Η λαϊκή ποίηση, καθώς ξέρουμε, συμπεριέλαβε στο μεγάλο κύκλο της καθετί, που της κινούσε άμεσα ή έμμεσα την προσοχή και το ενδιαφέρον, δηλαδή τη χαρά, τη λύπη, τον ξενητεμό, την πατρίδα, τη Μάνα κ.λπ. Μ’ ένα λόγο, αυτή, απασχολήθηκε ανοικτά με κάθε αξιοπρόσεκτη εκδήλωση της ζωής. Γι’ αυτό θάταν όχι μόνο άδικο κι’ ανίερο, αλλά και σοβαρό μειονέκτημά της, αν δεν πρόσεχε και δεν τραγούδαγε τόσο λυπητερά τα πάθη του Χριστού μας.
Απ’ τα δημοτικά τραγούδια ή μάλλον τα μοιρολόγια γύρω απ’ τα πάθη του Κυρίου, το πιο μεγάλο κι’ αξιόλογο ειν’ αυτό, που θα δούμε παρακάτω, και το οποίο είναι διαδωμένο σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος, με μεγάλες ή μικρές παραλλαγές.
Μα ποιός ήταν ο πραγματικός ποιητής του ή αν ήταν πολλοί και πάνω-κάτω σε ποια εποχή ποιήθηκε, ολ’ αυτά, παραμένουν βουτηγμένα στο σκοτάδι της αβεβαιότητος. Πάντως, νομίζουμε, πως είναι προϊόν ευαίσθητης γυναικείας, μάλλον, ψυχής του παλιότερου καιρού. Και τουτο είναι φυσικό. Η γυναίκα, με τη θρησκοληψία και την ευπάθεια, που τη διακρίνουν, θάνοιωσε αληθινά μες τα τρίσβαθα της ψυχής της μεγάλο πόνο και φρίκη για την αχαριστία του κόσμου, που τον έσπρωξε στη Σταύρωση του Θεανθρώπου. ΄Ετσι μπόρεσε κι’ έδωσε μια τέτοια λυρικότητα, δραματικότητα και πάθος σ’ αυτό το πνευματικό δημιούργημά της.
Σε πολλά χωριά της Ηλείας κάθε Μεγάλη Παρασκευή, τα γυναικόπαιδα κάθονται σταυροχεριασμένα ολόγυρα στον «Εσταυρωμένον», και με πληγωμένη την καρδιά τους απ’ τη θλίψη, λένε το παρακάτω μοιρολόγι, σκορπώντας ολόγυρά τους μια καταιγίδα πίκρας κι’ εσωτερικής συντριβής. Κι’ ο σπαρακτικός αντίλαλός τους κάνει και την πιο σκληρή καρδιά να ραγίσει και, γιομάτη δέος, να μπει βαθειά στο μεγάλο νόημα των Παθών του Θεανθρώπου!
Καθώς είναι γραμμένο πιο κάτω, έτσι είναι γνωστό, στην Ήλιδα κι’ έχει, ίσως, τους περσότερους στίχους από κάθε άλλη περιφέρεια:
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι’ όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι’ όταν της ηρθ’ ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κύρά μ’ ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις•
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,
κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.
Άρθρο του Ανδρέα Δρόσου.
ΠΗΓΗ
http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/Drosos.html
Της Παναγιάς το κλάμα* – Δημοτικό τραγούδι
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφον,
η Παναγιά εκάθητο μόνη και μοναχή της,
Την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
‘κούει βρονταίς, ΄κούει στραπαίς και οντηραίς μεγάλαις•
άγια βώδια σφάζουσιν ή πρόβατα συζεύγουν;
Χύνει να δη την πόρτα της να δη την γειτονιά της.
Θωρεί πάνω, θωρεί κάτω, θωρεί, ψυχή δεν βλέπει•
θωρεί τον ουρανόν θαμβόν και τ’ άστρα βουρκωμένα
το φεγγαράκι τάγλαμπρόν στο αίμα βουτηγμένον.
Και πάλι κι ανατήρησε θωρεί τον άϊ-Γιάννη,
θωρεί τον και κατέβαινε κλιαμένον και δαρμένον,
κι εκράτει μεσ’ την χείρα του μανδήλι ματωμένον
κι εκράτει και στην άλλη του μαλλιά της κεφαλής του
κι εκράτει και στα νύχια του κρέας του μαγουλού του.
Κι η Παναγιά τον ερωτά κι η Παναγιά του λέγει:
-Άϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του Γυιού μου,
δεν είδες το παιδάκι μου και τον μονογενή μου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, χείλη να σου μιλήσω
και σιδερένια σωτικά να σου το μολογήσω.
Θωρείς το κείνο το βουνό, το υψηλό, το μέγα
πούχει την μαύρη γη κορφή, τον ουρανόν παντέρα;
Εκεί τον έχουν οι ‘βριοι εξόγκωνον δεμένον
σαν κλέπτη τον επιάσανε, σαν πόρνο τον κρατούσι
σαν να χωρίζη αντρόγυνο εκεί τον τυρανούσι.
Βγάζουν τον χρυσοσκούφιον και βάζουν του αγκαθένιο.
Βγάζουν το χρυσοζώναρον και βάζουντου τον βάτον.
Βγάζουν τα χρυσοπάπουτσα και βάζουν του τσαρούχια.
Η Παναγιά σαν άκουσε λιγοθυμιά της ήλθε.
Σταμνιά νερό την ‘πηρετούν τρία κανιά τον μόσχον
και έξη το ροδόσταμον ώστε που να συμφέρη.
Κι η Παναγιά συνέφερε κι αυτόν τον λόγον είπεν:
-Ας έλθ’ η Μάρθα, η Μαρία και του Λαζάρου η μάνα
και του Προδρόμου (1) η αδελφή και η άλλη Αλισάβη,
και πάμε να τον πάρωμεν προτού μας τον σταυρώσουν
και πριν του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι,
και το στρατί τους έβγαλε σ’ ένα μικρό βρυσάκι,
κι εδίψασεν η Παναγιά ‘σκύψεν να πιη λιγάκι•
‘κούει χαλκιά κι ηχάλκευε χαλκιά με τα παιδιά του,
χαλκιά με τη γυναίκα του και με τη φαμιλιά του
-μωρή μωρέ ατσίγγανε, ήντανε αυτά που κάνης,
-βριοί μου παραγγείλασι περόνια να τους κάμω.
Εκείνοι μούπαν τέσσερα και εγώ τους κάνω πέντε
τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια
και τ’ άλλο το φαρμακερό να μπήξουν στην καρδιά του
να τρέξη αίμα και νερό να λιγωθή η ψυχή του.
-Μωρή μωρέ ατσίγγανε ψωμί να μην χορτάσης
ουδέ την τραχηλίτσα σου ποτέ να μην αλλάξης:
μωρή μωρέ ατσίγγανε δείξε μου τον υιόν μου.
Για δείξε μου τον γιόκα μου και τον μονογενή μου.
Θωρείς εκείνο το βουνό το υψηλό το μέγα
πούχει την μαύρη γην κορφή τον ουρανόν παντέρα;
Εκεί τον έχουνε οι ‘βριοί εξόγκωνον δεμένον.
Ώραις η Παναγιά ‘κλαίεν, ώραις και μοιρολόγα
στρατί, στρατί τον πιάσανε, στρατί το μονοπάτι•
το μονοπάτ’ τους έβγαλεν εις του ληστού την πόρταν
βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
τα έρημα παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα,
κι έδεσε τα χεράκια της την πόρτα παρεκάλει:
-Άνοιξε πόρτα του βριού και πόρτα του Πιλάτου!
Κι η πόρτα απ’ τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Μπαίνει πάνω η Παναγιά καθίζει στο κρεββάτι.
-Παρακαλώ σε Μωϋσή, δείξε μου τον υιόν μου.
-Θωρείς τον κείνον τον χλωμόν, κείνον τον κιτρινιάρην;
Εκείνος ειν’ ο γιόκας σου και ο μονογενής σου,
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε λιγοθυμιά της ήλθε:
-Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ κρημνόν για να κρημνίσω
κι ένα ποτάμι θάλασσα για να ψυχομαχήσω.
Χριστός απολογήθηκεν όπου ‘ταν σταυρωμένος.
-Μάνα μου σαν πνιγής εσύ, πνίγονται κι άλλαις μάναις
άμε, μάνα στο σπίτι μας και στο αρχοντικό μας
και πίνε άδολο κρασί κι αφράτο παξιμάδι,
να φαν μανάδες με παιδιά, παιδιά δίχως μανάδες
και τα καλά τ’ αντρόγυνα με τους καλούς των άνδρες,
μάνα το μέγα Σάββατο που παίζουν οι καμπάναις
τότε και σύ μανούλα μου θα ‘δης χαραίς μεγάλαις.
——————————————————————————–
* Τραγουδιέται από μαυροφόρες γυναίκες, στην Κάλυμνο, στην αγρυπνία της Μεγάλης Παρασκευής.
1. Η παράδοσις συγχέει εδώ τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην με τον Πρόδρομον.
ΠΗΓΗ
http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/Demotis.html