Η διατροφική αξία της σόγιας – του καθηγητού Ιωάννη Πολίτη.

Ο καρπός της σόγιας χρησιμοποιείται στη διατροφή των λαών της Άπω Ανατολής, για περισσότερο από 5.000 χρόνια. Ο διατροφικός πλούτος της κυριότερης μορφής σόγιας, που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη από τη βιομηχανία τροφίμων, είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακός:
• Η σόγια περιέχει σε υψηλή περιεκτικότητα πρωτεΐνες υψηλής διατροφικής αξίας (5 φορές περισσότερες από το γάλα).
• Περαιτέρω το 86% των λιπών είναι ακόρεστα (ελαικό οξύ) ή πολυακόρεστα.
• Η σόγια είναι εξαιρετική πηγή ω6 λιπαρών των οποίων οι ευεργετικές επιδράσεις στον οργανισμό έχουν θεμελιωθεί με δεκάδες ειδικές μελέτες.
• Η σόγια έχει τη μοναδικότητα, ως τρόφιμο φυτικής προέλευσης, να είναι μια εξαιρετική πηγή ασβεστίου, σιδήρου και άλλων πολύτιμων ανόργανων στοιχείων και βιταμινών.
• Ένα άλλο μεγάλο διατροφικό πλεονέκτημα της σόγιας είναι ότι, σε αντίθεση με άλλα τρόφιμα φυτικής προέλευσης, έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες.

Τα οφέλη

Μειώνει την LDL “κακή” χοληστερόλη- προστατεύει από καρδιοπάθειες- καταπολεμά την παχυσαρκία

Η κατανάλωση 1-2 μερίδων των τροφίμων σόγιας καθημερινά, μειώνει σημαντικά τη χοληστερόλη, σύμφωνα με πρόσφατη μετα-ανάλυση 43 κλινικών μελετών, υψηλής ποιότητας με πάνω από 3.000 συμμετέχοντες.

Τα συμπεράσματα από αυτήν την ανάλυση υψηλής ποιότητας επιβεβαιώνουν τους διατροφικούς ισχυρισμούς που έχουν ήδη εγκριθεί στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ, για τη μείωση χοληστερόλης αλλά και τον εν γένει ευεργετικό ρόλο στην καρδιά, που ασκούν οι πρωτεΐνες σόγιας.
Η ανάλυση, από την ομάδα του καθηγητή Anderson, στο Πανεπιστήμιο του Kentucky των ΗΠΑ, επιβεβαίωσε ότι η κατανάλωση τουλάχιστον 15 γραμμαρίων την ημέρα πρωτεϊνών σόγιας (που περιέχονται σε 1-2 μερίδες τροφίμων σόγιας ), για μία περίοδο 8 εβδομάδων, μειώνει τη χαμηλής πυκνότητας χοληστερόλη (LDL) («κακή» χοληστερόλη) κατά 4.2% ως 5.2%.
Τέτοιες μειώσεις χοληστερόλης LDL υπολογίστηκαν ότι βοηθούν να μειωθεί ο κίνδυνος ενός ατόμου να εμφανίσει στεφανιαία καρδιακή πάθηση κατά 10%.
Μερικές μελέτες μέσα στη μετα-ανάλυση έδειξαν επίσης, πέραν της μείωσης στην κακή χοληστερόλη, επιπρόσθετες ευεργετικές ιδιότητες όπως: βελτιώσεις στα επίπεδα της καλής χοληστερόλης «HDL» και μειώσεις των τριγλυκεριδίων- ένας άλλος τύπος λίπους που συνδέθηκε με τις καρδιακές παθήσεις σε υπερβολικά επίπεδα.
Παρά την τεράστια διαφορά στην ποσότητα πρωτεΐνης σόγιας, που χρησιμοποιήθηκε μεταξύ των 43 μελετών (15-50gr), η μείωση χοληστερόλης ήταν παρόμοια ανεξάρτητα από την ποσότητα πρωτεΐνης σόγιας που καταναλώθηκε.
Επιπλέον, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όλες οι πηγές πρωτεΐνης σόγιας, ήταν αποτελεσματικές στη μείωση της χοληστερόλης –(π.χ.ολόκληροι καρποί σόγιας και γάλα σόγιας).

Τα συμπεράσματα της μελέτης του καθ. Anderson προσομοιάζουν με εκείνα της μετα-ανάλυσης του 2010, από την ομάδα του διακεκριμένου ερευνητή Dr. Jenkins από το Τορόντο του Καναδά.

Η μελέτη αυτή έδειξε μια μείωση της κακής χοληστερόλης κατά 4.2% από τη δράση της πρωτεΐνης σόγιας, αλλά και επιπρόσθετη μείωση της κακής χοληστερόλης κατά 3.6-6% μιας και τα τρόφιμα σόγιας που δεν περιέχουν κεκορεσμένα λιπαρά αντικαθιστούν άλλα τρόφιμα στο διαιτολόγιο, με υψηλή περιεκτικότητα σε κεκορεσμένα λιπαρά.
Οι ανωτέρω μελέτες επιβεβαιώνουν την ορθότητα της απόφασης του Αμερικανικού Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), ο οποίος επιτρέπει την αναγραφή του διατροφικού ισχυρισμού (claim) σε προϊόντα που περιέχουν σόγια, ότι η κατανάλωση 25 gr πρωτεϊνών σόγιας ανά ημέρα, μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης καρδιακών παθήσεων.

Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε αρκετά ερευνητικά ιδρύματα, περιλαμβανομένου και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «ρίχνουν φως» στον τρόπο που η σόγια δρα στον ανθρώπινο οργανισμό και τροποποιεί τον μεταβολισμό των λιπών.

Από αυτές τις μελέτες, προκύπτει ότι η κατανάλωση πρωτεϊνών σόγιας μειώνει κατά 40-50% τα επίπεδα της ινσουλίνης, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές σε επίμυες που καταναλώνουν ζωικές πρωτεΐνες (καζεΐνη). Η μείωση της ινσουλίνης που συνδέεται με την κατανάλωση πρωτεϊνών σόγιας, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της έκφρασης του μεταγραφικού παράγοντα SREBP-1 στο ήπαρ, ο οποίος παίζει καθοριστικό ρόλο στη σύνθεση των λιπαρών οξέων και των τριγλυκεριδίων.
Οι πρωτεΐνες της σόγιας αυξάνουν επίσης την ενεργότητα του μεταγραφικού παράγοντα PPARα στο ήπαρ, ο οποίος ευνοεί την οξείδωση των λιπαρών οξέων, αποτρέποντας τη συσσώρευση των λιπαρών οξέων και των τριγλυκεριδίων στο ήπαρ και συνεπώς, την εμφάνιση του φαινομένου της λιποτοξικότητας (liver lipotoxicity).
Στο επίπεδο του λιπώδους ιστού, η κατανάλωση πρωτεϊνών σόγιας, μειώνει την έκφραση του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου (PAI-1), μιας πρωτεΐνης που συνδέεται με την εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου-παχυσαρκίας.

Συμπερασματικά, η κατανάλωση πρωτεϊνών σόγιας επιδρά θετικά στο μεταβολισμό των λιπών.

Ανακουφίζει στην εμμηνόπαυση

Τα οφέλη της σόγιας δεν τελειώνουν εδώ. Για τις μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες, οποιαδήποτε οιστρογόνος επίδραση (όπως αυτή της σόγιας), ακόμα και αδύνατη, μπορεί να είναι χρήσιμη για τη μείωση και των βραχυπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της εμμηνόπαυσης. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι η χορήγηση 40g πρόσθετης πρωτεΐνης σόγιας ημερησίως, βελτιώνει την οστική περιεκτικότητα σε ανόργανα στοιχεία σε μερικούς σπονδύλους, ενώ επίσης μειώνει τη δριμύτητα των εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων, όπως οι εξάψεις. Από τις μελέτες προκύπτει επίσης, ότι η σόγια φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική όταν τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης είναι πιο ήπια.

Ασπίδα κατά της οστεοπόρωσης

Είναι γνωστό πώς η οστεοπόρωση σχετίζεται με την αυξημένη απομάκρυνση ασβεστίου από τα οστά, καθώς και με την αυξημένη απέκκριση ασβεστίου από τα ούρα. Έτσι για παράδειγμα η μεγάλη κατανάλωση ασβεστίου από τα ούρα, συντείνει εν μέρη στο φαινόμενο της οστεοπόρωσης. Επίσης είναι γνωστό πως μετά την εμμηνόπαυση, έχουμε αυξημένα περιστατικά οστεοπόρωσης, επειδή παύουν να εκκρίνονται τα οιστρογόνα που συγκρατούν το ασβέστιο στα οστά. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει πως η σόγια έχει δράση προστατευτική, όσον αφορά στο φαινόμενο της οστεοπόρωσης. Συγκεκριμένα έχει αποδειχθεί πως η απέκκριση ασβεστίου, όταν καταναλώνουμε κρέας ή ψάρι, είναι 150 mg/ημέρα, ενώ όταν καταναλώνεται ίση ποσότητα πρωτεΐνης που προέρχεται όμως αποκλειστικά από την σόγια, η απέκκριση είναι μόνο 103 mg/ημέρα. Το γεγονός αυτό φανερώνει πως αντίθετα με την πρωτεΐνη ζωικής προέλευσης, η σόγια αν και ισότιμη όσον αφορά την βιολογική της αξία, δεν έχει αρνητικές επιδράσεις στην απομάκρυνση του ασβεστίου, διατηρώντας έτσι περισσότερο σταθερά τα επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα.

Για να καλύψει ο οργανισμός την απότομη μείωση του ασβεστίου στο αίμα, που συμβαίνει με την κατανάλωση πρωτεΐνη ζωικής προέλευσης, χρησιμοποιεί το ασβέστιο από τις «αποθήκες» του, που είναι τα οστά. Σταδιακά το φαινόμενο αυτό οδηγεί σε οστεοπόρωση. Η πρόσληψη της σόγιας λοιπόν, με την μείωση της έκτασης αυτού του μηχανισμού, συμβάλλει στην μειωμένη απομάκρυνση ασβεστίου από τα οστά. Η γενιστείνη, ένα ισοφλαβονοειδές με δράση όμοια με αυτή των οιστρογόνων που έχει ήδη αναφερθεί και πιο πάνω, μειώνει τον βαθμό απομάκρυνσης του ασβεστίου από τα οστά.

Γνωρίζουμε πως η οστεοπόρωση είναι ιδιαίτερα έντονη μετά την εμμηνόπαυση στις γυναίκες, και αυτό, γιατί διακόπτεται η παραγωγή των οιστρογόνων. Η σόγια λοιπόν, μειώνοντας την δράση του ενζύμου κινάση της τυροσίνης, που βρίσκεται στους οστεοκλάστες, συμβάλλει με αυτό τον τρόπο στην απομάκρυνση του ασβεστίου, αντικαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο την δράση των οιστρογόνων.

Bοηθά τα «καλά» βακτήρια

Tο μίζο (παράγωγο της σόγιας), όπως και το γιαούρτι, θεωρείται καλή προβιοτική τροφή. Όπως είναι αναμενόμενο, τα περισσότερα οφέλη από τα προβιοτικά σχετίζονται με την πρόληψη και την αντιμετώπιση διαταραχών του γαστρεντερικού συστήματος.

Τα προ-βιοτικά λοιπόν:
• Βελτιώνουν την ανοχή στη λακτόζη των γαλακτοκομικών, καθώς φαίνεται ότι βοηθούν στη διάσπαση της λακτόζης και μειώνουν την ένταση των συμπτωμάτων (π.χ. του μετεωρισμού).
• Φαίνεται ότι μπορούν να προστατέψουν από την καρκινογένεση και κυρίως από την εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου.
• Μειώνουν τη φλεγμονή, συνεπώς είναι ωφέλιμα σε περιπτώσεις φλεγμονωδών νόσων του εντέρου (όπως είναι η νόσος του Crohn).
• Ενδείκνυνται σε περίπτωση χρήσης αντιβιοτικών. Κατά την περίοδο αυτή η πρόσληψη ωφέλιμων μικροοργανισμών μπορεί να αποτρέψει τον αποικισμό από παθογόνα μικρόβια ανθεκτικά στο εκάστοτε αντιβιοτικό, ενώ επιπλέον βοηθούν στην επανεγκατάσταση της μικροβιακής χλωρίδας, μετά τη λήψη των αντιβιοτικών.
• Βοηθούν στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου, γνωστού και ως «σπαστική κολίτιδα». Τα προβιοτικά είναι από τα βασικότερα συστατικά της διατροφής μας, για τη διατήρηση της καλής υγείας του εντέρου και μπορούν να αποτελέσουν έναν πολύτιμο σύμμαχο υγείας, όχι μόνο για άτομα που εμφανίζουν γαστρεντερικές διαταραχές αλλά και για υγιείς ανθρώπους, που επιθυμούν να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την άμυνα της περιοχής, με σκοπό την πιο αποτελεσματική πρόληψη μελλοντικών προβλημάτων.

Ο Ιωάννης Πολίτης είναι καθηγητής Φυσιολογίας Θρέψεως στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η/Υ ΠΗΓΗ
Web Only, ΤΑ Νεαonline, υγεία δράση+ζωή: 25-02-2013.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.