Κυριακή των Βαϊων – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Αγίου Ευλογίου, Πατριάρχου Αλεξανδρείας, εις την Κυριακήν των Βαϊων και εις τον πώλον.

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: Ιβ.1 – 18.

Τω καιρώ εκείνω, ήλθεν ο Ιησούς, πρό έξ ημερών του πάσχα, εις Βηθανίαν, όπου ήν Λάζαρος ο τεθνηκώς, όν ήγειρεν εκ νεκρών. Εποίησαν ούν αυτώ δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει. Ο δέ Λάζαρος είς ήν των ανακειμένων σύν Αυτώ. Η ούν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού, και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού, η δέ οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. Λέγει ούν είς εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι: “διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς?” Είπε δέ τούτο ουχ ότι περι των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ’ ότι κλέπτης ήν και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. Είπεν ούν ο Ιησούς: “άφες αυτήν. Εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. Τους πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δέ ου πάντοτε έχετε.” Έγνω ούν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστι, και ήλθον, ου δια τον Ιησούν μόνον, αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν όν ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δέ οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν.
Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαϊα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ, και έκραζον: “ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ.” Ευρών δέ ο Ιησούς ονάριον εκάθισεν επ’ αυτό, καθώς εστι γεγραμμένον: μή φοβού, θύγατερ Σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επι πώλον όνου. Ταύτα δέ ουκ έγνωσαν οι μαθηταί αυτού το πρώτον, αλλ’ ότε εδοξάσθη ο Ιησούς, τότε εμνήσθησαν ότι ταύτα ήν επ’ αυτώ γεγραμμένα, και ταύτα εποίησαν αυτώ. Εμαρτύρει ούν ο όχλος, ο ών μετ’ αυτού, ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών. Δια τούτο και υπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον.

Απόδοση.

Έξι μέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει, και ο Ιησούς τον ανέστησε από τους νεκρούς. Ετοίμασαν, λοιπόν, εκεί για χάρη του το δείπνο, και η Μάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν μαζί με τον Ιησού στο δείπνο. Τότε η Μαρία πήρε και φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα της νάρδου κι άλειψε τα πόδια του Ιησού. Έπειτα σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του, κι όλο το σπίτι γέμισε με την ευωδιά του μύρου. Λέει τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που σκόπευε να τον προδώσει: «Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα, και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;» Αυτό το είπε όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό. Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την ήσυχη• αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δε θα με έχετε πάντοτε».
Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλεως έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και τον Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και το Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού.
Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς, και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας:
Δόξα στο Θεό!
Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο!
Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ!
Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή:
Μη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη της Σιών•
να που έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου,
σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος.
Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του• όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν. Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε τον Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν αυτά που είχαν δει. Γι’ αυτό ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει, επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το θαυμαστό αυτό σημείο.

Επιμέλεια κειμένου Νικολέτα Γεωργία Παπαρδάκη

Ομιλία του Αγίου Ευλογίου, Πατριάρχου Αλεξανδρείας, εις την αγίαν εορτήν των Βαΐων και εις τον πώλον.

Εορτάζουμε σήμερα οι πιστοί επίσκεψιν βασιλικήν. Ας υποδεχθούμε τον Βασιλέα θεοπρεπώς. Ήλθε λοιπόν η ώρα, ας μη κοιμώμεθα, ας υψώςωμε τον νου προς τον Θεόν” μη σβύσωμε το πνεύμα, ας ανάψωμε χαρμόσυνες λαμπάδες, ας ανανεώσωμε τον χιτώνα της ψυχής, ας βαστάσωμε νικηφόρως τα βάϊα και ας βοήσωμε μαζί με τον όχλον, ας υμνήσωμε όπως τα παιδιά, μαζί τους: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Ιδού ότι ήλθεν, ιδού εφανερώθη, ιδού έφθασε. Πάλιν εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ, πάλι σταυρός ετοιμάζεται, πάλι σχίζεται το χειρόγραφο του Αδάμ, πάλιν ο Παράδεισος ανοίγεται, πάλι γίνεται ένοικός του ο ληστής, πάλιν η εκκλησία χορεύει, πάλιν η πονηρά Συναγωγή χηρεύει, πάλιν οι δαίμονες αισχύνονται, πάλιν οι Ιουδαίοι μαίνονται, πάλιν οι πιστοί διασώζονται. Όλα συμμετέχουν στην εορτήν, όλα υμνούν τον Δεσπότην, οι ουρανοί ευφραίνονται, τα όρη αγάλλονται. Ποταμοί κροτήσετε, προσέλθετε, βοήσετε, βλέποντας τους λόγους των Προφητών μας να πραγματοποιούνται. Τα όρη αλαλάξετε, νήπια υμνήσετε, μαθηταί κηρύξετε, ιερείς λαλήσετε, έθνη συναχθήτε. Τα ουράνια, τα επίγεια, τα καταχθόνια, κάθε ηλικία και αξίωμα. Διότι έρχεται όλους να τους ευεργετήση” εφανερώθη για να τους ελεήση όλους, για να χαρίση σε όλους την αγαλλίασι. Ενώ είναι Θεός, έγινεν άνθρωπος και «επί της γης όφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Μαζί με τους δούλους ο Δεσπότης, με τους χρεωφειλέτες ο πληρωτής, με τους ασώτους η σωτηρία, με τους καταδίκους ο ελευθερωτής, με τους απεγνωσμένους η ελπίς, με τους κατακειμένους η ανάστασις, με τους αγνώμονες ο ελεήμων, με τους δραπέτες ο δίκαιος, με τους υπευθύνους ο ανεύθυνος, με τους αμαρτωλούς ο αναμάρτητος, με τους αχαρίστους αυτός που πάντα χαρίζει αφθόνως.

Είδες, αγαπητέ, το μυστήριον της εορτής; Είδες τα θαύματα της σημερινής ημέρας; Χθές εώρταζεν η Βηθανία, σήμερα όλη η Εκκλησία απήλαυσε την θεϊκήν παρουσία. Χθές εχάρισε σε άλλον την ζωή, σήμερα έρχεται ο ίδιος προς τον θάνατο. Χθές ανέστη ο τετραήμερος, σήμερα παρουσιάζεται ο τριήμερος. Τετραήμερον ανέστησε τον Λάζαρο, για να προβεβαιώση την κοινήν ανάσταση της φύσεώς μας, που αποτελείται από τέσσερα στοιχεία. Αλλά εκεί μεν η Μάρθα «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά», συμβολίζοντας την νομικήν λατρεία, ενώ εδώ η Μαρία παρακάθηται στα πόδια του Κυρίου, εικονίζοντας με την στοργή και την αφοσίωσή της σ’ αυτόν την Εκκλησία. Και εκεί μεν έξι ημέρες πριν το Πάσχα χαρίζει στις δύο τον έναν αδελφό, τον τετραήμερο Λάζαρο με τις πέντε αισθήσεις του σώματος, επιτρέποντας στα δεσμά του να λυθούν. Τώρα όμως έρχεται να δεσμευθή και έρχεται όχι με βάδισμα πομπώδες ούτε θορυβώντας ούτε περιστοιχιζόμενος και περιβαλλόμενος αοράτως από αγγελικές δυνάμεις και εξουσίες, όχι καθήμενος σε θρόνον υψηλό και υπερυψωνένον, όχι καλυπτόμενος από κάποιες πτέρυγες και πυριμόρφους τροχούς και πολυόμματα, όχι εντυπωσιάζοντας τους πάντες με σάλπιγγες και σημεία και τέρατα, αλλά κρυπτόμενος σε ανθρώπινη φύση. Διότι η παρουσία αυτή είναι της φιλανθρωπίας, όχι της δικαιοκρισίας” της συγκαταβάσεως, όχι της τιμωρίας. Εκδηλώνεται ανάλογα όχι με την δόξα του Πατρός, αλλά με την ταπείνωση της μητρός. Αυτήν την παρουσία μας διεκήρυξε από μακρυά ο θαυμάσιος Ζαχαρίας, και συγκαλώντας την κτίση προς ευφροσύνην ανέκραξε προς την Ιερουσαλήμ, και διά μέσου αυτής προς την Εκκλησία, λέγοντας «Χαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών». Αυτόν τον λόγον απηύθυνε και ο Γαβριήλ προς την Παρθένο. «Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου». Αυτό ανέκραξε και ο Σωτήρ προς τις γυναίκες, όταν ανέστη εκ νεκρών. «Χαίρετε». Για να μάθης ότι για τους λόγους που ήκουσε παλαιά η Εύα, «εν λύπαις τέξη τέκνα», εβόησε τώρα προς τις γυναίκες το «Χαίρετε», καθώς εκήρυξε και ο Ζαχαρίας λέγοντας «Χαίρε σφόδρα, Θύγατερ Σιών, κήρυττε Θύγατερ Ιερουσαλήμ». Ποίο είναι το κήρυγμα, ειπέ φανερά, ω Προφήτη, «επ’ όρους υψηλού ανάβηθι, ο ευαγγελιζόμενος Σιών. ύψωσον την φωνήν σου». Τι έλεγες στην Σιών; «Ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεταί σοι». Πώς; Είπες την παρουσία, δεν θα ειπής και τον τρόπο; Άραγε επάνω σε άρματα και οχήματα; Άραγε με δυνάμεις και στρατεύματα και ιππείς και την λοιπήν επίδειξη των Βασιλέων; Όχι, λέγει, αλλά πώς; «Επιβεβηκώς επί όνον και πώλον νέον». Τι λέγεις; Είναι δυνατόν σε βασιλέα να ανεβή σε πώλο, να χάση την δόξα του καθήμενος επάνω του; Ναί, λέγει. Διότι δεν έρχεται με την ιδίαν υπεροψία που έχουν οι άλλοι. Αλλά τι; με μορφήν δούλου, ως νυμφίος, τόσον πράος και ήμερος ως αμνός. Και ωσάν σταγόνα που στάζει ήσυχα σε σπόγγο, και ωσάν πρόβατον που το πηγαίνουν για σφαγήν, ωσάν αρνίον άκακο που οδηγείται να θυσιασθή, έτσι έρχεται, φορώντας την άλογο φύση των ανθρώπων και καθήμενος σε ζώον άλογο, προς παιδαγωγίαν των ανθρώπων, για να μην υπερηφανεύωνται, «καθαιρώντας δυνάστας από θρόνους και υψώνοντας ταπεινούς, γεμίζοντας τους πεινασμένους με αγαθά, και εξαποστέλλοντας τους πλουσίους κενούς». Φέρει μαζί του κάποιους δώδεκα, και αυτούς αξιοθρήνητους, που τον ακολουθούν όπου πηγαίνει, και δι’ αυτών συγκαλεί τα έθνη.

Αυτός είναι ο κλάδος που εβλάστησε από την ρίζα του Ιεσσαί, τον οποίο προϋπαντούν σήμερα τα τέκνα των Εβραίων. Του σείουν κλάδους ελαιών, επειδή είναι ελεήμων. Τον ανευφημούν με βάϊα, επειδή είναι ο νικητής του θανάτου και λέγουν «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Τι λέγει δηλαδή ο ευαγγελιστής; «Και εγένετο ότε ήγγισεν ο Ιησούς εις Βηθσφαγή και εις Βηθανίαν, προς το όρος το καλούμενον Ελαιών, απέστειλε δύο των μαθητών Αυτού, ειπών. Υπάγετε εις την κατέναντι κώμην, και εισερχόμενοι εν αυτή ευρήσετε όνον και πώλον νέον, εφ’ ου ουδείς ανθρώπων εκάθισε. Λύσαντες αγάγετέ μοι. Και εάν τις υμάς ερωτά διατί λύετε; Ερείτε oτι ο Κύριος αυτού χρείαν έχει». αυτοί τότε έκαναν πράξη τον λόγο του Λόγου, και οδήγησαν προς αυτόν τον όνον και τoν πώλον, ετοποθέτησαν επάνω τα ιμάτιά τους και εχάθισεν ο Ιησούς. Η απέναντι κώμη είναι τύπος του παρόντος βίου. Διότι ήταν αντίκρυ και όχι κοντά στον Θεόν. Όταν λοιπόν επλησίασε σ’ αυτήν την κώμη, όταν εσαρκώθη και συνανεστράφη μαζί μας, τότε λοιπόν αποστέλλει τους δύο μαθητάς, δηλαδή τις δύο Διαθήκες, για να οδηγήσουν σ’ αυτόν τους δύο λαούς, την παλαιάν γηρασμένη Συναγωγή και τoν νέο και αγύμναστον λαόν των Εθνών. Λέγοντας δε απέναντι, εννοεί ότι έστειλε να λύσουν από το επιτίμιο αυτόν που είχε ορισθή να κατοική απέναντι από την τρυφήν του Παραδείσου και να τoν προσκαλέσουν. Βλέποντας λοιπόν οι παλαιοί Προφήται, οι Απόστολοι και οι ιεροκήρυκες τον Αδάμ να απολαμβάνη πάλι την σωτηρία, προϋπαντούν ιεροπρεπώς αυτόν ο οποίος εταπείνωσε τoν εαυτόν του, ερχόμενος από όρος υψηλόν στην Σιών για το εκούσιον Πάθος. Και ψάλλουν επευφημώντας τον με τους θεοπνεύστους λόγους των, ωσάν με εμψύχους κλαδους ελειών. «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά ο εν τοις υψίστοις». Τι λέγεις; Τoν βλέπεις να κάθηται σε ένα μικρόν αξιολύπητον ονάριο και κράζεις «Ωσαννά εν τοις υψίστοις»; Βλέπεις μορφήν δούλου και τoν λέγεις Θεόν Κύριον εν ονόματι Κυρίου»; Ναι, λέγει, κάθεται στον πώλο, και από τoν πατρικόν κόλπο δεν χωρίζεται. Εδώ από παιδιά υμνείται, και επάνω από Σεραφίμ θεολογείται. Εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ, αλλά δεν εγκατέλειψε την άνω Ιερουσαλήμ. Και συγχρόνως τoν βλέπει ο Ιωάννης και τoν προϋπαντά βοώντας «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Και αλλού: «Ιδού ο Θεός ημών. Ιδού αυτός ήξει και σώσει ημάς». Γι’ αυτό ανοίχθησαν σήμερα οφθαλμοί τυφλών. Και ο μεν ένας Προφήτης βοά στoν Κύριο στραμμένος προς την Ανατολήν. «Ιδού άνθρωπος, ανατολή όνομα αυτώ», ο δε άλλος πρoς την Δύση παρακινεί: «οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί δυσμών. Κύριος όνομα αυτώ». Ο ένας λέγει «εγέρθητι, βορρά», ο άλλος φωνάζει «έρχου, νότε». Ο δε Δαβίδ συγκαλεί το κήρυγμα περιεκτικώτατα και σταυροφανώτατα «από ανατολών και δυσμών και βορρά και θαλάσσης». Ο Ιερεμίας άδει σαν να δακτυλοδεικτή τον ερχόμενο προς τα έθνη και λέγει «ούτος ο Θεός ημών. Ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν. Εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης. Μετά ταύτα, ιδού επί της γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Ο ένας λέγει προς την Ιερουσαλήμ «τέρπου και ευφραίνου, θύγατερ Σιών». Ο άλλος παροτρύνει τα παιδιά: «Αινείτε παίδες Κύριον».

Και τα παιδιά αποκρίνονται: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Ακούει όλα αυτά ο ψαλμωδός και βοά προς τον Κύριον: «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον». Και ο Δεσπότης παρακινεί τους λαούς: «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με». Καλώς ηκολούθησαν τους λόγους της Ελισάβετ τα παιδιά. Διότι ενώ εκείνη είπε προς την Παρθένο και Θεοτόκο «ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου», αυτά λέγουν προς τον Υιόν της «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, Θεός Κύριος». Τι σημαίνει «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»; Ερχόμενος, από πού; Από τον ουρανόν και από την Παρθένον. Ερχόμενος και πορευόμενος. Πού έρχεται; Στο Πάθος «εν ονόματι Κυρίου», του Πατρός βεβαίως, καθώς και ο ίδιος ο Χριστός έλεγε: «Εγώ εκ του Πατρός εξήλθον και προς τον Πατέρα μου υπάγω». Είδες θεολόγο δόγμα από απειρόλογα παιδιά; Τα παιδιά ανεγνώρισαν εκ φύσεως τον Δεσπότη της κτίσεως, ενώ οι πατέρες τους απεδείχθηκαν αχάριστοι. Αυτά τον ύμνησαν ως Θεόν, και εκείνοι τον εσταύρωσαν ως εχθρόν. Αυτά ψάλλουν ωσαννά, εκείνοι κράζουν σταυρωθήτω. Η νέα και αδαής ηλικία σοθήσεται, και αυτοί που παρουσιάζονται ως σοφοί σκοτίζονται. Τα παιδιά έστρωσαν στον δρόμο τα ιμάτιά τους, οι πατέρες επήραν τα ιμάτιά του και τα διεμέρισαν. Αυτά εκδύονται τους χιτώνες τους, προμηνύοντας την γύμνωση της Συναγωγής, συγχρόνως δε υποδεικνύοντας και σ’ εμάς να εκδυθούμε τον παλαιόν άνθρωπο, και να υποταγούμε στον Χριστό. Τα παιδιά υποδέχονται τον Χριστόν με τα βάϊα” οι πατέρες τους έρχονται με τα μαχαίρια. Αυτά ευλογούν, εκείνοι βλασφημούν” αυτά ως πρόβατα εδέχθησαν τoν ποιμένα, εκείνοι ως λύκοι εσφαγίασαν τoν αμνό. Πόσο παράδοξο και παρά την φύση ήταν πράγματι το θέαμα, να βλέπης νήπια τα οποία θηλάζουν γαλουχούμενα στις αγκάλες των μητέρων, να βαστούν με το ένα χέρι τoν μαστό της μητρός τους και με το άλλο να σείουν τους βλαστούς των βαΐων προς τoν Θεόν, που εγεννήθη από μητέρα” και πίνοντας το μητρικό γάλα να εκστομίζουν δόγμα Δεσποτικόν, και να αναφωνούν ως πρώτον λόγο καρπόν χειλέων στoν Θεόν Λόγο λέγοντας: «Ωσαννά» που σημαίνει δόξα σοι, σώσον ημάς ο εν τοις υψίστοις. Ποίος σας εκπαίδευσε παιδιά μου; Ποίος σας εσόφισε, ποίος σας εμυσταγώγησε προ καιρού τoν λόγο του Λόγου;

Ας παρουσιασθή ενώπιόν μας ο αχάριστος Ιουδαίος. Ας έλθη και η μοιχαλίς Συναγωγή. Ειπέ μας, Ιουδαίε. Δεν μας εκήρυξαν όλοι οι Προφήται ότι έρχεται; Ναι, λέγει, το αμφιβαλλόμενον όμως είναι αυτό, ήλθε ή όχι ακόμη; Ακόμη δεν ήλθε, λέγει. Καλώς. Ας ιδούμε, λοιπόν, το αξίωμα του ερχομένου, και τότε θα μάθωμε εάν ήλθε ή όχι. Θεόν λέγεις τoν ερχόμενον ή κοινόν άνθρωπον; Άνθρωπο, λέγει, σαν τον Δαυϊδ, ή αυτόν τον ίδιο τoν Δαυϊδ. Σαν τον Δαυϊδ! Ω σοφιστά της κακίας! Ω ασύνετε στην καρδία! Πώς λοιπόν ο ίδιος ο Δαυίδ τoν αποκαλεί Κύριον και ερχόμενον από τoν Κύριον, όπως μόλις ήκουσες τα τέκνα σου να ανυμνούν «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν». Και πάλιν «είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θώ τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου». Και πάλιν «εβασίλευσεν ο Θεός επί τα έθνη», και «είπατε εν τοις έθνεσιν ότι Κύριος εβασίλευσεν». Ποίος δε είναι αυτός ο βασιλεύς; Άκου τoν Ησαϊα, που αναφερόμενος σε σας, λέγει: «και θελήσουσιν οι λαοί ει εγεννήθησαν πυρίκαυστοι» (όλοι οι κακώς συναγμένοι θησαυροί δηλαδή). Γιατί, ω Προφήτη; «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν, ου η αρχή εγεννήθη επί του ώμου αυτού, και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος». Τι λέγεις τώρα, Ιουδαίε; Ιδού ότι οι Προφήτες σαφώς εκήρυξαν Θεόν τον Ερχόμενον. Δεν ήταν δυνατόν να μας σώση άνθρωπος. Διότι εάν επρόκειτο να αποθάνη προς χάριν μας ο Μωυσής ή ένας από τους Προφήτες, πώς θα μας έσωζε, αφού θα ευρίσκετο και αυτός υπό το κράτος της αμαρτίας; Γι’ αυτό είχαμε ανάγκη από την σάρκωση του αναμαρτήτου Θεού, ο οποίος θα κατεδέχετο να αποθάνη κατά την σάρκα. Γι’ αυτό σαρκώνεται ο άσαρκος, ώστε αυτό που δεν ήταν δυνατόν να το υποστή με την θεότητα να είναι σε θέση να το υποστή με την ανθρωπότητα. Πάσχει και δεν πάσχει. Το πρώτο μη το καταλογίσης στον Λόγο, στο δεύτερο μη χωρίζης την σάρκα από τoν Λόγο. Διότι δεν χωρίζω, αλλά αναγνωρίζω το ιδίωμα της κάθε ουσίας. Λέγω ότι ο Λόγος συνυπάρχει μαζί με την σάρκα, όμως δεν συμπάσχει μ’ αυτήν. Συσταυρώνεται αλλά χωρίς να προσηλωθή στoν σταυρόν η ιδική του φύσις. Συνθάπτεται, αλλά δεν συνθανατώνεται. Συγκλείεται με το νεκρόν σώμα στoν τάφο, αλλά δεν περιορίζεται εκεί μαζί του. Η ψυχή χωρίζεται από το σώμα, αλλά ο Λόγος δεν απομακρύνεται ούτε από το ένα ούτε από το άλλο. Γι’ αυτό ελαφυραγωγήθη ο Άδης, επειδή η ψυχή κατήλθε εκεί ηνωμένη με την θεότητα. Διότι επορεύθη εκεί κάτω και εκήρυξε στα πνεύματα που ευρίσκοντο στoν Άδη. Το δε ηνωμένο με την θεότητα σώμα, στον τάφο δεν υπέστη ουδεμίαν αποσύνθεση. Διότι ο Λόγος έμεινε σε όλες τις φάσεις αχώριστος από την σάρκα του. Δεν την άφησε ούτε για λίγο μόνη της, άθεον, σαν να ανήκε σε ένα από τα ιδικά μας σώματα.

Όμως αν και εσώθη με την υπόσταση του Λόγου η λογική μας φυσις, όμως δεν εξισώθη με αυτήν. Διότι πώς να εξισωθή το πρόσφατο με το προαιώνιο; Ή πώς θα εξομοιωθή το άναρχο με το έναρχο; Γι’ αυτό και τoν βλέπεις σήμερα επάνω στον πώλο σαν άνθρωπο. Διότι ήταν διπλός. Γι’ αυτό και ηυξήθη και εθήλασε και εδάκρυσε και αγωνίασε σύμφωνα με τoν νόμο της ιδικής μας φύσεως. Διότι ο Θεός Λόγος, όταν εσαρκώθη, δεν ηρνήθη τα αδιάβλητα πάθη της φύσεώς μας, επειδή θα έπρεπε τότε πριν από αυτά να αρνηθή την ιδία την φύση μας. Δεν κοιμάται στο πλοίον ο Θεός Λόγος «ου νυστάξει, ουδέ υπνώσει ο φυλάσσων τον Ισραήλ»” κοιμάται όμως η σάρκα η ιδική μας, την οποίαν ενεδύθη ο Λόγος του Θεού. Δεν θα πεινάση, δεν θα κοπιάση από την οδοιπορίαν η θεία φύσις, όπως λέει ο Ησαϊας: «Ο Θεός ο μέγας και ισχυρός ου πεινάσει ουδέ κοπιάσει». Πώς λοιπόν πεινά; Κατά την σάρκα που έλαβε από εμάς. Πώς πάσχει; Κατά την σάρκα. Πώς δακρύζει; Κατά την σάρκα. Πώς εθανατώθη; Κατά την σάρκα, ενώ κατά το πνεύμα είναι όλος ζωή. Πώς σαλεύει την γή; Με την θεότητα, ως προς την οποίαν είναι ηνωμένος με τον Πατέρα. Πώς κυριεύει τον Άδη; Με την θεότητα, όχι απλώς με την ανθρωπίνη φύση του. Πώς λέγει «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν»; Ως προς την άνω προαιώνιο γέννηση. Πώς «Ο Πατήρ μου μείζων μου εστίν»; Ως προς την κάτω γέννηση από την Παρθένο. Πώς «ο εωρακώς εώρακε τον Πατέρα»; Ως προς την άκτιστο φύση του Λόγου. Πώς ου δύναμαι απ’ εμαυτού ποιείν ουδέν»; Τί λοιπόν, είναι αδύναμος ο Λόγος σχετικά με τον Πατέρα; Μακρυά αυτή αρειανική φρενοβλάβεια! Ποίο είναι αυτό που λέγει «Δόξασόν με πάτερ»; Το σώμα του Λόγου. Ποίος λέγει «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί»; Ο Λόγος που ευρίσκεται μέσα στο σώμα. Πώς «Πατέρα μου και Πατέρα υμών»; Ο Πατήρ δεν είναι του σώματος Πατήρ αλλά του Θεού Λόγου, που γεννάται από αυτόν. «Θεόν μου και Θεόν υμών», Θεος όχι του Λόγου (πώς θα είναι Θεός του ίσου με αυτόν Θεού;) αλλά Θεός της μορφής του δούλου που ηνώθη με τον Λόγο. «Προ του Αβραάμ γενέσθαι, εγώ ειμί», ο Θεός Λόγος που είναι μέσα στην σάρκα. «Κύριος είπε προς με. Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» ως προς την πρόσφατο σάρκωση του Λόγου. Διότι δεν ήταν άλλος εκείνος που εγεννήθη από τον Πατέρα πριν τον Εωσφόρο και άλλος αυτός που εγεννήθη από μητέρα στην Βηθλεέμ. Εάν αυτά παραφρονή ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, ο Παύλος όμως ο Ταρσεύς άλλα νουθετεί. Αλλά όταν μεν θέλη να φανερώση την μορφήν του Θεού, που κρύπτεται μέσα στην μορφήν του δούλου βοά: «Ος ων απαύγασμα της δόξης». Όταν δε πάλι φανερώνη την διαφορά της σαρκός η οποία ηνώθη με τον Λόγο, λέγει: «Ο δε Θεός και τoν Κύριον ήγειρεν», για να αποδείξη έτσι ο Απόστολος την διάκριση των δύο φύσεων που υπάρχουν στην μίαν υπόσταση, και να καταβάλη τον Μάνη τον φαντασιομάχο και τoν Παύλο τον ανθρωπολάτρη. Συ δε τι λέγεις; Τι νομοθετείς;, νέε Μανιχαίε και καθαρέ υπέρμαχε της μανίας εκείνου; Δεν συμβιβάζεσαι να ονομάσης την σάρκα φύση; Αλλά δειλιάς εκεί όπου δεν αρμόζει ο φόβος, ούτε σέβεσαι τoν Δεσπότην ο οποίος λέγει στον καιρόν του Πάθους: «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής». Εάν είναι πρόθυμος, πώς είναι συγχρόνως ασθενής; Ποία φύσις του Χριστού, ποία σάρκα είναι ασθενής; Βεβαίως του Αδάμ, που έχει ασθενήσει. Και πώς προσεύχεται γονατιστός; Άραγε ο Λόγος προσεύχεται; Και πώς παρακαλεί τoν Θεόν, αφού είναι Θεός; Εάν λοιπόν είναι ίσος με τον Πατέρα, όπως και είναι, δεν προσεύχεται ως προς την Θεότητα, αλλά ως άνθρωπος. Επειδή πώς λέγει: «Εξουσίαν έχω θείναι την ψυχήν μου, και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν»; Εκείνος που έχει εξουσία πώς χρειάζεται βοήθεια από αλλού; Αυτός που λέγει «Λύσατε τoν ναόν τούτον (δηλαδή την σάρκα του) και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν», πώς, ω θεομάχε, ενώ εγείρει τoν ναόν του, διαλύεται μαζί με το ναό; Διότι εάν ο ίδιος διαλύεται, τότε βεβαίως δεν ημπορεί να τoν αναστήση κανείς.

Και συ μεν φοβείσαι, όπως λέγεις, μήπως ακούοντας σώμα που πάσχει, προσκυνήσεις κοινόν κτίσμα. Εγώ όμως εκείνο τρέμω, μήπως λέγοντας ότι η Θεότης έπαθε και απέθανε, ατιμάσω όλο το μυστήριον της Τριάδος. Διότι εάν μεν έπαθε ο Λόγος, η δε φύσις του Πατρός είναι απαθής, τότε βεβαίως άλλη ήταν η ουσία Του Λόγου και άλλη η του Πατρός. Και γιατί λοιπόν να μαχώμεθα γι’ αυτό με τους Αρειανούς; Εάν μία είναι η ουσία του Πατρός και του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος, ο δε Λόγος του Θεού που ήταν μέσα στην σάρκα έπαθε, άρα η ουσία και του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος είναι παθητή και θνητή. Διότι εάν συνέπασχε ο Λόγος με την σάρκα, τότε βεβαίως απέθανε και μαζί της, και εάν είναι έτσι, πώς ελαφυραγώγησε τoν Άδη; Πώς ανέστησε τους νεκρούς; Θα ευρεθή άρα και χωρισμένος από τoν ζώντα Πατέρα, αφού απέθανε. Εάν όμως συμβαίνη αυτό, δεν ήταν λοιπόν Τριάς στον ουρανό στον καιρό του Πάθους, αλλά δυάς, η οποία ανέμενε τον Λόγο να αναστηθή από τον Πατέρα, και να ανέλθη στον ουρανό. Ω, τι αθέμιτος τόλμη! Ποίος όφις εξηπάτησε τους θεομάχους να αποκαλέσουν παθητόν τον απαθή, και να κάνουν τον κτίστην ασθενέστερον από τα κτίσματα! Δεν εντρέπεσαι, αιρετικέ, τον ήλιο που ευρίσκεται στο δένδρο, και ενώ το δένδρο κόπτεται, δεν χωρίζεται ούτε κόπτεται μαζί του ο ήλιος, της δικαιοσύνης εννοώ, γινόμενος έτσι παθητός όπως ήταν το σώμα του; Ούτε είδες, ω κακούργε, κανένα φονέα ή κακούργο να στερήται την κεφαλήν ή τα χέρια του, την δε αθάνατο ψυχή του να μη συναποθαίνη με το σώμα του; Έλαβαν έπειτα αυτοί καίρια πληγήν από τον Λόγο και έπεσε ο θεομάχος.

Ανέπνευσε πάλιν ο χριστομάχος, πάλιν αδιαντροπεί ο Ιουδαίος. Τι λέγει; Κοίτα, λέγει, δεν εφονεύσαμε Θεόν αλλά άνθρωπο. Προς αυτόν είναι καλό να ειπούμε απότομα: «Σιώπα, πεφίμωσο», κλείσε πλέον το στόμα σου. Έστω, ηθέτησες τον νόμο, έστω, εφόνευσες τους Προφήτες, δεν κοκκινίζεις ενώπιον του Δαυίδ, ο οποίος λέγει για τον Χριστόν «Εκ γαστρός προ Εωσφόρου εγέννησέ με» επάνω ο Πατήρ; Και πάλι «Κύριος είπε προς με, Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Δύο γεννήσεις έχει ο ένας και μόνος Χριστός” μίαν από τον Πατέρα, άχρονο, και άλλην από την μητέρα, άσπορο. Όταν λοιπόν λέγη: «Τον νώτον μου δέδωκα εις μάστιγας, τας δε σιαγόνας μου εις ραπίσματα», τα μέλη αυτά του σώματος τα έλαβε από την Μαρίαν, η οποία ανήκε στην φυλή του Ιούδα. Και αυτά ακριβώς τα οποία έλαβε από τον Ιούδα, αυτά τα έδωσε στους Ιουδαίους να τα ραπίζουν και να τα μαστιγώνουν. Εκείνα όμως που έχει ως Θεός κατά φύση, δεν είναι δυνατόν να τα ιδή άνθρωπος και να ζήση. Αλλά ο Ιουδαίος δεν σταματά: πώς λοιπόν λέγει ο Προφήτης γι’ αυτόν που εσταυρώθη: «Και είδομεν αυτόν και ουκ είχεν είδος (μορφή δηλαδή) ουδέ κάλλος». Βλέπεις όμως αχάριστε, ότι γι’ αυτόν έχει γραφή: «Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων». Και εάν λέγης ποίος Θεός ημπορεί να είναι πρόσφατος; Εγώ θα σου ειπώ: ποίου ανθρώπου το όνομα υπάρχει προ του ηλίου και πολύ προ της σελήνης; Και «καταβήσεται ως υετός (βροχή δηλαδή) επί πόκον (τούφα μαλλιού δηλαδή) και ως η σταγών η στάζουσα επί της γης»; Πάλιν όμως ίσως ειπής: ποίος Θεός πωλείται για τριάκοντα αργύρια; Και εγώ θα σου απαντήσω. Ποίου ανθρώπου αίμα εξηγόρασε όλον τον κόσμο και τoν ηγίασε; Εάν πάλι σκανδαλίζεσαι που τoν βλέπεις σήμερα να κάθηται επάνω σε όνον, αλλά πώς δεν λέγεις εκείνο που έμαθαν τα παιδιά χωρίς να το διδαχθούν, και εκραύγαζαν «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»; Και ότι είναι Κύριος και Θεός αυτός που κάθεται στον πώλον ως άνθρωπος, ας έλθη εδώ ο ιδικός σου αλλά όχι ιδικός σου Δαυίδ, ο οποίος ομιλώντας με τα τέκνα σου ας μας ειπή ποίος είναι αυτός που θεολογεί τoν ανυμνούμενον τώρα από αυτά, και στέκει κατά κάποιον τρόπον απέναντι από τoν πώλο λέγοντας: «Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη! Ότι επήρθη η μεγαλοπρέπειά σου υπεράνω των ουρανών! Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν», τoν διάβολο δηλαδή. Συ που είσαι επάνω στον πώλο, είσαι Θεός αληθινός. «Καί οψόμεθα τους ουρανούς, έργα των δακτύλων σου». Συ που είσαι επάνω στoν πώλο εθεμελίωσες την σελήνη και τους αστέρας, συ ελάττωσες τoν άνθρωπο «βραχύ τι παρ’ αγγέλους», και φορώντας τoν άνθρωπο τoν ύψωσες επάνω από κάθε αρχήν και εξουσία, και «δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν». Συ μεν φαίνεσαι επάνω στον πώλο, αλλά «ο Θρόνος σου, ο Θεός εις τoν αιώνα του αιώνος, και ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου, ηγάπησας δικαιοσύνην και εμίσησας ανομίαν. Δια τούτο έχρισέ σε ο Θεός ο Θεός σου», διότι έλαβες μορφήν δούλου. Σε έχρισε όχι με χρίσμα ελαίου, αλλά με Πνεύμα Άιον. Διότι αυτό είναι το έλαιον της αγαλλιάσεως. Γι’ αυτό και έλεγε η Παρθένος μητέρα σου: «ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου», όταν την επεσκίασε το Άγιον Πνευμα. Συ δε ο πιστός ακροατής, πρόσεχε, παρακαλώ, πώς η Παναγία Παρθένος απεκάλεσε τον Υιόν της Θεόν. Ναι, λέγει, «Θεός μου», κατά την θεϊκήν του ουσία. «Υιός μου», κατα την ουσία που έλαβε από εμένα. Διότι δεν έφερα στον κόσμο κοινόν άνθρωπον, αλλά Θεόν σαρκωμένον. Και μάρτυς αξιόπιστος είναι η σφραγίς της παρθενίας μου. Μην υποτιμήσης, άνθρωπε, το περίβλημα που έλαβε από εμένα ο Θεός, για να μην υβρίσης έτσι αυτόν που το περιεβλήθη. Μην υβρίσης την σκηνή, διότι όντως χωρίς ανθρώπινο χέρι ερράφη γι’ αυτόν που εσκήνωσε μέσα. Μη χωρίσης το φως από την σαρκικήν μου λαμπάδα, για να μη σβύσης κακώς τον Ήλιο που έλαμψε στον κόσμο, και χωρίς μεσολάβηση ανθρώπου έγινε άνθρωπος. Διότι δεν εγνώρισα άνθρωπον, αλλά είδα τον Θεόν να γίνεται μέσα μου άνθρωπος.

Έχεις, ω πιστότατον και ιερώτατον ποίμνιον του Χριστού, τα εγκώμια της εορτής. Σκίρτησε. Έχεις τα θεία και αμώμητα διδάγματα της Εκκλησίας. Απόλαυσέ τα. Έχεις τα όπλα τα πνευματικά. Πολέμησε υπέρ του ποιμνίου κατά των λύκων, μάθε τους να μη βλασφημούν. Δίδαξε τον αγώνα υπέρ της αληθείας. Απόδειξε ότι ο αγρός της Εκκλησίας, της ιδικής μας και του Χριστού, είναι καθαρός από όλα τα ζιζάνια. Εάν μεν είσαι σαν κάποιος Λάζαρος αλυσοδεμένος με πταίσματα ή ενάντια δόγματα, άκου σήμερα τον Λόγο που σου φωνάζει: «Δεύρο έξω», και σε προστάζει να λυθής και να αναστηθής. Εάν δε είσαι κάποιος μαθητής, και κατάλληλος προς διδασκαλία, δέξου να αποσταλής, να λύσης και να οδηγήσης στον Χριστόν πώλο και πώλους, και πολλούς δεμένους στην πλάνη και ευρισκομένους στην αντίθετο πίστη, στην αντικρινή κώμη. Και αν κάποιοι αντιλέγουν και δοκιμάζουν κακώς να εμποδίσουν την λύση των εκεί ακινητοποιημένων, λέγοντας: «Τι λύεις τον πώλον», ειπέ και συ ότι «ο Κύριος αυτών χρείαν έχει». Διότι «Κύριος λύει πεπεδημένους, Κύριος σοφοί τυφλούς», όπως ήκουσες στο Ευαγγέλιο. Επειδή ανεγνώρισαν ότι ο ήλιος της δικαιοσύνης επεσκέφθη την γη, πολύ φυσικά εκραύγασαν προς αυτόν «ελέησον ημάς, Κύριε, υιέ Δαυϊδ». Τι καινοφανή και παράδοξα θαύματα! Οι τυφλοί αναβλέπουν, και οι Ιουδαίοι, που βλέπουν, τυφλώνονται. Αυτοί τον ομολογούν Κύριον, και εκείνοι ερωτούν: «Τις έστιν ούτος;». Δές τι λέγει ο Ευαγγελιστής: «οι δε όχλοι οι προάγοντες και οι ακολουθούντες έκραζον Ωσαννά, ευλογημένος ο Ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Και εισελθόντος αυτού εις Ιερουσαλήμ, εσείσθη πάσα η πόλις, λέγουσα. Τις έστιν ούτος;» Είδες το παράδοξον μυστήριο του Βασιλέως; Κάθεται σε πώλο και σείει την πόλη, και καθηλωμένος στον Σταυρόν σείει την οικουμένη. Για να μάθης ότι ήλθε για να σείση και να καταλύση την πολύθεο πλάνη των ειδώλων. Κοίτα, παρακαλώ, άγνωστες πτυχές του μυστηρίου της οικονομίας του. Καθώς έσειε στον Άδη το εκεί δεσμωτήριο, και οι άνω δυνάμεις έκραζαν προς τις κάτω δυνάμεις «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών», για να εισέλθη αυτός που λέγει «Εγώ ειμί η θύρα», έκπληκτες οι ενάντιες δυνάμεις αντέλεγαν: «Τις έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης»; Στην επίγειο Ιερουσαλήμ πάλι παραξενεύονται και ζητούν να μάθουν «τις έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;». Όταν δε ανέρχεται προς την άνω Ιερουσαλήμ, βλέποντας αυτόν με το σώμα οι νοερές δυνάμεις, οι οποίες ουδέποτε τον είχαν ιδεί, αφού ήταν ασώματος, θαυμάζοντας την καινοφανή αυτήν άνοδον, απορούσαν λέγοντας μεταξύ τους «Τις έστιν ούτος ο παραγενόμενος», ενσώματος στους ασωμάτους χώρους; Είναι δε άξιον θαυμασμού, πώς οι βασιλικές δυνάμεις ζητούν να μάθουν «τις έστιν ο παραγενόμενος», αυτές οι οποίες στην κάτω γέννησή του εβόησαν και ύμνησαν συγχρόνως: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Σ’ αυτές εμαθήτευσαν σήμερα τόσο καλώς οι θεολόγοι των εβραίων, δηλαδή τα τέκνα τους, λέγοντας: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ειρήνη εν ουρανώ και δόξα εν υψίστοις». Διότι έτσι το λέγει ο Λουκάς. Και ημπορούσες να ιδής στην Σιών ωσάν να συνομιλούν και να ασπάζονται μεταξύ τους τα ουράνια και τα επίγεια. Οι επάνω λέγουν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Οι κάτω αποκρίνονται «ειρήνη εν ουρανώ και δόξα εν υψίστοις». Οι άγγελοι είπαν το «Επί γης ειρήνη», οι άνθρωποι εκραύγασαν «ειρήνη εν ουρανώ». Επειδή εφανερώθη μεταξύ τους αυτός που βοά προς όλους: «Ειρήνη υμίν», περί του οποίου ο Προφήτης προσηύχετο λέγοντας «Κύριε, ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν», δηλαδή απόστειλε τον Υιόν σου τον μονογενή για να συμφιλιωθής δι’ αυτού με εμάς, αφού θα βλέπης την ιδικήν μας φύσιν ηνωμένην μαζί σου δι’ αυτού. Αυτήν την ειρήνην βλέποντας οι χοροί των αγγέλων έψαλλαν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη», δηλαδή τελεία συμφιλίωσις του Θεού προς τους εχθρούς, την οποία μαθαίνοντας και τα παιδιά εκραύγαζαν «Ωσαννά, ειρήνη εν ουρανώ και δόξα εν υψίστοις». Διότι αυτοί που ήσαν κάποτε εχθροί μεταξύ τους, αδελφώθησαν.

Τώρα προσφέρουν μίαν θεολογία τα ουράνια και τα επίγεια, στον ουράνιον και επίγειον Χριστόν, και μίαν προσκύνηση. Όθεν οι επάνω παρακινούν τους κάτω να προσφέρουν θεολογία: «Προσκυνησάτωσαν αυτώ πάσαι αι πατριαί των εθνών», και οι κάτω αντιφωνούν προς αυτούς «προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού». Ο Δαυίδ βοά και προς τους δύο: «Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί, και αγαλλιάσθω η γη», και τα παιδιά αποκρίνονται «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».

Με αυτούς ας ανυμνήσωμε και ας εορτάσωμε και εμείς σήμερα, όχι πανηγυρικώς αλλά θεϊκώς, κρατώντας τα βάϊα όχι μόνον στο χέρι αλλά και στην ψυχή, και αφού την λευκάνουμε περισσότερο από το χιόνι, ας αποβάλωμε από αυτήν όλην την νέκρωση του παλαιού και δερματίνου χιτώνος, απορρίπτοντας κάθε καύχηση και έπαρση. Επειδή γι’ αυτά ο Βασιλεύς των ασωμάτων δεν κάνει χρήσιν αρμάτων και στρατευμάτων για να έλθη, αλλά κάθεται σε οικτρόν και μικρόν πώλον, εκπαιδεύοντας και σένα να μην καυχάσαι καθήμενος σε ίππους και ημιόνους, τα οποία δεν έχουν συνείδηση. Γι’ αυτό και εμείς ας έχωμε μετριοφροσύνην όπως ο Χριστός, για να ανέλθωμε μαζί του. Ας υμνήσωμε μαζί με τους αγγέλους, ας δοξολογήσωμε με τα παιδιά, ας αναβοήσωμε με τον λαόν ό,τι αναβοούσε αυτός. Ας σκιρτήσωμε μαζί με την Βηθανία, ας αναστηθουμε με τον Λάζαρον, από τα νεκρά έργα. Ας χορεύσωμε μαζί με τους Ιεροσολυμίτες. Ας κραυγάσωμε μαζί με τους τυφλούς που ανέβλεψαν. Ας ψάλλωμε μαζί με τα νήπια και τους γέροντες. Ας κηρύξωμε μαζί με τους μαθητάς. Ας στρώσωμε καλώς στον δρόμο της ζωής κλάδους ελαιών με την ελεημοσύνην, όπως τα παιδιά. Ας περικόψωμε τον όγκο των πολλών υλικών υπαρχόντων μας. Και ας στρώσωμε για τους εαυτούς μας την ελεημοσύνη στην οδόν η οποία μας λέγει: «Εγώ ειμί η οδός», για να εύρωμε και εμείς, δια της ελεημοσύνης, έλεος από αυτήν, και να πορευθούμε μαζί με αυτήν στην άνω Ιερουσαλήμ. Ας εισέλθωμε μαζί της στον μεγάλο ναό και «οι προπορευόμενοι και οι ακολουθούντες». Οι προπορευόμενοι την τρίτην ώρα και οι ακολουθούντες περί την ενδεκάτην. Οι προπορευόμενοι με τις πράξεις και οι ακολουθούντες με την πρόθεση. Όλοι ας αναπέμψωμε δοξολογίαν και μεγαλωσύνην στον Χριστόν και συγχρόνως στον Πατέρα και στο Πανάγιον και ζωοποιόν Πνεύμα, και οι προπορευόμενοι και οι ακολουθούντες, και ακολούθως είθε να συμβασιλεύσωμε με Αυτόν και να απολαύσωμε τα αιώνια αγαθά, νυν και αεί και εις τους σύμπαντας αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 563 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Παράβαλε και:
Κυριακή των Βαϊων – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., διαβάτη στάσου, λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Κυριακή των Βαϊων – Οι ζητωκραυγές, Υμνολογική εκλογή.
Αγίου Ρωμανού του μελωδού – Κοντάκιον εις τα Βαϊα.
Η ΗΡΩΗΚΗ ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι» «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ.»

Δημοσιεύθηκε στην Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.