Ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού και τη ζωή του Χρυσοστόμου ήταν η άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919.
Λίγους μήνες μετά την έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, αποδεχόμενοι οι Σύμμαχοι τα αιτήματα της ελληνικής πλευράς περί προστασίας των Χριστιανών Οθωμανών υπηκόων της Μικράς Ασίας έδωσαν εντολή να αποβιβαστούν στη Σμύρνη τμήματα του ελληνικού στρατού. Η απόφαση του Διεθνούς Συνεδρίου για την κατάληψη της Σμύρνης από ελληνικά στρατεύματα αποτέλεσε έναν συμβιβασμό μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς Αγγλία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιθυμούσαν την επέκταση της Ιταλίας στα δυτικά της Ανατολίας και την κατάληψη της Σμύρνης, μετά την κατοχή της Δωδεκανήσου και τις επεκτατικές βλέψεις των Ιταλών στα μικρασιατικά παράλια.
Στις 25 Απριλίου 1919 η Διεθνής Διάσκεψη έδωσε εντολή στην ελληνική κυβέρνηση για την απόβαση τμημάτων του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Η εκτέλεση της διαταγής ανατέθηκε στον Νικόλαο Ζαφειρίου, συνταγματάρχη πυροβολικού και επικεφαλής της 1ης Μεραρχίας του Α’ Σώματος Στρατού που στάθμευε την εποχή εκείνη στο λιμάνι των Ελευθερών της Καβάλας.1
Την 1η Μαΐου 1919 μετέβη τη Μητρόπολη Σμύρνης ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Λέων» Ηλίας Μαυρουδής, ο οποίος από τον Δεκέμβριο του 1918 είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Σμύρνης και παράλληλα εκτελούσε χρέη ύπατου αρμοστή. Στην αίθουσα του μεγάλου συνοδικού είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες Σμυρναίοι, μέλη των κοινοτικών σημάτων της πόλης, ιερείς και απλοί πολίτες, οι οποίοι ανέμεναν την ανακοίνωση της έλευσης του ελληνικού στρατού.
Πρώτος πήρε τον λόγο ο Χρυσόστομος, ο οποίος με βαθιά συγκίνηση ανακοίνωσε την απελευθέρωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού από τον τουρκικό ζυγό και την ένωση της Σμύρνης με την Ελλάδα.
«Αδελφοί μου συμπολίται,
Σας εκαλέσαμεν σήμερον εις μίαν υψηλήν και θείαν μυσταγωγίαν, εξ εκείνων αι οποίαι άπαξ εις το διάστημα ολοκλήρων αιώνων τελεσιουργούνται εις τας τύχας των λαών. Αποκαλύφθητε και στήτε καλώς˙ στήτε μετά φόβου Θεού, τα μέτωπα υψηλά, κλίνοντες μόνον τα γόνατα της ψυχής Σας προ των μεγάλων και ανεξερευνήτων βουλών του Θεού.
Αδελφοί, το πλήρωμα του χρόνου επέστη. Οι πόθοι των αιώνων εκπληρούνται. Οι έκτακτοι χρόνοι ήγγισαν. Αι μεγάλαι ελπίδες του Γένους μας, ο ανύστακτος, ο σφοδρός, ο μύχιος, ο θερμός, ο καίων και φλογίζων ως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος τα σπλάγχνα μας πόθος προς ένωσιν μετά της μητρός μας Ελλάδος, ιδού κατά την σήμερον ιστορικήν και αξιομνημόνευτον ημέραν της 1ης Μαΐου γίνεται πράγμα και γεγονός τετελεσμένον.
Από της σήμερον, 1ης του φαιδρού Μαΐου, του δροσοσαλάκτου τούτου μηνός, του στεφάνου των μηνών, αποτελούμεν αναπόσπαστον τμήμα της ηνωμένης, της ενδόξου, της αθανάτου μεγάλης μας πατρίδος Ελλάδος˙ η αποβίβασις των Ελληνικών μεραρχιών εις τα Μικρασιατικά παράλια ήρξατο˙ το εξωτερικόν φρούριον της Σμύρνης κατελήφθη υπό των Ελληνικών στρατευμάτων˙ αύριον οι ελευθερωταί μας εισέρχονται εις την κατοχήν της πόλεως…
Ζήτω η ένωσίς μας μετά της Μητρός μας Ελλάδος».2
Έπειτα, μίλησε ο Ναύαρχος Ηλίας Μαυρουδής, ο οποίος ανέγνωσε το τηλεγράφημα που είχε αποστείλει ο Ελευθέριος Βενιζέλος από το Παρίσι για την επικείμενη κατάληψη της Σμύρνης.
«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη την Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσαν ότι η απόφασις αύτη ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος. Διατελέσας μέχρι των Βαλκανικών Πολέμων υπόδουλος υπό τον αυτόν σκληρότατον ζυγόν, εννοώ ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίσουν σήμερον τας ψυχάς των Ελλήνων της Μικρασίας. Την εκδήλωσιν των αισθημάτων τούτων δεν εννοώ, βεβαίως, να παρεμποδίσω. Αλλά είμαι βέβαιος, ότι η εκδήλωσις αύτη δεν θα λάβη ουδένα χαρακτήρα ούτε εχθρικότητος, ούτε υποψίας απέναντι ουδενός των συνοίκων στοιχείων του πληθυσμού. Η εκδήλωσις της πλημμυρούσης χαράς ας συνοδευθή τουναντίον με εκδήλωσιν των αδελφικών αισθημάτων προς τους συνοίκους πληθυσμούς. Ας δοθή εις αυτούς να εννοήσουν ότι δεν εορτάζομεν την κατάλυσιν ενός ζυγού, δια να υποκαταστήσωμεν εις αυτόν την ιδίαν ημών επικράτησιν επί βλάβη των άλλων. Αλλά ότι η ελληνική ελευθερία θα φέρη προς όλους, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, την ισότητα και την δικαιοσύνην. Εμπνέοντες εις πάντας τους συνοίκους πληθυσμούς την εμπιστοσύνην ταύτην, δεν μένομεν μόνον πιστοί εις αυτήν την εθνικήν μας υπόστασιν, αλλά και εξυπηρετούμεν άριστα αυτά τα υπέρτατα εθνικά συμφέροντα. Ιδιαίτερα προσοχή πρέπει να επιδειχθή προς το ιταλικόν στοιχείον. Ας μη παροραθή, ότι η Ιταλία συνήνεσε μετά των λοιπών συμμάχων Δυνάμεων εις την ελληνικήν κατάληψιν της Σμύρνης. Γνωρίζω ότι η έκκλησίς μου προς την Ελληνικήν Μικράν Ασίαν δεν γίνεται επί ματαίω και εύχομαι όπως, όσον τάχιστα, δυνηθώ να επισκεφθώ αυτήν, κομιστής του ευαγγελίου της εθνικής δι’ αυτήν αποκαταστάσεως».3
Ύστερα, ο Χρυσόστομος, ο Ηλίας Μαυρουδής, τα μέλη των ελληνικών κοινοτικών αρχών και δεκάδες έγκριτοι Σμυρναίοι υπέγραψαν πρακτικό, με το οποίο «ομοθύμως ανεκηρύχθη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος».4
Στις 2 Μαΐου 1919, ημέρα Πέμπτη και ώρα 7.30’ πρωινή, τα ελληνικά μεταγωγικά πλοία εισέρχονταν θριαμβευτικά στο λιμάνι της Σμύρνης. Χιλιάδες κάτοικοι της πόλης είχαν κατακλύσει από τις βραδινές ώρες την προκυμαία για να δουν και να αποθεώσουν την απόβαση των Ελλήνων στρατιωτών. Επικεφαλής αυτής της ανθρωποπλημμύρας ήταν ο Χρυσόστομος, ο οποίος, φέροντας άπασα την αρχιερατική του στολή και περιστοιχισμένος από τον κλήρο της ιεράς Μητροπόλεως Σμύρνης, ευλογούσε τα αποβιβαζόμενα τάγματα ευζώνων, πεζοναυτών και στρατιωτών, ενώ οι κάτοικοι της πόλης ζητωκραύγαζαν υπέρ της Ελλάδας και του Ελευθερίου Βενιζέλου.5
Η συγκίνηση κορυφώθηκε όταν ο Χρυσόστομος τέλεσε δέηση «υπέρ του μαρτυρικού ημών γένους και του φιλοχρίστου ημών στρατού» στο τέλος της οποίας γονάτισε και με δάκρυα στα μάτια ασπάσθηκε την κυανόλευκη ελληνική σημαία και ευλόγησε τους επικεφαλής αξιωματικούς των συνταγμάτων που είχαν κυκλώσει την εξέδρα των επισήμων.6 Η δέηση έκλεισε με τον πασχάλιο ύμνο «Χριστός Ανέστη» και τον υπέροχο ειρμό της ογδόης ωδής του Ιαμβικού κανόνα της εορτής των Θεοφανείων:
Ελευθέρα μεν η κτίσις γνωρίζεται,
Υιοί δε φωτός οι πριν εσκοτισμένοι˙
Μόνος στενάζει του σκότους ο προστάτης˙
Νυν ευλογείτω συντόνως τον αίτιον,
Η πριν τάλαινα των εθνών παγκληρία.7
Η έλευση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη αποτέλεσε για το σύνολο σχεδόν του Ελληνισμού τον θρίαμβο της εξωτερικής πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Ελλάδα, αν και τραυματισμένη κοινωνικά και πολιτικά από τον Εθνικό Διχασμό, είχε κατορθώσει να εισέλθει την ενδεκάτη ώρα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και να βρεθεί μετά τη λήξη του στο πλευρό των νικητών. Αξιοποιώντας αυτή τη μοναδική ευκαιρία για τα ελληνικά συμφέροντα, αλλά και τη διεθνή κατάσταση η οποία ήταν ευνοϊκή για τις διεκδικήσεις και τις προσδοκίες της χώρας έναντι των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών, ο Βενιζέλος εξασφάλισε την κατάληψη της Σμύρνης από τμήματα του ελληνικού στρατού.
Θα πρέπει να τονιστεί πως η άφιξη του ελληνικού στρατού στην πρωτεύουσα της Ιωνίας έλαβε χώρα λίγους μήνες μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και τον τερματισμό των ανθελληνικών διωγμών, γεγονός που μεγιστοποιούσε τη χαρά και τον ενθουσιασμό των ομογενών, οι οποίοι στα πρόσωπα των Ελλήνων στρατιωτών έβλεπαν τους απελευθερωτές της πατρίδας τους. Οι Μικρασιάτες θεώρησαν εξαρχής την απόβαση των ελληνικών δυνάμεων ως απελευθέρωση από την Τουρκία και ακόμα ως επέκταση του ελληνικού κράτους στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, κάτι που ανέφερε και το τηλεγράφημα του Βενιζέλου από το Παρίσι: «η απόφασις αύτη ελήφθη, διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος», προεξοφλώντας με αυτόν τον τρόπο την παραχώρηση της ιωνικής πρωτεύουσας στο ελληνικό κράτος. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε η μητρόπολη Σμύρνης και τα κοινοτικά σώματα της πόλης, όταν υπέγραφαν ψήφισμα που κήρυσσε την ένωση της Σμύρνης με την Ελλάδα.8
Η παράβλεψη ή η παρανόηση αυτής της τόσο σημαντικής παραμέτρου, ότι δηλαδή η Ελλάδα κατελάμβανε τη Σμύρνη για την επιβολή της τάξης και την εξασφάλιση της ειρηνικής συνύπαρξης Ελλήνων και Τούρκων, σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα της απόβασης η οποία θύμιζε μεγαλειώδη και πανηγυρική παρέλαση,9 έμελλε να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα από την πρώτη κιόλας μέρα της κατάληψης της πόλης από τα ελληνικά στρατεύματα.
Τρεις ώρες μετά την απόβαση των ελληνικών δυνάμεων και ενώ οι μεραρχίες του πεζικού και τα τάγματα των ευζώνων επευφημούνταν από το ελληνικό πλήθος στους δρόμους της Σμύρνης, το 2ο τάγμα του ευζωνικού συντάγματος εβλήθη από ομάδα Τούρκων πλησίον του στρατώνα. Παρά το γεγονός ότι η επίθεση αποκρούστηκε γρήγορα, οι συμπλοκές επεκτάθηκαν σε όλη την πόλη. Ο απολογισμός των εχθροπραξιών της πρώτης ημέρας ήταν θλιβερός. Δύο Έλληνες στρατιώτες έπεσαν νεκροί και τριάντα τέσσερις τραυματίστηκαν. Από την πλευρά των Τούρκων πέντε στρατιώτες σκοτώθηκαν και δώδεκα τραυματίστηκαν, ενώ υπήρξαν δεκάδες νεκροί και τραυματίες άλλων εθνικοτήτων. Στον τραγικό απολογισμό θα πρέπει να προστεθεί η σύλληψη τριών χιλιάδων Τούρκων αξιωματικών, οπλιτών και πολιτών, οι οποίοι κατηγορούνταν για συμμετοχή στα επεισόδια,10 γεγονός που αμαύρωσε ακόμα πιο πολύ την έλευση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Την επομένη, αν και σημειώθηκαν αρκετές συμπλοκές στην πόλη και τα περίχωρα, η τάξη έδειχνε να έχει αποκατασταθεί. Την ίδια μέρα ο μητροπολίτης Σμύρνης, συνοδευόμενος από τον μητροπολίτη Φιλαδελφείας, περιήλθε όλα τα αστυνομικά καταστήματα και τις φυλακές της Σμύρνης και, με τη συγκατάθεση του αρχηγού της ελληνικής στρατιάς, ζήτησε και πέτυχε την αποφυλάκιση εκατοντάδων Τούρκων κρατουμένων οι οποίοι είχαν συλληφθεί τις πρώτες ώρες των εχθροπραξιών και εναντίον των οποίων δεν υπήρχε κανένα επιβαρυντικό στοιχείο.11 Επίσης, ο ιεράρχης εξασφάλισε προστασία σε πολλούς Τούρκους φυγάδες οι οποίοι είχαν καταφύγει στη Μητρόπολη, ενώ αίσθηση προκάλεσε η εμφάνιση του αγίου στην τουρκική συνοικία όπου πρόσφερε φάρμακα σε ασθενείς και τρόφιμα σε φτωχούς Μουσουλμάνους.12
Υποσημειώσεις.
1. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τόμος 4ος Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήναι 1968, σ’. 285
2. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 47-49
3. Έφη Αλλαμανή – Κρίστα Παναγιωτοπούλου, «Η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη. Προετοιμασία και πραγματοποίηση, ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΕ’, «Εκδοτική Αθηνών», Αθήναι 1978, σ’. 117
4. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 50-51
5. Μαρκεζίνη, ό. π., σ. 286
6. Λοβέρδος, ό. π., σ. 183
7. Ιερός Πολύκαρπος, έτος Ε’, Σμύρνη 18 Μαΐου 1919, αριθμ. 1, σσ’. 6-7
8. Το αρχείον, τ. Γ’, σ. 50
9. Μαρκεζίνη, ό. π., σ. 287
10. Ό. π., σ. 288
11. Μιχαήλ Λ. Ροδά, η Ελλάδα στη Μικράν Ασία (1918 – 1922), Αθήναι 1950, σ. 78
12. Λοβέρδος, ό. π., σ. 184
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.