ΛΕΥΚΩΣΙΑ. Τριάντα πέντε χρόνια τώρα τους βλέπαμε στη φωτογραφία-σύμβολο γονατιστούς, να παραδίδονται με τα χέρια ψηλά. Η αγωνία στα πρόσωπά τους παγωμένη, καθώς «δήλωναν» τραγικά παρόντες σε κάθε διαδήλωση, ρεπορτάζ και είδηση που έχει σχέση με τους αγνοούμενους της κυπριακής τραγωδίας του 1974.
Πέντε νεαροί στρατιώτες στα γόνατα, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι κι ένας Τούρκος στρατιώτης να ανάβει το τσιγάρο στα χείλη ενός από τους πέντε. Μία κίνηση που αφήνει να εννοηθεί ότι του έδωσαν να καπνίσει το τελευταίο τσιγάρο πριν από την εκτέλεση.
Τριάντα πέντε χρόνια οι μορφές τους ανεξίτηλα αποτυπωμένες στη συλλογική μας μνήμη, σαν να είναι οι γιοι, οι σύζυγοι ή οι πατεράδες που αγνοούνται για τον καθένα μας ξεχωριστά και γι’ όλους μας μαζί.
Το επόμενο δευτερόλεπτο
Κι όμως 35 χρόνια τώρα, ουδείς μας είπε την ιστορία τους, τα ονόματά τους και κυρίως τι έγινε το επόμενο εκείνο δευτερόλεπτο, μετά που το τσιγάρο τέλειωσε. Κροτάλισε ένα αυτόματο κι ύστερα ακούστηκαν πέντε χαριστικές βολές; Τους έδεσαν πισθάγκωνα και τους πήγανε μαζί τους οι Τούρκοι στρατιώτες ως αιχμαλώτους πολέμου; Κι αν ναι, γιατί δεν επέστρεψαν με τους άλλους αιχμαλώτους, από τις τουρκικές φυλακές, το φθινόπωρο του 1974;
Οποια και να ήταν για μας τους υπόλοιπους η απάντηση, το βασικότερο είναι ότι οι γονείς και τ’ αδέλφια τους ποτέ δεν πήραν οποιοδήποτε μήνυμα ή απάντηση. Και από τότε ζούσαν καθημερινά στα μετέωρα εκείνα δευτερόλεπτα μεταξύ του τσιγάρου που τελειώνει και ενός προαναγγελθέντος θανάτου…
Εως την Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009, όταν στα σπίτια των πέντε παλικαριών, χτύπησε τις πόρτες η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) και ενημέρωσε τις οικογένειές τους ότι τα οστά τους, μαζί με τα οστά άλλων 15 Ελληνοκυπρίων, βρέθηκαν σε πηγάδι στο τουρκοκυπριακό χωριό Τζιάος και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNA.
Ταυτοποίηση
Τα οστά των υπολοίπων 14, που εικάζεται ότι είναι επίσης Ελληνοκύπριοι στρατιώτες, βρίσκονται στη διαδικασία της ταυτοποίησης.
Ποια είναι όμως η ιστορία των πέντε εκείνων παλικαριών και ποια τα ονόματα των μορφών που έγιναν «αγιογραφίες» στο εικονοστάσι της συλλογικής μας μνήμης;
Ποιος ήταν ο Τούρκος αξιωματικός που ήταν επικεφαλής των στρατιωτών που τους συνέλαβαν και ποιος ήταν ο Τούρκος φωτογράφος που απαθανάτισε εκείνες τις τόσο τραγικές στιγμές και τι λέει;
Η Τουρκία παραβίασε τις Συμβάσεις περί αιχμαλώτων πολέμου
Οι πέντε εκείνοι στρατιώτες, του 398 τάγματος πεζικού, είχαν συλληφθεί από τον τουρκικό στρατό, σε περιοχή μεταξύ του χωριού Κυθραία και του αμιγώς τουρκοκυπριακού χωριού Τζιάος, με την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974. Τους συνέλαβαν Τούρκοι στρατιώτες που επέβαιναν τεθωρακισμένων τα οποία και προέλαυναν με κατεύθυνση την Αμμόχωστο. Εκείνος που ευθύνεται άμεσα για την τύχη των πέντε αιχμαλώτων, είναι ο ταξίαρχος -τότε- Χακκί Μπορατάς, διοικητής των Δυνάμεων Ειδικών Αποστολών του στρατού εισβολής, και ο οποίος φαίνεται στην πιο εμβληματική φωτογραφία-ντοκουμέντο (σε δεύτερο πλάνο), να φοράει μπερέ και να συνομιλεί με έναν από τους δύο Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους της δεύτερης σειράς.
Οι πέντε στρατιώτες στις φωτογραφίες είναι οι: Κορέλλη Αντωνάκης του Μιχαήλ, 30 ετών από την Κυθραία, Νικολάου Παναγιώτης του Χρυσοστόμου, 26 ετών από το Εξω Μετόχι, Παπαγιάννη Ιωάννης του Χαραλάμπους, 23 ετών από το Νέο Χωριό Κυθραίας, Σκορδή Χριστόφορος του Γεωργίου, 25 ετών από το Δάλι, Χατζηκυριάκου Φίλιππος του Στέφανου, 24 ετών από το Μαραθόβουνο.
Η πρώτη κηδεία θα γίνει την Παρασκευή 14-08-2009 στη Λευκωσία. Πρόκειται γι’ αυτήν του Ιωάννη Παπαγιάνη, (το παιδί με το τσιγάρο στα χείλη) το οποίο, όπως ανέφερε στην «Κ» η αδελφή του Μαρία, «μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του στην Αγγλία, όπου ζούσε μία από τις άλλες δύο αδελφές του. Μαζί ήρθαν στην Κύπρο με καράβι μέσω Πειραιά στις 17 Ιουλίου. Στις 20 Ιουλίου την αυγή έγινε η επιστράτευση και ο Γιάννης αμέσως έτρεξε να καταταγεί. Τον παρακαλούσε η μάνα μας να πιει πρώτα ένα καφέ. Δεν τον ήπιε. Από τότε επέστρεψε στο σπίτι δύο φορές, πλύθηκε βιαστικά κι έφυγε. Δεν είχαμε νέα του, μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου 1974, όταν είδαμε τη φωτογραφία του με το τσιγάρο, δημοσιευμένη στις εφημερίδες. Ελπίζαμε ότι αφού τον συνέλαβαν ζωντανό, τον κρατούσαν αιχμάλωτο… Εμείς οι συγγενείς των αγνοουμένων τύχαμε εκμετάλλευσης από παντού. Οι πολιτικές ηγεσίες, πολιτικοποίησαν το ζήτημα και κράτησαν την ουσία του -που είναι ανθρωπιστική- στον πάγο, για δεκαετίες».
Μετά την ταυτοποίηση των οστών των πέντε, οι φωτογραφίες μετατρέπονται σε κατηγορητήριο κατά της Τουρκίας, αφού αποδεικνύεται ότι το 1974 παραβίασε τις Διεθνείς Συμβάσεις για τους αιχμαλώτους πολέμου. Δίνεται έτσι η δυνατότητα, τόσο στους συγγενείς, όσο και στην κυπριακή κυβέρνηση, προσφυγής στο διεθνές ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, ζητώντας να αποδοθούν ποινικές ευθύνες στον τουρκικό στρατό.
Η περιπετειώδης διαδρομή της φωτογραφίας
Βλέποντας κανείς τις φωτογραφίες αντιλαμβάνεται ότι ελήφθησαν είτε από Τούρκους στρατιώτες είτε από άνθρωπο που είχε την άδεια του τουρκικού στρατού. Η πραγματικότητα είναι ότι ελήφθησαν από Τούρκο φωτορεπόρτερ ο οποίος ακολουθούσε τα τουρκικά άρματα μάχης στην προέλασή τους προς την Αμμόχωστο, στις 14 Αυγούστου του 1974. Πρόκειται για τον φωτορεπόρτερ Εργκίν Κονουκσεβέρ, ο οποίος και «παρέδωσε» τα φιλμ με τα συγκλονιστικά στιγμιότυπα που απαθανάτισε, στην ελληνοκυπριακή πλευρά… κατόπιν μιας απροσδόκητης για τον ίδιο, δραματικής εξέλιξης το ίδιο βράδυ που τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες.
Είχε βραδιάσει και τα τανκς είχαν σταματήσει στο χωριό Τζιάος μέχρι να ξημερώσει. Ευκαιρίας δοθείσης ο Εργκίν Κονουκσεβέρ, αποφάσισε να βρει τρόπο να στείλει το δημοσιογραφικό του υλικό στην Τουρκία. Για να το κάνει αυτό θα έπρεπε να επιστρέψει στη Λευκωσία αλλά δεν είχε μέσο. Η ευκαιρία δόθηκε όταν το ίδιο βράδυ έπιασαν οι πόνοι της γέννας μια Τουρκοκυπρία και ο σύζυγός της έσπευσε να τη μεταφέρει στη Λευκωσία.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου, λόγω σκότους, έχασε το δρόμο και σε κάποια στιγμή βρέθηκαν απέναντι από τις ελληνικές θέσεις μάχης στην περιοχή Ομορφίτας.
Δέχθηκαν πυρά, το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε και ο Τούρκος φωτορεπόρτερ ο οποίος τραυματίστηκε, όπως και οι άλλοι επιβαίνοντες, συνελήφθη από Ελληνοκύπριους στρατιώτες. Μεταφέρθηκαν όλοι στο Νοσοκομείο Λευκωσίας και αφού αποθεραπεύθηκαν τους άφησαν ελεύθερους.
Τα κράτησαν
Ωστόσο όπως στη συνέχεια δήλωσε ο ίδιος ο φωτορεπόρτερ, στον Τούρκο δημοσιογράφο Αλί Μπιράντ, δεν του επέστρεψαν ούτε τα φιλμ ούτε τις φωτογραφικές μηχανές.
Συγκεκριμένα στις 23 Ιουνίου 1976 ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ υπογράφει στην τουρκική εφημερίδα Μιλιέτ, ρεπορτάζ με τον τίτλο: «Επιτρέψτε μας να ερευνήσουμε για τους αγνοούμενους». Ο Αλί Μπιράντ, μετά από επίσκεψή του στην Κύπρο, γράφει στο ρεπορτάζ εκείνο: «Ενα από τα προβλήματα που δημιούργησε ο πόλεμος είναι το πρόβλημα των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων. Στην προσπάθεια να ανευρεθούν αυτά τα αγνοούμενα πρόσωπα, οι Ελληνες έχουν συστήσει μιαν Επιτροπή, η οποία εργάζεται πολύ αποτελεσματικά».
Εχει κάνει έκκληση
Ο κ. Φυσεντζίδης, εκ μέρους της Επιτροπής έχει κάνει έκκληση προς την τουρκική κοινότητα της Κύπρου και την Τουρκία να βοηθήσουν στην εξιχνίαση του προβλήματος και επικαλείται στοιχεία και φωτογραφίες για την ύπαρξη αγνοουμένων εν ζωή.
Στο ίδιο ρεπορτάζ δημοσιεύεται και η φωτογραφία των πέντε Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων συνοδευόμενη από κειμενολεζάντα στην οποία αναφέρονται και τα εξής: «Οι Ελληνες συνεχίζουν τη διαφώτισή τους ειδικά στο θέμα των αγνοουμένων και αιχμαλώτων, στους ξένους οι οποίοι επισκέπτονται την Κύπρο, στους οποίους δίδουν έντυπα στα οποία περιλαμβάνεται και η ανωτέρω φωτογραφία. Οταν επέστρεψα στην Τουρκία, ο κ. Εργκίν Κονουκσεβέρ, (σ.σ. Τούρκος φωτορεπόρτερ ο οποίος στη διάρκεια της δεύτερης εισβολής συνόδευε τα τουρκικά τανκς καθ’ οδόν προς την Αμμόχωστο), είδε τη φωτογραφία τυχαία, την αναγνώρισε αμέσως και μου είπε»:
«Αυτή τη φωτογραφία την φωτογράφισα εγώ, πριν τραυματισθώ, κοντά στην Ομορφίτα και συλληφθώ από τους Ελληνες. Μου κατάσχεσαν τις τρεις φωτογραφικές μηχανές και τις ταινίες. Παρά τις παραστάσεις των Ηνωμένων Εθνών δεν μου τις επέστρεψαν όταν αφέθηκα ελεύθερος. Θυμούμαι πολύ καλά, αυτή τη φωτογραφία την πήρα από το χωριό Τζιάος κατά την επέλαση των αρμάτων μάχης. Αυτοί είναι Ελληνες αιχμάλωτοι συλληφθέντες από άρμα τύπου «ΜΕΡΙΣ Ι» και ο στρατιώτης στο βάθος είναι ο δεκανέας Μουσταφά από την Σαμψούν και προσφέρει τσιγάρα εις τους αιχμαλώτους».
Η/Υ ΠΗΓΗ
Εφημερίδα η Καθημερινή: 11-08-2009
Σημείωση από το ORP.GR
“Αιωνία τους η μνήμη.”
Άμποτε να μην ξεχάσουμε.