1. Ο Χριστός είναι αρχή,1 μεσότητα και τελειότητα˙ διότι αυτός που είναι στους πρώτους, είναι και στους μεσαίους και στους τελευταίους, όπως είναι στους πρώτους˙ διότι δεν υπάρχει σ’ αυτόν
κάποια διαφορά μ’ αυτούς, όπως και δεν υπάρχει ούτε βάρβαρος, ούτε Σκύθης, ούτε Έλληνας, ούτε Ιουδαίος, αλλά ο Χριστός είναι όλα και είναι σε όλους.2
2. Η Αγία Τριάδα, καθώς διέρχεται από όλους, από τους πρώτους ως τους τελευταίους, σαν δηλαδή να διέρχεται από κάποιο κεφάλι ως τα πόδια, τους συγκροτεί όλους, τους συγκολλά δηλαδή και τους συνενώνει και τους συνδέει με τον εαυτό της, και καθώς τους συγκροτεί όλους, τους κάνει στερεούς και ακλόνητους˙ φανερώνεται και γνωρίζεται στον καθένα απ’ αυτούς μία και η ίδια, η οποία είναι ο Θεός, που μπροστά του και οι τελευταίοι γίνονται πρώτοι, και οι πρώτοι είναι όπως οι τελευταίοι.3
3. Πρέπει εμείς οι πιστοί να βλέπουμε όλους τους πιστούς σαν ένα, και να θεωρούμε ότι ο Χριστός υπάρχει στον καθένα απ’ αυτούς, και να βρισκόμαστε διατεθειμένοι έτσι ως προς την αγάπη προς αυτόν, ώστε να είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε γι’ αυτόν τις ψυχές μας.4 Ούτε βέβαια πρέπει να λέμε ή να θεωρούμε διόλου κάποιον κακό, αλλά όλους να τους βλέπουμε σαν καλούς, όπως είπαμε˙ και αν δηλαδή δεις κάποιον να ενοχλείται από τα πάθη, να μη μισήσεις τον αδελφό, αλλά τα πάθη που τον πολεμούν, και αν δεις ότι βασανίζεται από τις επιθυμίες και τις εμπαθείς συνήθειες, να τον σπλαχνισθείς περισσότερο, μήπως κάποτε πειρασθείς και συ ο ίδιος,5 επειδή είσαι κάτω από τη μεταβολή της ύλης, που εύκολα μας επηρεάζει.
4. Όπως τα νοερά τάγματα των ουρανίων δυνάμεων φωτίζονται από τον Θεό, με τη σειρά, από την πρώτη αγγελική ταξιαρχία στη δεύτερη, και από τη δεύτερη στην τρίτη, και καθεξής, με το να διέρχεται δηλαδή η θεία φωτοχυσία σε όλες, έτσι και οι άγιοι, με το να φωτίζονται από τους θείους αγγέλους, επειδή συνδέονται και συνενώνονται με το δεσμό του Πνεύματος, γίνονται ισότιμοι και εφάμιλλοι μ’ αυτούς. Διότι οι άγιοι, που προέρχονται με την εργασία των εντολών του Θεού από τους αγίους, που προηγήθηκαν από γενεά σε γενεά, καθώς προσκολλώνται σ’ αυτούς, φωτίζονται παρόμοια μ’ εκείνους, με το να αποκτούν τη χάρη του Θεού, ανάλογα με τη συμμετοχή τους σ’ αυτή τη χάρη, και γίνονται σαν μία χρυσή αλυσίδα, με το να είναι ο καθένας απ’ αυτούς ένας κρίκος και να συνδέεται με τον προηγούμενό του με την πίστη και τα έργα και την αγάπη, ώστε οι ίδιοι να είναι και να γίνονται μία αλυσίδα με τον ένα Θεό, και να μην μπορεί αυτή να διασπασθεί εύκολα.
5. Αν κάποιος τυχαίνει να είναι κίβδηλος από την υποκρισία, ή αξιόμεμπτος από τα έργα, ή λίγο εξασθενημένος από ένα πάθος, ή κάπως ελλιπής κατά ένα μέρος από την αμέλεια, αυτός δεν συναριθμείται με τους άρτιους, αλλά αποβάλλεται ως άχρηστος και ανίκανος, για να μην κάνει να διασπασθεί ο δεσμός της αλυσίδας κατά τον καιρό της έντασης, και προκαλέσει διάσταση στα αδιάστατα και λύπη στα δύο μέρη, επειδή εκείνοι που προηγήθηκαν θα πονούν γι’ αυτούς που ακολουθούν, και αυτοί που ακολουθούν θα πονούν για το χωρισμό τους απ’ αυτούς που προηγήθηκαν.
6. Εκείνος που δεν επιθυμεί με αγάπη και δυνατή επιθυμία την ένωση με τον τελευταίο από όλους τους αγίους, δια μέσου της ταπεινοφροσύνης, αλλά έχει κάποια μικρή δυσπιστία προς αυτόν, δεν θα ενωθεί διόλου ποτέ, ούτε θα καταταχθεί μαζί του στους πρώτους και προηγούμενους αγίους, και αν ακόμη νομίζει ότι έχει όλη την πίστη και όλη την αγάπη προς τον Θεό και προς όλους τους αγίους˙ διότι θα ριχθεί απ’ αυτούς έξω, επειδή δεν καταδέχθηκε να μείνει δια μέσου της ταπεινοφροσύνης στο τόπο όπου από τον Θεό τάχθηκε και όπου ορίσθηκε προαιώνια να συναφθεί.
7. Από το κατά Θεόν πένθος προηγείται η ταπείνωση, ακολουθεί όμως ανέκφραστη χαρά και ευφροσύνη˙ ωστόσο γύρω από την κατά Θεόν ταπείνωση φυτρώνει η ελπίδα της σωτηρίας. Διότι όσο θεωρεί κάποιος τον εαυτό του, μέσα από την ψυχή του, αμαρτωλότερο από όλους τους ανθρώπους, τόσο περισσότερο αυξάνει μαζί με την ταπείνωση η ελπίδα, και αναβλαστάνει αυτή μέσα στην καρδιά του, βεβαιώνοντας ότι δια μέσου αυτής πρόκειται να σωθεί.
8. Όσο κατεβαίνει κάποιος στο βάθος της ταπείνωσης και απελπίζει τον εαυτό του ότι είναι ανάξιος να σωθεί, τόσο περισσότερο πενθεί και χύνει πηγές από δάκρυα˙ ανάλογα μ’ αυτά μάλιστα αναβλύζει μέσα στην καρδιά η πνευματική χαρά, και μαζί μ’ αυτή πηγάζει και αυξάνει και προσφέρει βεβαιότερη την πληροφορία της σωτηρίας η ελπίδα.
9. Πρέπει να εξετάζει καθένας τον εαυτό του και να προσέχει, ώστε ούτε μόνο στην ελπίδα να εμπιστεύεται, χωρίς το κατά Θεόν πένθος και την πνευματική ταπείνωση, ούτε στην ταπεινοφροσύνη και στα δάκρυα, χωρίς την πνευματική ελπίδα και χαρά, που τα ακολουθεί.
10. Υπάρχει νομιζόμενη ταπείνωση, που προέρχεται από την αμέλεια και τη νωθρότητα και τη σφοδρή κατάκριση της συνείδησης, που όσοι την έχουν τη θεωρούν σαν πρόξενο σωτηρίας˙ αλλά αυτή δεν είναι ταπείνωση, διότι δεν έχει αποκτήσει ενωμένο μαζί της το χαροποιό πένθος.
11. Υπάρχει πένθος έξω από την πνευματική ταπείνωση και εκείνοι που πενθούν έτσι το θεωρούν αυτό σαν καθαρτήριο των αμαρτημάτων, και πλανώνται μάταια, με το να νομίζουν αυτό˙ διότι έχουν στερηθεί τη γλυκύτητα του Πνεύματος, που δημιουργείται μυστικά μέσα στο νοερό ταμείο της ψυχής, και δεν γεύονται την αγαθότητα του Κυρίου˙ γι’ αυτό και οι τέτοιοι άνθρωποι παρασύρονται γρήγορα σε οργή και δεν μπορούν να καταφρονήσουν εντελώς τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου. Εκείνος όμως που δεν τα καταφρόνησε αυτά εντελώς και δεν απέκτησε προς αυτά μίσος από την ψυχή του δεν μπορεί να αποκτήσει ποτέ βέβαιη και αδίστακτη ούτε την ελπίδα της σωτηρίας του˙ αλλά απεναντίας περιφέρεται πάντοτε εδώ και εκεί με δισταγμό, επειδή δεν έβαλε το θεμέλιό του επάνω στο βράχο.7
12. Το πένθος είναι διπλό ως προς τις ενέργειές του, και σαν νερό σβήνει με τα δάκρυα όλη τη φλόγα των παθών και καθαρίζει την ψυχή από το μολυσμό τους, σαν φωτιά όμως, με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, ζωοποιεί και αναφλέγει και εκπυρώνει και θερμαίνει την καρδιά, και την ανάβει σε έρωτα και σε πόθο Θεού.
13. Βλέπε και κοίταζε με προσοχή τις ενέργειες που γίνονται μέσα σου από την ταπείνωση και από το πένθος, και εξέταζε την ωφέλεια που προστίθεται σ’ εσένα απ’ αυτά κάθε ώρα. Αυτή η ωφέλεια είναι για τους αρχάριους απόρριψη κάθε γήινης φροντίδας, αποδέσμευση από την προσκόλληση και απάρνηση όλων, των γονέων και των συγγενών και των φίλων, και αμεριμνησία και καταφρόνηση όλων των πραγμάτων και των χρημάτων, όχι μόνο μέχρι μία ασήμαντη βελόνα, αλλά και μέχρι το ίδιο μας το σώμα.
14. Όπως κάποιος ρίχνει χώμα στη φλόγα αναμμένης καμίνου και τη σβήνει, με τον ίδιο τρόπο και οι βιοτικές μέριμνες και κάθε προσκόλληση σε ένα τιποτένιο και ασήμαντο πράγμα εξαφανίζουν τη θέρμη της καρδιάς, που άναψε στην αρχή.
15. Εκείνος που με πλήρη αίσθηση καρδιάς απαρνήθηκε με χαρά τα εξωτερικά πράγματα και τους ανθρώπους και όλα τα βιοτικά, και λησμόνησε αυτά, επειδή έχει υπερβεί σαν ένα τείχος την προσκόλληση σ’ αυτά, αυτός είναι σαν ξένος από τον κόσμο και από όλα τα πράγματα του κόσμου, με το να συνάζει το νου του και να έχει μοναδική μελέτη τη μνήμη και τη σκέψη του θανάτου˙ γι’ αυτό και φροντίζει πάντοτε για όσα αφορούν στην κρίση και στην ανταπόδοση, και αιχμαλωτίζεται ολότελα μέσα σ’ αυτά, με το να χτυπιέται με ανέκφραστο φόβο απ’ αυτές τις σκέψεις και από την ασχολία του σ’ αυτά.
16. Εκείνος που κυοφόρησε βαθιά μέσα του το φόβο της κρίσης, είναι όπως κάποιος κατάδικος, που έχει περιβληθεί με δεσμά στο θέατρο αυτής της ζωής. Απ’ αυτό βέβαια το πράγμα και φαίνεται ότι σύρεται από το φόβο, σαν από κάποιο δήμιο, και ότι βαδίζει το δρόμο που οδηγεί στο θάνατο, χωρίς να σκέφτεται άλλο τίποτε παρά μόνο τον πόνο και την οδύνη που πρόκειται να υποστεί από την αιώνια τιμωρία˙ έχοντας μάλιστα μέσα στην καρδιά του ανεξάλειπτη αυτή τη σκέψη, ο φόβος που δημιουργείται μέσα του απ’ αυτό δεν τον αφήνει διόλου να μεριμνά για τα ανθρώπινα πράγματα˙ διότι βρίσκεται πάντοτε σε τέτοια κατάσταση, σαν δηλαδή να προσηλώθηκε πια στο ξύλο του σταυρού και να υποφέρει φοβερά από τις οδύνες που οδηγούν προς το θάνατο, χωρίς να αφήνεται ούτε να στρέψει τα μάτια του σε κάποιο πρόσωπο, ούτε να δίνει σημασία σε τιμή ή ατιμία, που προέρχεται από τους ανθρώπους˙ διότι, με το να θεωρεί τον εαυτό του, από την καρδιά του, άξιο για κάθε ατιμία και ευξετελισμό, δεν φροντίζει για τις προσβολές που του γίνονται.
17. Εκείνος που κυοφορεί μέσα του το φόβο του θανάτου, θα αποστραφεί κάθε τροφή και κάθε πόση και κάθε στολισμό ενδυμάτων, και δεν θα φάει ψωμί ούτε θα πιεί νερό με απόλαυση, αλλά θα προσφέρει στο σώμα μόνο αυτά που χρειάζονται, όσα δηλαδή είναι αρκετά μόνο για να ζει˙ αυτός θα απαρνηθεί κάθε δικό του θέλημα και θα γίνει δούλος σε όλα όσα προστάζονται σ’ αυτόν με διάκριση.
18. Εκείνος που παρέδωσε τον εαυτό του δούλο στους κατά Θεόν πατέρες του από το φόβο της κόλασης, αυτός δεν θα προτιμήσει, όταν προστάζεται, αυτά που ελαφρύνουν τον πόνο της καρδιάς του, ούτε αυτά που λύνουν το δεσμό του φόβου, και δεν θα υπακούσει σ’ αυτούς που φιλικά ή κολακευτικά ή επιτακτικά τον συμβουλεύουν να κάνει αυτά, αλλά θα προτιμήσει εκείνα μάλλον που αυξάνουν τον πόνο, και θα θελήσει εκείνα που σφίγγουν τον δεσμό, και θα αγαπήσει εκείνα που κάνουν ισχυρό τον δήμιο, και θα επιμείνει σ’ αυτά, σαν να μην περιμένει διόλου ότι κάποτε θα ελευθερωθεί απ’ αυτά˙ διότι η ελπίδα της απαλλαγής κάνει ελαφρύτερο τον πόνο, πράγμα που είναι ανώφελο γι’ αυτόν που μετανοεί θερμά.
19. Ο φόβος της κόλασης και ο πόνος, που γεννιέται απ’ αυτόν είναι ωφέλιμος για τον καθένα που αρχίσει να ζει κατά Θεόν. Εκείνος όμως που φαντάζεται ότι έβαλε αρχή να ζει κατά Θεόν χωρίς τέτοιο πόνο και δεσμό και δήμιο, αυτός όχι μόνο έβαλε το θεμέλιο των πράξεών του επάνω στην άμμο,8 αλλά και νομίζει ότι κατασκευάζει οικία στον αέρα χωρίς θεμέλια, αυτό που είναι εντελώς αδύνατο. Αυτός μάλιστα ο πόνος γεννά σε λίγο κάθε χαρά, και αυτός ο δεσμός σπάζει τα δεσμά όλων των αμαρτημάτων και παθών, και αυτός ο δήμιος προξενεί όχι θάνατο, αλλά αιώνια ζωή.
20. Αυτός που δεν θα θελήσει να εγκαταλείψει και να αποφύγει τον πόνο που γεννιέται από τον φόβο της αιώνιας κόλασης, αλλά θα τον ακολουθήσει με την πρόθεση της καρδιά και θα σφίξει περισσότερο τα δεσμά αυτού του φόβου στον εαυτό του, θα βαδίσει με ανάλογο τρόπο συντομότερα, και θα παρουσιάσει τον ίδιο τον εαυτό του μπροστά στον Βασιλιά των βασιλέων. Και όταν γίνει αυτό, μόλις δηλαδή αυτός δει κάπως αμυδρά τη δόξα του, αμέσως θα λυθούν τα δεσμά, ο δήμιος φόβος θα φύγει μακριά απ’ αυτόν, και ο πόνος που είναι μέσα στην καρδιά του θα μετατραπεί σε χαρά, και θα γίνει πηγή που αναβλύζει αδιάκοπα, με αισθητό τρόπο, δάκρυα σαν ποτάμι, και με νοητό τρόπο, γαλήνη, πραότητα και ανέκφραστο γλυκασμό˙ και ακόμη ανδρεία, και το να τρέχει ελεύθερα και ανεμπόδιστα σε κάθε υπακοή των εντολών του Θεού. Αυτό, για κάποιο διάστημα, για τους αρχάριους είναι αδύνατο˙ γι’ αυτούς που ανέβηκαν με την πρόοδό τους στο μέσο είναι ιδιαίτερο γνώρισμα˙ για τους τέλειους ωστόσο η πηγή αυτή γίνεται φως, καθώς η καρδιά ξαφνικά αλλοιώνεται και μεταβάλλεται.
Υποσημειώσεις.
1. Κολ. 1, 18
2. Κολ. 3, 11
3. Πρβ. Ματθ. 20, 16
4. Πρβ. Ιω. 15, 13
5. Πρβ. Γαλ. 6,1
6. Πρβ. Ψαλμ. 33, 9
7. Πρβ. Λουκ. 6, 48
8. Πρβ. Ματθ. 7, 26
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.