Α. Εισαγωγή
Οί μεταμοσχεύσεις έχουν μπει στην καθημερινή μας ζωή. Οι θετικές ή οι αρνητικές τοποθετήσεις, που διατυπώνονται γι’ αυτές, από εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους, έχουν συνήθως αποσπασματικό χαρακτήρα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τοποθετήθηκε ακόμα απέναντι σ’ αυτές. Και η τοποθέτησή της δεν μπορεί να γίνει από μεμονωμένα άτομα, που προσπαθούν να στηρίξουν τις απόψεις τους στην παράδοσή της. Σκοπός του κειμένου αυτού δεν είναι να παρουσιάσει τις ορθόδοξες θέσεις, αλλά να διατυπώσει απόψεις, που μπορούν να βοηθήσουν στον ορθόδοξο προβληματισμό σχετικά με το θέμα αυτό. Γι’ αυτό και οι απόψεις που θα διατυπωθούν αποτελούν απλές δοκιμές προσεγγίσεως του θέματος για ευρύτερη συζήτηση και αντιμετώπισή του από την Εκκλησία.
Οι απαρχές των μεταμοσχεύσεων ανάγονται στους αρχαίους χρόνους. Μεταμοσχεύσεις δέρματος έκαναν και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι . Οι πρώτες όμως μεταμοσχεύσεις ζωτικών οργάνων και ιστών του ανθρώπινου σώματος έγιναν στην εποχή μας. Έτσι η πρώτη επιτυχής μεταμόσχευση νεφρού πραγματοποιήθηκε το 1954, ενώ η πρώτη επιτυχής μεταμόσχευση καρδιάς το 1967. Στη συνέχεια οι μεταμοσχεύσεις διαδόθηκαν ευρύτατα και προκάλεσαν ενθουσιασμό σε παγκόσμια κλίμακα. Ο ενθουσιασμός αυτός οφείλεται ασφαλώς στο μέγεθος του κατορθώματος, αλλά ίσως και στην επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου για κάποια επίγεια αθανασία. Γι’ αυτό δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί, οτι εμπεριέχει τον κίνδυνο του αποπροσανατολισμού του ανθρώπου από τον σκοπό της υπάρξεως και τα πραγματικά προβλήματά του. Αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη ότι οι ανθρώπινες ζωές που μπορούν να σωθούν με τις μεταμοσχεύσεις, δεν είναι δυνατό να καλύψουν ουτε το ενα χιλιοστό εκείνων που καταστρέφονται με τις εκτρώσεις, η σχετικότητα του ενθουσιασμού για την προστασία του ανθρώπου, γίνεται
σαφέστερη.
Μεταμοσχεύσεις 1
Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να λησμονούνται και οι οδυνηρές προϋποθέσεις των μεταμοσχεύσεων. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, κάθε μεταμόσχευση οργάνου μετατρέπει ή προσπαθεί να μετατρέψει σε σχετική επιτυχία μια διπλή ιατρική αποτυχία: α) την αποτυχία της ιατρικής μπροστά στον ασθενή που αδυνατεί να θεραπεύσει, και β) την αποτυχία της ιατρικής και της κοινωνίας, που αδυνατούν να εμποδίσουν τη μοιραία εξέλιξη μιας μετακωματώδους καταστάσεως, στην οποία περιέρχεται κάποιο νέο και ως πριν λίγο υγιές άτομο. Στις δύο αυτές αποτυχίες προστίθεται συνήθως και η πνευματική αποτυχία του ατόμου, που ενισχύεται από την κοινωνία και αναζητεί κάποια επίγεια και αστεία αθανασία .
Οι μεταμοσχεύσεις ιστών και οργάνων, καθιερώθηκαν στην εποχή μας ως θεραπευτικές μέθοδοι, που θεωρούνται μάλιστα ιδιαίτερα αποτελεσματικές, γιατί δεν περιορίζονται στη συντήρηση, αλλά προχωρούν ως τη ριζική εξαφάνιση προβλημάτων υγείας. Η εφαρμογή των μεταμοσχεύσεων πραγματοποιείται σε ευρύτατο φάσμα και προσλαμβάνει διάφορες μορφές. Αρχίζει από τη μετάγγιση αίματος, που αποτελεί μεταφορά υγρού ιστού, και φθάνει ως την μεταμόσχευση πνευμόνων και καρδιάς. Εξάλλου οι μεταμοσχεύσεις μπορούν να αφορούν ενα μόνο άτομο, όταν μεταφέρεται κάποιος ιστός από ενα σημείο του σώματος σε κάποιο άλλο, ή να εμπλέκουν και άλλο ή άλλα άτομα, όταν οι ιστοί ή τα όργανα παραλαμβάνονται από αυτά. Τέλος ο δότης του μοσχεύματος μπορεί να είναι ζωντανός, ή ακόμα και νεκρός (συνήθως σε κατάσταση εγκεφαλικού θανάτου, στην οποία θα αναφερθούμε αργότερα).
Η υπερβολική εμπιστοσύνη στις μεταμοσχεύσεις, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ανθρώπου στη σωματική μόνο ακεραιότητα, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργεί την ψευδαίσθηση κάποιας αθανασίας και αποφυγής του θανάτου. Τα σοβαρότερα όμως προβλήματα που δημιουργούν στη χριστιανική συνείδηση οι μεταμοσχεύσεις, όπως και γενικότερα οι εφαρμογές της νεώτερης ιατρικής τεχνολογίας στον άνθρωπο, συνδέονται με τη μηχανιστική ανθρωπολογία που προϋποθέτουν.
Β. Πνευματική θεώρηση της ιατρικής πρακτικής και επιστήμης.
Η σύγχρονη ιατρική βλέπει τον άνθρωπο ως μηχανή. Περιορίζει ουσιαστικά το ενδιαφέρον της στο ανθρώπινο σώμα, παραθεωρώντας ή και σωματοποιώντας εντελώς την ψυχή του. Η ανθρωπολογία, στην οποία θεμελιώνεται η σύγχρονη ιατρική, είναι ουσιαστικά ξένη προς την χριστιανική. Επιπλέον όμως η ανθρωπολογία αυτή είναι αναχρονιστική. Ενώ οι φυσικές επιστήμες σημείωσαν στην εποχή μας αλματώδη πρόοδο και απέδειξαν την ανεπάρκεια της κλασσικής μηχανικής στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο, η ιατρική βλέπει τον άνθρωπο μηχανιστικά και μονοδιάστατα, πράγμα που δεν συνέβαινε στην αρχαία ελληνική, όπως και στη μεταγενέστερη ιατρική.
Βέβαια υπάρχουν και άλλες ιατρικές, που συνδέονται με διαφορετικούς πολιτισμούς και θρησκείες, και στηρίζονται σε διαφορετικές ανθρωπολογίες. Συνήθως οι σύγχρονοι γιατροί επικρίνουν και απορρίπτουν τις ιατρικές αυτές για σοβαρούς επιστημονικούς ή και θρησκευτικούς ακόμα λόγους. Κι εδώ έχουν δίκαιο. Λησμονούν όμως να κρίνουν και το είδος της ιατρικής που οι ίδιοι ασκούν, μολονότι στηρίζεται σε χριστιανικώς αλλά και επιστημονικώς μη αποδεκτή πλέον ανθρωπολογία.
Η ιατρική αυτή, παρά τα εκπληκτικά της κατορθώματα, εκφράζει και προεκτείνει την ουμανιστική ανθρωπολογία που αποκρούσθηκε στον ορθόδοξο χώρο, γιατί εγκλωβίζει τον άνθρωπο στα όρια της κτιστότητας και της θνητότητας. Γι’ αυτό διαπιστώνεται συνήθως ότι όπου κυριαρχεί η ιατρική αυτή, εκτοπίζεται ο Θεός. Ιδιαίτερα λοιπόν μέσα στον ορθόδοξο χώρο είναι απαραίτητο να προβληματισθεί η σύγχρονη ιατρική, για την αντίληψη που διατηρεί για τον άνθρωπο. Έτσι και η προβληματική της Εκκλησίας στα αναφυόμενα βιοϊατρικά θέματα θα είναι απλούστερη.
Στην προοπτική της Εκκλησίας η βιολογική ζωή και ο βιολογικός θάνατος χάνουν τη δραματική αντιπαλότητά τους και σχετικοποιούνται. Άλλωστε από τη φύση τους η ζωή και ο θάνατος συμπλέκονται και συνυφαίνονται. Η ζωή εκδιπλώνεται ως διαδικασία θανάτου. Και ο θάνατος υπάρχει σε κάθε φάση της ζωής . Ιδίως υπάρχει ως φάση οριστικής εναλλαγής της ζωής. Η προοπτική αυτή δεν εξαφανίζει μόνο την τραγικότητα του θανάτου, αλλά και δημιουργεί τη δυνατότητα για θετική ή και επιθετική ακόμα αντιμετώπισή του. Ο βιολογικός θάνατος είναι κοινός στα ζώα και τον άνθρωπο. Ο Χριστιανός δεν είναι απαραίτητο να περιμένει παθητικά αυτόν τον θάνατο. Μπορεί να τον δεχθεί και θεληματικά, για να κερδίσει με’ αυτόν τη ζωή.
Όπως όμως ο σωματικός θάνατος μπορεί να υπηρετήσει την πνευματική ζωή, έτσι και η σωματική αρρώστια μπορεί να υπηρετήσει την πνευματική υγεία. Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος σημειώνει ότι, τις αρρώστιες “διά την υγείαν της ψυχής επάγει ο Θεός” . Γι’ αυτό και η ιατρική αντιμετώπισή τους δεν είναι η μόνη πρόσφορη.
Ειδικότερα στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας η καταφυγή στους γιατρούς και τα φάρμακα γίνεται με φειδώ . Αυτό άλλωστε ισχύει και γενικότερα για τον ασκητή. Τίποτε δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να συνάψει γάμο, να επιδοθεί στο εμπόριο και να απολαύσει άλλα αγαθά του κόσμου. Και αυτά είναι δώρα του Θεού, που παρέχονται κατ’ οικονομία σε αυτόν μετά την πτώση. Ο ασκητής, όμως, που αποξενώνεται εκουσίως από αυτά, είναι φυσικό να τα αποφεύγει. Με την ίδια λογική είναι φυσικό να αποφεύγει και τις ιατρικές φροντίδες, αφού εμπιστεύθηκε τον εαυτό του τελείως στο Χριστό, ο οποίος υποσχέθηκε να παρέχει στους πιστούς όλα όσα χρειάζονται . Έτσι επισημαίνεται η συνετή χρήση της ιατρικής. Αυτή αφορά πρωτίστως τους ασκητές, αλλά κατ’ επέκταση και κάθε Χριστιανό, γιατί και αυτού η ζωή έχει χαρακτήρα ασκητικό.
Παράλληλα όμως, δεν παραθεωρείται η αξία της ιατρικής, που έρχεται ως δώρο του Θεού, ώστε να παρηγορήσει τον άνθρωπο στην ασθενή πνευματικά και σωματικά κατάστασή του. Ο ίδιος ο Χριστός ήρθε στον κόσμο ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων των ανθρώπων. Η φανέρωση της βασιλείας του Θεού σηματοδοτείται και με θεραπείες αρρώστων. Αλλά και οι ποικίλες θεραπείες που πραγματοποιούν οι άγιοι στον κόσμο, αναγνωρίζονται ως συνέπειες ιδιαίτερης χάριτος του Θεού. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στις θεραπείες αυτές συμπεριλαμβάνονται η συμπλήρωση σωματικού οργάνου, όπως στην περίπτωση της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού, από τον Κύριο , αλλά και η μεταμόσχευση σωματικού μέλους, όπως στην περίπτωση της μεταμοσχεύσεως κνήμης από πτώμα σε ασθενή, που πραγματοποίησαν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός.
Τέλος, η σωματική ασθένεια παραβάλλεται συχνά προς την ψυχική ασθένεια, και η θεραπεία από τη σωματική ασθένεια προβάλλεται ως τύπος για την ψυχική αγωγή και θεραπεία του ανθρώπου. Όπως η σωματική ασθένεια επιβάλλει την αποφυγή των βλαβερών τροφών, έτσι και η ασθένεια της ψυχής επιβάλλει την τήρηση των εντολών του Θεού.
Ο Χριστιανός δεν έχει κανένα λόγο να αποφεύγει την ιατρική ή να μην αναζητεί τους πιο εμπείρους γιατρούς . Είτε όμως καταφεύγει στη βοήθεια των ιατρών, είτε παραιτείται από αυτούς, πρέπει να προσβλέπει στον Θεό και την ωφέλεια της ψυχής του: “Είτε ουν εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε” . Ο πιστός λοιπόν καταφεύγει στους ιατρούς και την ιατρική επιστήμη, όποτε χρειάζεται, χωρίς όμως να εναποθέτει εκεί όλες τις προσδοκίες του . Ο Θεός φροντίζει για τον άνθρωπο και δεν τον αφήνει να δοκιμασθεί πέρα από τις δυνάμεις του .
Η ιατρική φροντίζει για την αποκατάσταση ή τη βελτίωση της υγείας του ανθρώπου. Φροντίζοντας όμως γι’ αυτά, φροντίζει και για την παράταση της ζωής του. Η θεολογία δεν εμποδίζει την ιατρική στην προσπάθειά της, αλλά και δεν αγνοεί τη σχετικότητά της. Παράλληλα όμως προβάλλει ορισμένες προϋποθέσεις για την ορθή ανάπτυξη και άσκησή της. Και οι προϋποθέσεις αυτές μπορούν να συνοψισθούν σε δύο: α) στο σεβασμό του προσώπου και β) στην ωφέλεια του πλησίον.
Το πρόσωπο, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, έχει υπέρτατη αξία. Η αλήθεια του προσώπου βρίσκεται πρωτίστως στον Θεό. Αλλά και ο “κατ’ εικόνα Θεού” δημιουργημένος άνθρωπος, είναι δυνάμει πρόσωπο και καλείται να ολοκληρωθεί κατά το πρότυπο του αρχετύπου του. Εξάλλου η ωφέλεια του πλησίον είναι το ασφαλέστερο κριτήριο, γιατί εκφράζει ανιδιοτελή αγάπη. Έτσι στις δύο αυτές προϋποθέσεις αποτυπώνονται ουσιαστικά η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, οπότε συνοψίζεται, ολόκληρη η χριστιανική ηθική. Ο σεβασμός του προσώπου δεν μπορεί να συγκρούεται με την ωφέλεια του πλησίον. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ή το πρόσωπο δεν θεωρείται σωστά, ή η ωφέλεια του πλησίον παρερμηνεύεται.
Όταν τηρείται η αρχή του σεβασμού του προσώπου και της ωφέλειας του πλησίον, μπορούν να γίνονται τα πάντα. Έτσι δικαιούται ο άνθρωπος να προσδιορίζει ακόμα και το τέλος της ζωής του με την αυτοθυσία. Αυτή, μολονότι μπορεί τυπικά να μοιάζει με την αυτοκτονία, ουσιαστικά βρίσκεται στον αντίποδά της. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, πρόκειται για εκούσιο τερματισμό της ζωής. Στην πραγματικότητα όμως, η διαφορά ανάμεσα στην αυτοθυσία και την αυτοκτονία, είναι τεράστια. Κριτήρια για την διάκρισή τους, είναι τα κίνητρα που οδηγούν στον τερματισμό της ζωής. Όταν αυτά είναι ανιδιοτελή, έχουμε αυτοθυσία. Όταν είναι ιδιοτελή, έχουμε αυτοκτονία. Στην πρώτη περίπτωση ο άνθρωπος ενεργεί με υπερβολή αγάπης και πληρότητα προσωπικής ζωής. Στη δεύτερη περίπτωση παρατηρείται έλλειψη αγάπης και στειρότητα προσκοπικής ζωής. Κατά την αυτοθυσία ο άνθρωπος νικά τον θάνατο με την αγάπη. Κατά την αυτοκτονία βυθίζεται στον θάνατο, γιατί αδυνατεί να αγαπήσει.
Η αυτοθυσία κατέχει περίοπτη θέση στην Εκκλησία. Ο ίδιος ο Χριστός προβάλλει την αυτοθυσία ως αποκορύφωση της αγάπης: “Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού” . Βέβαια και η αυτοθυσία δεν νοείται ως αυθαίρετη πράξη, αλλά ως ανταπόκριση σε κάποια πρόκληση, που συνδέεται με το θέλημα του Θεού. Με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορούν να εξετάζονται οι παρεμβάσεις για την καθυστέρηση ή την επίσπευση της στιγμής του θανάτου.
Εδώ όμως προβάλλει το ερώτημα: Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τον άνθρωπο η ιατρική, δείχνει σεβασμό προς το πρόσωπό του; Και οι θεραπείες ή οι άλλες δυνατότητες που προσφέρει στον άνθρωπο, μπορούν να συμπορεύονται με την ανεπανάληπτη προσωπική τους αξία ή έστω να μην την φαλκιδεύουν;
Η ιατρική, όπως και κάθε επιστήμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υπηρετήσει τον άνθρωπο και το θέλημα του Θεού. Μπορεί όμως και να χρησιμοποιηθεί, για να βλάψει τον άνθρωπο ή να πολεμήσει το θέλημα του Θεού γι’ αυτόν. Αυτά εξαρτώνται κυρίως από τον άνθρωπο και από τη διάθεση με την οποία χρησιμοποιεί την επιστήμη. Είναι άραγε δυνατό να υπάρξει εδώ από χριστιανική πλευρά κάποιος κανόνας, για να τηρηθεί;
Όταν οι Φαρισαίοι και οι Ηρωδιανοί θέλησαν να παγιδεύσουν τον Χριστό με το θέμα της καταβολής του φόρου στον Καίσαρα, ο Χριστός απήντησε: “Απόδοτε τα Καίσαρος Καισαρι, και τα του Θεού τω Θεώ” .
Η Εκκλησία του Χριστού, όπως και ο ίδιος ο Χριστός, δεν αρνείται δικαιώματα στην ανθρώπινη εξουσία. Αλλά και ο εξουσιαζόμενος, πρέπει να γνωρίζει πώς θα τοποθετηθεί απέναντι στην εξουσία. Η ιατρική επιστήμη δίνει στον άνθρωπο κάποια εξουσία. Και η εξουσία αυτή αποδεικνύεται συχνά που στην πράξη αποδεικνύεται σημαντικότερη και αποφασιστικότερη από την εξουσία του Καίσαρα για πολλούς ανθρώπους. Πώς λοιπόν πρέπει να χρησιμοποιείται η εξουσία αυτή; Πώς να την ασκήσει ο γιατρός, και πώς να την αντιμετωπίσει ο ασθενής ή γενικότερα ο άνθρωπος, ως δέκτης των υπηρεσιών, που μπορεί να του προσφέρει;
Συχνά, μεταφέρεται όλη η ευθύνη στους γιατρούς και την ιατρική, και λησμονούνται οι διαθέσεις ή και οι απαιτήσεις που εκφράζονται από τον κόσμο. Αποδίδονται όλες οι ευθύνες σε επώνυμα ή ανώνυμα άτομα που ασκούν το επάγγελμά τους ή ικανοποιούν τα συμφέροντά τους, και αμνηστεύονται αυτοί που επιβάλλουν την δραστηριοποίησή τους, ως αποδέκτες ή καταναλωτές των προσφορών τους.
Όπως στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας υπάρχουν “οι δοκούντες άρχειν των εθνών” , αυτοί δηλαδή που χρησιμοποιούν την εξουσία τους χωρίς συναίσθηση περιορισμών και χωρίς αναφορά στον ένα Κύριο, έτσι και στο επίπεδο της ιατρικής εξουσίας, υπάρχουν “οι δοκούντες ιατρέυειν τους ανθρώπους”, αυτοί δηλαδή που χρησιμοποιούν την ιατρική τους, χωρίς συναίσθηση περιορισμών και χωρίς αναφορά στον ένα Κύριο και δημιουργό αυτών που ιατρεύουν, αλλά και των ιδίων.
Κατά την άσκηση λοιπόν της ιατρικής επιστήμης, όπως και κατά την εξυπηρέτηση του ανθρώπου από αυτήν, πρέπει να τίθεται το ερώτημα, αν και κατά πόσο προσφέρονται ή προσλαμβάνονται “τα της ιατρικής” από την ιατρική, ή “τα του Θεού” από αυτήν. Αυτό μάλιστα ισχύει ιδιαίτερα στην εποχή μας. Όσο η χριστιανική πίστη προσδιόριζε την προσωπική και την κοινωνική ζωή των ανθρώπων, υπήρχε κάποιο πλαίσιο ασκήσεως και της ιατρικής. Με την διάδοση όμως της εκκοσμικεύσεως, τα πράγματα άλλαξαν. Αμφισβητήθηκαν όλοι οι θρησκευτικοί και ηθικοί φραγμοί και θεοποιήθηκαν η ανθρώπινη κρίση και η έρευνα. Παράλληλα επικράτησε στην ιατρική η μηχανιστική ανθρωπολογία, που δημιουργεί και τη σοβαρότερη προβληματική στη θεολογία. Έτσι, εκτός από τον άνθρωπο και τη διάθεσή του κατά τη χρήση της ιατρικής, εμφανίζεται ως πρόβλημα και η ίδια η ιατρική, με τη μηχανιστική θεώρηση του ανθρώπου.
(“Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις”, εκδ. Κλάδου Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2001, σ. 251-261)
Κ.Τούντα, Μεταμοσχεύσεις οργάνων, Επιστήμη και ζωή, τομ. 12, σ.49.
Βλ. M. Andronikof, Transplantation d’ organes et ‘ethique chretienne, Paris 1993, σ.97.
“Ζωή γουν και θάνατος, ταύθ’άπερ λέγεται, πλείστον αλλήλων διαφέρειν δοκούντα, εις άλληλα περιχωρεί πως και αντικαθίσταται”, Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 18,42, PG 35,1041Α.
Λόγος 5, εκδ. Ι. Σπετσιέρη, σ. 24.
Σχετικά παραδείγματα βλέπε στον Ευεργετινό, τομ. 3, Υπόθεσις ιδ΄και ιε΄, εκδ. Ματθαίου Λαγγή, Αθήναι 1985, σ. 178 κ.ε.
Βλ. Ευεργετινός, τομ. 3, Υπόθεσις ιδ΄, β, του αγίου Εφραίμ, σ. 189.
Βλ. Ιω.9,1-7.
Βλ. Ιω.Χρυσοστόμου, Προς Ολυμπιάδα 17, PG 52, 590.
Α΄Κορ. 10, 31.
“Και σπουδαστέον ούτω κεχρήσθαι τη τέχνη, είποτε δέοι, ως μη εν αυτή πάσαν αιτίαν του υγιαίνειν ή νοσείν τίθεσθαι, αλλ’ ως εις δόξαν Θεού και τύπον της των ψυχών επιμελείας την χρήσιν των απ’ αυτής παραλαμβάνειν”, Μ.Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος, 55, 2, PG 31,1045B.
Πρβλ. Α΄Κορ. 10, 13.
Ιω. 15, 13.
Ματθ. 22, 21.
Μαρκ. 10, 42.
Η/Υ ΠΗΓΗ:
πΕΜΠΤΟΥΣΊΑ.GR, 4 Ιουνίου 2013
Γ. Πνευματική προσέγγιση στη δυνατότητα προσφοράς οργάνων.
Ειδικότερα, για την αντιμετώπιση των δυνατοτήτων, που προσφέρει η σύγχρονή ιατρική με τις μεταμοσχεύσεις, σημειώνουμε τα ακόλουθα. Ο Χριστιανός μπορεί να προχωρήσει στην προσφορά ιστού ή οργάνου για μεταμόσχευση με πνεύμα αυτοθυσίας. Η προσφορά αυτή έχει βέβαια και την κλιμάκωσή της. Αρχίζει από την αιμοδοσία, προχωρεί στην προσφορά ενός από τα διπλά όργανα, πράγμα που δεν προϋποθέτει τον θάνατο του δότη, και καταλήγει στην προσφορά κάποιου κεντρικού οργάνου, που προϋποθέτει τον θάνατο του δότη. Από πολλούς όμως εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις ή και κατηγορηματικές αντιρρήσεις για το δικαίωμα του ανθρώπου να προβεί σε τέτοιες προσφορές. Και οι αντιρρήσεις αυτές κορυφώνονται, όπως είναι φυτικό, όταν πρόκειται για προσφορά κάποιου οργάνου του σώματός του, όπως είναι η καρδιά που προϋποθέτει και τον θάνατο του δότη.
Η αρνητική επιχειρηματολογία για τις μεταμοσχεύσεις, θεμελιώνεται πρωτίστους στην ιερότητα του ανθρώπινου σώματος και στην πνευματική διάσταση που έχουν τα βασικά όργανά του κατά τη βιβλική και την πατερική παράδοση. Η καρδιά, το αίμα, το ήπαρ, οι νεφροί συνδέονται ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη με την πνευματική ζωή του πιστού . Επιπλέον η αρνητική επιχειρηματολογία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος οφείλει το σώμα του στον Θεό και δεν μπορεί να το δωρίζει, ή ότι οφείλει τη ζωή του στον Θεό και δεν μπορεί να την αφαιρεί από τον εαυτό του. Το σώμα του Χριστιανού χαρακτηρίζεται ως ναός του Θεού ή ως μέλος του Χριστού, άλλωστε ολόκληρος ο Χριστιανός γνωρίζει ότι δεν ανήκει στον εαυτό του, αλλά “ηγοράσθη τιμής” . Επομένως δεν μπορεί να διαχειρίζεται κατά βούληση τον εαυτό του ή το σώμα του. Μπορεί όμως και οφείλει, να ενεργεί κατά τη βούληση του Χριστού, που εκφράζεται με τις εντολές του. Οι εντολές του Χριστού διατυπώνουν τις “προδιαγραφές” για την κατά φύση λειτουργία του ανθρώπου. Η εντολή του Θεού προσφέρεται στον
άνθρωπο ως “αιώνια ζωή” . Και ό,τι γίνεται σύμφωνα με την εντολή αυτή, γίνεται στην προοπτική της ζωής, έστω και αν περνά μέσα από τον θάνατο. Ο Χριστός θυσιάστηκε για τον κόσμο. Τρέφει τους πιστούς με το σώμα και το αίμα του. Δεν έχει σκοπό να παρατείνει τη ζωή τους, αλλά να την ανακαινίσει και να την αφθαρτίσει. Και παράταση όμως ζωής δίνει με τα θαύματα. Με αυτά ο Χριστός “συγκαταβαίνει” στην ανθρώπινη αδυναμία. Σκοπός του όμως δεν είναι τα θαύματα, αλλά η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία: “ίνα δε είδήτε, ότι εξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου αφιέναι επί της γης αμαρτίας, λέγει τω παραλυτικώ: σοι λέγω, έγειρε και άρον τον κράβαττόν σου και ύπαγε εις τον οίκον σου” .
Οι θαυματουργικές θεραπείες ή οι νεκραναστάσεις, που πραγματοποιεί ο Χριστός, είναι ταυτόχρονα και “σημεία” της παρουσίας της βασιλείας του. Αν ο άνθρωπος δεν οδηγηθεί σε αυτήν, τότε το “σημείο” χάνει το νόημά του. Και η Εκκλησία λοιπόν καλείται να δραστηριοποιείται στο επίπεδο αυτό, παρουσιάζοντας “σημεία” της αγάπης της, χωρίς όμως να λησμονεί τον κύριο σκοπό της. Σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι η προσωρινή απαλλαγή του ανθρώπου από τον βιολογικό θάνατο, αλλά η οριστική απαλλαγή του από τον φόβο του θανάτου και τον ίδιο τον θάνατο. Για την Εκκλησία “του απαλλάξαι του θανάτου, το πείσαι θανάτου καταφρονείν πολλώ μείζον” .
Οποιαδήποτε προσφορά σωματικού ιστού ή οργάνου, ως αυτοπροσφορά ανιδιοτελούς αγάπης, είναι ιερή πράξη. Αντίστοιχα και η λήψη ιστού ή οργάνου, ως εκούσια αποδοχή προσφερόμενης αγάπης, έχει ιερό χαρακτήρα. Η όλη διαδικασία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ιερουργία αγάπης. Άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός με το αίμα του ζωογονεί τους ανθρώπους . Αυτά όμως σημαίνουν ότι οι διαδικασίες αυτές χρειάζονται και ανάλογους χειρισμούς. Και η απλή μετάγγιση αίματος δεν κινείται έξω από τα όρια αυτά. Πρέπει να θεωρηθεί απαραίτητη και κάποια αγιαστική πράξη της Εκκλησίας για τις περιπτώσεις αυτές. Όταν ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι οι Γαλάτες θα ήταν έτοιμοι να του προσφέρουν και τα μάτια τους ακόμα, αν ήταν δυνατό, δεν κάνει κάποιο σχήμα λόγου, αλλά περιγράφει την προθυμία τους για αυτοθυσία . Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Αββάς Αγάθων, όταν λέει ότι θα ήταν ευτυχής, αν μπορούσε να δώσει το σώμα του σε κάποιον λεπρό και να πάρει το δικό του, εκφράζει την πλησμονή της αγάπης του, που πρακτικοί λόγοι δεν επέτρεπαν να υλοποιήσει. Εκφράζει το επίπεδο εκείνο της αγάπης, όπου ο πιστός βλέπει στον πλησίον τον αληθινό εαυτό του.
Αν μια τέτοια αγάπη διευκολύνεται σήμερα με την παρέμβαση της ιατρικής, όχι μόνο δεν μπορεί να κατακριθεί, άλλα είναι επόμενο και να επαινεθεί, Ποιός δεν θα επαινέσει κάποια μητέρα, που δίνει το μάτι ή το νεφρό της, για να δει ή να ζήσει το παιδί της; Και τί θα μπορούσε να πει κάποιος, αν αυτή η μητέρα προσφερόταν να δώσει το ήπαρ ή την καρδιά της, για να ζήσει το παιδί της; Βέβαια δεν θα βρισκόταν μάλλον γιατρός, για να πραγματοποιήσει την μεταμόσχευση αυτή. Ποιός όμως θα μπορούσε να αρνηθεί το μεγαλείο της προσφοράς αυτής; Αν πάλι η αυτεξούσια αυτή προσφορά ήταν δυνατό να γίνει σε μια έσχατη κατάσταση ζωής, όπως π.χ. σε περίπτωση εγκεφαλικού θανάτου, δεν θα μπορούσε να επικροτηθεί; Το κίνητρο της προσφοράς δεν θα ήταν κάποια διάθεση αυτοκτονίας ή ευθανασίας, αλλά η ανιδιοτελής αγάπη και η αυτοθυσία.
Αυτοί όμως που απορρίπτουν τις μεταμοσχεύσεις, ερωτούν: Έχει ο άνθρωπος το δικαίωμα αυτό; Μπορεί να προσφέρει ιστούς ή όργανα του σώματός του που έλαβε από τον Θεό; Τί σημαίνει αυτό για τη μετα-θανάτια ακεραιότητά του;
Ό,τι έχει ο άνθρωπος, το έλαβε από τον Θεό. Και ό,τι έλαβε από τον Θεό, οφείλει να το καταξιώσει στον υψηλότερο δυνατό βαθμό. Η καταξίωση πάλι αυτή είναι δυνατή μόνο με την τήρηση των εντολών του Θεού που συνοψίζονται στην αγάπη. Και όταν ο άνθρωπος κινείται στην προοπτική αυτή της αγάπης, τότε δεν θεωρεί τη ζωή του “τιμίαν εαυτώ” , αλλά είναι έτοιμος να την προσφέρει για το θέλημα του Θεού. Ιδιαίτερα εκφραστική μέσα στην προοπτική αυτή είναι η φράση του Γέροντα Παϊσίου: “Αυτό που λέει η καρδιά μου είναι να πάρω ένα μαχαίρι, να την κόψω κομματάκια, να την μοιράσω, και ύστερα να πεθάνω” .
Ο άνθρωπος δεν είναι το σώμα ή η ψυχή του, ή η άναμιξή τους ή το άθροισμά τους, αλλά κάτι που ξεπερνά όλα αυτά και τα συνέχει, χωρίς να συνέχεται με κανένα τρόπο από αυτά και χωρίς να προσδιορίζεται με τίποτε από αυτά . Ως δημιούργημα “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” Θεού ο άνθρωπος κατανοείται πάντοτε εικονιστικά, αλλά και καταξιώνεται εικονιστικά . Και η εικονιστική κατανόηση και καταξίωσή του αφορά ταυτόχρονα ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως και τον κάθε άνθρωπο και τις επιμέρους ενέργειες του. Άλλωστε η Ορθοδοξία είναι η αλήθεια των εικόνων. Είναι η ορθή θεώρηση, η ορθή προσέγγιση, η ορθή εκτίμησή τους . Μέσα στο πλαίσιο της καθολικής αναφοράς προς τον Θεό βρίσκει ο άνθρωπος ως μέλος της ανθρώπινης κοινωνίας και ως φορέας προσωπικών χαρισμάτων την πληρότητα της υπάρξεώς του. Πέρα από κάθε διχοτομική διάκριση ύλης και πνεύματος, σώματος και ψυχής, ατόμου και κοινωνίας οι λογικοί άνθρωποι, ως εικόνες του Λόγου του Θεού, τηρώντας την εντολή της αγάπης μένουν στον Θεό που είναι αγάπη και συναποτελούν το ένα σώμα της Εκκλησίας του Χριστού ως “μέλη εκ μέρους” .
Μέσα στη δυναμική και πολυδιάστατη αυτή ανθρωπολογία, κάθε σταγόνα αίματος, που προσφέρεται από αγάπη προς τον πλησίον, αποτελεί καθολική προσφορά του όλου ανθρώπου, αλλά και κάθε σχο-λαστική αναζήτηση για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη μεταθανάτια ακεραιότητα της υπάρξεώς του η προσφορά κάποιου σωματικού ιστού ή οργάνου χάνει το νόημά της. Ταυτόχρονα όμως γίνεται φανερό, πόσο ασυμβίβαστη προς την ανθρωπολογία αυτή είναι η μηχανιστική θεώρηση του ανθρώπου και η αντιμετώπιση των ιστών και των οργάνων του ως ανταλλακτικών μέσων. Όλα αυτά δεν αποτελούν απλά υλικά ή εξαρτήματα κάποιας απρόσωπης μηχανής, αλλά μέλη και συστατικά στοιχεία της ενιαίας και αδιαίρετης προσωπικής υπάρξεως.
(“Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις”, εκδ. Κλάδου Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2001, σ. 261-268)
Βλ.π.χ. Λευϊτ. 17,14, Γεν. 49,6. Ψαλ. 72,21, Ιερ. 17,10.
Α΄Κορ. 6,20.
Ιω.12, 49-50.
Μαρ. 2, 10-11.
Ιω. Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις Ματθαίον 34, PG 57, 375-6.
“Ώσπερ πελεκάν τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε, σους θανόνυας παίδας εζώωσας, επιστάζων ζωτικούς αυτοίς κρουνούς”, Εγκώμια, στάσις β΄.
Γαλ. 4,15.
“Ει δυνατόν ην μοι ευρείν κελεφόν και δούναι αυτώ το εμόν σώμα, και λαβείν το αυτού, ηδέως είχον? αύτη γαρ εστιν η τελεία αγάπη”, Αποφθέγματα αγίων Γερόντων( Περί αββά Αγάθωνος 26), PG 65, 116C.
Βλ. Πραξ. 20, 24.
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄, Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1998, σ. 23.
Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Περί αποριών, PG. 91, 1225D.
Βλ. Π. Νέλλα, Ζώον θεούμενον, Αθήνα 1979, σ.285. Πρεσβ. Ν. Λουδοβίκου, “Μεταφυσική ή εσχατολογία του σώματος”, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, νέα σειρά, Τμήμα Θεολογίας, τομ. 1, Θεσσαλονίκη 1990,σ. 124.
Γ. Μαντζαρίδη, Η εμπειρική θεολογία στην οικολογία και την πολιτική, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 20, όπου και περισσότερα.
Α΄Κορ. 12, 27. Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος παραθέτοντας το χωρίο “οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ ο δε καθ’εις αλλήλων μέλη” (Ρωμ. 12,5) σημειώνει: “Ιδού το θεολογικόν θεμέλιο των μεταμοσχεύσεων, το οποίο βέβαια παραπέμπει στην εσχατολογική πανενότητα εν Χριστώ, η οποία αρχίζει ήδη από την ζωή αυτή”.Ό.π., σ. 134.