Ο Αριστείδης Στεργιάδης και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Στις 8 Μαΐου 1919 έφτασε στη Σμύρνη ο Αριστείδης Στεργιάδης και ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδας στην πρωτεύουσα της Ιωνίας. Γεννημένος στην Κρήτη, ο Στεργιάδης είχε σπουδάσει νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι και συνδεόταν με μακροχρόνια φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος τον διόρισε το 1917 γενικό διοικητή στην Ήπειρο και το 1919 Ύπατο Αρμοστή στη Σμύρνη.

Μετά την άφιξή του στην πόλη, ο Στεργιάδης συγκρότησε ένα προοδευτικό σύστημα διακυβέρνησης το οποίο βασιζόταν στην αμερόληπτη διοίκηση Ελλήνων και Τούρκων, με στόχο την εδραίωση της ισοπολιτείας και την ειρηνική συνύπαρξη των επιμέρους εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων.1 Ειδικότερα, οργάνωσε το σύστημα φορολογίας, τη χωροφυλακή και το δικαστικό σώμα, μερίμνησε για τον επαναπατρισμό 120.000 χριστιανών προσφύγων και επιπλέον χορήγησε δάνεια για την αποκατάσταση των εκτοπισμένων.2

Αναμφίβολα, η παρουσία του Στεργιάδη στη Σμύρνη συνέβαλε άμεσα και αποτελεσματικά στην εμπέδωση της τάξης στο πολυάριθμο πληθυσμιακό μωσαϊκό της πόλης. Άνθρωπος των ριζικών αλλαγών, την σκληρών μέτρων και των επώδυνων αποφάσεων, δεν δίσταζε να χειροδικήσει όποιον έφερνε εμπόδια ή αντιδρούσε στις εντολές του, ειδικά όταν η αντίθετη άποψη προερχόταν από το ελληνορθόδοξο στοιχείο των περιοχών που ήλεγχε η Ύπατη Αρμοστεία.

-«Αδιαφορώ ποίον και πόσους θα εύρω εις τον δρόμον μου. θα περάσω επάνω από τας σάρκας των, δια να επιτύχω την υποταγήν και την εμπέδωσιν της τάξεως»,3 ανέφερε με αποφασιστικότητα ο Στεργιάδης.

Οι σχέσεις του Χρυσοστόμου με τον Στεργιάδη ήταν από την πρώτη στιγμή τεταμένες. Ο Μητροπολίτης συμμεριζόταν τη χαρά του σμυρναϊκού λαού για την απελευθέρωσή του από τον τουρκικό ζυγό και ταυτόχρονα υποστήριζε τις ενέργειες που έπρεπε να καταβάλει η ελληνική ηγεσία για την ένωση της Σμύρνης με την Ελλάδα. Από την άλλη, ο Ύπατος Αρμοστής προσπαθούσε με αυταρχικό και βίαιο τις περισσότερες φορές τρόπο να επιβάλει μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ένα καθεστώς ισονομίας, ενώ δεν έκρυβε την αποστροφή του για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των Μικρασιατών υπέρ της Ελλάδας και του Ελληνισμού. Από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησης, ο Στεργιάδης εκδήλωσε τις απολυταρχικές και τυραννικές του τάσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός έφτασε να συγκρίνει τη βιαιότητά του με την τυραννία των Νεότουρκων.4

Η εριστική και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Στεργιάδη απέναντι στο ελληνορθόδοξο στοιχείο της Σμύρνης διασώζεται σε αναρίθμητα περιστατικά βίας, χειροδικίας, προσβολής και ταπείνωσης των Ελλήνων ομογενών κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην ιωνική πρωτεύουσα, εκδηλώνοντας ιδιαίτερο σαδισμό στον εξευτελισμό κάθε ιερατικής κορυφής.5

Ένα τέτοιο περιστατικό έλαβε χώρα λίγες μέρες μετά την άφιξη του Στεργιάδη στη Σμύρνη, με αφορμή τη διαχείριση των χρημάτων που είχε δώσει η Ύπατη Αρμοστεία για τον επαναπατρισμό προσφύγων μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Συγκεκριμένα ο Στεργιάδης είχε διαθέσει στον Χρυσόστομο ένα χρηματικό ποσό για να το δίνει ο μητροπολίτης ως βοήθημα σε πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, οι οποίοι φιλοξενούνταν μέχρι τότε στο προαύλιο του ιερού ναού της αγίας Φωτεινής, με στόχο την ομαλή επιστροφή στις πατρίδες τους.

Ωστόσο, στις 20 Ιουνίου 1919 ο Στεργιάδης μετέβη στη Μητρόπολη και εισερχόμενος στην αίθουσα του Μεγάλο Συνοδικού άρχισε να σπρώχνει και να βρίζει τον Χρυσόστομο, λέγοντας του:

-«Παληόπαπα! Κλέφτη! Σου εμπιστεύθηκα τόσα λεφτά του δημοσίου και συ τα πετάς σαν να είναι δικά σου! χωρίς να κρατάς λογαριασμό…»

Ο Χρυσόστομος με υποδειγματική αυτοσυγκράτηση απάντησε.

-«Λογαριασμό; Πώς δεν κρατώ λογαριασμό; Και λεπτομερή μάλιστα!»

-«Τότε, να μου τον δώσης αμέσως! Να μου τον στείλης!…»

Ο Στεργιάδης, χωρίς να περιμένει να δει ή να ελέγξει τις αποδείξεις που κρατούσε ο ιεράρχης, αναχώρησε από τη μητρόπολη φανερά εκνευρισμένος, ενώ ο Χρυσόστομος με δάκρυα στα μάτια προσπαθούσε να συνέλθει από την αναπάντεχη αυτή επίθεση του Αρμοστή. Αμέσως μετά την αποχώρηση του Στεργιάδη έσπευσαν στον Χρυσόστομο ο Αρχιδιάκονός του Βασίλειος6 και οι υπάλληλοι των γραφείων της Μητροπόλεως, ενώ κλήθηκαν τα περισσότερα μέλη των κοινοτικών αρχών της πόλεως για να συμπαρασταθούν στον ιεράρχη και να διαμορφώσουν από κοινού τη στάση τους απέναντι στον ανεκδιήγητο Ύπατο Αρμοστή.

Η έκπληξη, ωστόσο, έγινε μεγαλύτερη όταν τρεις ώρες μετά το περιστατικό εισήλθε στην αίθουσα του Συνοδικού ένας άγνωστος κύριος, κρατώντας στα χέρια του μια τσάντα και ένα καπέλο, ο οποίος, αφού έκανε μια σειρά υποκλίσεων, στάθηκε με σεβασμό και σε αρκετή απόσταση από το γραφείο όπου καθόταν ο μητροπολίτης.

-«Τί θέλετε;» τον ρώτησε κάποιος.

Εκείνος υποκλίθηκε άλλη μια φορά και είπε στα γαλλικά:

-«Monseiuneur l’ Archeveque» (Τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο).

Ο Χρυσόστομος τον κοίταξε με ένα περίεργο βλέμμα και σε άπταιστα γαλλικά τον ρώτησε:

-«Τί συμβαίνει;)

Ο ξένος πλησίασε γρήγορα προς το μέρος του Δεσπότη. Άφησε κάτω την τσάντα και το καπέλο και άνοιξε πάνω στο γραφείο ένα περιοδικό, λέγοντας:

-«Είμαι περιοδεύων αντιπρόσωπος του εργοστασίου αυτοκινήτων Φίατ και με στέλνει ο εξοχώτατος Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδος με την εντολήν να διαλέξετε ένα αυτοκίνητον!»

Η κατάπληξη όλων ήταν εμφανής. Ωστόσο, πριν προλάβει να μιλήσει κάποιος, ο Χρυσόστομος με μια απότομη περιφρονητική κίνησε πέταξε τον κατάλογο των αυτοκινήτων από το γραφείο του κάτω. Ο άγνωστος κύριος έσκυψε, πήρε αμέσως τον τιμοκατάλογο, τον τοποθέτησε πάλι μπροστά στον Μητροπολίτη και με έντονο ύφος είπε:

-«Έχω εντολήν εκ μέρους της Αυτού Εξοχότητος, να μη φύγω απ’ εδώ εάν δεν διαλέξετε το αυτοκίνητον της αρεσκείας σας το οποίον σας δωρίζει!»

-«Μου δωρίζει; Αστεία πράγματα…»

-«Όχι, είναι πολύ σοβαρά… Είναι ρητή διαταγή του εξοχωτάτου…»

-«Και ποιά μέρα σας την έδωσε αυτή τη διαταγή;»

-«Σήμερα».

-«Το πρωί;»

-«Όχι! Τώρα… μόλις προ μιας ώρας! Έστειλε και με κάλεσε επίτηδες και από την Αρμοστείαν, ήλθα εδώ, κατ’ ευθείαν!…»

Τότε έγινε αντιληπτό ότι ο Στεργιάδης είχε μετανιώσει για την απρεπή συμπεριφορά του απέναντι στον Χρυσόστομο και επιθυμούσε με αυτόν τον τρόπο να επανορθώσει. Για τον λόγο αυτό, οι παριστάμενοι ζήτησαν από τον μητροπολίτη να δεχθεί την προσφορά ως ένδειξη συγνώμης εκ μέρους του Αρμοστή και να διαλέξει ένα από τα αυτοκίνητα που του πρότεινε ο αντιπρόσωπος της ιταλικής εταιρείας αυτοκινήτων.

Πράγματι, ο Χρυσόστομος διάλεξε ένα από τα οχήματα που είχε μπροστά του και λίγε μέρες αργότερα έφθασε στη μητρόπολη ένα πολυτελές ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο, με το οποίο ο ιεράρχης θα πραγματοποιούσε έκτοτε τις μετακινήσεις του στην πόλη και τα περίχωρα της Σμύρνης.

Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, το 1921, ο επικεφαλής της προσωπικής φρουράς του Αρμοστή παρουσιάστηκε ενώπιον του Χρυσοστόμου και του είπε:

-«Ο εξοχώτατος αρμοστής με διάταξε, Σεβασμιώτατε, να σας ζητήσω να του επιστρέψετε το αυτοκίνητον που σας εχάρισε, διότι το χρειάζεται δια να κυκλοφορούν οι άνθρωποι της υπηρεσίας του».

-«Να το πάρετε! Να το πάρετε!» είπε πρόθυμα ο Δεσπότης.

Ασφαλώς, ουδέποτε ο Στεργιάδης επέστρεψε το αυτοκίνητο που είχε παραχωρήσει στη μητρόπολη, ούτε πρόσφερε στον Χρυσόστομο κάποιο αντίστοιχο δώρο.8

Ένα ακόμα περιστατικό μεταξύ των δύο ανδρών συνέβη κατά τη διάρκεια επίσημης δοξολογίας στον μητροπολιτικό ναό της αγίας Φωτεινής, με αφορμή κάποια εθνική επέτειο. Στο τέλος της ακολουθίας ο Χρυσόστομος εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο της ημέρας, ο οποίος κρίθηκε από τον Στεργιάδη πολιτικός και όχι εκκλησιαστικός. Ο Τζώρτζ Χόρτον γενικός πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σμύρνη, ο οποίος παρίστατο την ημέρα εκείνη μεταξύ των επισήμων, είδε τον Στεργιάδη να φεύγει από τη θέση του και, αφού πλησίασε τον μητροοπολίτη, είπε ενώπιον όλων: «Σας είπα όμως πως δεν επιθυμούσα τίποτε απ’ αυτά». Ο Χρυσόστομος, ο οποίος δεν περίμενε μια τέτοια συμπεριφορά από τον Στεργιάδη μέσα στην Εκκλησία, διέκοψε απότομα την ομιλία του και κατέβηκε από τον άμβωνα.

Κάποια άλλη φορά, μεταβαίνοντας ο Στεργιάδης σε ένα χωριό της επαρχίας Σμύρνης για να παραστεί στα εγκαίνια ενός νέου σχολείου, πληροφορήθηκε από τη συνοδεία του ότι ο ιερέας είχε αρνηθεί να κηδέψει το παιδί μιας φτωχής χήρας, επειδή η μητέρα δεν είχε τα αναγκαία χρήματα για την τέλεση της κηδείας. Ο Στεργιάδης δεν απάντησε τίποτε σε αυτά ούτε εξέφρασε τη γνώμη του. Όταν όμως έφτασε στο χωριό και τον προϋπάντησε ο δήμαρχος, ο ιερέας και άλλα μέλη της κοινότητας, ο Αρμοστής έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στον ιερέα, λέγοντάς του: «Παλιάνθρωπε! Δεν θέλω να σας ξέρω. Ντροπιάζετε την Εκκλησία και το Ελληνικόν Έθνος». Οι παριστάμενοι έμειναν άναυδοι και του εξήγησαν: «Δεν είναι όμως εκείνος ο παπάς εξοχώτατε. Αυτός είναι καλός άνθρωπος. Τον άλλο τον διώξαμε» Ο Στεργιάδης, ο οποίος ουδόλως ενοχλήθηκε από την άδικη και τόσο προσβλητική συμπεριφορά του, στράφηκε προς τον γραμματέα του και είπε: «Δώστε του εκατό δραχμές για τους φτωχούς του» και το επεισόδιο έληξε εκεί.9

Ένα αντίστοιχο περιστατικό που αποδεικνύει την εξωφρενική ιδιοσυγκρασία του Στεργιάδη είναι και το εξής: Κάποιος ιερέας του Χορόσκιοϊ, χωριό μεταξύ Κορδελιού και Μαγνησίας, υπέπεσε σε ένα σοβαρό παράπτωμα. Η μητρόπολη Εφέσου, στην οποία ανήκε το Χορόσκιοϊ, κάλεσε αμέσως τον κληρικό σε απολογία, τον καθαίρεσε και στη θέση του διόρισε έναν άλλο ιερέα που λεγόταν Καλλίνικος. Πληροφορούμενος ο Στεργιάδης το περιστατικό, ζήτησε να φέρουν ενώπιόν του τον κληρικό από το εν λόγω χωριό. Την επομένη δύο χωροφύλακες οδήγησαν τον ιερέα στο γραφείο του Στεργιάδη.

-«Είναι αυτός που διατάξατε! Ο Παπάς του Χορόσκιοϊ».

-«Αυτός είναι!» είπε οργισμένος ο Αρμοστής.

-«Εσύ λοιπόν είσαι κάθαρμα, εξευτελισμένε βρωμόπαπα!»

Εν ριπή οφθαλμού, ο Στεργιάδης ξεκρέμασε από τον τοίχο ένα μαστίγιο και άρχισε να κτυπά με αγριότητα τον ρασοφόρο κληρικό στο πρόσωπο και το σώμα του. Κατόπιν, με κλωτσιές και ύβρεις τον έβγαλε από το γραφείο και τον έσπρωξε στη μαρμάρινη σκάλα του διοικητηρίου. Ο ιερέας, ευρισκόμενος σε άθλια κατάσταση, κάθισε στο κατώφλι του Κονακίου και έκλαιγε, μη μπορώντας να σηκωθεί και να περπατήσει χωρίς βοήθεια. Εκείνη τη στιγμή, πέρασε από μπροστά του ένας υπάλληλος της Ύπατης Αρμοστείας. Είδε τον ταλαίπωρο κληρικό και τον ρώτησε με συμπόνια:

-«Γιατί κλαίς παπά μου; Ποιός σ’ έκαμε έτσι;»

-«Ο Αρμοστής με το καμουτσί του!»

-«Πώς σε λένε;»

-«Καλλίνικο».

-«Και σε ποιά ενορία λειτουργείς;»

-«Είμαι παπάς στο Χορόσκιοϊ».

-«Ά!… Εσύ είσαι εκείνος που…»

-«Όχι!… εγώ δεν είμαι εκείνος που… Εμένα μ’ έστειλε εκεί η μητρόπολη πριν τρεις μέρες και ακριβώς μ’ έστειλε για ν’ αντικαταστήσω εκείνον που…»

Ο υπάλληλος της Αρμοστείας κατάλαβε τότε το λάθος που είχε γίνει. Παρηγόρησε τον ατυχή ιερέα και τον οδήγησε ξανά στο γραφείο του Στεργιάδη.

-«Αυτόν τον δείρατε κατά λάθος… Είναι ο παπάς που τον έστειλε μόλις τώρα η μητρόπολη Εφέσου για να αντικαταστήση τον άλλον!»

Ο Στεργιάδης έδειξε κάποια έκπληξη. Δίχως όμως να απολογηθεί για τον ξυλοδαρμό του αθώου κληρικού, είπε:

-«Τί να γίνη;… Αφού τον δείραμε «κατά λάθος», δος του εκατό λίρες για να τις δώση αν θέλη στους φτωχούς του ή οπουδήποτε αλλού!…».10

Υποσημειώσεις.

1. Λοβέρδος, ό. π., σ. 187
2. Dakin, ό. π., σ. 338
3. Ροδά, ό. π., σ’. 84
4. Ό. π., σ. 123
5. Σολομωνίδη, ό. π., 268
6. Πρόκειται για τον μετέπειτα μητροπολίτη Σελευκείας (1926-1928), Γιαννιτσών (1928-1932) και Φλωρίνης (1932-1967) Βασίλειο Παπαδημητρίου (Παπαδόπουλο).
7. Εθνικός Κήρυξ, αριθ. φύλ. 1015/12.7.1949, σσ’. 1-2
8. Εθνικός Κήρυξ, αριθ. φύλ. 1038/7.8.1949, σ’. 1
9. George Horton, Η Κατάρα της Ασίας, Εκδόσεις Ατλαντίς – Μ. Πεχλιβανίδης & Σία Α. Ε., Αθήνα 1980, σ’. 61
10. Εθνικός Κήρυξ, αριθ. φύλ. 1016/13.7.1949, σ. 4

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.