Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Β’: 21 – 40) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.

21. Εκείνος που έχει μέσα του το φως του παναγίου Πνεύματος, επειδή δεν αντέχει να το βλέπει, πέφτει στη γη προύμυτα, κραυγάζει και φωνάζει με έκπληξη και με πολύ φόβο, επειδή είδε και έπαθε πράγμα που ξεπερνά τη φύση, τη λογική, τη σκέψη˙ και γίνεται αυτός όμοιος με άνθρωπο που πήραν από κάπου φωτιά τα σπλάχνα του, από την οποία, καθώς φλέγεται και δεν μπορεί να υποφέρει τον εμπρησμό της φλόγας, είναι σαν να βρίσκεται σε έκσταση˙ και επειδή δεν μπορεί ούτε τον εαυτό του να εξουσιάσει εντελώς, αλλά και βρέχεται αδιάκοπα από τα δάκρυα και δροσίζεται απ’ αυτά, ανάβει η φωτιά του πόθου και γίνεται δυνατότερη. Απ’ αυτό άλλωστε χύνει περισσότερο τα δάκρυα, και καθώς πλύνεται με τη ροή του, αστράφτει και γίνεται λαμπρότερος˙ όταν μάλιστα πυρωθεί εντελώς και γίνει σαν φως, τότε εκπληρώνεται ο λόγος, «Ο Θεός ενώνεται με θεούς και γνωρίζεται»,1 και τόσο πολύ ίσως ενώνεται και γνωρίζεται, όσο πια ενώθηκε μ’ αυτούς που συνδέθηκαν μαζί του, και όσο φανερώθηκε σ’ αυτούς που τον έχουν γνωρίσει.
22. Σε όσο βαθμό θα θελήσει να γνωρισθεί από μας ο Θεός, σε τόσο και φανερώνεται˙ και σε όσο βαθμό θα φανερωθεί, βλέπεται από τους άξιους και γνωρίζεται. Δεν είναι όμως δυνατό να πάθει ή να δει κάποιος κάτι τέτοιο, αν δεν ενωθεί προηγουμένως αυτός με το πανάγιο Πνεύμα, αποκτώντας ταπεινή, καθαρή, απλή και συντριμμένη καρδιά από τους κόπους και τους ιδρώτες.
23. Πριν από το πένθος και τα δάκρυα, κανείς να μη σας εξαπατά με απατηλά λόγια,2 ούτε να πλανούμε τους εαυτούς μας, δεν υπάρχει σ’ εμάς μετάνοια, ούτε αληθινή μεταμέλεια, ούτε φόβος Θεού στις καρδιές μας, ούτε κατακρίναμε τους εαυτούς μας, ούτε έφθασε η ψυχή μας σε συναίσθηση της μέλλουσας κρίσης και των αιώνιων βασάνων. Διότι, αν ο εαυτός μας αποκτούσε αυτά και αν έφθανε σ’ αυτά, τότε αμέσως θα έχυνε και δάκρυα˙ χωρίς τα δάκρυα δηλαδή δεν μπορεί ποτέ ούτε η σκληρή καρδιά μας να μαλακώσει, ούτε η ψυχή μας να αποκτήσει πνευματική ταπείνωση, ούτε θα μπορέσουμε να γίνουμε ταπεινοί. Εκείνος βέβαια που δεν έγινε τέτοιος δεν μπορεί να ενωθεί με το Άγιο Πνεύμα˙ και εκείνος που δεν ενώθηκε μ’ αυτό με την κάθαρση δεν μπορεί ούτε σε θέαση και γνώση Θεού να φθάσει, ούτε είναι άξιος να διδαχθεί τις μυστικές αρετές της ταπείνωσης.
24. Όπως αυτόν, που μόλις τώρα μαθαίνει να συλλαβίζει τα γράμματα, όχι μόνο δεν θα τον ωφελήσει διόλου εκείνος που μιλά γι’ αυτά που αναφέρονται στη ρητορική και στη φιλοσοφία, αλλά και θα τον κάνει αυτόν γι’ αυτά που άρχισε να μαθαίνει να αδιαφορήσει περισσότερο και να απομακρυνθεί, επειδή δεν χωράει διόλου ο νους του το νόημα αυτών που λέγονται, έτσι και εκείνος που διδάσκει στους αρχάριους αυτά που αναφέρονται στην τελειότητα, και περισσότερο εκείνος που διδάσκει στους νωθρότερους, όχι μόνο δεν θα τους ωφελήσει διόλου, αλλά και θα τους κάνει να γυρίσουν πίσω. Διότι, όταν κοιτάξουν προς το ύψος της αρετής και σκεφθούν πόσο απέχουν από την κορυφή της, και φαντασθούν πόσο αδύνατο θα είναι σ’ αυτούς το να ανέβουν στο άκρο της, θα καταφρονήσουν, σαν ανώφελα, και αυτά που άρχισαν κατά ένα μέρος να μαθαίνουν, και θα βυθιστούν στην απελπισία.
25. Όταν αυτοί που ακόμη εξουσιάζονται και βασιλεύονται από τα πάθη ακούσουν ότι ο τέλειος κατά Θεόν νομίζει τον εαυτό του ακαθαρτότερο από κάθε άνθρωπο και από κάθε ζώο και θηρίο, αυτός δηλαδή που καιόταν ατιμάζεται, χαίρεται, όταν χλευάζεται, ευλογεί, όταν διώκεται, ανέχεται3 και προσεύχεται για τους εχθρούς του4 με δάκρυα και με πόνο της καρδιάς, παρακαλώντας τον Θεό και ικετεύοντας γι’ αυτούς, στην αρχή βέβαια δυσπιστούν, επιχειρώντας να παραστήσουν τους εαυτούς τους ίσους με τους τέλειους, έπειτα, καθώς ελέγχονται από τις θείες Γραφές και ανατρέπονται από τους αγίους, που έδειξαν αυτά με την πράξη, ομολογούν ότι δεν έχουν τη δύναμη να φθάσουν σ’ αυτά, όταν όμως ακούσουν ότι χωρίς την εκπλήρωση αυτών είναι αδύνατο να σωθούν οι ίδιοι, τότε, επειδή δεν θέλουν να εγκαταλείψουν διόλου το κακό και να μετανοήσουν για τις αμαρτίες που έκαναν, απελπίζονται για τους εαυτούς τους.
26. Εκείνους που υποκρίνονται ότι έχουν την αρετή και φαίνονται άλλο ως προς την εξωτερική εμφάνιση, ενώ είναι άλλο ως προς τον εσωτερικό άνθρωπο, εκείνους δηλαδή που είναι γεμάτοι από κάθε αδικία, μεστοί από ζήλια και εριστική διάθεση και δυσωδία ηδονών, οι περισσότεροι τους τιμούν σαν απαθείς και αγίους, επειδή δεν έχουν καθαρό το μάτι της ψυχής και δεν μπορούν να τους διακρίνουν από τους καρπούς τους5˙ αυτούς όμως που ζουν με ευλάβεια και αρετή και απλότητα της καρδιάς και είναι πραγματικά άγιοι τους λογαριάζουν λαθεμένα όπως τους λοιπούς άλλους ανθρώπους και τους παραμερίζουν καταφρονώντας τους.
27. Οι τέτοιοι άνθρωποι τον φλύαρο και τον επιδεικτικό τον θεωρούν μάλλον, ότι είναι διδακτικός και πνευματικός˙ τον σιωπηλό όμως και προσεκτικό στην αργολογία τον χαρακτηρίζουν αγροίκο και άφωνο.
28. Οι υψηλόφρονες και αυτοί, που νοσούν από την υπερηφάνεια του διαβόλου, αποφεύγουν εκείνον που μιλά με Άγιο Πνεύμα, σαν άνθρωπο υψηλόφρονα και υπερήφανο, επειδή μάλλον πληγώνονται παρά κατανύσσονται με τα λόγια του˙ εκείνος όμως που μιλά με ευγλωττία από φυσικού του, ή από τη μάθηση, και τους εξαπατά για τη σωτηρία τους, τον υπερεπαινούν και τον δέχονται, και έτσι κανείς δεν υπάρχει ανάμεσά τους, που να μπορεί να δει και να διακρίνει το πράγμα καλά και όπως είναι.
29. Ο Θεός λέει: «Μακάριοι είναι οι καθαροί ως προς την καρδιά, διότι αυτοί θα δουν τον Θεό».6 Καθαρή λοιπόν την καρδιά δεν είναι φυσικό να κάνει μία, ούτε δύο ή δέκα αρετές, αλλά όλες μαζί, όπως θα πούμε, σαν να είναι όλες μία αρετή, και σαν να κατορθώθηκε αυτή στο έπακρό της˙ αλά και ούτε έτσι μπορούν να κάνουν καθαρή την καρδιά μόνες οι αρετές, χωρίς την παρουσία και την ενέργεια του Πνεύματος. Διότι όπως ο χαλκουργός δείχνει την τέχνη με τα εργαλεία του, δεν μπορεί όμως διόλου, χωρίς την ενέργεια της φωτιάς, να μετατρέψει τίποτε σε έργο, έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος όλα τα κάνει, και μεταχειρίζεται τις αρετές σαν εργαλεία, αλλά χωρίς την παρουσία της πνευματικής φωτιάς μένουν αυτά ανενέργητα και ανώφελα, και δεν καθαρίζουν το μολυσμό και τη σήψη της ψυχής.
30. Όπου υπάρχει βαθιά ταπείνωση, εκεί υπάρχει και άφθονο δάκρυ˙ και όπου υπάρχουν αυτά, εκεί υπάρχει και η παρουσία του αγίου και προσκυνητού Πνεύματος. Όταν μάλιστα πραγματοποιηθεί αυτή η παρουσία, τότε σ’ εκείνον, που δέχεται την ενέργειά του, πραγματοποιείται κάθε καθαρότητα και κάθε αγιοσύνη, και ο Θεός βλέπεται απ’ αυτόν, και ο Θεός ρίχνει το βλέμμα του σ’ αυτόν˙ «Διότι σε ποιόν, λέει, να ρίξω το βλέμμα μου, παρά στον πράο και ήσυχο και σ’ εκείνον που τρέμει τα λόγια μου;»7
31. Ο άνθρωπος μπορεί βέβαια να καταπολεμήσει τα πάθη, αλλά δεν μπορεί με κανένα τρόπο να τα ξεριζώσει˙ και έλαβε βέβαια εξουσία να μην κάνει το κακό, όχι όμως και το να μην το σκεφθεί. Ευσέβεια μάλιστα είναι όχι μόνο να το κάνει κάποιος το καλό, αλλά και το να μη συλλογίζεται τα κακά. Εκείνος λοιπόν, που συλλογίζεται τα κακά, δεν μπορεί να αποκτήσει καθαρή καρδιά˙ διότι, πώς μπορεί, όταν η καρδιά μολύνεται απ’ αυτό όπως ο καθρέπτης από τη λάσπη;
32. Καθαρή καρδιά υποθέτω ότι είναι αυτό˙ όχι μόνο το να μην ενοχλείται κάποιος από κάποιο πάθος, αλλά και το να μην έχει στο νου του κάτι κακό ή βιοτικό, όταν θελήσει, αλλά να έχει μέσα του μόνο τη μνήμη του Θεού με ασυγκράτητο έρωτα˙ διότι το μάτι, όταν είναι μέσα σε καθαρό φως, βλέπει καθαρά τον Θεό, χωρίς να μεσολαβεί στη θέαση κανένα άλλο πράγμα.
33. Λέω ότι απάθεια είναι αυτό˙ όχι μόνο δηλαδή το να είναι κάποιος μακριά από τη διάπραξη των παθών, αλλά και το να αποξενωθεί από την επιθυμία τους˙ και ούτε μόνο αυτό, αλλά και το να απογυμνωθεί ο νους μας από τη σκέψη τους, ώστε, όταν θέλουμε, να φθάνουμε επάνω από τους ουρανούς, με το να απομακρυνόμαστε από τα ορατά και τα αισθητά πράγματα, σαν να κλείνουν δηλαδή οι αισθήσεις μας και να εισχωρεί ο νους μας σ’ αυτά που υπερβαίνουν την αίσθηση, με το να μεταφέρει δηλαδή ο νους μαζί του με δύναμη τις αισθήσεις, όπως κάποιος αετός τα φτερά του.
34. Ο νους χωρίς τις αισθήσεις δεν μπορεί να δείξει τις ενέργειές του, αλλά και οι αισθήσεις χωρίς το νου δεν μπορούν να δείξουν με κανένα τρόπο τις δικές τους ενέργειες.
35. Καθαρή καρδιά λέγεται και είναι εκείνη που δεν βρίσκει μέσα της καμία σκέψη ή βιοτικό λογισμό˙ εκείνη που είναι έτσι αφιερωμένη στον Θεό και συνενωμένη, ώστε να μη θυμάται ούτε τα λυπηρά ούτε τα χαροποιά του βίου, αλλά να είναι σαν να αρπάζεται, με πνευματική κατάσταση, στον τρίτο ουρανό και στον παράδεισο,8 και να βλέπει τις προγεύσεις των καλών που έχουν δοθεί σαν υπόσχεση στους αγίους, και απ’ αυτά να συμπεραίνει τα ίδια τα αιώνια αγαθά, ανάλογα με τη δυνατότητα που υπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Αυτό είναι αληθινά σημάδι και δείγμα βέβαια καθαρής καρδιάς, με το οποίο κάποιος γνωρίζει και τα μέτρα της καθαρότητα και παρατηρεί τον εαυτό του σαν μέσα σε καθρέπτη.
36. Όπως εκείνος που είναι έξω από την οικία δεν βλέπει αυτούς που είναι κλεισμένοι μέσα, έτσι ούτε εκείνος που έχει σταυρωθεί για τον κόσμο,9 εκείνος δηλαδή που έχει νεκρωθεί για τον κόσμο, έχει κάποια αίσθηση προς τα πράγματα του κόσμου.
37. Με όποιο τρόπο το νεκρό σώμα δεν έχει την οποιαδήποτε αίσθηση ούτε προς τα ζωντανά, ούτε προς τα νεκρά σώματα που κείτονται μαζί του, έτσι ούτε εκείνος που απομακρύνθηκε από τον κόσμο με το Πνεύμα και είναι μαζί με τον Θεό, μπορεί να έχει αίσθηση προς τον κόσμο ή να είναι προσκολλημένος στα πράγματα του κόσμου, αν και είναι υποταγμένος στις ανάγκες του σώματος.
38. Πριν από το θάνατο πραγματοποιείται ο θάνατος και πριν από την ανάσταση των σωμάτων πραγματοποιείται η ανάσταση των ψυχών, με έργο, με δύναμη, με πείρα, με αλήθεια. Διότι, καθώς το θνητό φρόνημα εξαφανίζεται από τον αθάνατο νου και διώχνεται η νεκρότητα από τη ζωή, η ψυχή, σαν να αναστήθηκε από τους νεκρούς, βλέπει ομολογουμένως τον εαυτό της, όπως βλέπουν τους εαυτούς τους εκείνοι που σηκώθηκαν από τον ύπνο˙ αλλά και γνωρίζει τον Θεό, που την ανέστησε, ώστε, καθώς τον προσέχει και τον ευχαριστεί, απομακρύνεται από τις αισθήσεις και από όλο τον κόσμο, με το να γεμίζει από ανέκφραστη απόλαυση, και καταπαύει μέσα σ’ αυτόν την κάθε νοερή κίνησή της.
39. Άλλα προσφέρονται από μας και άλλα δίνονται σ’ εμάς από τον ουρανό, από τον Θεό. Διότι όσο καθαριζόμαστε με ιερούς κόπους και ιδρώτες, τόσο λαμπρυνόμαστε με το φως της κατάνυξης, και όσο με το φως λαμπρυνόμαστε, τόσο καθαριζόμαστε με τα δάκρυα, παρέχοντας το ένα από τον εαυτό μας, και παίρνοντας ση θέση του το άλλο, που μας δίνεται από τον ουρανό.
40. Πολλοί, αν και πρόσφεραν τα δικά τους, δεν έλαβαν αυτά που συνήθως δίνονται από τον Θεό˙ και είναι φανερό απ’ αυτά, που ο Κάιν και ο Ησαύ έχουν κάνει και έχουν πάθει. Διότι, αν κάποιος δεν προσφέρει, με ορθό λογισμό και ευσεβή διάθεση και θερμή πίστη και πολλή ταπεινοφροσύνη, αυτά που προέρχονται από τον εαυτό του, ο Θεός δεν θα ρίξει το βλέμμα του επάνω σ’ αυτόν, δεν θα δεχθεί αυτά, που προσφέρονται. Αν όμως ο Θεός δεν θα δεχθεί αυτά, ούτε θα ανταποδώσει εκείνα, που προέρχονται από τον εαυτό του, σ’ αυτόν που προσφέρει έτσι.

Υποσημειώσεις.

1. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, εις τα Θεοφάνια, 7, PG 36Μ 317C, και Λόγος 45, εις το Άγιον Πάσχα, 3,PG 36, 628Α.
2. Πρβ. Εφ. 5,6
3. Πρβ. Α’ Κορ. 4,12
4. Πρβ. Ματθ. 5, 44
5. Πρβ. Ματθ. 7, 16 και 20
6. Ματθ. 5,8
7. Ησ’. 66, 27
8. Πρβ. Β’ Κορ. 12, 2-4
9. Πρβ. Γαλ. 6,14

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Α’: 1 – 20) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.