Διάφορες πράξεις αγίων πατέρων που ενισχύουν στην υπομονή εμάς τους αδύναμους και μας διδάσκουν την ταπείνωση – Αγίου Παλλαδίου.

Ο μέγας Μακάριος ο Αλεξανδρινός δεν έκανε ένα είδος άσκησης αλλά διάφορα˙ όποτε άκουγε ότι κάποιος αγωνιστής έκανε ένα ασκητικό έργο, φρόντιζε όχι μόνο να το κατορθώσει, αλλά και να το ξεπεράσει. Όταν άκουσε από κάποιον ότι οι Ταβεννησιώτες όλη τη Σαρακοστή δεν τρώνε τίποτε μαγειρεμένο σε φωτιά, αποφάσισε για εφτά χρόνια να αρνηθεί τη χρήση της φωτιάς. Έτρωγε λοιπόν χόρτα ωμά ή, όποτε έβρισκε, όσπρια μουσκεμένα. Στη συνέχεια άκουσε από κάποιον άλλο ότι ένας γέροντας τρώει μία λίτρα ψωμί. Θρυμμάτισε τότε το παξιμάδι που είχε, το έβαλε σε πήλινο δοχείο και αποφάσισε να τρώει κάθε μέρα από αυτό τόσο, όσο έβγαζε το χέρι του. Μας διηγούνταν λοιπόν έπειτα χαριτολογώντας: «Εγώ βέβαια έπιανα πολλά τρίμματα, εμποδιζόμουν όμως να τα βγάλω εξαιτίας της στενότητας του ανοίγματος του δοχείου˙ και το να μη φάω καθόλου, ο τελώνης1 δεν μου το επέτρεπε». Για άλλα τρία χρόνια λοιπόν άσκησε αυτή την εγκράτεια, τρώγοντας τέσσερις ή πέντε ουγγιές ψωμί και πίνοντας αντίστοιχη ποσότητα νερού.

Αυτός ο ακατάβλητος άνθρωπος αποφάσισε να νικήσει τον ύπνο και, όπως μας διηγούνται ύστερα, δεν μπήκε κάτω από στέγη είκοσι ολόκληρα μερόνυχτα, αλλά έμενε στο ύπαιθρο, να καίγεται από τον καύσωνα της ημέρας και να παγώνει από την ψύχρα της νύχτας,2 για να νικήσει τον ύπνο. Και έλεγε: «Αν δεν έμπαινα αμέσως κάτω από στέγη και δεν κοιμόμουν, θα έχανα τα λογικά μου, καθώς θα ξεραινόταν ο εγκέφαλός μου. Όσο λοιπόν εξαρτιόταν από εμένα, τον νίκησα τον ύπνο˙ επειδή όμως η ανθρώπινη φύση έχει ανάγκη από τον ύπνο, υποτάχθηκα πάλι σε αυτόν, υποχωρώντας στη φυσική ανάγκη».

Κάποτε που ο άγιος καθόταν στο κελλί του, ένα κουνούπι τον τσίμπησε στο πόδι. Αυτός πόνεσε και το συνέθλιψε με το χέρι του, αφού είχε πια χορτάσει αίμα. Έπειτα, επειδή μεταμελήθηκε που υπερασπίστηκε τον εαυτό του και εκδικήθηκε αυτό που τον λύπησε, επέβαλε στον εαυτό του την εξής τιμωρία: Πήγε στο έλεος της Σκήτης, το οποίο βρίσκεται στην πανέρημο και όπου τα κουνούπια είναι μεγάλα σαν σφήκες και με το κεντρί τους μπορούν να τρυπήσουν το δέρμα ακόμη και των αγριογούρουνων. Εκεί λοιπόν κάθισε γυμνός έξι μήνες, και τόσο πολύ τον έφαγαν τα κουνούπια, ώστε έβγαλε εξογκώματα σε όλο το σώμα. Όταν γύρισε, οι γνωστοί του δεν τον αναγνώριζαν από την όψη, αλλά μόνο από τη φωνή τον καταλάβαιναν ότι αυτός είναι ο μέγας Μακάριος. Μερικοί μάλιστα που τον έβλεπαν και δεν ήξεραν το γεγονός, νόμισαν ότι έπαθε ελεφαντίαση. Τέτοια καρτερία έδειξε ο αθλητής του Χριστού.

Όταν άκουσε για τους Ταβεννησιώτες ότι είναι πολύ ασκητικοί, άλλαξε τα ρούχα του, φόρεσε κοσμικά και ανέβηκε στη Θηβαΐδα, οδοιπορώντας δεκαπέντε ημέρες. Έφτασε στο ασκητήριο των Ταβεννησιωτών και ζήτησε να τον αναγγείλουν στον αρχιμανδρίτη Παχώμιο, άνθρωπο με προφητικό χάρισμα, στον οποίο όμως, κατά θεία οικονομία, δεν φανερώθηκαν τότε από το Πνεύμα τα σχετικά με τον Μακάριο.

Ο Μακάριος λοιπόν, όταν τον κάλεσαν και συνάντησε τον Παχώμιο, του είπε: «Σε παρακαλώ, κύριέ μου, δέξου με στο μοναστήρι σου να γίνω μοναχός». Ο μέγας Παχώμιος του αποκρίθηκε: «Γέρασες πια, και πώς θα μπορέσεις να κάνεις άσκηση; Εδώ υπάρχουν αδελφοί που ασκούνται από τα νιάτα τους και έχουν ζήσει μέσα στους κόπους, και αυτοί αντέχουν τον μόχθο. Εσύ όμως, σε τέτοια ηλικία, δεν θα μπορέσεις να αντέξεις τους κόπους και τις φροντίδες της άσκησης, αλλά θα σε πιάσει ίλιγγος και θα γυρίσεις πάλι στον κόσμο, οπότε και εμάς θα κακολογήσεις και τον εαυτό σου θα βλάψεις πάρα πολύ». Δεν τον δέχτηκε λοιπόν ο Παχώμιος, αλλά τον έδιωξε.

Ο Μακάριος στάθηκε να περιμένει στις πύλες της μονής νηστικός εφτά μέρες. Ο Παχώμιος, όταν το έμαθε, τον κάλεσε πάλι και του ξαναείπε τα ίδια. Εκείνος αποκρίθηκε: «Δέξου με, αββά, και αν δεν νηστεύω όπως οι αδελφοί ή αν δεν εργάζομαι όπως αυτοί, τότε πρόσταξε να με πετάξουν έξω από τη μονή». Τον δέχτηκε λοιπόν και τον κατέταξε στους μοναχούς του – και η αδελφότητα της μονής εκείνης αποτελείται από χίλιους τετρακόσιους μέχρι σήμερα.

Πέρασε λίγος καιρός και ήρθε η Σαρακοστή. Ο γέροντας είδε τους αδελφούς της μονής να αναλαμβάνουν διάφορες ασκήσεις: ο ένας να τρώει κάθε βράδυ, όπως συνηθιζόταν, ο άλλος κάθε δύο μέρες, ο άλλος κάθε πέντε˙ ένας να στέκεται όλη τη νύχτα στην προσευχή και την ημέρα να κάθεται στο εργόχειρο, και άλλος να κάνει άλλο είδος άσκησης, καθένας ανάλογα με την προθυμία και τη δύναμή του. Αυτός έβρεξε πολλά φοινικοβλάσταρα και στάθηκε σε μια γωνιά. Και ώσπου πέρασε η Σαρακοστή και ήρθε το Πάσχα, δεν έβαλε στο στόμα του ψωμί, ούτε νερό, δεν γονάτισε, δεν κάθισε, δεν πλάγιασε, δεν έφαγε τίποτε, εκτός από λίγα ωμά λαχανόφυλλα κάθε Κυριακή – και αυτό το έκανε, όπως νομίζω, για να φανεί ότι τρώει και να μην πέσει σε υπερηφάνεια. Επίσης, δεν είπε σε κανέναν το παραμικρό, αλλά στεκόταν σιωπηλός, συγκεντρωμένος στον εαυτόν του, μιλώντας αδιάλειπτα μέσα στην καρδιά του με τον Θεό και προσευχόμενος, ενώ με τα χέρια έπλεκε τα φοινικοβλάσταρα.

Οι αδελφοί, βλέποντας την υπερβολική καρτερία του, πήγαν στον Παχώμιο και είπαν: «Αββά, από πού μας τον έφερες αυτόν τον άσαρκο προς καταδίκη μας; Ή διώξε τον από εδώ, ή να το ξέρεις ότι όλοι μας σήμερα φεύγουμε από εσένα».

Ο μέγας Παχώμιος, όταν έμαθε τα σχετικά με αυτόν και την υπεράνθρωπη άσκησή του, προσευχήθηκε στον Θεό να του αποκαλύψει ποιος είναι αυτός που έδειξε τέτοια υπομονή. Του φανερώθηκε λοιπόν ότι αυτός είναι ο μοναχός Μακάριος. Πήγε τότε ο Παχώμιος, τον πήρε από το χέρι, τον έφερε στην εκκλησία, και εκεί τον ασπάστηκε και του είπε: «Έλα, καλόγερε. Εσύ είσαι ο Μακάριος; Και γιατί μου το έκρυψες; Από πολλά χρόνια άκουγα για εσένα και ήθελα να σε δω. Σου χρωστώ ευγνωμοσύνη που χαστούκισες τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν μεγάλη ιδέα για την άσκησή τους. Σε παρακαλώ λοιπόν, γύρισε στον τόπο σου˙ αρκετά μας ωφέλησες˙ και να προσεύχεσαι για εμάς». Και αφού τον τίμησαν και αυτός και οι αδελφοί , έφυγε και γύρισε στο κελλί του.

Ο ουράνιος αυτός άνθρωπος μου διηγήθηκε: «Θέλησα κάποτε να κρατήσω πέντε μέρες τον νου μου αχώριστο από τον Θεό και να μη σκεφτώ απολύτως τίποτε το υλικό, αλλά μόνο σε εκείνον να είμαι προσηλωμένος και να ατενίζω τις υπερκόσμιες θεωρίες. Αφού το αποφάσισα, έκλεισα το κελλί μου και έξω την αυλή, ώστε να μην αποκριθώ σε κανέναν επισκέπτη, και στάθηκα όρθιος, κάνοντας αρχή από τη Δευτέρα. Έδωσα εντολή στον νου μου και του είπα˙ ¨Πρόσεξε να μην κατεβείς από τους ουρανούς. Έχεις εκεί αγγέλους, αρχαγγέλους, όλες τις ουράνιες δυνάμεις, τα χερουβίμ, τα σεραφίμ, τον Θεό, τον δημιουργό του σύμπαντος. Εκεί μένε˙ μην κατεβείς από τον ουρανό, μην πέσεις σε υλικούς λογισμούς¨».

«Έμεινα λοιπόν», συνέχισε ο γέροντας, «δύο ημέρες σε αυτή την κατάσταση˙ και τόσο εξαγρίωσα τον δαίμονα, ώστε έγινε φωτιά και έκαψε όλα όσα είχα στο κελλί, σε σημείο που άναψε και την ψάθα, στην οποία πατούσα. Και εγώ τότε, την τρίτη πλέον ημέρα, νομίζοντας ότι θα καώ και εγώ ο ίδιος, φοβήθηκα και άφησα την υπερκόσμια εκείνη θεωρία˙ κατέβηκα στη θεωρία αυτού του κόσμου και άρχισα πάλι να έχω υλικές σκέψεις, έτσι ώστε να μη μου καταλογιστεί γι’ αυτό το πράγμα υπερηφάνεια».

Του Ιδίου.

Στην Αίγυπτο υπάρχει ένα βουνό στον δρόμο για τη Σκήτη, το οποίο λέγεται Φέρμη, και σε αυτό κάθονται πεντακόσιοι περίπου ασκητές. Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος που ονομαζόταν Παύλος, άριστος μοναχός, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της άσκησής του είχε τον εξής τρόπο ζωής: ποτέ δεν ασχολήθηκε με κάποια εργασία ή δοσοληψία και ποτέ δεν πήρε τίποτε από κανέναν, εκτός από αυτό που θα έτρωγε την ίδια μέρα, αλλά παντοτινό έργο του ήταν η αδιάκοπη προσευχή. Αυτός είχε καθορισμένο να κάνει καθημερινά τριακόσιες προσευχές˙ μάζεψε λοιπόν ισάριθμα πετραδάκια, τα έβαλε στον κόρφο του και με αυτά μετρούσε τις προσευχές, ρίχνοντας με κάθε προσευχή ένα πετραδάκι στο έδαφος.

Κάποτε επισκέφθηκε τον μέγα Μακάριο, τον λεγόμενο πολιτικό,3 και του είπε: «Αββά Μακάριε, είμαι πάρα πολύ στενοχωρημένος». Τον ανάγκασε τότε ο δούλος του Θεού Μακάριος να του πει την αιτία της λύπης του, και αυτός του είπε: «Σε κάποιο χωριό κατοικεί μία μοναχή, η οποία έχει τριάντα χρόνια στην άσκηση. Μου διηγήθηκαν γι’ αυτήν ότι, εκτός από το Σάββατο και την Κυριακή, ποτέ άλλοτε δεν τρώει. Ενώ όμως τρώει μετά από πέντε μέρες, κάνει καθημερινά εφτακόσιες προσευχές. Όταν το έμαθα αυτό απελπίστηκα, επειδή, ενώ ως άντρας έχω δημιουργηθεί με περισσότερη σωματική δύναμη από αυτήν, περισσότερες από τριακόσιες προσευχές δεν μπορώ να κάνω».

Ο άγιος Μακάριος του αποκρίθηκε: «Εγώ έχω εξήντα χρόνια που κάνω τις καθορισμένες εκατό προσευχές και εργάζομαι με τα χέρια μου για τη διατροφή μου και εκπληρώνω το χρέος της συναναστροφής με τους αδελφούς, και η συνείδησή μου δεν κατηγορεί ότι αμέλησα ποτέ. Αν λοιπόν εσένα που κάνεις τριακόσιες προσευχές σε κατηγορεί η συνείδηση, είναι φανερό ότι δεν προσεύχεσαι καθαρά και ότι, ενώ μπορείς να προσευχηθείς περισσότερο, δεν το κάνεις».

Υποσημειώσεις.

1. Ο φοροεισπράκτορας˙ εννοεί την κοιλιά.
2. Στην έρημο, όπου ζούσε ο αββάς, η θερμοκρασία παρουσιάζει ακραίες διακυμάνσεις: μετά τον αφόρητο καύσωνα της ημέρας πέφτει κάτω από το μηδέν κατά τη νύχτα.
3. Έτσι αποκαλούσαν τον Αββά Μακάριο τον Αλεξανδρινό, επειδή καταγόταν από πόλη.

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”

Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.