Αρχαιοτάτη υπήρχεν εν τη εκκλησία εορτή η Επιφάνεια καλουμένη ή τα Επιφάνια, Θεοφάνεια ή τα Θεοφάνια, υποδηλούσα ου μόνον την κατά σάρκα γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αλλά και την εν τω Ιορδάνη φανέρωσιν αυτού ως Θεού(1), τούτου δ’ ένεκα συνεωρτάζοντο αι δύο εορταί, η της Χριστού γεννήσεως και η των Θεοφανείων, και μόλις από του τέλους του Δ’ αιώνος επήλθεν ο χωρισμός των εορτών. Εν Ιεροσολύμοις επεβραδύνθη ο χωρισμός ούτος, ως καταφαίνεται εκ της κατά τον στ’ αιώνα ειδήσεως Κοσμά του Ινδικοπλεύστου λέγοντος ότι «οι Ιεροσολυμίται… ταις Επιφανείοις ποιούσι την γένναν» (2), όντως δε σ.355 «Καίτοι γε ούπω δέκατόν εστιν έτος καθ’ ον χρόνον έγραφεν η Συλβία, εν Ιεροσολύμοις συνεωρτάζετο έτι η εορτή των Χριστουγέννων μετά της Επιφανείας του Κυρίου τη 6 Ιανουαρίου, πρώτην δε φοράν από της ανευρέσεως του χειρογράφου αυτής εγνώσθη η είδησις, ότι επί 8 ημέρας επανηγυρίζετο η εορτή αύτη ως και η του Πάσχα και η της Πεντηκοστής (3). Ετελείτο δε η πανήγυρις αυτής εν Βηθλεέμ, όπου κατά την νύκτα εν τω Σπηλαίω της γεννήσεως ετέλει ο Επίσκοπος Ιεροσολύμων, επειδή η Βηθλεέμ λίαν μεταγενεστέρως είχεν ίδιον επίσκοπον (4), την λειτουργίαν. Συγχρόνως όμως επανηγυρίζετο η εορτή και εν τοις λοιποίς προσκυνήμασι, κατά τας τρεις πρώτας ημέρας εν τω Γολγοθά, την τετάρτην ημέραν επί του όρους των Ελαιών, την πέμπτην εν Βηθανία, την έκτην εν Σιών, την εβδόμην εν τω Ναώ της Αναστάσεως και την ογδόην εν τω του Σταυρού, συνέρρεε δε κατά τας ημέρας εκείνας άπειρον πλήθος εκ των πέριξ εις Ιερουσαλήμ διά τας πανηγύρεις των οκτώ ημερών. Κατά την διάρκειαν αυτών οι μοναχοί της Βηθλεέμ αδιαλείπτως ελιτάνευον εν τω Ναώ αυτής και ετέλουν τας καθωρισμένας τελετάς εν τω ιερώ Σπηλαίω (5). Μετά την ανωτέρω εορτήν, εν Ιεροσολύμοις εωρτάζετο τη 14η Φεβρουαρίου ή της Υπαπαντής εορτή, ήτις ήτο κατ’ αρχάς επιτόπιος Ιεροσολυμιτική εορτή, επεκράτησε δ’ εν μεν τη Δύσει τελευτούντος του ε’ εν δε τη Ανατολή αρχομένου του στ’ αιώνος (6). Κατ’ αυτήν εν τω Ναώ της Αναστάσεως οι πρεσβύτεροι και ο Επίσκοπος ηρμήνευον το Ευαγγέλιον της ημέρας, ετέλουν δε την θείαν λειτουργίαν μετά Εκκλησιαστικής τάξεως, ομοίας προς την του αγίου Πάσχα, ήτις ην όλως εξαιρετικώς πανηγυρική ως και σήμερον.
Αύτη βεβαίως ήτο η μεγίστη των εορτών, αλλά προηγείτο αυτής η νηστεία της Μ.Τεσσαρακοστής, ήτις εν διαρκεία οκτώ εβδομάδων ετελείτο εν Ιεροσολύμοις μόνον επί 41 ημέρας, διότι απηγορεύετο η νηστεία κατά Σάββατον και Κυριακήν πλήν του Μ. Σαββάτου, ούτως ώστε επί δύο ημέρας καθ’ εκάστην εβδομάδα διεκόπτετο η νηστεία (7). Τακτική νηστεία ήτο κυρίως το τρώγειν άπαξ της ημέρας μόνον, αλλ’ υπήρχε μεγάλη ποικιλία εν τη τηρήσει αυτής, διότι οι «αποτακτίται» ιδίως ετήρουν αυστηροτάτην νηστείαν, τινές μεν έτρωγον ανά δύο ή ανά τρεις ημέρας, άλλοι δε άπαξ της εβδομάδος. Ούτοι ήσαν οι λεγόμενοι «εβδομαδάριοι» οίτινες έτρωγον κατά Σάββατον, μετά την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων και κατά Κυριακήν. Ούτ’ επηνούντο οι υπερβολικώς νηστεύοντες, σημειοί η Συλβία, ούτ’ εψέγοντο οι ολίγον νηστεύοντες, διότι η εφαρμογή του καθήκοντος της νηστείας εξηρτάτο εκ της πνευματικής και ηθικής καταστάσεως εκάστου. Αι ακολουθίαι της Μ. Τεσσαρακοστής διεξήγοντο ως εξής: Κατά την Κυριακήν ετελείτο η συνήθης μεταμεσονύκτιος και πρωϊνή τελετή, ην επηκολούθει λειτουργία, ουχί εν τη Αναστάσει, αλλ’ εν τω Γολγοθά. Τας καθημερινάς, πλην της 6ης και 9ης εκκλησιαστικής ώρας προσετίθετο και η 3η ώρα, δις δε της εβδομάδος, κατά την Τετάρτην και την Παρασκευήν, η 9η ώρα (περί την 3ην μ.μ.) ετελείτο εν Σιών, διότι άλλως τε συνήθως η ώρα αύτη ετελείτο εκεί και κατά τον λοιπόν χρόνον, ουχί δε μόνον κατά την Μ. Τεσσαρακοστήν, εκτός εάν κατά Τετάρτην και Παρασκευήν συνέπιπτεν εορτή μάρτυρός τινος. Κατά την Μ. Τεσσαρακοστήν το κήρυγμα του θείου λόγου υπό των πρεσβυτέρων και του Επισκόπου εγένετο και κατά την Τετάρτην και Παρασκευή εν τη Σιών. Μετά δε την εκεί τελουμένην 9ην ώραν, εν ψαλμωδίαις συνόδευεν ο λαός τον Επίσκοπον εις τον Ναόν της Αναστάσεως, ένθα ετελείτο εσπερινή Ακολουθία, μεθ’ ην άπαξ της εβδομάδος, ήτοι κατά Παρασκευήν, επηκολούθει αγρυπνία” την πρωϊαν δε του Σαββάτου επεσπεύδετο η λειτουργία ίνα κοινωνώσιν οι «εβδομαδάριοι».
Κατά την Παρασκευήν της 7ης εβδομάδος της Μ.Τεσσαρακοστής η αγρυπνία ετελείτο εν Σιών, ένθα την πρωϊαν του Σαββάτου εγίνετο και η λειτουργία, μεθ’ ην ο Αρχιδιάκονος ειδοποίει τον λαόν ίνα η έτοιμος κατά την 7ην ώραν προς μετάβασιν εις Βηθανίαν. Εκεί εγκαίρως ήδη συναθροίζοντο οι μοναχοί, οίτινες υπεδέχοντο καταφθάνοντα εν πομπή τον Επίσκοπον, εν τω πρώτω ναώ της Βηθανίας, ένθα η αδελφή του Λαζάρου προϋπήντησε τον Κύριον” εκεί εψάλλετο ψαλμός τις και εν αντίφωνον, ανεγιγνώσκετο το σχετικόν μέρος εκ του Ευαγγελίου, μεθ’ ο ψάλλοντες μετέβαινον εις το μνημείον του Λαζάρου. Άπειρον πλήθος κατάκλυζε τους πέριξ λόφους.
Μετά την καθωρισμένην τελετήν εις των πρεσβυτέρων, εφ’ υψηλού ιστάμενος τόπου, ανεγίνωσκεν εκ του Ευαγγελίου τα κατά την υπό του Κυρίου και των μαθητών αυτού τέλεσιν του Πάσχα, ύστερον δ’ εν πομπή πάντες επέστρεφον εις τον Ναόν της Αναστάσεως, ένθα ετελείτο η συνήθης εσπερινή ακολουθία. Την επομένην ημέραν, μετά την εν τω Ναώ της Αναστάσεως λειτουργίαν, ειδοποίει τον λαόν ο Αρχιδιάκονος, ότι εν διαρκεία της όλης Μ. Εβδομάδος, καθ’ εκάστην περί ώραν 9ην, θα εγίνετο η Σύναξις εν τω Μαρτυρίω, αλλ’ ότι την ημέραν εκείνην περί ώραν 7ην (ήτοι την 1 μ.μ.) θα μετέβαινον εις το όρος των Ελαιών. Όντως δε κατά την ωρισμένην ταύτην ώραν κατέφθανε και ο Επίσκοπος εις τον ναόν του όρους των Ελαιών, εψάλλοντο άσματα και αντίφωνα, ανεγιγνώσκοντο τα σχετικά μέρη εκ του Ευαγγελίου, μεθ’ ο ανήρχοντο πάντες εις το Εμβώμιον, μετά δε τας εκεί ψαλμωδίας και ευχάς περί ώραν 11 (ήτοι 5 μ.μ.) ανεγινώσκετο το Ευαγγέλιον περί της θριαμβευτικής Εισόδου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις την αγίαν Πόλιν.
Τότε από του όρους των Ελαιών προς την Ιερουσαλήμ, εξελίσσετο μοναδική και όλως απερίγραπτος πομπή. Μετά βαϊων και κλάδων εν χερσί προηγείτο ο λαός, και μάλιστα άπειρος πληθύς παιδίων, και αυτών έτι των ανηλίκων κρατουμένων υπό των μητέρων αυτών, επηκολούθη ο Επίσκοπος καθήμενος επί πώλου όνου και περικυκλούμενος υπό των πρεσβυτέρων• η θριαμβευτική πορεία εξηγγέλετο διά των χαρμοσύνων, μάλιστα των παιδικών επιφωνήσεων ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ωσαννά εν τοις υψίστοις.
Λίαν βραδέως περιερχομένη η πομπή την Ιερουσαλήμ κατέληγε προ του Ναού της Αναστάσεως, εις ον εισήρχετο μετά του λαού ο Επίσκοπος, προς τέλεσιν της συνήθους εσπερινής ακολουθίας (8). Ούτως ετελείτο εν Ιερουσαλύμοις η ανάμνησις ενός των επεισοδίων του επιγείου βίου του Σωτήρος ημών, μετά τρεις περίπου αιώνας από της τελέσεως αυτού εν τη πραγματικότητι. Η πραγματικότης αύτη ζώσα ανεπαρίστατο διά τοιούτων τελετών εν τοις αυτοίς αγίοις τόποις, εν οις έζων εισέτι και ζώσιν αι αναμνήσεις της παρουσίας του Κυρίου, Όταν δε ο μέγας κατηχητής της εκκλησίας Ιεροσολύμων, ο άγιος Κύριλλος, είχεν ανάγκην απτών αποδείξεων περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ηδύνατο να στρέψη απλώς τα βλέμματα των κατηχουμένων προς τους πέριξ αγίους τόπους και να δείξη αυτοίς ζώσας μαρτυρίας. «Το ξύλον το άγιον του Σταυρού μαρτυρεί, έλεγεν αυτοίς … ο φοίνιξ ο επί της φάραγγος μαρτυρεί τα βάϊα παρασχών τοις παισί τοις τότε ευφημούσι• το Γεσθημανή μαρτυρεί τον Ιούδαν μονονουχί δεικνύον έτι τοις νοούσιν• ο Γολγοθάς ο άγιος ούτος ο υπαρανεστηκός μαρτυρεί φαινόμενος• το μνήμα της αγιότητος μαρτυρεί και ο λίθος ο μέχρι σήμερον κείμενος»(9). Εσώζοντο λοιπόν ζώντα μνημεία του επιγείου βίου του Κυρίου ημών εν Ιεροσολύμοις, εντός και εκτός αυτής, εκάστη γωνία και έκαστος τόπος συνεδέετο προς τινα ιεράν παράδοσιν και ανάμνησιν, μονονουχί αυτή η φωνή του θεανθρώπου αντήχει εισέτι εν Ιεροσολύμοις, ένθα ανόθευτος εσώζετο η διδασκαλία αυτού. Διό και όταν ποτέ διημφισβητήθη η γνησιότης και αλήθεια αυτής, μετά δικαίας απορίας ο άγιος Θεοδόσιος έγραψε προς τον Αυτοκράτορα Αναστάσιον «Πώς ουν μετά πεντακόσια και περαιτέρω της του Χριστού παρουσίας έτη Ιεροσολυμίται πίστιν μανθάνομεν;» (10) Εκφραστικώτατα παραδηλών την υπέροχον εν τω χριστιανικώ κόσμω θέσιν της Μητρός των Εκκλησιών.
Συνωδά τούτοις και αι άλλαι μεν τελεταί αλλ’ ιδιαίτατα αι της Μ. Εβδομάδος ήσαν συνεχής επιτόπιος πανήγυρις, ήτις ουδόλως περιορίζετο μόνον εις τα συγκινητικά ιερά άσματα και ευαγγελικά αναγνώσματα, αλλ’ ήτο πραγματικόν προσκύνημα και επίσκεψις των εντός και εκτός της Ιερουσαλήμ αγίων τόπων, ιστορική επί τόπου αναπαράστασις των παθημάτων και της αναστάσεως του Σωτήρος. Ούτω δε κατά την Μ. Δευτέραν ετελείτο εν τω Ναώ της Αναστάσεως ό,τι ετελείτο συνήθως κατά το λοιπόν του χρόνου διάστημα, μετά την πρώτην αλεκτορυοφωνίαν μέχρι πρωϊας, η τρίτη και έκτη ώρα ομοίως, ως και κατά τας λοιπάς ημέρας της Μ. Τεσσαρακοστής, τη 9 όμως ώρα συνηθροίζοντο εν τω Γολγοθά ένθα έψαλλον και ανεγίνωσκον ευχάς μέχρι της 1 ώρας της νυκτός τελούντες άμα και την εσπερινήν ακολουθίαν. Εν ψαλμοίς και ύμνοις συνοδευόμενος υπό των πιστών μετέβαινεν ο Επίσκοπος εκ του Γολγοθά εις την Ανάστασιν• αναγινώσκων δ’ εκεί μετά τα ιερά τροπάρια διαφόρους ευχάς, ηυλόγει και απέλυε τον λαόν. Κατά την Μ. Τρίτην, μετά την λήξιν της νυκτερινής ταύτης τελετής, ο Επίσκοπος συνοδευόμενος υπό των πιστών, μετέβαινεν εις το όρος των Ελαιών, εκεί δ’ εν τω σπηλαίω εν ω ανεστρέφετο συνήθως μετά των μαθητών αυτού ο Κύριος και εδίδασκεν αυτούς, ανεγίνωσκεν εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου το σχετικόν μέρος μετά των λόγων του Σωτήρος προς τους μαθητάς «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εμπέσητε εις πειρασμόν», απήγγελεν ευχήν και ευλογών τον λαόν απέλυεν αυτόν” αργά δε την νύκτα επέστρεφον πάντες εις την Ιερουσαλήμ. Την Μ. Τετάρτην, μετά την λήξιν της εσπερινής ακολουθίας εν τω Γολγοθά, μετέβαινον εις την Ανάστασιν, εισήρχετο ο Επίσκοπος εις το άγιον Σπήλαιον, εις δε των πρεσβυτέρων προ των καγγέλλων ιστάμενος ανεγίνωσκε την Ευαγγελικήν αφήγησιν περί της προδοσίας του Ιούδα, προκαλούσης τα δάκρυα και τους στόνους του παρισταμένου λαού (qui locus at ubi lectus fuerit, tantus rugitus et mugitus est totius populi, ut nullus sit qui moveri non possit in lacrimis). Tην Μ. Πέμπτην, πλην των συνήθων τελετών, περί ώραν 8ην συνηθροίζετο ο λαός εν τω Γολγοθά, ένθα, κατά πάσαν πιθανότητα, ετελείτο λειτουργία ως και εν τω Σταυρώ. Περί ώραν δε 1ην της νυκτός, κατά προειδοποίησιν του Αρχιδιακόνου, υμνούντες πάντες εξήρχοντο εις το όρος των Ελαιών, μετά δε τα σχετικά εκ των Ευαγγελίων αναγνώσματα και διάφορα άσματα, περί το μεσονύκτιον ανήρχοντο εις την κορυφήν του όρους εις το Εμβώμιον, οπόθεν αντήχουν τα διάφορα ιερά άσματα του κλήρου και του λαού. Άμα τη πρώτη αλεκτορυοφωνία, κατήρχοντο εις τας υπωρείας του όρους, όπου πάλιν άλλα ιερά ανεμέλποντο άσματα, και ευχαί απηγγέλοντο, ανεγινώσκετο δ’ εκ του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου η εν τω κήπω της Γεθσημανής προσευχής του Σωτήρος ημών.
Λίαν βραδέως ήρχοντο ύστερον εις τον τόπον ένθα συνελήφθη ο Κύριος υπό των στρατιωτών και του Ιουδαϊκού όχλου, ανεγινώσκετο δ’ εκ του Ευαγγελίου η αφήγησις της συλλήψεως και απαγωγής του θεανθρώπου, προκαλούσης τα δάκρυα, τους στόνους και τας κραυγάς του όχλου, αντηχούσας μέχρις Ιεροσολύμων” άπασα δε η πομπή εκείνη, μετά φανών και λαμπάδων εισήρχετο εις την Αγίαν Πόλιν, και μετά λιτανείαν, ανά την όλην πόλιν μετέβαινεν εις τον Ναόν του Σταυρού, ένθα μέχρις πρωϊας, ετελείτο αγρυπνία παρόντων πάντων των πιστών, και ανδρών και γυναικών, και γερόντων και νέων. Περί την πρωϊαν ήδη, ανεγινώσκετο εκ του Ευαγγελίου η πρώτη ανάκρισις του Κυρίου υπό του Πιλάτου, ο δ’ Επίσκοπος ωμίλει προς τον λαόν, ζωηρώς εξεικονίζων διά του λόγου αυτού τα πάθη του Σωτήρος. Εν τη κατ’ εξοχήν δε ημέρα των παθών, ο λαός, λίαν πρωϊ, μετέβαινεν εις την Σιών και κατησπάζετο το αποσωζόμενον εκεί τεμάχιον του κίονος, εν ω προσδεθείς εμαστιγώθη ο Κύριος.
Κατά την ημέραν εκείνην ετίθετο εν τω Γολγοθά η έδρα του Επισκόπου, και προ αυτής τράπεζα, εις ην εν αργυρά θήκη (11) εκομίζετο το τίμιον του Σταυρού ξύλον, όπερ κρατούμενον υπό του Επισκόπου και περιφρουρούμενον υπό των διακόνων, προσήρχετο και ησπάζετο ο λαός, ως και άλλα τινά ιερά αντικείμενα της ιουδαϊκής αρχαιότητος, άτινα φαίνεται ότι ο Μ.Κωνσταντίνος εκ Ρώμης, ένθα ηυρίσκοντο απαχθέντα υπό του Τίτου, απέστειλεν εις τον Ναόν της Αναστάσεως. Την τελετήν ταύτην, καθ’ ην εν μεταγενεστέρα εποχή εψάλλετο τρισάγιος ύμνος, επηκολούθει μετάβασις εις τον Ναόν του Σταυρού, ενθ’ από μεσημβρίας μέχρι της 3ης ώρας ανεγινώσκοντο εκ των Γραφών πάντα τ’ αναφερόμενα εις τα πάθη του Σωτήρος, διακοπτομένης της αναγνώσεως υπ’ αναλόγων ευχών. Κατά την τρίτην ώραν ανεγινώσκοντο εκ του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου τα κατά τας τελευταίας αγωνιώδεις στιγμάς του Σωτήρος επί του Σταυρού, μετά δε την ωρισμένην ευχήν, μετέβαινον εις τον Γολγοθάν, ένθα τα τεταγμένα εψάλλοντο άσματα, και ευχαί ανεφέροντο προς τον Θεόν, ύστερον δε ήρχοντο εις την Ανάστασιν, ενθ’ ανεγινώσκετο εκ του Ευαγγελίου η παρά του Πιλάτου αίτησις του σώματος του Ιησού προς εναπόθεσιν αυτού εν τω κενώ μνημείω. Καθ’ όλην την νύκτα της Μ. Παρασκευής προς το Μ.Σάββατον ετελείτο διηνεκής αγρυπνία, υπό των μοναχών ιδίως και του λοιπού κλήρου, κατά δε την ημέρα του Μ. Σαββάτου, τη τρίτη και
έκτη ώρα, ετελούντο όσα και κατά τας λοιπάς ημέρας της Μ. Εβδομάδος, μόνον η ενάτη ώρα είχέ τι το εξαιρετικόν, διότι κατ’ αυτήν οι νεόφυτοι χριστιανοί, ενδεδυμένοι την λευκήν αυτών στολήν, συνοδεύοντες τον Επίσκοπον, ήρχοντο εις την Ανάστασιν, απηγγέλετο υπέρ αυτών προς Θεόν ευχή, εκείθεν μετέβαινον εις τον Γολγοθάν, ένθα ήτο συνηθροισμένον το πολύ πλήθος και ένθα ετελείτο η Λειτουργία. Εκείθεν δε κατερχόμενοι πάντες εις τον άγιον Τάφον, ηκροώντο εκ του Ευαγγελικού αναγνώσματος περί της Αναστάσεως του Σωτήρος, ετέλει δε ο Επίσκοπος την λειτουργίαν και απέλυε τον λαόν λίαν ταχέως, ίνα μη επίπλέον καταπονήση αυτόν μετά τοσαύτας αγρυπνίας και τελετάς της όλης μεγάλης εκείνης εβδομάδος.
Ευνόητον μεθ’ οποίας χαράς και πομπής ετελείτο η «εορτή εορτών και πανήγυρις πανηγύρεων», το Πάσχα, εις ο αφιερούντο όλαι αι εφεξής ημέραι, και ετελούντο αι αυταί τελεταί εις την Ανάστασιν, εις τον Σταυρόν, εις το όρος των Ελαιών, εις την Βηθλεέμ, εις την Βηθανίαν, οίαι και κατά την ογδοάδα των ημερών της Επιφανείας ή των Χριστουγένων. Καθ’ εκάστην εν διαρκεία της ογδοάδος των ημερών του Πάσχα, υπήρχε συνήθεια, μετά το γεύμα, ν’ αναβαίνει ο Επίσκοπος συνοδευόμενος υπό των νεοφύτων και μεγάλου μέρους του λαού και των μοναχών εις το όρος των Ελαιών, οπόθεν μετά λαμπαδηφορίας και ψαλμών κατήρχετο εις την Ανάστασιν. Τοιαύτη πομπή εγίνετο και εις την Σιών κατά την πρώτην ημέραν του Πάσχα, ανεγινώσκετο δε το Ευαγγέλιον της πρώτης εμφανίσεως του αναστάντος Σωτήρος τοις μαθηταίς, εψάλλοντο τα προσήκοντα ιερά άσματα, και απηγγέλοντο ευχαί υπέρ των κατηχουμένων και πιστών. Μεγαλυτέρα πομπή εγίνετο προς το όρος των Ελαιών και εκείθεν προς την Ανάστασιν κατά την ογδόην από του Πάσχα ημέραν, έφθανον δε κατά την ώραν του εσπερινού εις την Ανάστασιν, μετά την τέλεσιν του οποίου λιτανεύοντεςσυνόδευον πάντες τον Επίσκοπον εις την Σιών, ενθ’ ανεγινώσκετο το Ευαγγέλιον της νέας εμφανίσεως του Σωτήρος τοις μαθηταίς αυτού, και της ψηλαφήσεως αυτού υπό του Θωμά. Από του Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής ουδείς ενήστευεν εν τοις Ιεροσολύμοις, μάλιστα ουδέ κατά την τετάρτην και παρασκευήν, και αυτοί δε οι αποτακτίται δεν ενήστευον καθ’ ας ημέρας ετελείτο λειτουργία εν Σιών, τας λοιπάς δ’ ημέρας, τας μεν καθημερινάς εν τη Αναστάσει τας δ’ εορτάς εν τω Γολγοθά διά την λειτουργίαν των κατηχουμένων, διά δε την λειτουργίαν των Πιστών εν τη Αναστάσει.
——————————————————————————–
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Νικηφόρου Καλογερά, Χριστιανική Αρχαιολογία σελ. 188 σ. εξ. Duchesne ενθ’αν. p. 247 Cabrol ένθ’ αν.p. 71 εξής.
2.
Κοσμά Ινδικοπλεύστου Χριστιανική Τοπογραφία βιβλ. ε’ Migne τόμ. 88 σ. 197. Εις την Εκκλησίαν της Αντιοχείας μόλις περί το 376 εισήχθη εκ της Δύσεως η ιδιαιτέρα εορτή της του Χριστού γεννήσεως, πρβλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου ομιλία εις την γενέθλιον ημέραν του Σωτήρος…Migne τ. 49 (ταύτα έλεγεν περί το 386) εξ ου δήλω και γνώριμος ημίν αύτη η ημέρα γεγένηται, αλλ’ όμως ως άνωθεν και προ πολλών ήδη ημίν παραδοθείσα ετών όντως ήνθησε… παρά μεν τοις την εσπέραν οικούσι άνωθεν γνωριζομένη, προς ημάς δε κομισθείσα νυν και ου προ πολλών ετών αθρόον ανέδραμε…) Πρβλ. Νικηφόρου Καλογερά ένθ’ αν. σελ. 195 εξής.
3.
Pomialowsky ένθ’ αν. σ. 248.
4.
Le Quien, Oriens christianus 1 III p. 642, 3.
5.
Η Συλβία δεν μνημονεύει της προ των Χριστουγέννων νηστείας, περί ης έπιθι Ν. Καλογερά ενθ’ αν. σελ. 218.
6.
Cabrol ένθ’ αν. p. 78 Ν. Καλογερά σ. 208.
7.
Περί της νηστείας έπιθι Ν. Καλογερά ενθ’ αν. σ. 150 Duchesne ένθ’ αν. p. 230.
8.
Η εορτή αύτη των Βαΐων επιτόπιος ούσα ιεροσολυμική εορτή εισήχθη εις τας λοιπάς εκκλησίας της τε Ανατολής και της Δύσεως κατά τον ζ’. και η’. αιώνα Cabrol ένθ’ αν. p. 95. Duchesne ένθ’ αν. p. 237.
9.
Κατήχησις ι’. 19.
10.
Usener, der Heilige Theodosios S. 56, 57.
11.
Ο Τίμιος Σταυρός εφυλάσσετο εν «χρυσώ γλωσσοκόμω», λέγεται εν τω βίω του αγίου Πορφυρίου ενθ’ αν. σ. 12.
Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου: Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών.
ΠΗΓΗ
Μυριόβιβλος βιβλιοθήκη της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος