Η άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη στα χρόνια του Αγίου Χρυσοστόμου (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Στις 3 Μαΐου 1919 τελέστηκε στον ναό της αγίας Φωτεινής η νεκρώσιμος ακολουθία των δύο Θεσσαλών ευζώνων, Βασιλείου Δάλαρη και Γεωργίου Παπακώστα, οι οποίοι είχαν σκοτωθεί την ημέρα άφιξης του ελληνικού στρατού.1 Στην κηδεία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Σμύρνης, ο οποίος μετά το τέλος της ακολουθίας εκφώνησε τον επικήδειο λόγο για τους δύο στρατιώτες.2

Την Κυριακή 5 Μαΐου, εορτή της αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, ο Χρυσόστομος προέστη της πολυαρχιερατικής Θείας Λειτουργίας στον πανηγυρίζοντα μητροπολιτικό ναό της πόλης, στο τέλος της οποίας μίλησε στο εκκλησίασμα για το μέγα γεγονός των ημερών, την απελευθέρωση της ιωνικής πρωτεύουσας από τον τουρκικό ζυγό. Παραφράζοντας ο άγιος την ευχή του Μεγάλου Αγιασμού που αναγινώσκεται στους ιερούς ναούς την ημέρα των Θεοφανείων, ανέφερε μεταξύ άλλων:

«Και νυν Τριάς υπερούσιε, υπεράγαθε, παντοδύναμε, παντεπίσκοπε, ακατάληπτε, ευπρόσδεκτος γενέσθω η ευχαριστήριος αύτη δέησις και ικεσία των δούλων Σου ενώπιόν Σου σήμερον, ότε, ίνα δανεισθώμεν τους μεγαληγόρους λόγους Βασιλείου του Μεγάλου, η της μεγάλης εορτής του Γένους ημών επέστη ημέρα και το πλήρωμα του χρόνου ήλθε, οι πόθοι των αιώνων επληρώθησαν και χοροί αγίων προφητών και αθλοφόρων μαρτύρων και ισαποστόλων και ευαγγελιστών συνενούνται ημίν, επευλογούντες αυτοί τα προ αιώνων προκατηγγελμένα παρ’ αυτών μυστήρια, και άγγελοι μετά ανθρώπων συνεορτάζουσι. Σήμερον, ότε ο άδυτος πλέον της δικαιοσύνης και ελευθερίας ανέτειλεν ήλιος και ο κατά Ανατολάς κόσμος τω φωτί τω ανεσπέρω καταυγάζεται και η σελήνη λαμπραίς ταις ακτίσι τω κόσμω συνεκλαμπρύνεται˙ σήμερον, ότε οι φωτοειδείς αστέρες τη φαιδρότητι της λάμψεως την οικουμένην καλλωπίζουσι και αι νεφέλαι υετόν δικαιοσύνης τη ανθρωπότητι ουρανόθεν δροσίζουσι˙ σήμερον, ότε το πικρόν ύδωρ της δουλείας εις γλυκύτητα μεταποιείται, ότε του παλαιού θρήνου
απηλλάγημεν και ως νέος Ισραήλ διεσώθημεν, ότε του σκότους ελυτρώθημεν και τω φωτί της ελευθερίας κταυγαζόμεθα˙ σήμερον, ότε τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί˙ σήμερον, ότε η γη και θάλασσα την του κόσμου χαράν εμερίσαντο και ο κόσμος σύμπας ευφροσύνης πεπλήρωται˙ σήμερον, ότε τα μεγαλεία των θαυμάτων Σου αξίως να διηγηθώμεν και επαινέσωμεν μη δυνάμενοι εν κατανύξει ψυχής βοώμεν:

«Μέγας ει, Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων Σου»3

Όπως ελέχθη, η άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη θεωρήθηκε ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της Ελλάδας και προσωπικά του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η χώρα βρισκόταν στο απόγειο των εθνικών της διεκδικήσεων, ενώ η Μεγάλη Ιδέα γνώριζε τη μεγαλύτερη έκφραση και δυναμική της.

Οι Έλληνες Μικρασιάτες και προσωπικά ο Χρυσόστομος αντιμετώπιζαν την απόβαση του ελληνικού στρατού ως τη μοναδική ευκαιρία για λύτρωση από τις συμφορές που είχαν βιώσει όλα τα προηγούμενα χρόνια, ενώ δεν υποτιμούσαν την προοπτική ενσωμάτωσης των μικρασιατικών παραλίων στο ελληνικό κράτος.

Για την αποστολή, ωστόσο, των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη είχαν εκφραστεί σοβαρές ενστάσεις ήδη από το 1915, νε αφορμή τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Καλλίπολης. Η κυριότερη και πιο τεκμηριωμένη διαφωνία είχε διατυπωθεί από τον Ιωάννη Μεταξά, στρατιωτική ιδιοφυΐα και γνώστη των πολιτικών και στρατιωτικών θεμάτων της εποχής, ο οποίος την περίοδο 1910-1915 εκτελούσε χρέη πρώτου υπασπιστή και συμβούλου του Βενιζέλου. Στο υπόμνημά του για την επιχείρηση των Δαρδανελλίων, ο Μεταξάς είχε εκφράσει την έντονη διαφωνία του, λέγοντας πως η αποστολή τμήματος του ελληνικού στρατού στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου αφ’ ενός θα αποδυνάμωνε τις ελληνικές δυνάμεις στο μακεδονικό μέτωπο, αφ’ ετέρου θα άφηνε την εν λόγω επαρχία εκτεθειμένη στην εχθρική Βουλγαρία. Επιπλέον, ο Μεταξάς θεωρούσε πως μια στρατιωτική επέμβαση στη Μικρά Ασία θα προκαλούσε μεγαλύτερα προβλήματα στους Έλληνες ομογενείς, ενώ δύσκολα η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να διαχειριστεί τους συμπαγείς τουρκομουσουλμανικούς πληθυσμούς στη
μικρασιατική ενδοχώρα και να διατηρήσει εδάφη είτε στα παράλια είτε στο εσωτερικό της Ανατολίας.4

Μια άλλη παράμετρος για την κατάληψη της Σμύρνης από την Ελλάδα ήταν η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Αντάντ δεν είχε ενιαία γραμμή ούτε ίδια συμφέροντα στην περιοχή, γι’ αυτό και οι υποσχέσεις για εδαφικές παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία είχαν γίνει μόνο από τον πρωθυπουργό της Αγγλίας Λόυντ Τζώρτζ, ο οποίος στο θέμα αυτό δεν εξέφραζε όλη την κυβέρνησή του, ούτε είχε τη συναίνεση των επιτελών των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας του. Η συγκατάθεση στο αίτημα του Βενιζέλου για κατάληψη της Σμύρνης έγινε για να περιοριστεί η Ιταλία και να αποτραπεί η επέκτασή της στην Ιωνία.5

Στο ζήτημα των ενστάσεων που διατύπωναν αγγλικοί και γαλλικοί στρατιωτικοί κύκλοι για την απόβαση των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, ιδιαίτερα αποκαλυπτικός ήταν ο Άγγλος αρχιστράτηγος Χένρι Ουίλσον, ο οποίος, μετά από συνάντηση που είχε με τον Βενιζέλο στις 15 Οκτωβρίου 1919, έγραψε στο ημερολόγιό του: «Του είπα κατά πρόσωπον ότι κατέστρεψε την χώρα του και τον εαυτόν του μεταβαίνων εις την Σμύρνην. Και ο καϋμένος (ο Βενιζέλος) συνεφώνησε».

Λίγους μήνες αργότερα, στις 6 Μαΐου 1920, ο άγγλος αρχιστράτηγος είχε άλλη μια συνάντηση με τον Βενιζέλο, παρουσία του Ουίνστον Τσώρτσιλ, για την οποία έγραψε στο ημερολόγιό του: «Ο Ουίνστον (εννοεί τον Τσώρτσιλ), και εγώ επεράσαμε μια ώρα με τον Βενιζέλο σήμερον το απόγευμα. Του κατεστήσαμε σαφές, ότι ούτε εις άνδρας ούτε εις χρήματα ούτε εις την Θράκην ούτε εις την Σμύρνην θα εβοηθούσαμεν τους Έλληνες διότι ήδη είχομεν αναλάβει περισσοτέρας υποχρεώσεις απ’ όσας ο μικρός μας στρατός ηδύνατο να επιτελέση. Του είπον ότι θα καταστρέψη την χώραν του, ότι θα ευρίσκετο εις πόλεμο επί έτη με την Τουρκίαν και την Βουλγαρίαν και ότι η αποστράγγισις εις άνδρας και χρήμα θα ήτο υπέρ το δέον μεγάλη δια την Ελλάδα. Είπε ότι δεν συμφωνεί ουδέ εις μίαν λέξιν απ’ όσα είπα».6

Τα ίδια περίπου διημείφθησαν ανάμεσα στον Έλληνα πρωθυπουργό και τον πρώην αμερικανό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Χένρυ Μοργκεντάου στη συνάντηση που είχαν λίγο μετά την αποστολή των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη.

«Εξέθεσα στον Βενιζέλο με μεγάλες λεπτομέρειες τις αλλαγές που είχαν επέλθει στην Τουρκία από την εποχή της έναρξης του πολέμου και του περιέγραψα τον χαρακτήρα των ανθρώπων που κατείχαν τώρα την εξουσία σ’ αυτήν. Επίσης του εξήγησα τη μεγάλη σημασία που απέδιδαν στη διατήρηση του λιμανιού της Σμύρνης τώρα που είχαν χάσει τα περισσότερα λιμάνια τους στη Μεσόγειο. Ήμουν βέβαιος ότι θα παρέσυραν τον ελληνικό στρατό στην ενδοχώρα τους μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού του και ότι θα τον εξαντλήσουν. Του θύμισα ότι οι Τούρκοι όχι μόνο απαγόρευαν στους ομοεθνείς τους να προσλαμβάνουν Έλληνες αλλά πίεζαν και τις αμερικανικές εταιρίες να μην χρησιμοποιούν Έλληνες για τη συγκομιδή της γλυκόρριζας ή τη Σίγγερ να παύσει να έχει Έλληνες ως υπεύθυνους των γραφείων της στην Τουρκία.

Επίσης αναφέρθηκε στις δυσκολίες που θα υπήρχαν στη διακυβέρνηση της Σμύρνης από την Αθήνα και στα έξοδα διακυβέρνησης που θα ήταν περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν ν’ αντέξουν οι παρούσες και οι μελλοντικές οικονομικές δυνατότητες της Ελλάδας, και τέλος του υπενθύμισα ότι οι Έλληνες θα είχαν ν’ αντιμετωπίσουν την αντίθεση της Ιταλίας στην κατοχή της Σμύρνης και του είπα: Γνωρίζετε καλύτερα από μένα τι (θα) σήμαινε αυτό για την Ελλάδα».

Ο Βενιζέλος, αφού άκουσε τον συνομιλητή του, είπε: «Ίσως ενεργήσατε βιαστικά και αν όσα λέτε είναι αληθινά, ίσως ήταν αφροσύνη για μας το να στείλουμε στρατό στη Σμύρνη. Όμως τώρα που ο στρατός μας είναι εκεί, θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αφροσύνη να τον αποσύρουμε. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι αποδεχόμαστε τη στρατιωτική και πολιτική ήττα μας».7

Μια ακόμα παράμετρος σχετικά με τον χρόνο και τον τρόπο έναρξης της εκστρατείας στη Μικρά Ασία ήταν η εσωτερική πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας. Η χώρα είχε ξεκινήσει τη Μικρασιατική εκστρατεία χωρίς να έχει επουλώσει τις πληγές του εθνικού διχασμού τόσο με την άρση του στρατιωτικού νόμου και της λογοκρισίας του τύπου όσο και με την επιστροφή των πολιτικών αντιπάλων του βενιζελικού καθεστώτος από την Κορσική και τους άλλους τόπους εξορίας. Συνεπώς, την περίοδο εκείνη η Ελλάδα δεν είχε εξασφαλίσει το ελάχιστο της εθνικής ενότητας και ομοψυχίας, όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα στους Βαλκανικούς Πολέμους, στοιχείων όμως απολύτως αναγκαίων για ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα, της έναρξης δηλαδή ενός νέου πολέμου με την Τουρκία στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.

Περιγράφοντας τις ενστάσεις που είχαν διατυπωθεί εντός και εκτός Ελλάδας για την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, απαραίτητο είναι να καταγραφεί και η στάση της τουρκικής πλευράς, καθώς η κατάληψη της Σμύρνης, ακόμα και μετά την άφιξη των ελληνικών στρατευμάτων, αφορούσε έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι θα μπορούσαν να ανεχθούν την απώλεια μακρινών επαρχιών της αυτοκρατορίας, όπως της Ηπείρου, της Μακεδονίας και άλλων περιοχών όπου κατοικούσαν ξένοι λαοί. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να δεχτούν και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους νικητές του πολέμου, καθώς επρόκειτο για δυνάμεις όπως η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία, οι οποίες δεν επιθυμούσαν να ενσωματώσουν την Πόλη στις χώρες τους και αργά ή γρήγορα οι στρατιώτες θα επέστρεφαν στις πατρίδες τους. Αυτό όμως που δεν μπορούσαν να ανεχθούν ήταν η εισβολή της Ελλάδας, ενός γειτονικού και πρώην υποτελούς λαού, την καρδιά της Μικράς Ασίας, η οποία αποσκοπούσε συν τοις άλλοις στην ένωση της δυτικής Ανατολίας με μια Μεγάλη Ελλάδα που θα περιλάμβανε και τις δύο ακτές του Αιγαίου και θα αναβίωνε την αποκατάσταση της άλλοτε ένδοξης Βυζαντινής αυτοκρατορίας.8

Στις 6 Μαΐου 1919, τέσσερις μέρες μετά την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη, ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς μετέβη στη Σαμψούντα και ξεκίνησε την οργάνωση του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος. Επρόκειτο για την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας εναντίον του εισβολέα στα μικρασιατικά παράλια και την αποτροπή του διαμελισμού του Οθωμανικού κράτους.9

Υποσημειώσεις.

1. Ιερός Πολύκαρπος, έτος Ε’, Σμύρνη 18 Μαΐου 1919, αριθ. 1. σ. 7
2. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 51-53
3. Ιερός Πολύκαρπος, έτος Ε’, Σμύρνη 18 Μαΐου 1919, αριθ. 1, σσ’. 22-23
4. Dakin, ό. π., σ. 309
5. Lewis, ό. π., σ’. 481
6. Μαρκεζίνη, ό. π., σ’. 291
7. Henry Morgenthau, Η αποστολή μου στην Αθήνα το έπος της εγκατάστασης των προσφύγων, το Βήμα, Αθήνα 2010, σσ’. 48-49
8. Lewis, ό. π., σσ’. 480-482
9. Ό. π., σ. 484

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Η άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη στα χρόνια του Αγίου Χρυσοστόμου (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.