Στις τελευταίες δεκαετίες, πάμπολλα έχουν ειπωθεί και γραφτεί για την ιερωσύνη των γυναικών. Στις δικές μου δαψιλείς ενασχολήσεις με το ενδιαφέρον αυτό θέμα, ξεχωρίζω την εποπτεία που είχα στην εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του συναδέλφου Κωνσταντίνου Γιοκαρίνη με τίτλο: Η Ιερωσύνη των γυναικών στο πλαίσιο της οικουμενικής κίνησης. Αυτή η ογκώδης, εξαίρετη και άκρως περιεκτική διατριβή, που εκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις Επέκταση, διαφωτίζει πολύ ικανοποιητικά το πρόβλημα με φιλολογική, ιστορική, κοινωνική και προπαντός άλλου θεολογική θεώρηση. Εξάλλου εν έτει σωτηρίω 1988, από 30 Οκτωβρίου ως 7 Νοεμβρίου ειδικό Διορθόδοξο Συνέδριο στη Ρόδο ασχολήθηκε ευρύτατα με το θέμα της χειροτονίας των γυναικών. Μολονότι η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου μου είχε κάνει την υψίστη τιμή να με καλέσει να παραστώ ως ειδικός σύμβουλος, ατυχώς για προσωπικούς λόγους δεν μπόρεσα να συμμετάσχω. Ωστόσο φρόντισα να μελετήσω τις θέσεις και τα πορίσματα του συνεδρίου.
Στην προκειμένη περίπτωση δε θα ήθελα να αναπτύξω εξονυχιστικά και περαιτέρω τις πολλές πτυχές του θέματος, που ήδη έχουν εξετάσει πλείστοι όσοι θεολόγοι με γνώση και σοφία. Απλώς επιθυμώ να εξάρω μερικά σημεία, που ενδεχομένως αναδεικνύουν περισσότερο, κατά την άποψη μου, κάποιες ουσιαστικές πλευρές του θέματος, έτσι ώστε να αποτελούν προτάσεις για έναν οικουμενικό διάλογο.
1. Στα σχολαστικά εγχειρίδια της Δογματικής Θεολογίας λέγεται ότι η ιερωσύνη είναι ένα από τα επτά μυστήρια. Αυτή η αρίθμηση προέρχεται από τους σχολαστικούς της Δύσης, με πρωτοστάτη το Θωμά Ακινάτη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μετά το 14ο αιώνα, ανεπαισθήτως, επέτρεψε να κυκλοφορεί αυτή η αντίληψη, την οποία πολύ αργότερα επέβαλε κυρίως η ακαδημαϊκή θεολογία. Οι μεστότερες θεολογικές αναλύσεις περί των μυστηρίων βρίσκονται σε δύο έργα του Νικολάου Καβάσιλα: Περί της εν Χριστώ ζωής, και ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Αυτονοήτως μήτε υπαινιγμός υφίσταται σ’ αυτά για κάποια τυχόν αρίθμηση των μυστηριακών τελετών. Απεναντίας, ο Καβάσιλας τονίζει με έμφαση ότι ολάκερο το σώμα της Εκκλησίας σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις. Με άλλα λόγια, η ίδια η Εκκλησία ως σώμα, στη σύναξη της, είναι μυστηριακή ζωή, ως μετέχουσα στη δόξα της Θείας Βασιλείας. Κανένα μυστήριο δεν μπορεί να αυτονομηθεί, αφού τα μυστήρια είναι μέλη και όχι μέρη του εκκλησιαστικού σώματος. Έτσι ο Καβάσιλας α) χρησιμοποιώντας άριστες εικονικές παραστάσεις, μας λέγει ότι τα μυστήρια είναι σαν τα μέλη της καρδιάς, σαν τα κλαδιά ενός δέντρου και σαν τα κλήματα της κληματαριάς και β) υιοθετώντας τη γλώσσα μιας φυσιολογίας, μας λέγει ότι το βάπτισμα είναι γέννηση , το μύρον είναι κίνηση και η ευχαριστία είναι τροφή. Δεν μπορεί κανείς να κινηθεί ή να τραφεί αν προηγουμένως δεν γεννηθεί !
Επομένως, αρίθμηση των μυστηρίων σε κλειστό αριθμό, μπορεί να σημαίνει απομόνωση ή αυτονόμηση των μυστηριακών τελετών, που απλώς να παίρνουν κάποιες θέσεις στο σώμα, και να μην είναι το ίδιο το σώμα. Ενδεχομένως να σημαίνει κυριαρχία μιας αντίληψης ότι είναι μηχανικές ή μαγικές τελετές, επίσης υιοθέτηση οριστική της απαράδεκτης διάκρισης σε υποχρεωτικά και προαιρετικά- όπως ακόμη και η επιλογή παρθενικού βίου σημαίνει γάμο με την εκκλησία. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι τα μυστήρια δεν είναι μηχανικές ή μαγικές ή απλώς συμβολικές τελετές, επειδή βλάστησαν και βλασταίνουν σε φυσικά και ιστορικά γεγονότα, δηλαδή στην ιστορία της Θείας Οικονομίας που είναι η συνεχής πορεία μιας ζωντανής ιστορικής κοινότητας μέσω διαρκών θεοφανειών. Τελετάρχης και αρχιερέας είναι ο Χριστός. Οι διάκονοι, οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι στη σύναξη του σώματος τελούν τα μυστήρια ως χαρισματικοί λειτουργοί, στους οποίους, μέσω της χειροτονίας, δόθηκαν τα προς τούτο χαρίσματα. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία μεσιτική ιερωσύνη. Και όλα τα μέλη της Εκκλησίας μετέχουν σ’ όλα τα μυστήρια, μα και η συμμετοχή τους στη σύναξη για την τέλεση ενός μυστηρίου είναι απαραίτητη (τουλάχιστον δύο ή τρία μέλη είναι απαραίτητα). Τούτο είναι το νόημα του βασιλείου ιερατεύματος, ή, όπως έχει ειπωθεί με ένα νεότερο όρο καλώς η κακώς, της γενικής ιερωσύνης (λεπτομερείς τεκμηριώσεις και παραπομπές αναφέρω στους τέσσερις τόμους της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη).
2. Απαρχής ως σήμερα, μια μακραίωνη παράδοση αποκλείει την ιερωσύνη των γυναικών. Αξίζει, ωστόσο, να επισημάνει κανείς ότι αυτός ο αποκλεισμός έγινε ανεπαισθήτως και σιωπηρώς, χωρίς δογματική θέσπιση. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι απαραίτητο να υπενθυμίσει κανείς τους γνωστούς κοινωνικούς παράγοντες και τις ιέρειες της ειδωλολατρίας που απέκλεισαν τη γυναίκα από την ιερωσύνη” ωστόσο υπάρχει ένα ιστορικό παράδοξο. Και εξηγούμαι. Αν μελετήσει κανείς την ιστορία του αρχαίου Ελληνισμού με βάση τα κλασικά κείμενα, πολύ εύκολα θα διαπιστώσει μια καταθλιπτικά κυρίαρχη ανδροκρατία, με σχεδόν πλήρη εξοβελισμό της γυναίκας από τα δρώμενα του πολιτισμού. Απεναντίας, στον πολιτισμό που καλλιέργησε η ζωή της Εκκλησίας, διακρίνει κανείς εντονότατα τα σημεία μιας μητριαρχίας. Με άλλα λόγια, διαχέεται ως αύρα λεπτή ένας μητροκεντρικός πολιτισμός. Σε βιβλικά κείμενα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, όπως και σε όλα τα εκκλησιαστικά των πατέρων, η παρουσία της γυναίκας είναι κυρίαρχη. Προφήτισσες ουκ ολίγες αναφέρονται τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Από τη Δεββώρα του αρχαίου βιβλικού άσματος, η οποία καλείται μητέρα του Ισραήλ- ακόμη και η Ιαήλ που φύτεψε τον πάσσαλο στον κρόταφο του Σισάρα, καλείται ευλογημένη εν γυναιξί (, Κριτ. 5,24) και μετά ταύτα εξυμνούνται Ρουθ, Ιουδίθ, Εσθήρ κ.α.- ως τη γυναίκα της Αποκάλυψης του Ιωάννη, που περιβάλλεται τον ήλιο έχοντας δώδεκα αστέρια στην κεφαλή της (12,1-2), ο μητροκεντρικός τόνος είναι σημαντικός. Έτσι με τη Θεοτόκο Μαρία, που εκπλήρωσε τη μεσσιανική ελπίδα της σωτηρίας, ρίζωσε βαθύτερα ο μητροκεντρικός πολιτισμός, που αποτυπώνεται ποιητικά στον Ακάθιστο Ύμνο. Και οι χαιρετισμοί, ακόμη και με ιστορικοφιλολογικά κριτήρια, έχουν σχέση με το ‘Ασμα Ασμάτων.
Θα μπορούσε να αντείπει κανείς τα βαρετά εκείνα, δηλαδή τα όσα έχουν ειπωθεί και γραφτεί πάμπολλα για την απαράδεκτα, όπως ισχυρίζονται μερικοί, περιφρονητική και σκληρή στάση ασκητών μοναχών εναντίον της γυναίκας. Όμως παρ ‘ όλες τις όποιες εκτροπές και καρικατούρες στη ζωή της παράδοσης -πολύ φυσιολογικές άλλωστε- και εδώ υπάρχει σύγχυση ουκ ολίγη. Φοβάμαι ότι μερικοί ερμηνεύουν τα ασκητικά κείμενα με τα γυαλιά του σύγχρονου πουριτανισμού. Ο ασκητής, ο ακτήμων, ο αετός υψιπέτης, με την αναχώρηση και την άσκηση δεν καταδικάζει μήτε κατά κύριο λόγο απορρίπτει τη γυναίκα – αυτονοήτως κάνουμε λόγο για τον άνδρα ασκητή- αλλά διαμαρτυρόμενος καταρχήν εναντίον ενός συμβατικού και υποκριτικού κόσμου, αρνείται κάθε κοσμική εξάρτηση. Στην προκειμένη περίπτωση η γυναίκα, ως
σύμβολο πλέον, είναι ένας μεγάλος πειρασμός που μπορεί να δέσει τον ασκητή με το συμβατικό και υποκριτικό κόσμο. Επομένως, το ρυπαρό δεν είναι η γυναίκα, αλλά ρυπαρός είναι ο κόσμος της υποκρισίας. Περιέργως χαλάει ο κόσμος καθώς κάποιοι σχολιάζουν τη ρήση του Τερτυλλιανού, ότι η γυναίκα είναι η «θύρα της κόλασης», και δεν προσέχουν τη θαυμάσια συνεργασία της Αγίας Παυλίνας με τον Ιερώνυμο ή την έντονη διαμαρτυρία ενός Γρηγορίου Θεολόγου, άκρως πρωτοποριακού:
άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες και κατά των γυναικών ενομοθέτησαν (Ρ G : 36,289 ΑΒ). Από τις τριανταφυλλιές δεν κόβουμε αγκάθια αλλά τριαντάφυλλα. Τέλος να σημειώσω εδώ ότι όπως ο Ντοστογιέφσκυ μας έδωσε και επιτυχέστερη ερμηνεία των πειρασμών του Κυρίου με το συναξάρι του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, έτσι και ο Ν. Καζαντζάκης, μιλώντας ad hominem, είπε την περιώνυμη φράση: τον Χριστό ανάστησαν οι γυναίκες.
3. Σύμφωνα με τις παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις και τη θέση της γυναίκας στην κοινότητα και τον πολιτισμό της εκκλησίας, οφείλει κανείς να επισημάνει δύο τινά• α) η ζωή του εκκλησιαστικού σώματος με κεφαλή τον τελετάρχη και αρχιερέα Χριστό εκφράζεται σε μια ποικιλία χαρισμάτων – και επομένως μέσω χαρισματικών φορέων – με πλήρη ισοτιμία και ισότητα των μελών, όπως συμβαίνει κατά φύση σ’ ένα σώμα και β) η χορήγηση των χαρισμάτων από τον τελετάρχη αρχιερέα Χριστό πραγματώνεται σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα κάθε μέλους, ενώ η ισοτιμία και η ισότητα μένουν αμετακίνητες.
Η μακραίωνη, λοιπόν, παράδοση της Εκκλησίας όπως ειπώθηκε κιόλας, απέκλεισε τη γυναίκα από την ιερωσύνη, χωρίς ωστόσο να θεσπίσει, μήτε ν’ αναπτύξει σχετική θεολογική διδασκαλία. Έτσι καταλαβαίνει κανείς εύκολα τη δυσκολία ενδεχομένως και την αμηχανία νεότερων ορθοδόξων θεολόγων, που στην προκειμένη περίπτωση επιχειρούν να θεμελιώσουν θεολογικά τούτο τον αποκλεισμό της γυναίκας από την ιερωσύνη, επισημαίνοντας κυρίως τους έξης λόγους:
α) Ο Χριστός ως αποστόλους κάλεσε μόνο άνδρες, και μετά ταύτα οι απόστολοι καθιέρωσαν την αποστολική διαδοχή. Όμως, σ’ αυτή την κλήση και στη μετέπειτα διαδοχή, θα μπορούσε ν’ αντείπει κανείς, για ένα τόσο σπουδαίο θέμα, όπως είναι η εξαίρεση της γυναίκας από την ιερωσύνη, δε γίνεται καμιά απολύτως δογματική απόφανση και μάλιστα ρητώς εκπεφρασμένη, όπως θα έπρεπε. Έπειτα, η ιστορία και τα γραπτά μνημεία της Εκκλησίας δείχνουν ότι τόσο ο Χριστός όσο και η μετέπειτα παράδοση έδωσαν περίοπτη θέση στη γυναίκα. Απλώς ενδεικτικά θα μπορούσε κανείς ν’ αναφέρει τον ευαγγελιστή Ιωάννη, που παρουσιάζει το Χριστό στη Συχάρ της Σαμάρειας δίπλα σ’ ένα πηγάδι ν’ αναπτύσσει και ν’ αποκαλύπτει την υψηλότερη αλήθεια για το Θεό και τη θεία λατρεία σε μια αμαρτωλή Σαμαρείτισσα.
Κι αυτή η γυναίκα αμέσως γίνεται κήρυκας και απόστολος αυτής της αλήθειας (Ίω. 4, 4-30). Εξάλλου ο απόστολος Παύλος κάνει λόγο για τη γυναίκα ως προφητεύουσα (Α’ Κορ. 11,5).
β) Η Παναγία δεν άσκησε ρόλο ιερατικό, λένε. Και στην προκειμένη περίπτωση είναι έκδηλη η ανεπάρκεια αυτού του επιχειρήματος. Πέρα από το ότι η πατερική παράδοση στη χαρισματική ιεραρχία τοποθετεί τη Θεοτόκο αμέσως μετά την Αγία Τριάδα, πουθενά για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι η εξαίρεση της από την
Ιερωσύνη, δε γίνεται ρητός λόγος. Με άλλα λόγια, οφείλω να τονίσω με έμφαση ότι αυτά τα δύο επιχειρήματα έτσι κι αλλιώς πάσχουν για δύο σοβαρούς λόγους. Πρώτο, για κάθε δογματική αλήθεια απαιτείται ακρίβεια, και δεύτερο, ακόμη και ιστορικοφιλολογικά ανεπαρκή είναι τα επιχειρήματα που συνάγονται ex silentio (εκ της σιωπής) ή καλύτερα ex absentia (εκ της απουσίας).
γ) Ένα τρίτο επιχείρημα, που προσάγεται, είναι άκρως επιζήμιο για την ίδια την υπόσταση της θεολογίας. Λέγεται, δηλαδή, ότι ο Χριστός, ο σαρκωμένος Λόγος, παρουσιάστηκε κι έδρασε ως άνδρας! Τούτο το επιχείρημα, πέρα από την ανεπάρκεια του, καταστρέφει θεωρία εννοείται!- το δόγμα της Χαλκηδόνας. Ενδεικτικά θα αφήσω να μιλήσει ο Μάξιμος ο Ομολογητής, που ρητώς αποφαίνεται ότι ο Λόγος με την ενανθρώπηση του, ως Χριστός, κατάργησε τη διαφορά μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, και αντί να γίνεται λόγος για τον άνδρα και τη γυναίκα, τον άνθρωπο μονάχα ανέδειξε: Περί διαφόρων αποριών (Ρ G 91, 1309 Ο) «πρώτον ενώσας ημίν εαυτούς εν εαυτώ διά της αφαιρέσεως της κατά τό αρρεν καί τό θηλυ διαφοράς, καί αντί ανδρών και γυναικών, οις ο της διαιρέσεως εθεωρείται μάλιστα τρόπος, ανθρώπους μόνον (οι υπογραμμίσεις δικές μου) αποδείξας, κατ’ αυτόν δι’ ολου μεμορφομένους και σώαν αυτού καί παντελώς ακίβδηλον την εικόνα φέροντας».
4. Τέλος θα ήθελα, μετριοφρόνως, να κάνω μια υπόδειξη στους όποιους θεολόγους που προσάγουν τέτοια ή παρόμοια θεολογικά επιχειρήματα. Τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από τη μακραίωνη παράδοση και την πράξη της Εκκλησίας. Επομένως, Εκκλησία, ως σώμα και πλήρωμα αληθείας, εφόσον είναι πεπεισμένη ότι πρέπει η παράδοση αυτή να μείνει αναλλοίωτη, έχει όλη την άνεση να την κρατήσει, και διόλου δεν χρειάζεται τέτοιου είδους παραθεολογικά επιχειρήματα, που εξάπαντος μειώνουν τη γυναίκα ως μέλος του σώματος ή καλύτερα λυμαίνονται την ίδια τη χαρισματική κοινωνία αυτού του εκκλησιαστικού σώματος. Και τούτο συμβαίνει, επειδή σ’ αυτή τη χαρισματική κοινωνία τα μέλη διαφέρουν μόνο κατά την ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα, όμως εν ουδενί κατ’ ουδένα τρόπο ουδαμώς κατά την ισοτιμία και την ισότητα . Άλλωστε η εξαίρεση της γυναίκας από την ιερωσύνη διόλου δεν μείωσε μήτε μειώνει τη χαρισματική ζωή της Εκκλησίας.
Ωστόσο κανείς δεν επιτρέπεται να εφησυχάζει μπροστά σε τόσο ραγδαίες και εκρηκτικές αλλαγές των ιστορικών πραγμάτων. Κατά την προσωπική μου γνώμη, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αργά η γρήγορα θα υιοθετήσει την ιερωσύνη των γυναικών. Τι μέλλει να πράξει η Ορθοδοξία; Εκείνο που πρέπει να κάνει η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι να προετοιμάζεται όχι με τέτοια σαθρά και επιζήμια θεολογικά επιχειρήματα, αλλά με την άρτια κοινωνική οργάνωση της ζωής της, όπου άνδρες και γυναίκες, με πλήρη ισοτιμία και ισότητα, να εργάζονται αναδεικνύοντας πλούσιους καρπούς χαρισματικής ζωής, και καλλιεργώντας την παιδεία και τον πολιτισμό.
Νικολάου Ματσούκα, Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμενικός Διάλογος, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2005, σελ. 122-127