώ φαίνεται ότι προέρχεται αποκλειστικώς από τον άνθρωπον, είναι εν τούτοις πάλιν, ουσιαστικώς, δώρον του Θεού, δοθέν ως αμοιβή δια την υποταγήν του ανθρώπου.
Πολύ ωραία το διατυπώνει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Φιλιππισίους επιστολήν του : «Διότι ο Θεός και ουχί άνθρωπός τις είναι ο μετά δραστηριότητος εργαζόμενος μέσα σας και το να θέλητε και το να ενεργήτε, δια να πληρωθή η αγαθή του θέλησίς του να σωθήτε». Έτσι είναι. «Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον από του Πατρός των φώτων», συμπληρώνει ο θείος Ιάκωβος.
Και η πίστις, λοιπόν, δώρον του Θεού, κατ’ ουσίαν παρεχόμενον, όταν υπάρχη η συγκατάθεσις του ανθρώπου. Μία δε τοιαύτη ζωντανή πίστις δεν ημπορεί παρά να έχη κατόπιν ως καρπόν τα καλά έργα.
3. Τα καλά έργα.
Είναι τα καλά έργα το φυσικόν τέρμα μιας πορείας κατευθυνομένης από ζωντανήν και γνησίαν πίστιν. Από ψυχήν φλογισμένην από ρωμαλέαν πίστιν και παλλομένην από ιεράς διαθέσεις, είναι ευνόητον ότι θα αναπηδήσουν η αρετή, η καλωσύνη, η αφιλαργυρία, η τιμιότης, τα έργα της ευποιείας και της αγάπης. «Ας μανθάνουν και οι πιστοί να εργάζωνται καλά έργα και να πρωτοστατούν, συντρέχοντες τους αδελφούς εις τας επειγούσας ανάγκας των, δια να μην είναι εστερημένοι πνευματικών καρπών», υποδεικνύει ο Απόστολος Παύλος. Αυτή είναι η φυσιολογική πορεία του πιστού. Από την πίστιν να προχωρή εις τα έργα αρετής και αγάπης. Χρυσή αλυσίδα με κρίκους που τους κατεργάζεται ο θείος τεχνίτης μέσα εις το εργαστήριον της ψυχής του ανθρώπου.
Αυτήν την αλήθειαν ήθελε να υπογραμμίση και ο θείος Ιάκωβος όταν έγραφε: «Η πίστις εάν μη έργα έχη, νεκρά εστίν καθ’ εαυτήν: δείξόν μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου».
Ο γνησιώτερος τρόπος εκδηλώσεως της ζωντανής πίστεως είναι τα έργα τα καλά. Όμως πάλιν πρέπει να προσέξωμεν κάτι, που σημειώνει ο θείος Απόστολος. «Ουκ εξ έργων, ίνα μη τις καυχήσηται». Είναι πολύ σοβαρά η έννοια αυτής της παρατηρήσεως του Αποστόλου. Θέλει να μας προφυλάξη από μίαν παρανόησιν. Τα καλά έργα ημπορεί να τα θέλη ο Θεός και να ευχαριστήται όταν βλέπη να τα παρουσιάζουν οι πιστοί. Αλλά αυτά δεν δίδουν το δικαίωμα εις τον άνθρωπον να ζητήση τον στέφανον, τον παράδεισον. Είναι τόσον μικρά η αρετή μας και τόσον ασήμαντα τα καλά μας έργα, ώστε, κρινόμενα με την πλάστιγγα των απαιτήσεων του Θεού, να εμφανίζωνται ως σταγών εν τω ωκεανώ. Είναι πολύ διαφωτιστικόν εκείνο το οποίον είπεν ο Κύριος: «Όταν κάμετε όλα όσα σας διέταξεν ο Θεός δια των εντολών του, πρέπει να λέγετε ότι είμεθα δούλοι άχρηστοι, διότι εκείνο που είχαμεν χρέος και καθήκον να κάμωμεν, αυτό και μόνον έκαμαμε, τίποτε δε το έκτακτον και εξαιρετικόν».
Έτσι είναι. Είμεθα άχρηστοι δούλοι του Θεού. Γεμάτοι αμαρτίας και λάθη. Παραβάται των εντολών του. Αλλά και αν υποτεθεί ότι είμεθα κατά πάντα τηρηταί, πάλιν χωρίς αξίαν είμεθα. Το καθήκον μας κάμνομεν. Απλώς τα καλά μας έργα αποδεικνύουν ότι προσπαθούμεν να είμεθα καλοί, και να ζώμεν σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού. Την δύναμιν όμως να πιστεύωμεν και να εκτελώμεν καλά έργα, την χρεωστούμεν εις την αγάπην του Θεού. Αν τα μάτια μας αξιωθούν να ιδούν το φως της άνω Ιερουσαλήμ, δεν θα είναι καρπός της αρετής μας αλλά δωρεά του Θεού, εκδήλωσις πατρικής στοργής και αγάπης. Ο Απόστολος Παύλος δια να ερμηνεύση καλύτερον την αλήθειαν αυτήν, σημειώνει και τα εξής επικυρωτικά εις άλλην του επιστολήν: «Κακοπάθησον, γράφει προς τον μαθητήν του Τιμόθεον, μαζί μου χάριν του Ευαγγελίου, σύμφωνα με την δύναμιν την οποίαν δίδει ο Θεός, ο Οποίος μας έσωσε και μας εκάλεσε με κλήσιν αγιάζουσαν τους καλουμένους. Και τούτο όχι σύμφωνα με τα έργα μας, αλλά σύμφωνα με την ιδίαν αυτού θέλησιν και χάριν, η οποία μας εδόθη δια της επικοινωνίας μας μετά του Ιησού Χριστού προ των αιώνων. Συνεπώς, δεν πρέπει κανείς να καυχηθή δια την αρετήν του και τα καλά του έργα. Να ευχαριστή μόνον τον Θεόν, διότι τον ηξίωσε να θέλη και να αγαπά την αρετήν και το καλόν και να μην αντιδρά εις την χάριν Του.
Και αυτήν την θέλησιν και την υπακοήν είναι που αμείβει ο Θεός. Τα άλλα, όσα και να έγιναν, είναι καρπός της ιδικής Του χάριτος και ενεργείας. Ναι! Της ιδικής Του πατρικής στοργής.
Αγαπητοί,
Εις μίαν μάχην κατά τον Γαλλορωσικόν πόλεμον ετραυματίσθη εις την καρδίαν ο αγαπητότερος σωματοφύλαξ του Ναπολέοντος. Ο πληγωμένος μετεφέρθη αμέσως εις τον σταθμόν πρώτων βοηθειών. Ο χειρουργός με το νυστέρι του έσχισε το πληγωμένο μέρος και, σκυμμένος όπως ήτο στο στήθος του στρατιώτου, ήκουσε τον πληγωμένο να ψιθυρίζη: «Ένα πόντο πιο βαθιά, γιατρέ μου, και θα βρήτε τον αυτοκράτορα».
Αδελφέ μου,
Ο Χριστός είναι ο σωτήρ μας. Αυτός μας έδωσε το παν. Χάριν ημών εθυσιάσθη. Τον αγαπώμεν με πίστιν και ευγνωμοσύνην; Παρουσιάζομεν χάριν Εκείνου έργα αρετής και αγάπης; Ο στρατιώτης αγαπούσε τόσον πολύ τον αυτοκράτορα ώστε τον είχε μέσα εις την καρδιά του.
Ημείς πού έχομεν τον Χριστόν; Αν ήτο δυνατόν να ερευνηθή η καρδία μας, θα ευρίσκετο άραγε εκεί; Θα ευρίσκετο;
Από το βιβλίο «Φως ταις τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 168 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.