«… το έθνος μας ανεβαίνει συχνά πυκνά και σχεδόν ειπείν καθ’ εκάστην τον Γολγοθάν του, όπου σταυρούται, αλλά σταυρούται δια να προσεγγίση ταχύτερον και πλησιέστερον εις την φαιδράν πρωίαν της Αναστάσεως…»
Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος
Λίγες μέρες μετά την κατάληψη της Σμύρνης και την εγκατάσταση ελληνικής διοίκησης στην πόλη, ο ελληνικός στρατός, με τη ρητή συγκατάθεση των Συμμάχων, επέκτεινε την ακτίνα δράσης που είχε αναλάβει μετά την άφιξή του στη Σμύρνη και κατέλαβε διαδοχικά το Αϊδίνιο (14 Μαΐου), το Αϊβαλί (16 Μαΐου) και την Πέργαμο (30 Μαΐου)1.
Η κατάσταση σε στρατιωτικό επίπεδο επιδεινώθηκε, καθώς ομάδες Τούρκων άρχισαν να συγκροτούν αντάρτικα σώματα τα οποία πραγματοποιούσαν επιθέσεις εναντίον του ελληνικού στρατού, με σκοπό την αποτροπή της προέλασής του στη μικρασιατική ενδοχώρα και την κατάληψη περιοχών που κατείχαν οι Τούρκοι, ενώ δεν έλειπαν και οι συμπλοκές σε περιοχές όπου υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο. Για τη διαχείριση της έκρυθμης κατάστασης κρίθηκε αναγκαία η αποστολή νέων στρατιωτικών ενισχύσεων από την Ελλάδα, ενώ ο τοπικός χριστιανικός πληθυσμός οργάνωσε στρατιωτικά σώματα που αναλάμβαναν την προστασία του από τις τουρκικές επιθέσεις.2
Στις 15 Ιουνίου 1919, υπό την ανοχή, στρατιωτική υποστήριξε και ενθάρρυνση των Ιταλών, οι οποίοι ήλεγχαν την περιοχή νοτιοανατολικά της Σμύρνης μέχρι την Αττάλεια, ομάδες Τούρκων ατάκτων πραγματοποίησαν επίθεση εναντίον του Αϊδινίου. Η πόλη, που είχε απελευθερωθεί ένα μήνα νωρίτερα από τον ελληνικό στρατό, ίδε μουσουλμανικά στίφη τα οποία επιδόθηκαν σε απερίγραπτες φρικαλεότητες κατά του ελληνικού πληθυσμού. Εκτεταμένες σφαγές και θηριωδίες, κακοποιήσεις γυναικών και λεηλασίες κατοικιών συμπλήρωσαν το σκηνικό της τραγωδίας και του ολέθρου στην ιστορική πόλη των Τράλλεων.3 Ενδεικτικό του μεγέθους της καταστροφής και των απωλειών κατά την πυρπόληση του Αϊδινίου είναι ότι από τους 7.500 άνδρες και τα 3.500 γυναικόπαιδα, βρέθηκαν μόνο 4.500 κατά την ανακατάληψη της πόλης, η οποία είχε μετατραπεί «εις ένα απέραντον και φρικτόν νεκροταφείον».5
Για την καταστροφή του Αϊδινίου ιδιαίτερη αναφορά πρέπει στο μαρτυρικό τέλος ενός σώματος νεαρών Ελλήνων προσκόπων, οι οποίοι προσπάθησαν με γενναιότητα να υπερασπιστούν την πόλη και να φροντίσουν τον άμαχο πληθυσμό. Η επικράτηση των τουρκικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη των προσκόπων, οι οποίοι οδηγήθηκαν στον ποταμό Εύδωνα, έξω από την πόλη. Εκεί, ο επικεφαλής Τούρκος αξιωματικός ζήτησε από τον τοπικό έφορο Νικόλαο Αυγερίδη να αρνηθεί την πίστη του και να αναφωνήσει «Κάτω η Ελλάς». Η απάντηση του ήρωα και μάρτυρα ήταν «Ζήτω η Ελλάς». Αμέσως επιτέθηκαν εναντίον του οι τσέτες και, αφού του εξόρυξαν τους οφθαλμούς, τον κατέσφαξαν. Την ίδια τύχη είχαν και οι υπόλοιποι πρόσκοποι οι οποίοι, αφού υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια, κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους αντάρτες.6
Η σφαγή των Ελλήνων προσκόπων του Αϊδινίου προκάλεσε διεθνή θλίψη και κατακραυγή, ενώ στη μνήμη τους τελέστηκαν πάνδημα μνημόσυνα σε πολλές περιοχές του ελεύθερου και υπόδουλου Ελληνισμού. Την Κυριακή 14 Ιουλίου 1919, στον ιερό ναό αγίας Αικατερίνης Σμύρνης, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος χοροστάτησε στη Θεία Λειτουργία, στο τέλος της οποίας τέλεσε μνημόσυνο και μίλησε υπέρ των σφαγιασθέντων νεαρών προσκόπων.
«Δια πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την ζωήν», είπεν ο Ιησούς. Και τούτο επαληθεύει πλήρως δια το Γένος μας, το οποίον δια πολλών θλίψεων, δια πολλών θυσιών, δια ποταμών αίματος εισέρχεται, έστω μέγα και μεγαλωστί, εις τους αθανάτους θαλάμους της ελευθερίας και της βασιλείας του Θεού.
Είμεθα έθνος και Εκκλησία μαρτύρων˙ και η ιστορία μας επαναλαμβάνεται, και το έθνος μας ανεβαίνει συχνά πυκνά και σχεδόν ειπείν καθ’ εκάστην τον Γολγοθάν του, όπου σταυρούται, αλλά σταυρούται δια να προσεγγίση ταχύτερον και πλησιέστερον εις την φαιδράν πρωίαν της Αναστάσεως…».7
Η έκρυθμη κατάσταση στη Σμύρνη και τις άλλες πόλεις της Ιωνίας προκάλεσε την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες αποφάσισαν την αποστολή διασυμμαχικής εξεταστικής επιτροπής, με στόχο αφ’ ενός τη διερεύνηση των εχθροπραξιών που είχαν λάβει χώρα μετά την άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, αφ’ ετέρου τον καθορισμό των περιοχών που κατείχαν Τούρκοι, Έλληνες και Ιταλοί στα μικρασιατικά παράλια.8
Η έκθεση που υπέβαλε η εξεταστική επιτροπή στο Συνέδριο της Ειρήνης επέρριπτε συλλήβδην στην ελληνική πλευρά τις ευθύνες για τις ταραχές στην πόλη και την επαρχία Σμύρνης και ταυτόχρονα έκανε λόγο για το άσκοπο της άφιξης του ελληνικού στρατού στην ιωνική πρωτεύουσα, καθώς μετά τη λήξη του Πολέμου είχε εκλείψει ο κίνδυνος για την ασφάλεια των Χριστιανών στη Μικρά Ασία.9 Η έλλειψη αντικειμενικότητας στο πόρισμα της επιτροπής ήταν καταφανής. Οι ξένοι παρατηρητές από τη μια μεγιστοποιούσαν τα γεγονότα της Σμύρνης, λόγω της απόβασης των ελληνικών στρατευμάτων, και από την άλλη υποβάθμιζαν όσα είχαν συμβεί κατά την καταστροφή του Αϊδινίου.10 Οι σύμμαχοι, οι οποίοι είχαν διατάξει τον Μάιο του 1919 την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, κατηγορούσαν δύο μήνες αργότερα τους Έλληνες για τις συμπλοκές που είχαν γίνει στην πρωτεύουσα και το εσωτερικό της Ανατολίας.
Την ίδια περίοδο, με αφορμή την αποστολή της ανακριτικής επιτροπής στη Σμύρνη, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Ζώρζ Κλεμανσώ ζήτησε από τον Βενιζέλο μια κατ’ ιδίαν συνάντηση για τα ζητήματα της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Στη συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιουλίου 1919, ο Γάλλος πρωθυπουργός ανέφερε στον Έλληνα ομόλογό του: «Τα στρατεύματα των μεγάλων δυνάμεων αποστρατεύονται πολύ ταχέως και ως εκ τούτου ουδεμία εκ των μεγάλων δυνάμεων είναι δυνατόν να αναλάβη εκστρατείαν». Ο Κλεμανσώ είπε ακόμα στον Βενιζέλο ότι η Γαλλία διέθετε στα Βαλκάνια 15.000 στρατιώτες, ωστόσο, «η γαλλική κυβέρνησις δεν έχει καμμίαν διάθεσιν ν’ αναμίξη τα στρατεύματα αυτά εις νέαν εκστρατείαν. Εχρειάζοντο εις την πατρίδα»,11 κατέληγε ο Γάλλος πρωθυπουργός.
Όταν πληροφορήθηκε ο μητροπολίτης Σμύρνης το περιεχόμενο της έκθεσης, απέστειλε υπόμνημα στην εξεταστική επιτροπή, με το οποίο καυτηρίαζε τη μεροληπτική έρευνα και το πόρισμα των ανώτατων αξιωματικών – παρατηρητών.12 Ο Χρυσόστομος τόνιζε πως ακόμα και μετά την κήρυξη της ανακωχής οι Χριστιανοί δεν είχαν απαλλαγεί από την ανασφάλεια και τον φόβο στα παράλια και το εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Απόδειξη της τρομοκρατίας που επικρατούσε εναντίον των χριστιανών Οθωμανών υπηκόων, ήταν η παύση του Νομάρχη Σμύρνης Ραχμή μπέη και ο διορισμός στη θέση αυτή του φανατικού ανθέλληνα Στρατηγού Νουρεντίν πασά (1873-1932). Τον Οκτώβριο του 1918 ο τελευταίος είχε διοριστεί στρατιωτικός διοικητής Αϊδινίου και από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1919 είχε διατελέσει νομάρχης στη Σμύρνη. Στο διάστημα αυτό ο Νουρεντίν οργάνωσε ένα νέο κύμα ανθελληνικών διωγμών στα μικρασιατικά παράλια. Η παρέμβαση όμως του Χρυσοστόμου ματαίωσε τα σχέδιά του, καθώς ο ιεράρχης παρουσίασε ενοχοποιητικά στοιχεία από τη δράση του Τούρκου στρατηγού, γεγονός που προκάλεσε την απομάκρυνσή του από τις συμμαχικές δυνάμεις.13
Ασφαλώς, τις ενέργειες του Χρυσοστόμου για την απομάκρυνσή του από τη θέση του Νομάρχη ουδέποτε λησμόνησε ο Νουρεντίν, ο οποίος τρία χρόνια αργότερα θα διέτασσε την εκτέλεση του αγίου από τον τουρκικό όχλο της Σμύρνης.
Στο απαντητικό του υπόμνημα προς την ανακριτική επιτροπή, ο Χρυσόστομος περιέγραφε τα γεγονότα κατά την άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Ο μητροπολίτης σημείωνε πως τη νύχτα της 1ης Μαΐου 1919, μετά την κατάληψη του εξωτερικού φρουρίου της πόλης από τις συμμαχικές δυνάμεις, χιλιάδες Τούρκοι είχαν συγκεντρωθεί στο εβραϊκό νεκροταφείο και με τη συνδρομή των τουρκικών αρχών είχαν οπλιστεί για να πραγματοποιήσουν την επόμενη μέρα επίθεση κατά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων.
Ο ιεράρχης αποκάλυπτε ακόμα πως την ίδια νύχτα ο αρχηγός της αστυνομίας είχε απελευθερώσει από τις φυλακές της Σμύρνης εκατοντάδες καταδίκους οι οποίοι είχαν οδηγηθεί στον στρατώνα προκειμένου να οπλιστούν και να ενσωματωθούν στις υπόλοιπες τουρκικές δυνάμεις. Ο Χρυσόστομος υπενθύμιζε, τέλος, πως η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη είχε γίνει με απόλυτη τάξη, λόγω της περιφρούρησης που είχαν εξασφαλίσει οι Έλληνες πεζοναύτες, και ότι οι συμπλοκές είχαν ξεκινήσει μετά την επίθεση που είχαν δεχτεί οι ελληνικές μονάδες πλησίον του στρατώνα, εκεί δηλαδή όπου είχαν συγκεντρωθεί και εξοπλιστεί την προηγούμενη νύχτα οι ομάδες των Τούρκων καταδίκων.14
Η άφιξη τμημάτων του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη αποτέλεσε για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό το μεγαλύτερο επίτευγμα της Ελλάδας και προσωπικά του Ελευθερίου Βενιζέλου. Με την παρουσία των ελληνικών δυνάμεων στην Ιωνία οι Μικρασιάτες προσδοκούσαν τη λύτρωσή τους από τα δεσμά της δουλείας και ιδιαίτερα από τα δεινά που είχαν υποστεί στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο, η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων και το καθεστώς της ελληνικής κατοχής στη Σμύρνη είχαν προκαλέσει το μίσος και την αντίσταση των Τούρκων κατά των Ελλήνων,15 ενώ κανείς δεν μπορεί να υποθέσει ότι θα είχε συμβεί στη Σμύρνη εάν είχαν αποβιβαστεί στρατιωτικά τμήματα όλων των συμμαχικών δυνάμεων και όχι μόνο των ελληνικών ή εάν ο ελληνικός στρατός είχε περιοριστεί στα όρια της επαρχίας Αϊδινίου και δεν είχε επεκτείνει τη δράση του σε πόλεις της μικρασιατικής ενδοχώρας. Το βέβαιο είναι πως η Ελλάδα έμπαινε σε έναν νέο πόλεμο την περίοδο που τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη αποστρατεύονταν και το κυριότερο χωρίς να έχει η χώρα την έμπρακτη πολιτική και οικονομική στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων.
Υποσημειώσεις.
1. Μαρκεζίνη, ό. π., σ. 288
2. Dakin, ό. π., σσ’. 337-338
3. Νίκος Χ. Βικέτος, «Ανέκδοτη επιστολή του Φιλαδελφείας Χρυσοστόμου για την καταστροφή του Αϊδινίου», Ανάτυπο από τον δέκατο ένατο τόμο των «Μικρασιατικών Χρονικών», Αθήναι 1995, σσ’. 37-47
4. Χρ. Εμ. Αγγελομάτη, Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας (Το έπος της Μικράς Ασίας), βιβλιοπωλείον της ¨Εστίας¨, Αθήναι 1963, σσ’. 71-76
5. Ροδά, ό. π., σ. 100
6. Αγγελομάτη, ό. π., σσ’. 73-75
7. «Λόγος κατά το τελεσθέν μνημόσυνον των σφαγιασθέντων Ελλήνων προσκόπων. Απηγγέλθη εν τη Εκκλησία της αγίας Αικατερίνης κατά την Κυριακήν 14 Ιουλίου 1919», βλ. το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 73-75
8. Dakin, ό.π., σσ’. 337-338
9. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 64-66
10. Ό. π., σ. χχ
11. Μαρκεζίνη, ό. π., σ. 294
12. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 64-71
13. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 37, 66-67, 311. – Πρβλ. Ροδά, ό. π., σσ’. 48-50
14. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 69-71
15. Dakin, ό. π., σ. 338
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.