17. Όμως, όταν ξημέρωσε φωνάζοντας δυνατά και σκούζοντας με λυγμούς, κοίταζα τριγύρω αναζητώντας τα νεκρά σώματα των ταλαίπωρων βρεφών μου. Με λυπήθηκαν οι εντόπιοι, βλέποντάς με γυμνή, και αφού πρώτα με έντυσαν, ερεύνησαν τον βυθό αναζητώντας τα παιδιά μου. Και επειδή δεν εύρισκαν κανένα από αυτά που ζητούσαν, για να με παρηγορήσουν ήρθαν μερικές από τις φιλόξενες γυναίκες και διηγούνταν η κάθε μια τα δικά της κακά, ώστε με την συμφορά των ομοίων μου να παρηγορηθώ, πράγμα που με λυπούσε περισσότερο. Διότι δεν είναι ότι είμαι τόσο κακή, ώστε με τις συμφορές των άλλων να παρηγορηθώ. Και ενώ πολλές ζητούσαν να με φιλοξενήσουν, μια από τις ντόπιες φτωχή, αφού με πίεσε πολύ, με ανάγκασε να πάω στο δικό της κατάλυμα, λέγοντας˙ έχε θάρρος, κυρία, διότι και ο δικός μου άνδρας, που ήταν ναύτης, πέθανε στη θάλασσα, ενώ βρισκόταν στην ακμή της ηλικίας του. Και από τότε, αν και πολλοί με ζητούσαν σε γάμο, εγώ, ποθώντας τον άνδρα μου, προτίμησα να μείνω χήρα.
Θα μοιραζόμαστε λοιπόν όλα όσα μπορούμε να εξασφαλίσουμε και οι δύο με τα χέρια μας.
18. Και για να μη σε κουράζω μακραίνοντας τα όχι αναγκαία λόγια μου, συγκατοίκησα μ’ αυτήν επειδή αγαπούσε τον άνδρα της. Ύστερα από λίγο όμως τα δικά μου χέρια της ταλαίπωρης από τα δαγκώματα με εγκατέλειψαν, και η γυναίκα που με δέχθηκε, κυριευμένη από κάποια πάθηση, έπεσε στο σπίτι κατάκοιτη. Όταν λοιπόν η αρχική καλωσύνη των γυναικών ατόνησε και τόσον εγώ όσο και η γυναίκα του σπιτιού ήμασταν και οι δύο άχρηστες, κάθομαι, όπως βλέπεις, εδώ από πολλά χρόνια και ζητιανεύω και αυτά που τυχόν θα μαζέψω τα πηγαίνω για να τραφεί και αυτή η ταλαίπωρη μαζί με μένα. Αλλά τα δικά μου μέχρις εδώ είναι αρκετά. Λοιπόν εσύ εμποδίζεσαι να εκπληρώσεις την υπόσχεση να δώσεις το φάρμακο, ώστε να το δώσω και σ’ εκείνην που επιθυμεί να πεθάνει, και έτσι να μπορέσω κι εγώ, όπως είπες, να μεταβάλω τη ζωή μου;
19. Όταν η γυναίκα είπε αυτά, ο Πέτρος, από τις πολλές σκέψεις, έδειχνε ότι στεκόταν μετέωρος. Πλησιάζοντας τότε εγώ είπα˙ Εδώ και πολλή ώρα περιφέρομαι αναζητώντας σε˙ τί κάνουμε λοιπόν τώρα; Ο Πέτρος τότε με πρόσταξε να προχωρήσω και να τον περιμένω στο σκάφος, και επειδή δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση στην προσταγή του, έκανα αυτό που διατάχθηκα. Ο Πέτρος όμως, επειδή ταλαντευόταν στην καρδιά από μία μικρή υποψία, όπως ο ίδιος μου τα διηγήθηκε όλα, ρώτησε τη γυναίκα λέγοντας˙ πές μου, κυρία, το γένος σου και την πόλη και τα ονόματα των παιδιών και θα σου δώσω αμέσως το φάρμακο.
Εκείνη πάλι, πιεζόμενη και μη θέλοντας να τα πει, άλλ’ επειδή επιθυμούσε να πάρει το φάρμακο, σοφίστηκε να πει διαφορετικά από τα αληθινά ονόματα˙ και αμέσως είπε, ότι αυτή μεν κατάγεται από την Έφεσο, ενώ ο άνδρας της από τη Σικελία, και μαζί μ’ αυτά άλλαξε και των τριών παιδιών τα ονόματα.
Ο Πέτρος τότε, νομίζοντας ότι λέει την αλήθεια, είπε˙ Κρίμα, κυρία, νόμιζα ότι θα σου έφερνα σήμερα μεγάλη χαρά, υποψιαζόμενος ότι είσαι κάποια που νόμιζα, της οποίας τις ταλαιπωρίες τις έχω ακούσει και τις γνωρίζω καλά. Και εκείνη τον εξόρκιζε λέγοντας˙ Σε παρακαλώ, πες μου, για να μάθε αν υπάρχει καμμιά ανάμεσα στις γυναίκες πιο άθλια από μένα.
20. Και ο Πέτρος, που δεν ήξερε να λέει ψέματα, από συμπόνοια προς αυτήν άρχισε να λέει την αλήθεια. Εμένα με ακολουθεί κάποιος νεαρός ο οποίος δείχνει όρεξη για τους λόγους της πίστεως, και είναι Ρωμαίος πολίτης, ο οποίος μου διηγήθηκε ότι, ενώ έχει πατέρα και δύο δίδυμους αδελφούς, δεν βλέπει κανέναν από αυτούς. Διότι η μητέρα, λέει, όπως του διηγήθηκε ο πατέρας του, είδε κάποιο όνειρο και έφυγε από τη Ρώμη για κάποιο χρονικό διάστημα μαζί με τα δίδυμα παιδιά της, για να μη βρει κακό θάνατο, και φεύγοντας μαζί μ’ αυτά, δεν βρίσκεται πλέον. Ο άνδρας της πάλι, και πατέρας αυτού του νέου, και αυτός φεύγοντας για να την αναζητήσει, δεν βρίσκεται κι αυτός.
17. Πλην επειδή όρθρος εγένετο, μεγάλα βοώσα και γοερά κωκύουσα περιεβλεπομένην, ζητούσα των εμών ταλαιπώρων βρεφών τα νεκρά σώματα. Ελεήσαντες ουν με οι επιχώριοι, γυμνήν ιδόντες, ενδύσαντές με το πρώτον, τον βυθόν ανηρεύνων, τα εμά ζητούντες τέκνα. Και επεί μηδέν ηύρισκον ων εζήτουν, παραμυθίας χάριν τινές των φιλοξένων γυναικών προσελθούσαι διηγούντο εκάστη τα εαυτής κακά, ίνα τη των ομοίων συμφορά παραμυθίας τύχω, ο δη με μάλλον ελύπει. Ου γαρ έφην ούτω κακή είναι, ως ταις άλλων συμφοραίς παραμυθίας τύχω. Και δη εις ξενίαν πολλών με άγειν αξιουσών, μία τις των ενταύθα πενιχρά πολύ βιασαμένη εις το εαυτής ελθείν ηνάγκασε σκήνωμα, ειπούσά μοι˙ Θάρρει, γύναι, και γαρ ο εμός ανήρ ναύτης ων κατά θάλασσαν τέθνηκεν, εν τη νεαζούση τυγχάνων ηλικία˙ και έκτοτε, πολλών με αξιούντων προς γάμον, εγώ χηρεύειν ειλόμην, τον εμόν ποθούσα άνδρα. Έσται δε ημίν κοινά α δια χειρών αμφότεραι πορίζειν δυνάμεθα.
18. Και ίνα μη σοι μηκύνω τους ουκ αναγκαίους λόγους, συνώκησα αυτή δια την φιλανδρίαν. Και με’ ου πολύ εμού της ταλαιπώρου αι χείρες υπό των δηγμάτων παρείθησαν και η υποδεξαμένη με γυνή, όλη υπό πάθους τινός συνδεθείσα, επί της οικίας έρριπται. Επεί ουν ο των πάλαι γυναικών έλεος παρήκμασεν, εγώ δε και η κατ’ οίκον αμφότεραι επισινείς τυγχάνομεν, εκ πολλών χρόνων ενταύθα, ως οράς, καθέζομαι προσαιτούσα, και ων αν ευπορήσω και τη συνταλαιπώρω εις τροφάς κομίζω. Και τα μεν εμά επί τοσούτον αυτάρκως ειρήσθω. Λοιπόν συ κωλύεις την υπόσχεσιν πληρώσαι του δούναι το φάρμακον, όπως κακείνη επιθυμούση δω, και ούτω καγώ του ζην, ως έφης, μεταλλάξαι δυνηθώ;
19. Ταύτα της γυναικός ειπούσης, υπό λογισμών πολλών ο Πέτρος μετέωρος εδόκει ίστασθαι. Εγώ δε επελθών έφην˙ Εκ πολλού σε περιερχόμενος ζητώ˙ και τα νυν τί ποιούμεν;
Ο δε Πέτρος προσέταξέ μοι προάξαντι μένειν αυτόν επί του σκάφους. Και επειδή αντειπείν ουκ ην αυτώ κελεύσαντι, εποίησα το προσταχθέν. Ο δε Πέτρος μικρά τίνι υποψία, ως αυτός μοι πάντα ύστερον διηγήσατο, παλλόμενος την καρδίαν επυνθάνετο της γυναικός, λέγων˙ Ειπέ μοι, γύναι, το γένος και την πόλιν και των τέκνων τα ονόματα, και ήδη δίδωμί σοι το φάρμακον.
Η δε, βίαν πάσχουσα και ειπείν ου θέλουσα, το δε φάρμακον λαβείν επιθυμούσα, εσοφίσατο άλλα αντί άλλων ειπείν˙ και ομώς έφη, αυτήν μεν Εφεσίαν είναι, τον δε άνδρα Σικελόν, ομώς και των τριών τέκνων ήλλαξε τα ονόματα.
Και ο Πέτρος, νομίσας αυτήν αληθεύειν, έφη˙ Οίμοι, γύναι, ενόμιζον μεγάλην τινά χαράν την σήμερον άγειν ημέραν, υποπτεύσας σε τινά είναι, ήν ενόμιζον, ης τα πράγματα ακούσας ακριβώς επίσταμαι.
Η δε εξώρκιζε λέγουσα˙ Δέομαι, ειπέ μοι, ίνα ειδώ, ει έστι τις εν γυναιξίν αθλιωτέρα εμού.
20. Και ο Πέτρος, ψεύδεσθαι ουκ ειδώς, υπό ελέους του προς αυτήν το αληθές λέγειν ήρξατο˙ Εμοί τις λοιπόν ήδη νεανίας ων παρέπεται, των της θεοσεβείας ορεγόμενος λέγων. Ρωμαίων υπάρχων πολίτης, όστις μοι διηγήσατο, πώς πατέρα έχων και αδελφούς δύο διδύμους, ουδένα τούτων ορά. Ή τε γαρ μήτηρ, φησίν, ως ο πατήρ διηγείτό μοι, όνειρον ιδούσα, την Ρωμαίων πόλιν επί χρόνον τινά εξήλθε μετά των διδύμων αυτής τέκνων, ίνα μη κακώ μόρω τελευτήση, και συν αυτοίς εκβάσα, ουχ ευρίσκεται. Ο δε ταύτης μεν ανήρ, αυτού δε πατήρ, και αυτός εις επιζήτησιν αυτής εκβάς ουχ ευρίσκεται.
***
21. Όταν είπε αυτά ο Πέτρος, η γυναίκα κυριεύθηκε από κατάπληξη και λιποθύμησε. Τότε ο Πέτρος πλησίασε, την συγκράτησε και την προέτρεψε να συνέλθει, πείθοντάς την να ομολογήσει, τι είναι αυτό που την κάνει να υποφέρει.
Εκείνη, που σαν από μέθη είχε εγκαταλείψει το υπόλοιποι σώμα της, συνήλθε, αφού μπόρεσε να βαστάξει τη μεγάλη χαρά που έλπιζε, και αφού καθάρισε το πρόσωπό της, είπε˙ πού είναι αυτός ο νεαρός;
Και εκείνος, κατανοώντας την όλη κατάσταση, είπε˙ Πές μου πρώτα εσύ, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να τον δεις.
Και εκείνη βιαστικά˙ Εγώ, λέει, είμαι η μητέρα του νεαρού.
Και ο Πέτρος ρώτησε˙ Ποιό είναι το όνομά του;
Και εκείνη απάντησε˙ Κλήμης.
Τότε ο Πέτρος είπε˙ Αυτός είναι, και αυτός ήταν εκείνος που μου μίλησε πριν από λίγο, τον οποίο διέταξα να με περιμένει στο πλοίο.
Εκείνη τότε πέφτοντας στα πόδια του Πέτρου, τον παρακαλούσε να βιαστεί να πάει στο πλοίο.
Και ο Πέτρος˙ Εάν κρατήσεις τις συμφωνίες, θα το κάνω και αυτό.
Και εκείνη είπε˙ Κάνω τα πάντα, αρκεί να μου δείξεις το μοναχοπαίδι μου. Γιατί με αυτό θα νομίσω πως βλέπω τα δυο μου παιδιά που πέθαναν εδώ.
Και ο Πέτρος είπε˙ Όταν τον δεις, να μείνεις ήρεμη μέχρι να φύγουμε από το νησί.
Και εκείνη είπε˙ Έτσι θα κάνω.
22. Παίρνοντάς την λοιπόν από το χέρι ο Πέτρος την έφερε στο πλοίο. Και εγώ βλέποντάς τον να οδηγεί τη γυναίκα κρατώντας την από το χέρι, γέλασα και πλησιάζοντας, από εκτίμηση προς αυτόν, θέλησα να την οδηγήσω εγώ αντί για εκείνον. Μόλις όμως έπιασα το χέρι της, έβγαλε δυνατή κραυγή χαράς σαν μητέρα και αγκαλιάζοντάς με άρχισε να γεμίζει με φιλιά εμένα τον γιο της. Εγώ όμως, που αγνοούσα την όλη υπόθεση, την απωθούσα νομίζοντάς την τρελλή˙ επειδή όμως σεβόμουν τον Πέτρο, έννοιωθα πίκρα.
23. Και ο Πέτρος είπε˙ Σταμάτα, τί κάνεις, παιδί μου Κλήμη, απωθώντας αυτήν που πραγματικά σε γέννησε; Και εγώ, ακούοντάς το αυτό, γεμάτος δάκρυα, και καθώς η μητέρα μου έπεσε κάτω, γονάτισα μπροστά της και άρχισα να την φιλώ. Διότι μόλις μου ειπώθηκε αυτό, άρχισα να θυμάμαι τη μορφή της. Πολλά πλήθη τότε έτρεχαν να διηγηθούν τα σχετικά με τη ζητιάνα γυναίκα, λέγοντας μεταξύ τους, ότι την αναγνώρισε ο γιος της, που είναι αξιόλογος άνθρωπος. Ενώ λοιπόν θέλαμε αμέσως μαζί με την μητέρα μου να φύγουμε από το νησί, εκείνη είπε˙ Αγαπημένο μου παιδί, είναι σωστό να αποχαιρετίσω την γυναίκα που με δέχθηκε, η οποία φτωχή και εγκαταλελειμμένη βρίσκεται πεταμένη στο σπίτι.
Ο Πέτρος ακούοντάς την θαύμασε, όπως και όλο το πλήθος που ήταν τριγύρω, την αγαθή πρόθεση της γυναίκας. Και αμέσως ο Πέτρος διέταξε κάποιους να πάνε και να φέρουν τη γυναίκα πάνω σε φορείο. Και μόλις την έφεραν και άφησαν κάτω το φορείο, καθώς άκουε όλο το πλήθος, ο Πέτρος είπε˙ Εάν εγώ είμαι κήρυκας της αλήθειας, για να πιστέψουν όσοι παρευρίσκονται εδώ και να γνωρίσουν ότι ένας Θεός υπάρχει, ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο, να σηκωθεί αμέσως υγιής. Και μόλις ο Πέτρος είπε αυτά η γυναίκα θεραπεύτηκε, σηκώθηκε από το κρεββάτι, γονάτισε μπροστά στον Πέτρο και αφού φίλησε τη γνώριμη φίλη της ρώτησε να μάθει τί σημαίνουν όλα αυτά. Και εκείνη της διηγήθηκε σύντομα όλο το θέμα της αναγνωρίσεως, και όσοι την άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι. Τότε και η μητέρα μου, βλέποντας αυτήν που την φιλοξένησε θεραπευμένη, παρακαλούσε να θεραπευθεί και αυτή. Και ο Πέτρος, βάζοντας επάνω της το χέρι του τη θεράπευσε και αυτήν.
21. Ταύτα του Πέτρου ειπόντος, επιστήσασα ως υπ’ εκπλήξεως απέψυξεν η γυνή. Ο δε Πέτρος προσελθών και επισχών νήφειν αυτήν παρεκελεύσατο, ομολογείν αυτήν πείθων τι ποτέ εστίν ο πάσχειν.
Η δε, ώσπερ, εκ μέθης το λοιπόν του σώματος παρεθείσα, υπέστρεψεν εαυτήν, υποστήναι δυνηθείσα το μέγεθος της ελπιζομένης χαράς, και τρίψασα αυτής το πρόσωπον. Πού έστιν, έφη, ούτος ο νεανίας;
Ο δε, ήδη όλον συνιδών το πράγμα, έφη˙ Ειπέ μοι συ πρώτον, άλλως γαρ τούτον ιδείν ουκ έχεις.
Η δε σπεύδουσα˙ Εγώ, φησίν, ειμί η του νεανίσκου μήτηρ. Και ο Πέτρος έφη˙ Τί τούτου όνομα;
Η δε φησίν˙ Κλήμης.
Και ο Πέτρος είπεν˙ Αυτός εστίν, και αυτός ην ο προ μικρού μοι λαλήσας, ώ αναμένειν με εν τω πλοίω προσέταξα.
Η δε προσπεσούσα τω Πέτρω παρεκάλει σπεύδειν επί το πλοίον ελθείν.
Και ο Πέτρος˙ Ει μοι τηρείς τας συνθήκας, και τούτο ποιήσω.
Η δε έφη˙ Πάντα ποιώ, μόνον μοι το τέκνον το μονογενές δείξον. Δόξα γαρ δι’ αυτού τα δύο μου τα ενταύθα τεθνηκότα οράν τέκνα.
Και ο Πέτρος έφη˙ Όταν αυτόν ίδης, ησύχασον μέχρις αν της νήσου εκβώμεν.
Η δε έφη˙ Ούτω ποιήσω.
22. Λαβόμενος ουν της χειρός αυτής ο Πέτρος ήγεν επί το πλοίον. Εγώ δε, ιδών αυτόν χειραγωγούντα γυναίκα, εγέλασα και προσελθών, εις τιμήν αυτού, αντ’ αυτού χειραγωγείν αυτήν επειρώμην. Και άμα τω άψασθαί με της χειρός αυτής, ολολύξασα ως μήτηρ μέγα και περιπλακείσα, σφόδρα κατεφίλει με τον υιόν αυτής. Εγώ δε, αγνοών όλον το πράγμα, ως μαινομένην απεσειόμην, αιδούμενος δε και τον Πέτρον, επικραινόμην.
23. Ο δε Πέτρος έφη˙ Έα, τί ποιείς; Τέκνον Κλήμης, αποσειόμενος την σην όντως τεκούσαν; Εγώ δε, τούτο ακούσας περίδακρυς γενόμενος και καταπεσούση τη τεκούση προσπεσών κατεφίλουν. Και γαρ άμα τω ρηθήναί μοι τούτο αμαυρώς πως το είδος ανεκαλούμην. Πολλοί μεν ουν όχλοι συνέτρεχον ιστορήσαι την προσαιτήτριαν γυναίκα, λέγοντες αλλήλοις, ότι αυτήν επέγνω ο υιός, ανήρ αξιόλογος. Βολουμένοις ουν ημίν εξαυτής συν τη μητρί της νήσου εκβαίνειν η μήτηρ έφη˙ Τέκνον μοι ποθεινόν, εύλογόν εστίν αποτάξασθαι τη υποδεξαμένη με γυναικί, ήτις, πενιχρά ούσα και όλη παρειμένη, επί της οικίας έρριπται.
Ο δε Πέτρος ακούσας εθαύμασεν, και πάντες οι περιεστώτες όχλοι, της γυναικός το αγαθόν φρόνημα. Και ευθέως εκέλευσεν ο Πέτρος τισί πορευθήναι και την γυναίκα επί κλίνης κομίσαι. Και ομώς ενεχθείσης και τεθείσης της κλίνης, πάντων των όχλων ακουόντων, έφη ο Πέτρος˙ Ει αληθείας κήρυξ εγώ τυγχάνω, εις την των παρεστώτων πίστιν, ίνα γνώσιν ότι εις εστί Θεός, ο τον κόσμον ποιήσας, εξαυτής εγερθήτω υγιής. Και άμα τω ειπείν Πέτρον ταύτα η γυνή ηγέρθη υγιασθείσα και τω Πέτρω προσέπεσεν, και την συνήθη φίλην καταφιλήσασα επυνθάνετο τι είη τούτο. Η δε όλον αυτή το πράγμα του αναγνωρισμού συντόμως διηγήσατο, και οι ακούσαντες κατεπλάγησαν. Τότε και η μήτηρ, την ξενοδόχον θεραπευθείσαν θεωρήσασα, παρεκάλει και αυτή ιάσεως τυχείν. Ο δε, επιθείς την χείρα, και αυτήν εθεραύπευσεν.
***
24. Και στη συνέχεια αφού ο Πέτρος μίλησε για τον Θεό και τη θρησκεία που τον ενδιαφέρει, πρόσθεσε στο τέλος, ότι εάν κανείς θέλει να τα μάθει αυτά με ακρίβεια, ας έρθει στην Αντιόχεια, όπου αποφάσισα να παραμείνω περισσότερες μέρες, για να μάθει όσα αφορούν την σωτηρία του. Διότι ασφαλώς, αν για εμπορικές υποθέσεις ή εξαιτίας εκστρατείας εγκαταλείπετε τις πατρίδες σας και πηγαίνετε σε τόπους μακρινούς, δεν θα διστάσετε οπωσδήποτε να βαδίσετε δύο ή τριών ημερών δρόμο για την αιώνια σωτηρία σας.
Μετά την ομιλία του Πέτρου λοιπόν εγώ μπροστά σ’ όλο το πλήθος δώρισε χίλιες δραχμές στη γυναίκα που θεραπεύτηκε για να πάρει τροφές, παραδίδοντάς την σε ένα αγαθό άνδρα, που ήταν ο πρώτος της πόλεως, ο οποίος από τη φύση του δέχθηκε με χαρά να την αναλάβει. Και αφού μοίρασα χρήματα και σε πολλές άλλες, ευχαρίστησα εκείνες που κάποτε είχαν παρηγορήσει την μητέρα μου και έπλευσα στην Αντάραδο μαζί με τη μητέρα μου και τον Πέτρο και τους άλλους φίλους, και έτσι ξεκινήσαμε για τον τόπο της φιλοξενίας.
25. Όταν φτάσαμε και φάγαμε και κάναμε τη συνηθισμένη ευχαριστήρια προσευχή, επειδή υπήρχε ακόμα ώρα, είπα εγώ στον Πέτρο˙ Η μητέρα μου, κύριε Πέτρε, έκανε έργο φιλανθρωπίας, με το να θυμηθεί την γυναίκα που την φιλοξένησε.
Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Πιστεύεις άραγε αληθινά, Κλήμη, ότι η μητέρα σου έκανε έργο φιλανθρωπίας, με το να ανταμείψει εκείνην που τη δέχθηκε από το ναυάγιο, ή το είπες αυτό μεροληπτώντας πολύ στη μητέρα σου; Διότι, εάν δεν το είπες χαριστικά, αλλά επειδή το πίστευες, μου δίνεις την εντύπωση ότι αγνοείς το μέγεθος της πραγματικής φιλανθρωπίας, που είναι η στοργή προς οποιονδήποτε, επειδή είναι άνθρωπος, χωρίς να υπάρχει κάτι φυσικό που να παρακινεί. Αλλά ούτε και τη φιλόξενη γυναίκα που δέχθηκε την μητέρα σου από το ναυάγιο τολμώ να την πω φιλάνθρωπη. Διότι, παρακινημένη από ευσπλαχνία, πείστηκε να γίνει ευεργέτιδα μιας γυναίκας που είχε πέσει σε ναυάγιο, που πενθούσε τα παιδιά της, που ήταν ξένη, γυμνή, ολομόναχη και έκλαιε για τις συμφορές που την είχαν βρει. Αφού λοιπόν βρισκόταν σε τόσο μεγάλες συμφορές, ποιός, ακόμα και από τους ασεβείς, βλέποντάς την δεν θα την ελεούσε;
Ώστε ούτε η γυναίκα που την φιλοξένησε φαίνεται ότι έκανε έργο φιλανθρωπίας, αλλά παρακινήθηκε για την ευεργεσία της από ευσπλαγχνία για τις μύριες συμφορές της. Πόσο λοιπόν περισσότερο αυτή που σε γέννησε, η οποία πλουτίζοντας και ανταμείβοντας αυτήν που την φιλοξένησε, δεν έκανε έργο φιλανθρωπίας, αλλά φιλίας; Και υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη φιλία και την φιλανθρωπία, διότι η φιλία γίνεται σαν αμοιβή, ενώ η φιλανθρωπία, χωρίς να υπάρχει κάποιος φυσικός λόγος που να πείθει, ευεργετεί κάθε άνθρωπο αγαπώντας τον επειδή είναι άνθρωπος. Εάν λοιπόν αυτή που βοήθησε εκείνην που την φιλοξένησε ευεργετεί και τους εχθρούς που την αδίκησαν από ευσπλαχνία, θα μπορούσε να είναι φιλάνθρωπη˙ εφόσον όμως για κάποια αιτία είναι φίλη και όχι εχθρά, και για κάποια άλλη αιτία είναι εχθρά και όχι φίλη, αυτή είναι φίλη ή εχθρά αυτής της κάποιας αιτίας και όχι του ανθρώπου.
24. Και είθ’ ούτως ο Πέτρος περί Θεού και της αυτώ διαφερούσης θρησκείας ομιλήσας, προσθείς επί τέλει, ότι˙ Ει τις βούλεται ταύτα ακριβώς μαθείν, εις Αντιόχειαν, όπου πλειόνων ημερών περιμένειν έκρινα, ελθών τα προς την αυτού σωτηρίαν μανθανέτω. Ου γαρ δη, ει εμπορίας ένεκα ή στρατείας πατρίδας καταλιμπάνειν οίδατε και εις μακρούς απέρχεσθαι τόπους, δια δε αιώνιον σωτηρίαν μηδέ τριών ημερών οδόν πορευθήναι θελήσετε.
Μετά μεν ουν την προσομιλίαν Πέτρου εγώ τη υγιασθείση γυναικί επί παντός του όχλου χιλίας δραχμάς εις τροφάς, εδωρησάμην, παραθέμενος αυτήν αγαθώ τινί ανδρί, πρώτω της πόλεως όντι, φύσει μετά χαράς τούτο ποιείν προηρημένω. Έτι δε και άλλαις πολλαίς αργύρια διανείμας, ταις ποτέ την μητέρα παραμυθησαμέναις ευχαριστήσας, διέλπευσα εις Αντάραδον, άμα τη μητρί και Πέτρω και τοις λοιποίς εταίροις, και ούτως εις την ξενίαν ωρμήσαμεν.
25. Γενομένων δε ημών και τροφής μεταλαμβανόντων και συνήθως ευχαριστησάντων, έτι ώρας ούσης, έφην εγώ τω Πέτρω˙ Φιλανθρωπίας έργον, κύριέ μου Πέτρε, η εμή εποίησε μήτηρ, της ξενοδόχου υπομνησθείσα γυναικός.
Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Άρά γε, ώ Κλήμης, αληθώς νενόμικας φιλανθρωπίας έργον πεποιηκέναι την σην τεκούσαν, καθ’ ο την από ναυαγίου αυτήν υποδεξαμένην ημείψατο, ή ως μητρί μεγάλα χαριζόμενος τούτονη είρηκας τον λόγον; Ει δε ουχ ως χαριζόμενος, άλλ’ ως αληθεύων έφης, έοικάς μοι αγνοείν τι ποτ’ εστί φιλανθρωπίας μέγεθος, ήτις εστίν η άνευ του φυσικώς πείθοντος, η προς οίον δήποτε στοργή, καθό άνθρωπός εστίν. Άλλ’ ουδέ την ξενοδόχον την από ναυαγίου αποδεξαμένην την σην τεκούσαν ούπω φιλάνθρωπον ειπείν τολμώ. Υπ’ ελέου γαρ κολακευθείσα, επέπειστο ευεργέτις γενέσθαι γυναικός ναυαγίω περιπεσούσης, τέκνα πενθούσης, ξένης, γυμνής, μεμονωμένης και σφόδρα επί ταις συμφοραίς ολοφυρομένης. Εν τοσαύταις ουν αυτής συμφοραίς ούσης, τις και ασεβών ιδών ουκ αν ηλέησεν; Ώστε ούπω φιλανθρωπίας έργον πεποιηκυία φαίνεται ουδέ η ξενοδόχος γυνή, αλλά υπ’ ελέου του επί μυρίαις συμφοραίς προς ευεργεσίας κεκινημένη˙
πόσω γε μάλλον η ση τεκούσα, βίου ευπορήσασα καιτην ξενοδόχον αμειψαμένη, φιλανθρωπίας έργον ουκ εποίησεν, αλλά φιλίας; Πολλή δε διαφορά μεταξύ φιλίας και φιλανθρωπίας, ότι η μεν φιλία εξ αμοιβής γίνεται, η δε φιλανθρωπία άνευ του φυσικώς πείθοντος πάντα άνθρωπον, καθό άνθρωπός εστί, φιλούσα ευεργετεί. Ει μεν ουν η ελεηθείσα ξενοδόχον και εχθρούς αδικήσαντας ελεούσα ευεργετεί, φιλάνθρωπος αν ην, ει δε δια τι φίλη ή εχθρά, και δια τι εχθρά ή φίλη, η τοιαύτη του τινός αιτίου φίλη εστίν ή εχθρά, ου του ανθρώπου.
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: Ομιλία ΙΒ’ (Εισαγωγή).