Τρία αδέρφια φεύγουν από το Άργος για να βρουν καλύτερη τύχη. Ο Γαυάνης, ο Αεροπός και ο Περδίκκας.
Ο πατέρας τους, Τήμενος, κρατούσε από τη γενιά του Ηρακλή. Βαδίζουν δυτικά και φτάνουν στην Ιλλυρία. Α¬πό κει περνούν στη Μακεδονία και σταματούν στην πόλη Λεβαία.
Εδώ γίνονται δουλευτές του τοπικού βασιλιά. Ο πρώτος φυλάει τ’ άλογα, ο δεύτερος βόσκει τις αγελάδες. Ο Περδίκκας, ο τρίτος, βόσκει τα γιδοπρόβατα.
Ο καιρός περνούσε στη Λεβαία και τα τρία αδέρφια τα εκτιμούσαν για την εργατικότητα τους.
Η βασίλισσα παρατήρησε, πως κάθε φορά που έψηνε τα ψωμιά στο φούρνο, το ψωμί που έφτιαχνε για το παραπαίδι, τον Περδίκκα, μεγάλωνε και γινόταν διπλάσιο. Το λέει στο βασιλιά κι αυτός βάζει με το νου του πως θάναι κάποιο θαύμα, που μπορεί να προμηνάει σοβαρά πράγματα. Αποφασίζει, λοιπόν, να διώξει τα τρία αδέρφια.
– Φύγετε, από τον τόπο μας, τους λέει μια μέρα. Πηγαίνετε όσο μακριά μπορείτε!
– Πρώτα να μας δώσεις την πληρωμή, που έχουμε δικαίωμα να πάρουμε, και τότε φεύγουμε, του απαντούν.
Ακούει ο βασιλιάς για πληρωμή και θυμώνει.
Εκείνη την ώρα ο ήλιος περνούσε από την καπνοδόχο και φώτιζε ένα μέρος από το δάπεδο του σπιτιού.
Έξω φρενών ο βασιλιάς, σαν χτυπημένος από θεία μανία, τους λέει:
– Για την πληρωμή που σας αξίζει εγώ σας δίνω τούτο εδώ.
Και δείχνει το κομμάτι της γης που φώτιζε ο ήλιος.
Στα λόγια του βασιλιά, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια σαστίζουν. Όμως, ο μικρός Περδίκκας, που κρατούσε εκείνη την ώρα ένα μαχαίρι, σκύβει στο δάπεδο και λέει στο βασιλιά:
– Όσα μας δίνεις, βασιλιά, τα δεχόμαστε.
Και την ίδια στιγμή, με το μαχαίρι του χαράζει γύρω γύρω το φωτισμένο από τον ήλιο κομμάτι του δαπέδου. Σαν τ’ αποχάραξε, πιάνει με το χέρι και ρίχνει τρεις φορές στον κόρφο του από το φως του ήλιου, λες και ήτανε νερό. Αμέσως μετά κάνει νόημα στ’ αδέλφια του να φύγουν.
Όταν έφυγαν τα τρία αδέρφια, κάποιος φίλος του βασιλιά που παρακολουθούσε τη σκηνή, του είπε:
– Βασιλιά μου, αυτό που έκανε ο Περδίκκας είχε κάποια σημασία. Τι να εννοούσε άραγε, όταν είπε, «παίρνουμε όσα μας δίνεις;»
–
Θυμώνει ο βασιλιάς και στέλνει καβαλάρηδες να βρουν και να σκοτώσουν τα τρία αδέρφια.
Στην περιοχή, υπήρχε ένα ποτάμι, που μόλις το διά¬βηκαν τα κυνηγημένα αδέρφια από το Άργος, έφθασαν και οι καβαλάρηδες, μα δε μπόρεσαν να το περάσουν, γιατί εκείνη τη στιγμή πλημμύρισε κι έτσι σώθηκαν.
Για πολλά χρόνια, οι απόγονοι έκαναν θυσίες και γιορτές στο ποτάμι αυτό, που έσωσε τ’ αδέρφια.
Οι τρεις μικροί Τημενίδες γλίτωσαν και ξεμάκρυναν σε άλλο τόπο της Μακεδονίας. Εγκαταστάθηκαν κοντά σε κάτι κήπους, που λένε ότι ήταν του Μίδα, γιου του Γόρδιου. Εκεί φύτρωναν από μόνα τους μεγάλα τριαντάφυλλα με εξήντα φύλλα, μοναδικά στη μυρωδιά.
Έχουν να λένε οι Μακεδόνες ότι μέσα σ’ αυτό τον κήπο αιχμαλωτίστηκε ο γέρος Σιληνός από το Μίδα. Πάνω από τους κήπους υψώνεται το βουνό Βέρμιο, που είναι απάτητο από τα χιόνια.
Αυτό το βουνό έκαναν οι Τημενίδες ορμητήριο τους και από εκεί εξορμούσαν ώστε τελικά υπέταξαν όλη τη Μακεδονία.
Ο μικρός αδελφός, ο Περδίκκας, έγινε ο ιδρυτής της εξουσίας των Μακεδόνων οι οποίοι είχαν ως σύμβολο στη σημαία τους τον ήλιο, σ’ ανάμνηση της «πληρωμής» από το βασιλιά.
Είναι ο ακτινωτός ήλιος της Βεργίνας.
Αναδιήγηση από τον Ηρόδοτο.
Από το βιβλίο της Αυγής Παπάκου – Λαγού: «Η Μακεδονία στο μύθο και τα παραμύθια».
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ «ΠΛΟΗΓΟΣ»