26. Κι εγώ αποκρίθηκα˙ Δηλαδή δεν νομίζεις ότι είναι φιλάνθρωπη, έστω και αν ακόμα αυτή που την φιλοξένησε την ευεργέτησε ενώ ήταν ξένη και άγνωστη;
Και ο Πέτρος˙ Σπλαχνική βέβαια θα μπορούσα να την πω, αλλά φιλάνθρωπη δεν τολμώ να την ονομάσω, όπως ούτε εκείνην που γεννά ότι αγαπά τα παιδιά˙ διότι από τους πόνους του τοκετού και την ανατροφή τους πείστηκε να αγαπάει. Όπως εξάλλου και εκείνος που είναι ερωτευμένος ξεγελιέται από τη συνήθεια και το συζυγικό κρεββάτι, και ο φίλος από την ανταμοιβή, έτσι και εκείνος που ελεεί, παρασύρεται από τη συμφορά. Φυσικά εκείνος που ελεεί βρίσκεται κοντά στον φιλάνθρωπο, διότι πείθεται για την πράξη του χωρίς να επιδιώκει να πάρει κάτι. Όμως δεν είναι φιλάνθρωπος.
Και εγώ είπα˙ Για ποιές πράξεις λοιπόν μπορεί κάποιος να θεωρηθεί φιλάνθρωπος;
Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Επειδή σε βλέπω να επιθυμείς πολύ να ακούσεις ποιο τέλος πάντων είναι το έργο της φιλανθρωπίας, δεν θα αρνηθώ να σου το πω. Φιλάνθρωπος είναι εκείνος που ευεργετεί και τους εχθρούς του. Και ότι αυτό είναι έτσι, άκουσε˙ Η φιλανθρωπία είναι αρσενικοθήλυκη, και το μεν θηλυκό μέρος της λέγεται ελεημοσύνη, ενώ το αρσενικό ονομάζεται αγάπη προς τον πλησίον˙ και πλησίον για τον άνθρωπο είναι ο κάθε άνθρωπος, όχι ο κάποιος (συγκεκριμένος) άνθρωπος, διότι άνθρωπος είναι και ο κακός και ο καλός, και ο εχθρός και ο φίλος. Πρέπει λοιπόν εκείνος που ασκεί τη φιλανθρωπία να γίνει μιμητής του Θεού, ευεργετώντας δίκαιους και αδίκους, όπως και ο Θεός χορηγεί τον ήλιο και τις βροχές του σε όλους στον κόσμο αυτόν. Εάν όμως θέλεις να ευεργετείς τους καλούς, και τους κακούς όχι, ή και να τους τιμωρείς, τότε επιχειρείς να κάνεις έργο δικαστή και δεν επιδιώκεις το έργο της φιλανθρωπίας.
27. Και εγώ είπα˙ Δηλαδή και ο Θεός, ο οποίος πρόκειται κάποτε να κρίνει, όπως μας διδάσκεις, δεν είναι φιλάνθρωπος;
Και ο Πέτρος˙ Το αντίθετο λες. Γιατί, επειδή θα κρίνει, γι’ αυτό είναι φιλάνθρωπος. Διότι, αγαπώντας και ελεώντας τους αδικημένους, τιμωρεί εκείνους που τους αδίκησαν.
Κι εγώ είπα˙ Εάν και εγώ ευεργετώ τους αγαθούς και τιμωρώ τους αδίκους, επειδή αδίκησαν ανθρώπους, δεν είμαι φιλάνθρωπος;
Και ο Πέτρος απάντησε˙ Εάν μαζί με το χάρισμα της πρόγνωσης είχες και την εξουσία να κρίνεις, σωστά θα το έκανες αυτό, εφόσον έχοντας την εξουσία καταδικάζεις αυτούς που δημιούργησε ο Θεός, έχοντας δε το χάρισμα της πρόγνωσης, κρίνεις αλάνθαστα, δικαιώνοντας τους δίκαιους, και καταδικάζοντας τους άδικους.
Κι εγώ είπα˙ Σωστά και αληθινά απάντησες˙ διότι είναι αδύνατο κάποιος να κρίνει σωστά εάν δεν έχει το χάρισμα της πρόγνωσης. Γιατί μερικές φορές κάποιοι φαίνονται αγαθοί, αν και κρυφά κάνουν πράξεις αθέμιτες, ενώ άλλοι αγαθοί από τις συκοφαντίες των εχθρών θεωρούνται κακοί. Αλλά και αν ακόμα έχει κανείς την εξουσία να δικάζει βασανίζοντας και ανακρίνοντας, ούτε έτσι πάλι η κρίση του θα γινόταν οπωσδήποτε κατά τρόπο δίκαιο. Διότι μερικοί, ενώ είναι φονιάδες, επειδή αντέχουν στα βασανιστήρια, απαλύονται ως αθώοι˙ ενώ άλλοι, αν και είναι αθώοι, επειδή δεν αντέχουν τα βασανιστήρια, διαψεύδοντας τους εαυτούς τους, τιμωρούνται ως ένοχοι.
26. Καγώ απεκρινάμην˙ Ου δοκεί σοι ουν φιλάνθρωπος είναι καν η ξενοδόχος, ξένην ην ουκ ηπίστατο ευεργετήσασα;
Και ο Πέτρος˙ Ελεήμονα μεν αυτήν ειπείν επίσταμαι, φιλάνθρωπον δε ου τολμώ λέγειν, άτε δη ούτε την τεκούσαν φιλότεκνον˙ υπ’ ωδίνων γαρ και ανατροφής στέργειν πέπεισαι. Ως και ο ερών υπό της συνηθείας κολακεύεται και ευνής, και ο φίλος υπό της αμοιβής, ούτω και ο ελεών υπό της συμφοράς. Πλην εγγύς ο ελεήμων τω φιλανθρώπω, ότι άνευ του τι θηράσθαι λαβείν πείθεται. Πλην ούπω φιλάνθρωπός εστίν.
Καγώ έφην˙ Επί ποίαις ουν πράξεσι φιλάνθρωπος είναί τίς δύναται;
Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Επεί ερώ σε γλιχόμενον ακούσαι, τι ποτ’ εστί φιλανθρωπίας έργον, ουκ οκνήσω λέγειν. Φιλάνθρωπός εστίν και εχθρούς ευεργετών. Ότι δε ούτως έχει, άκουσον. Φιλανθρωπία εστίν αρρενόθηλυς, ης το θήλυ μέρος ελεημοσύνη λέγεται, το δε άρρεν αυτής αγάπη προς τον πλησίον ωνόμασται, πλησίον δε ανθρώπω εστίν ο πας άνθρωπος, ουχ ο τις άνθρωπος˙ άνθρωπος γαρ εστί και ο κακός και ο αγαθός, και ο εχθρός και ο φίλος. Χρη ουν τον φιλανθρωπίαν ασκούντα μιμητήν είναι του Θεού, ευεργετούντα δικαίους και αδίκους, ως αυτός ο Θεός πάσιν εν τω κόσμω τον τε ήλιον και τους υετούς αυτού παρέχων. Ει δε θέλεις αγαθός μεν ευεργετείν, κακούς δε μηκέτι ή και κολάζειν, κριτού το έργον πράττειν επιχειρείς, ου το της φιλανθρωπίας σπουδάζεις έχειν.
27. Καγώ έφην˙ Άρα γε και ο Θεός, μέλλων ποτέ κρίνειν, ως διδάσκεις ημάς, ου φιλάνθρωπός εστίν;
Και ο Πέτρος˙ Τουναντίον λέγεις. Επεί γαρ κρινεί, δια τούτο φιλάνθρωπός εστίν. Φιλών γαρ και ελεών τους ηδικημένους, τιμωρεί τους ηδικηκότας.
Καγώ έφην˙ Ουκ ουν, ει καγώ αγαθούς μεν ευεργετώ, τους δε αδικούντας καθ’ ο ανθρώπους ηδίκησαν τιμωρώ, φιλάνθρωπός ειμί;
Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Ει μετά του πρόγνωσιν έχειν είχες και του κρίνειν εξουσίαν, ορθώς αν τούτο εποίεις, δια μεν του ειληφέναι την εξουσίαν καταδικάζων ους ο Θεός εδημιούργησε, δια δε την πρόγνωσιν απταίστως εν τω κρίνειν ους μεν ως δικαίους δικαιών, ους δε ως αδίκους καταδικάζων.
Καγώ έφην˙ Ορθώς έφης και αληθώς˙ αδύνατον γαρ τινά πρόγνωσιν ουκ έχοντα ορθώς κρίναι. Ενίοτε γαρ φαίνονταί τινές αγαθοί, αθέμιτα κρύφα διαπρασσόμενοι, ένιοι δεν αγαθοί υπό διαβολής εχθρών κακοί υπολαμβανόμενοι. Άλλ’ ει και του βασανίζειν και ανακρίνειν εξουσίαν τις έχων δικάζει, ουδέ ούτω το πάντως δικαίως αυτώ δικάσαι εγίνετο. Ένιοι γαρ φονείς όντες, τας βασάνους υπομείναντες, ως αθώοι απελύθησαν, έτεροι δε, αθώοι όντες, τας βασάνους μη υπομείναντες, εαυτών καταψευσάμενοι, ως αίτιον εκολάσθησαν.
***
28. Και ο Πέτρος είπε˙ Και αυτά βέβαια είναι αρκετά, άκουσε όμως το ανώτερο. Μερικών ανθρώπων που αμαρτάνουν ή ευεργετούν, από τις πράξεις που τώρα κάνουν, άλλες είναι δικές τους και άλλες οφείλονται σε άλλους, και είναι δίκαιο ο καθένας για τα δικά του αμαρτήματα να τιμωρείται ή για τις δικές τους αρετές να ευεργετείται. Όμως είναι αδύνατο σε κάποιον, εκτός μόνο από προφήτη, που έχει το χάρισμα της πρόγνωσης να γνωρίζει αυτά που έγιναν από κάποιον, ποια από αυτά είναι δικά του και ποια δεν είναι˙ διότι όλα φαίνονται ότι έγιναν από αυτόν.
Και εγώ είπα˙ Θα ήθελα να μάθω πως συμβαίνει, ώστε από τα αδικήματα ή κατορθώματα άλλα μεν να είναι δικά μας, και άλλα όχι.
29. Και ο Πέτρος αποκρίθηκε, ότι ο προφήτης της αλήθειας είπε˙ Τα αγαθά πρέπει να έρθουν, λέει, και είναι ευτυχισμένος εκείνος μέσω του οποίου έρχονται. Το ίδιο και τα κακά θα έρθουν αναγκαστικά˙ αλλοίμονο όμως σ’ αυτόν που τα προκαλεί.1 Εάν λοιπόν τα κακά έρχονται από τους κακούς, και τα αγαθά προέρχονται από τους αγαθούς, τότε το αν κάποιος είναι αγαθός ή κακός οφείλεται και σ’ αυτά που έκανε προηγουμένως, ώστε να έρθουν τα δεύτερα, αγαθά ή κακά, τα οποία, επειδή είναι χαρακτηριστικά της δικής τους προαιρέσεως, ορίστηκε να περνούν μέσα από την πρόνοια του Θεού, επειδή η απόφαση του Θεού είναι η εξής˙ εκείνος που αγωνιζόμενος περνάει μέσα από κάθε κακουχία και αποδεικνύεται άμεμπτος, αυτός να επιτυγχάνει την αιώνια ζωή. Διότι εκείνοι που πρόκοψαν στα αγαθά με τη θέλησή τους, προκαλούνται από εκείνους που με δική τους θέληση παραμένουν στην κακία, με το να διώκονται, να μισούνται, να βρίζονται, να γίνονται στόχος σκευωρίας, να χτυπιώνται, να γίνονται θύματα της πλεονεξίας τους, να διαβάλλονται, να τους
αναθέτουν δύσκολα έργα, να τους παρενοχλούν, και γενικά να υφίστανται όλα εκείνα από τα οποία θεωρείται εύλογα ότι προέρχεται η οργή και προκαλείται η τάση για άμυνα.
30. Και ο Δάσκαλος γνωρίζοντας, ότι εκείνοι που τα κάνουν αυτά άδικα είναι καταδικασμένοι από προηγούμενα αμαρτήματα, και ότι το πνεύμα της κακίας τα κάνει αυτά μέσω καταδίκων, τους μεν ανθρώπους, επειδή, σαν άνθρωπος που είναι, γίνονται όργανα της κακίας μέσω της αμαρτίας, συμβούλεψε να τους ελεούν, ασκώντας τη φιλανθρωπία, και όσο εξαρτάται από αυτούς, όταν αδικούνται να απαλλάσσουν από την καταδίκη εκείνους που τους αδικούν, έτσι ώστε, όπως αυτοί που είναι νηφάλιοι βοηθούν τους μεθυσμένους, έτσι και αυτοί να τους βοηθούν με προσευχές, με νηστείες, με εγκώμια, χωρίς να αντιστέκονται, χωρίς να τους αποκρούουν, για να μη τους αναγκάσουν να αμαρτήσουν περισσότερο. Διότι, αφού το ότι θα υποφέρει κάποιος είναι αποφασισμένο, δεν είναι σωστό να αγανακτεί με αυτόν, μέσω του οποίου έρχεται το κακό,, σκεπτόμενος μάλιστα ότι εκείνος δεν του έκανε κακό. Οπωσδήποτε όμως, επειδή επρόκειτο να υποφέρει, γι’ αυτό το κακό έγινε μέσω άλλου.
Γιατί λοιπόν αγανακτώ εναντίον αυτού που χρησιμοποιήθηκε, αφού εγώ οπωσδήποτε έχει αποφασισθεί να πάθω; Άλλ’ όμως, εάν κάνουμε τα ίδια στους κακούς με την πρόφαση της άμυνας, παράλληλα προς τους πρώτους, δεύτεροι εμείς οι αγαθοί κάνουμε το ίδιο στους κακούς. Και όπως είπα, δεν πρέπει να αγανακτεί, αφού γνωρίζει ότι με την πρόνοια του Θεού οι κακοί τιμωρούν τους καλούς. Αυτοί λοιπόν που οργίζονται εναντίον εκείνων που τους τιμωρούν, αμαρτάνουν, σαν να βρίζουν τους αποστόλους του Θεού˙ ενώ τιμώντας τους και χρησιμοποιώντας τους αντίθετα από εκείνους που θεωρούνται ότι τους αδικούν, εκδηλώνουν μεγάλο σεβασμό στον Θεό ο οποίος έτσι αποφάσισε.
31. Και εγώ σ’ αυτά απάντησα˙ Επομένως αυτοί που αδικούν δεν είναι ένοχοι, διότι με απόφαση του Θεού αδικούν τους δίκαιους.
Και ο Πέτρος είπε˙ Αμαρτάνουν και πολύ μάλιστα, διότι άφησαν τους εαυτούς τους να αμαρτάνουν. Γι’ αυτό, γνωρίζοντάς το διαλέγει από αυτούς να τιμωρήσει εκείνους που δίκαια μετανόησαν για τα προηγούμενα αμαρτήματά τους, ώστε να συγχωρηθούν με την τιμωρία αυτή τα κακά που είχαν διαπράξει οι δίκαιοι πριν μετανοήσουν. Στους ασεβείς όμως, που τιμωρούν επιθυμώντας να προκαλούν κακώσεις και δεν θέλουν να μετανοήσουν, επετράπηκε να κακοποιούν δικαίους, για να αναπληρώσουν τη δική τους τιμωρία˙ διότι χωρίς το θέλημα του Θεού ούτε σπουργίτι δεν μπορεί να πέσει σε παγίδα. Έτσι και οι τρίχες των δικαίων είναι μετρημένες από τον Θεό.2
28. Και ο Πέτρος˙ Μετρίως, έφη, έχει και ταύτα, το δε μείζον άκουσον. Ενίων ανθρώπων αμαρτανόντων ή ευπραττόντων, ων νυν ποιούσιν α μεν ίδια αυτών εστίν, α δε αλλότρια, δίκαιον δε έκαστον επί τοις ιδίοις αμαρτήμασι τιμωρείσθαι ή επί τοις ιδίοις κατορθώμασιν ευεργετείσθαι. Αδύνατον δε τίνι, πλην προφήτη μόνω πρόγνωσιν έχοντι, τα υπό τινός γινόμενα ειδέναι, ποίά εστίν αυτού ίδια, ποία δε ουκ ήν˙ πάντα γαρ δι’ αυτού γινόμενα βλέπεται.
Καγώ έφην˙ Εβουλόμην μαθείν πως των αδικημάτων ή κατορθωμάτων α μεν ίδια, α δε αλλότρια.
29. Και ο Πέτρος απεκρίνατο, ότι ο της αληθείας προφήτης έφη˙ Τα αγαθά ελθείν δει, μακάριος δε, φησί, δι’ ου έρχεται. Ομοίως και τα κακά ανάγκη ελθείν˙ ουαί δε δι’ ου έρχεται. Ει δε δια κακών κακά έρχεται, και δια αγαθών αγαθά φέρεται, προσείναι δει εκάστω το ίδιον, το αγαθόν είναι ή κακόν, και εξ ων προέπραξεν, δια του ελθείν τα δεύτερα αγαθά ή κακά, άτινα ίδια αυτού της αιρέσεως όντα υπό της του Θεού προνοίας διαελθείν ωκονόμηται. Επεί κρίσις αύτη Θεώ, ώσπερ επ’ αγώνος τον δια πάσης κακουχίας διεληλυθότα και άμεμπτον ευρεθέντα, εκείνον ζωής αιωνίου καταξιούσθαι. Οι γαρ εν αγαθοίς ιδία βουλή προκόψαντες υπό των ιδία βουλή εν κακία παραμεινάντων πειράζονται, διωκόμενοι, μισούμενοι, λοιδορούμενοι, επιβουλευόμενοι, τυπτόμενοι, πλεονεκτούμενοι διαβαλλόμενοι, αγγαρευόμενοι, επηρεαζόμενοι, πάντα εκείνα πάσχοντες δι’ ων ευλόγως δοκεί το οργίζεσθαι γίνεσθαι και προς άμυναν ορμάν.
30. Ο δε διδάσκαλος ειδώς, ότι οι ταύτα αδίκως ποιούντες εκ προτέρων αμαρτημάτων κατάδικοί εισίν, και ότι δια καταδίκων το της κακίας πνεύμα ταύτα ενεργεί, τους μεν ανθρώπους, καθά άνθρωποί εισίν, και δι’ αμαρτίας όργανα γινομένους κακίας, ελεείν συνεβούλευσεν, ως φιλανθρωπίαν ασκούσιν, και το όσον επ’ αυτοίς εστίν, αδικουμένους και απολύειν της καταδίκης τους αδικούντας, ίνα ώσπερ οι νήφοντες τοις μεθύουσι βοηθώσιν, ευχαίς, νηστείαις, ευλογίαις, μη ανθιστάμενοι, μη αμυνόμενοι, ίνα μη επί το πλείον αυτούς αμαρτάνειν αναγκάσωσιν. Του γαρ παθείν πάντως κεκριμένου τινί, ουκ εύλογον αγανακτείν εκείνω, δι’ ου το παθείν γίνεται, λογισάμενον, ότι, ει και εκείνος ουκ εκακούχησεν αυτόν˙ δια το πάντως κακουχηθήναι μέλλειν δια ετέρου το παθείν ην. Τί ουν αγανακτώ τω διαθεμένω, εμού πάντως παθείν κεκριμένου; Άλλ’ έτι μην, ει τα αυτά τοις κακοίς προφάσει αμύνης ποιώμεν, παρά το πρώτοι, δεύτεροι το αυτό τοις κακοίς οι αγαθοί πράσσομεν.
Και ως έφην, ου χρη αγανακτείν, ως ειδότα ότι Θεού προνοία οι κακοί τους αγαθούς τιμωρούσιν. Οι ουν τοις τιμωρούσιν χαλεπαίνοντες, ως τους αποστόλους Θεού υβρίζοντες, αμαρτάνουσιν˙ τιμώντες δε και τα εναντία τοις αδικείν νομιζομένοις διατιθέμενοι αυτούς, εις τον Θεόν τον ούτω βουλευσάμενον ευσεβούσιν.
31. Καγώ προς ταύτα απεκρινάμην˙ Ουκούν οι αδικούντες ουκ εισίν αίτιοι, ότι κρίσει Θεού αδικούσι τους δικαίους.
Και ο Πέτρος έφη˙ Και πάνυ αμαρτάνουσιν, προς γαρ το αμαρτάνειν εαυτούς αποδεδωκότες. Όθεν ειδώς απ’ αυτών εκλέγεται τιμωρείν τους επί τοις προτέροις αμαρτήμασι μεταμεληθέντας δικαίως, ίνα τοις μεν δικαίοις δια της τοιαύτης τιμωρίας τα προ της μετανοίας πραχθέντα αφεθή κακά, τοις δε τιμωρούσιν ασεβέσιν, κακουχείν επιθυμούσι και μετανοείν μη θέλουσιν, εις αναπλήρωσιν ιδίας κολάσεως, δικαίους κακουχείν συνεχωρήθη˙ άνευ γαρ της του Θεού βουλής ουδέ στρουθός εν παγίδι εμπεσείν έχει. Ούτω δικαίων και αι τρίχες τω Θεώ εναρίθμιοί εισίν.
Υποσημειώσεις.
1. Βλ. Ματθ. 18, 7 και Λουκά 17, 1
2. Πρβλ. Ματθ. 10, 29-30 «ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται; Και εν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ του Πατρός υμών. Υμών δε και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισίν».
***
32. Δίκαιος λοιπόν είναι εκείνος που για χάρη του σωστού πολεμάει τη φύση. Όπως, για παράδειγμα, σε όλους είναι φυσικό να αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν˙ ο δίκαιος όμως επιχειρεί να αγαπάει και τους εχθρούς του και να επαινεί εκείνους που τον βρίζουν, αλλά ακόμα και να προσεύχεται για τους εχθρούς του, και ενώ τον αδικούν να τους ελεεί. Γι’ αυτό και αποφεύγει να αδικεί πρώτος, και παράλληλα ευλογεί αυτούς που τον καταριώνται, συγχωρεί αυτούς που τον χτυπούν, υποχωρεί όταν τον καταδιώκουν, ασπάζεται ενώ δεν τον ασπάζονται, μοιράζεται αυτά που έχει με εκείνους που δεν έχουν, καθησυχάζει εκείνον που είναι οργισμένος, συμφιλιώνει τον εχθρό του, κάνει τον απείθαρχο να καμφθεί, κατηχεί τον άπιστο, παρηγορεί εκείνον που πενθεί, δείχνει ανοχή όταν απειλείται, δεν αγανακτεί όταν του δείχνουν αχαριστία. Εξαιτίας της αγάπης προς τον πλησίον, σαν να δίνει τον εαυτό του, δεν φοβάται τη φτώχεια, αλλά γίνεται φτωχός μοιράζοντας ό,τι έχει σ’ αυτούς που δεν έχουν. Αλλά ούτε και εκείνον που αμαρτάνει τον τιμωρεί.
Διότι όποιος αγαπά τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, όπως όταν αμαρτάνει ο ίδιος γνωρίζει ότι δεν θέλει να τιμωρηθεί, έτσι δεν τιμωρεί ούτε εκείνους που αμαρτάνουν. Και όπως θέλει αν κολακεύεται και να επαινείται και να τιμάται και να συγχωρούνται όλα τα αμαρτήματα του, το ίδιο κάνει και αυτός στον πλησίον, επειδή τον αγαπάει όπως τον εαυτό του. Με ένα λόγο, αυτό που θέλει για τον εαυτό του, θέλει και για τον πλησίον. Διότι αυτός είναι ο νόμος του Θεού και των προφητών, αυτή είναι η διδασκαλία της αλήθειας. Και αυτά βέβαια, η τέλεια δηλαδή αγάπη προς κάθε άνθρωπο, είναι το αρσενικό μέρος της φιλανθρωπίας˙ ενώ η ελεημοσύνη είναι το θηλυκό μέρος της. Που σημαίνει να τρέφεις τον πεινασμένο, να δίνεις πιοτό στον διψασμένο, να ντύνεις τον γυμνό, να επισκέπτεσαι τον άρρωστο, να δέχεσαι τον ξένο, και τον φυλακισμένο να τον βοηθείς κατά το δυνατόν, και με λίγα λόγια να ελεείς εκείνον που βρίσκεται σε συμφορές.
33. Εγώ ακούοντάς τον είπα˙ Αυτά βέβαια είναι δυνατόν να τα κάνει κανείς, να ευεργετεί όμως τους εχθρούς, υποφέροντας όλες του τις ενοχλήσεις, δεν νομίζω πως είναι δυνατό να υπάρχει άνθρωπος.
Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Σωστά μίλησες˙ διότι, επειδή η φιλανθρωπία είναι η αιτία της αθανασίας, γι’ αυτό δίνεται πολύ ακριβά.
Κι εγώ είπα˙ Με ποιόν τρόπο λοιπόν είναι δυνατό να την συλλάβει κανείς με τον νου του;
Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Αυτήν, φίλε Κλήμη, μπορεί κάποιος να την καταλάβει, όταν πληροφορηθεί, ότι οι εχθροί, κακοποιώντας προσωρινά αυτούς που μισούν, γίνονται αίτιοι να απαλλαγούν αυτοί από αιώνια τιμωρία, κι έτσι θα τους αγαπήσουν περισσότερο ως ευεργέτες τους. Και ο δρόμος για να την καταλάβουν, φίλε Κλήμη, είναι ένας, και είναι ο φόβος του Θεού. Βέβαια εκείνος που φοβάται τον Θεόν στην αρχή δεν μπορεί να αγαπά τον πλησίον του σαν τον εαυτό του˙ γιατί το να το διατάξει αυτό δεν προσιδιάζει στην ψυχή˙ όμως με τον φόβο του Θεού μπορεί να κάνει αυτά που κάνουν εκείνοι που αγαπούν, και έτσι, αφού έκανε τα έργα της αγάπης, η αγάπη, σαν να είναι νύφη, προσφέρεται στον φόβο σαν να είναι γαμπρός, και έτσι γεννώντας τις φιλάνθρωπες σκέψεις, κάνει αθάνατο αυτόν που απέκτησε, αφού, σαν εικόνα όμοια με τον Θεό, δεν μπορεί η φύση του να ατιμασθεί από τη φθορά.
Αφού μας μίλησε για την φιλανθρωπία, επειδή είχε πια νυχτώσει, πήγαμε για ύπνο.
32. Δικαίως δε εστίν εκείνος, ο του ευλόγου ένεκα τη φύσει μαχόμενος. Οίον, πάσι πρόσεστιν εκ φύσεως φιλούντας φιλείν˙ δίκαιος πειράται και εχθρούς αγαπάν και λοιδορούντας ευλογείν, έτι μην και υπέρ εχθρών εύχεσθαι, αδικούντας ελεείν. Διο και προαδικείσθαι απέχεται, και ομώς καταρωμένους ευλογεί, τύπτουσι συγχωρεί, διώκουσιν υποχωρεί, μη ασπαζομένους ασπάζεται, τοις ουκ έχουσιν ων έχει κοινωνεί, οργιζόμενον πείθει, τον εχθρόν διαλλάσσει, τον απειθή παρακαλεί, τον άπιστον κατηχεί, τον πενθούντα παραμυθείται, επηρεαζόμενος στέγει, αχαριστούμενος ουκ αγανακτεί. Εις δε το αγαπάν τον πλησίον ως εαυτόν αποδεδωκώς, πενίαν ου πεφόβηται, αλλά τα εαυτού μερίζων τοις ουκ έχουσι πένης γίνεται. Αλλά ουδέ μην αμαρτάνοντα τιμωρεί. Ο γαρ τον πλησίον αγαπών ως εαυτόν, ως αυτός αμαρτήσας οίδε τιμωρηθήναι μη θέλειν, ούτως ουδέ τους αμαρτάνοντας τιμωρεί. Και ως θέλει κολακεύεσθαι και ευλογείσθαι και τιμάσθαι και πάντα τα αμαρτήματα αυτώ συγχωρείσθαι, τούτο προς το πλησίον ποιεί, ως εαυτόν εκείνον αγαπών.
Ενί λόγω, ο θέλει εαυτώ, θέλει και τω πλησίον. Ούτος γαρ εστί Θεού νόμος και προφητών, αύτη της αληθείας η διδασκαλία. Και ταύτα μεν αγάπη η προς πάντα άνθρωπον τελεία το άρρεν μέρος εστίν της φιλανθρωπίας, το δε ελεείν το θήλυ μέρος εστίν αυτής. Όπερ εστί πεινώντα θρέψαι, και ποτόν διψώντι παρασχείν, και γυμνόν ενδύσαι, και νοσούντα επισκέψασθαι, και ξένον δέξασθαι, τω εν ειρκτή κατά το δυνατόν επιφαινόμενον βοηθείν, απαξαπλώς τον εν συμφοραίς ελεήσαι.
33. Εγώ δε ακούσας έφην˙ Ταύτα μεν δυνατόν πράττειν, εχθρούς δε ευεργετείν, πάσαν αυτών υποφέροντα επήρειαν, ουκ οίομαι δυνατόν ανθρωπεία προσείναι φύσει.
Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Ορθώς έφης˙ αθανασίας γαρ αιτία ούσα η φιλανθρωπία πολλού δίδοται.
Καγώ έφην˙ Πώς ουν σύνεστιν εν νω λαβείν;
Και ο Πέτρος απεκρίνατο. Ταύτην, ως φίλε Κλήμης, λαβείν έστιν, εάν πληροφορηθή τις, ότι οι εχθροί προς καιρόν κακοχούντες, ους μισούσιν, αιωνίου κολάσεως απαλλαγής αυτοίς αίτιοι γίνονται˙ προσέτι δε αυτούς ως ευεργέτας σφόδρα αγαπήσουσιν. Η δε οδός του ταύτην λαβείν, ώ φίλε Κλήμης, μία τις εστίν, ήπερ εστί φόβος Θεού. Ο γαρ Θεόν φοβούμενος, τον πλησίον ως εαυτόν αγαπάν μεν καταρχάς ου δύναται˙ επεί το τοιούτον κελεύειν ου προσέρχεται τη ψυχή˙ τω μέντοι προς Θεόν φόβω τα αγαπώντων ποιείν δύναται, και ειθ’ ούτω πράξαντι τα αγάπης το αγαπάν ως νύμφη ούσα προσφέρεται τω νυμφίω τω φόβω˙ και ούτω τους φιλανθρώπους τίκτουσα λογισμούς αθάνατον τίθησι τον κεκτημένον, ως εικόνα Θεού ομοίαν, υπό φθοράς υβρισθήναι μη δυναμένην την αυτού φύσιν.
Ομώς τον της φιλανθρωπίας εκθεμένου ημίν λόγον, εσπέρας επικαταλαβούσης, εις ύπνον ετράπημεν.
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: Ομιλία ΙΒ’ (Εισαγωγή).