Τη αυτή ημέρα, μνήμη της μακαρίας Ματρώνης της εν Μόσχα.
Η μακαρία Ματρώνα η τυφλή, γεννήθηκε το 1881 στους κόλπους μιας πτωχής οικογενείας, στο χωριό Σεμπίνο Επιφάνσκαγια (σημερινό Κιμόφσκι) στην περιοχή της Τούλα, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το πεδίο της περίφημης μάχης του Κουλίκοβο. Εκ γενετής τυφλή, με οφθαλμούς που δεν είχαν κόρη, υπέμεινε με ταπείνωση και καρτερία την αναπηρία αυτή. Σε ανταμοιβή ο Κύριος την κατέστησε σκεύος εκλογής της χάριτος. Την ώρα της βάπτισής της, ο ιερέας είδε να εμφανίζεται πάνω από το βρέφος μία ελαφριά νεφέλη που ανέδιδε γλυκιά ευωδία, σημείο της εύνοιας του Θεού. Σε ηλικία έξι ή επτά ετών, εκδήλωσε εξαιρετικό διορατικό χάρισμα: διέκρινε τις ασθένειες της ψυχής και του σώματος των πολυάριθμων επισκεπτών της, τους φανέρωνε τα αμαρτήματα και τα προβλήματά τους και τους θεράπευε προσευχόμενη ή τους έδινε σοφές συμβουλές. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, επισκέφθηκε τα μεγάλα προσκυνήματα της Ρωσίας, συνοδευόμενη από μια ευλαβή ευεργέτισσα. Όταν έφθασαν στην Κρονστάνδη για να πάρουν την ευλογία του Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης, και ενώ είχαν χαθεί μέσα στο πλήθος, ο άγιος ξαφνικά φώναξε: «Ματρώνα, πλησίασε!», και πρόσθεσε: «Θα με διαδεχθεί και θα καταστεί ο όγδοος πυλώνας της Ρωσίας». Την ώρα εκείνη κανείς δεν κατάλαβε το νόημα της προφητείας.
Όταν έφθασε σε ηλικία δεκαεπτά ετών, η Ματρώνα προσεβλήθη από παραλυσία και έπαψε να περπατά. Γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν θέλημα Θεού, ποτέ δεν παραπονέθηκε, και πάντα ευχαριστούσε τον Κύριο. Καθ’ όλο τον υπόλοιπο βίο της, επί περισσότερα από πενήντα χρόνια, ζούσε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο εικόνες, καθισμένη oκλαδόν στο κρεβάτι της, με πρόσωπο φωτεινό και φωνή γαλήνια, και δεχόταν όλους όσοι την επισκέπτονταν για να λάβουν, δια μέσου της, ουράνια παρηγορία. Προανήγγειλε τις μεγάλες συμφορές που θα έπλητταν την πατρίδα της μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων (1917), και έκανε χρήση του διορατικού της χαρίσματος για να υπηρετεί τον λαό του Θεού. Μερικοί επισκέπτες την λυπόντουσαν, αλλά εκείνη τους απαντούσε: «Μια ημέρα, ο Θεός άνοιξε τους οφθαλμούς μου και είδα το φως του ηλίου και των άστρων και όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο: δάση, ποτάμια, θάλασσες και ολόκληρη την Πλάση…».
Το 1925 έφυγε από την γενέτειρά της και εγκαταστάθηκε στην Μόσχα, και μετά τον θάνατο της μητέρας της, το 1945, άλλαζε συχνά διαμονή και την περιέθαλπαν κρυφά οι πιστοί, γιατί οι κομμουνιστές, φοβούμενοι την επιρροή της στον λαό, επεδίωκαν να την συλλάβουν. Κάθε φορά όμως ειδοποιείτο θαυματουργικά, και όταν έφθανε η αστυνομία διαπίστωνε ότι η Ματρώνα είχε μετακομίσει μόλις μία ή δύο ώρες νωρίτερα. Μία ημέρα παρουσιάστηκε ένας αστυνομικός για να την συλλάβει. Η αγία τον συμβούλευσε να επιστρέψει στο σπίτι του το ταχύτερο δυνατόν, και του υποσχέθηκε ότι δεν θα επιχειρούσε να διαφύγει. Όταν ο αστυνομικός έφθασε στην κατοικία του, βρήκε την γυναίκα του να καίγεται, και μόλις που πρόλαβε να την μεταφέρει στο νοσοκομείο.
Στο κρεβάτι του πόνου, η Ματρώνα ζούσε ασκητικά. Νήστευε διαρκώς, κοιμόταν λίγο, στηρίζοντας το κεφάλι στην γροθιά της, και το μέτωπό της είχε βαθουλώσει από τις αναρίθμητες φορές που έκανε το σημείο του Σταυρού. Όχι μόνον οι κάτοικοι της Μόσχας, αλλά και πιστοί που έρχονταν από μακριά, προσέτρεχαν στην Ματρώνα για να προσευχηθεί υπέρ αυτών ή για να λάβουν τις συμβουλές της, ώστε η θεοφόρος γυναίκα κατέστη πραγματικό στήριγμα του χειμαζομένου λαού, ιδίως κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο κόσμος πήγαινε ζητώντας να μάθει για τους συγγενείς του που πολεμούσαν, και η Ματρώνα άλλους διαβεβαίωνε ότι οι δικοί τους ήταν εν ζωή, ενώ σε άλλους έλεγε να τελέσουν μνημόσυνο. Σε άλλους μιλούσε με τρόπο ευθύ και σε άλλους με παραβολές, στοχεύοντας στην ψυχική τους ωφέλεια και συμβουλεύοντάς τους να τηρούν τους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, να τελούν θρησκευτικό γάμο, να εξομολογούνται και να μεταλαμβάνουν. Όταν της έφερναν αρρώστους δαιμονισμένους, η Ματρώνα έθετε τα χέρια της στην κεφαλή τους, έλεγε κάποιες προσευχές ή εκδίωκε με αυθεντία το δαιμόνιο, επιμένοντας πάντοτε ότι η ίδια δεν έκανε τίποτε και ότι απλώς ενεργούσε δι’ αυτής ο Θεός και παρείχε την ίαση. Όταν την ρωτούσαν τον λόγο για τους διωγμούς που ενέσκηψαν κατά της Εκκλησίας, απαντούσε ότι εξαιτίας των αμαρτιών και της ολιγοπιστίας των χριστιανών. «Όλοι οι λαοί που απομακρύνθηκαν από τον Θεό εξαφανίστηκαν από προσώπου της Γης», έλεγε. «Χαλεποί καιροί μας επιφυλάσσονται, αλλά εμείς οι χριστιανοί πρέπει να διαλέξουμε τον Σταυρό. Ο Χριστός μας έβαλε στο έλκηθρό Του καιμας πάει όπου Εκείνος βούλεται».
Προανήγγειλε την ημέρα της εκδημίας της, έδωσε οδηγίες για την κηδεία της και πριν αναπαυθεί εν Κυρίω, στις 2 Μαΐου του 1952, φώναξε: «Να έρχεστε όλοι κοντά μου και να μου λέτε τις θλίψεις σας, σαν να ήμουν ζωντανή! Εγώ θα σας βλέπω, θα σας ακούω και θα έρχομαι σε βοήθειά σας». Πράγματι τα θαύματα πολλαπλασιάστηκαν στον τάφο της, και μετά την ανακομιδή των λειψάνων της και την κατάθεσή τους στην γυναικεία Μονή της Αγίας Σκέπης (13 Μαρτίου 1998), οι πιστοί, που κατά χιλιάδες συρρέουν για να προσκυνήσουν την νέα πολιούχο της Μόσχας, απευθύνονται στην εικόνα της και της λένε τα προβλήματά τους σαν να ήταν η αγία ζωντανή ανάμεσά τους.
Ταις αυτής πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
(από τον Συναξαριστή των Εκδόσεων ΙΝΔΙΚΤΟΣ