Να είναι τάχα άνθρωποι τούτα τα πλάσματα; Στριμωγμένοι σε μια άθλια αποθήκη. Πρόσωπα πελιδνά, κίτρινα σαν θειάφι. Υπόλοιπα θλιβερά ακολουθίας μελλοθανάτων ταγμάτων εργασίας, από το Σεβδίκιοϊ για τη θλιβερή ενδοχώρα. Ζωντανοί, που λες μόλις βγήκαν από τον Άδη. Μισόγυμνα κορμιά, στιβαγμένα ― άχρηστα σακκιά, ο ένας πάνω στον άλλο. Ξυπόλητοι ή με τα πόδια τυλιγμένα σε κουρέλια! Τα άρβηλα τάχουν πάρει οι Τούρκοι. Με χείλη σβησμένα, κατάξερα. Ένα άσπρο κολλημένο στεφάνι από αφρό ξηραμένο πάνω τους, σημάδι φρικτό της φρικτής τους δίψας. Βογγητά κι αναστεναγμοί τα θλιβερά ακούσματα στη θλιβερή, αποπνικτική φυλακή τους. Μόνο τα μάτια τους γυαλίζουν ακόμα στις βαθουλωμένες κόγχες τους. Κι είναι όλα στραμμένα στην καλοκλειδωμένη πόρτα. Με μια μόνο κρυφή ελπίδα-προσμονή. Σαν πέθαινε κάποιος, ξεσπούσαν σε θρήνο και φωνές. Κι οι Τσέτες φρουροί άνοιγαν την πόρτα να σύρουν το πτώμα… Τότε έβρισκαν ευκαιρία, που εύρισκαν τη δύναμη; να μιλήσουν, να εκλιπαρήσουν για λίγες σταγόνες, για λίγο νερό. Για την λίγη ελπίδα ζωής, γι’ αυτά τα όντα με την τσαλαπατημένη ανθρωπιά.
Έξω στην αυλή, δίπλα στον μαντρότοιχο, η βρύση τρέχει. Λαχταριστό, πλούσιο νερό… Δεν είναι όνειρο… Χύνεται με βοή στο τσιμεντένιο αυλάκι και χάνεται στη βαθειά υπόγεια χαβούζα…
Μα οι Τσέτες το φυλάγουν. Τους επιτηρούν, με τις ξιφολόγχες στραμένες πάνω τους, με τα κοντάκια και τα μαστίγια στα άνομα χέρια τους. Λυσσασμένα, ανήμερα θεριά, βγάζουν φωτιές τα οργισμένα μάτια τους. Με ειρωνικό μισοχαμόγελο και την ικανοποίηση της τίγρης που κοντοζυγώνει το θύμα της στο κλεισμένο κλουβί του. Αλλοίμονο σε όποιον τολμήσει να βγει έξω. Τον εκτελούν ανελέητα επί τόπου.
Νάναι τάχα άνθρωποι τούτοι που ξέφυγαν λες μόλις από την κόλαση κι ήρθαν στη γη;
Στους αιχμαλώτους ανάμεσα και ο Κυριάκος. Παλληκάρι, κυπαρίσι ψηλόλιγνο από το Σεβδίκιοϊ, το πανέμορφο και ξακουστό έξω από τη Σμύρνη χωριό. Δεύτερος γυιός στην οικογένεια του πατριώτη δασκάλου Νίκου Λαγογιάννη, με τα επτά παιδιά. Ο μεγαλύτερος, ο Παναγιώτης, έπεσε στο Σαγγάριο. Ο μικρότερος, ο Γιάγκος, κράτησε άμυνα στο Σεβδίκιοϊ μαζί με τα υπολείμματα του στρατού του Πλαστήρα. Εκεί, φρουρός στα πολυαγαπημένα γονικά του, έρριξε την τελευταία τουφεκιά… Κι όταν η Σμύρνη σε λίγες ημέρες τριζοβολούσε στις φλόγες, βρέθηκε ο πατέρας Νίκος Λαγογιάννης αιχμάλωτος πίσω από τα συρματοπλέγματα που τους χώριζαν από τα γυναικόπαιδα, που μπουλούκια περίμεναν για τα καράβια. Φιλεί την κουρνιασμένη στην αγκαλιά του μικρή Κωνσταντία και την παραδίδει στην έγκυο σύζυγό του. Μπλέχτηκε το φουστανάκι της στα σύρματα, σαν να μην ήθελε να τον αποχωριστεί. Δεν τον ξανάδαν…
……………………………………………………
«Τώρα νιώθεις στις φλέβες σου μια βοή θυσίας…»*
……………………………………………………
―Πάψτε βρε, ακούγεται αποφασιστική η φωνή. Θα πιείτε νερό, σωπάστε… είναι του Κυριάκου η φωνή. Θα κάνετε αυτό που σας λέω. Ένας σας θα κάνει τον πεθαμένο, δίπλα του άλλος τον μισοπεθαμένο. Θα φωνάξουμε να έρθουν να τον πάρουν. Να τον βγάλουν, όπως έγινε και προχθές. Και σαν ανοίξει η πόρτα, θα ορμήσω. Θα ορμήσω πάνω τους να τους πάρω το όπλο. Θα γίνει ταραχή… Κι εσείς θα ορμήσετε. Πάνω στη συμπλοκή, να πιείτε νερό. Να φύγετε, ο,τι μπορείτε…** Και ο,τι γίνει, ας γίνει… Άλλη ελπίδα δεν υπάρχει…
…………………………………………………….
«Κι όταν γυρεύεις το θαύμα, πρέπει να σπείρεις το αίμα σου…»*.
Και το σπειρε. Για την αγάπη, για τη λευτεριά•
από τήν πληγή που πάντα αιμορραγεί
στης Ιωνίας τη μαχαιρωμένη γη.
Κι ήταν ο Κυριάκος χρονών 22…
Σ. Π.
* Γ. Σεφέρης.
** Με τη θυσία του Κυριάκου σώθηκαν αρκετοί και διηγήθηκαν το συμβάν.
Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 2009.