1.Ούτε σ’ εκείνον που θεολογεί αρμόζει η μετάνοια, ούτε σ’ εκείνον που μετανοεί αρμόζει η θεολογία˙ διότι όσο απέχει η ανατολή από τη δύση, τόσο ανώτερη είναι η θεολογία από τη μετάνοια. Διότι όπως είναι ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αρρώστιες και ασθένειες, ή όπως είναι ο φτωχός που είναι ντυμένος με κουρέλια και ζητά ελεημοσύνη, έτσι είναι και εκείνος που μετανοεί και κάνει με αληθινό τρόπο τα έργα της μετάνοιας˙ εκείνος όμως που θεολογεί είναι όμοιος μ’ αυτόν που συναναστρέφεται μέσα στις βασιλικές αυλές, και είναι ντυμένος με λαμπρή βασιλική στολή και οικείος με το βασιλιά, και μιλά μαζί του πάντοτε και ακούει από το στόμα του κάθε ώρα καθαρά τα προστάγματα και τα θελήματα εκείνου.
2. Η προσθήκη της γνώσης του Θεού γίνεται αιτία και πρόξενος για άγνοια όλων των άλλων, αλλά όμως και του ίδιου του Θεού, και η υπερβολή της έλλαμψής του γίνεται ολική αβλεψία, και η υπερτέλεια αίσθηση, που είναι επάνω από την αίσθηση, γίνεται αναισθησία όλων των πραγμάτων που βρίσκονται έξω απ’ αυτή. Διότι η αίσθηση, που δεν γνωρίζει τι λογής και τι αξίας, και που και ποια και πως είναι αυτά, μέσα στα οποία βρίσκεται, και δεν μπορεί διόλου να τα μάθει ή να τα αντιληφθεί, πώς θα είναι αίσθηση, και δεν θα είναι βέβαια εκείνα μάλλον επάνω από την αίσθηση, ο νους όμως θα βρεθεί μέσα στην αίσθηση της ασθένειάς του αναίσθητος σ’ αυτά που είναι επάνω από την αίσθηση; Διότι, πώς θα υποταχθούν στην αίσθηση «όσα μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε»;1
3. Ο Κύριος, που χαρίζει σ’ εμάς αυτά που είναι επάνω από την αίσθηση, δίνει σ’ εμάς με το Πνεύμα του και άλλη αίσθηση, επάνω από την αίσθηση, για να αισθανόμαστε φανερά και καθαρά με υπερφυσικό τρόπο, με όλες μας τις αισθήσεις, τις δωρεές και τα χαρίσματά του, που είναι επάνω από την αίσθηση.
4. Καθένας που είναι αναίσθητος προς το Ένα, είναι αναίσθητος προς όλα, όπως και αυτός που έχει αίσθηση προς το Ένα, αισθάνεται όλα, αλλά και είναι έξω από την αίσθηση όλων. Έχει την αίσθηση όλων, αλλά δεν κυριεύεται από την αίσθησή τους.
5. Ο κουφός προς τον Λόγο είναι κουφός προς κάθε φωνή, όπως και εκείνος που ακούει τον Λόγο ακούει όλα˙ αυτός γίνεται κουφός προς κάθε φωνή, ακούει όλους, αλλά και δεν ακούει κανένα, παρά μόνο εκείνους που μιλούν με τον Λόγο˙ αλλά όμως και δεν τους ακούει αυτούς, αλλά ακούει μόνο τον Λόγο, που με τη φωνή μιλά άφωνα.
6. Εκείνος που ακούει και βλέπει και αισθάνεται έτσι, γνωρίζει τη σημασία αυτών που λέγονται. Εκείνος όμως που δεν τη γνωρίζει είναι ολοφάνερο ότι δεν διαθέτει καθαρά και υγιή ούτε τα αισθητήρια της ψυχής˙ καθώς μάλιστα βρίσκετια σε τέτοια κατάσταση, δεν αντιλήφθηκε ακόμη ότι δημιουργήθηκε επόπτης της ορατής κτίσης και μύστης της νοητής,2 αλλά, αν και ήταν σε τιμή, ήρθε στη θέση τους και έγινε όμοιος με τα ανόητα και αχθοφόρα ζώα,3 και καθώς έγινε όμοιός τους, μένει ακόμη τέτοιος, χωρίς να επιστρέψει, χωρίς να επαναφερθεί, ούτε να αναχθεί στο πρώτο αξίωμα,4, σύμφωνα με τη δωρεά της οικονομίας του Δεσπότη και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού.
7. Εφόσον είσαι στη γη, να μην ερευνάς τα επάνω, και πριν να φθάσεις στον ουρανό, να μην περιεργάζεσαι τα κάτω, για να μη γλιστρήσεις και πέσεις και από τα δύο, ή, καλύτερα, για να μην απομείνεις στη γη μαζί με τα κάτω.
8. Όπως ακριβώς εκείνος που ανυψώθηκε από το βασιλιά από έσχατη φτώχεια σε πλούτο και σε περίοπτο αξίωμα, και ντύθηκε απ’ αυτόν λαμπρή στολή, και διατάχθηκε να στέκεται μπροστά του, και τον ίδιο τον βασιλιά βλέπει με πόθο και υπεραγαπά ως ευεργέτη, και τη στολή που ντύθηκε αντιλαμβάνεται εντελώς, και το αξίωμα αναγνωρίζει, και τον πλούτο που το δόθηκε γνωρίζει, έτσι και ο μοναχός που αναχώρησε αληθινά από τον κόσμο και από τα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο, και ήρθε στον Χριστό, αφού προσκληθεί με συναίσθηση και ανυψωθεί με την εργασία των εντολών σε ύψος πνευματικής θέασης, βλέπει χωρίς πλάνη τον ίδιο τον Θεό και αντιλαμβάνεται εντελώς την αλλοίωση που έγινε σ’ αυτόν˙ διότι βλέπει πάντοτε τη χάρη του Πνεύματος που τον φωτίζει ολόγυρα και που ονομάζεται ένδυμα και βασιλική στολή, ή, μάλλον, ένδυμα που είναι ο ίδιος ο Χριστός, αν βέβαια ντύνονται τον ίδιο τον Χριστό5 αυτοί πιστεύουν σ’ αυτόν.
9. Εκείνος που έχει αποκτήσει τον ουράνιο πλούτο, δηλαδή την παρουσία και την κατοίκηση του Χριστού, που είπε, «Εγώ και ο Πατέρας θα έρθουμε και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν»,6 γνωρίζει συνειδητά πόση χάρη απόλαυσε, και πόσο και τι σπουδαίο θησαυρό μεταφέρει στα παλάτια της καρδιάς του˙ διότι, καθώς συνομιλεί με τον Θεό, σαν φίλος με φίλο, παρουσιάζεται με παρρησία μπροστά σ’ αυτόν που κατοικεί μέσα σε απλησίαστο φως.7
10. Μακάριος είναι εκείνος που πιστεύει σ’ αυτά, τρισμακάριος όμως είναι εκείνος που φροντίζει με την πράξη και τους ιερούς αγώνες να αποκτήσει τη γνώση αυτών που έχουν ειπωθεί˙ είναι άγγελος, για να μην πω κάτι περισσότερο, εκείνος που έχει φθάσει με τη θέαση και τη γνώση στο ύψος αυτής της κατάστασης, και έχει πλησιάσει τον Θεό σα υιός του Θεού.
11. Με όποιο τρόπο εκείνος που στέκεται στην ακρογιαλιά βλέπει βέβαια το απέραντο πέλαγος των νερών, δεν μπορεί ωστόσο να αντιληφθεί την άκρη τους, αλλά παρατηρεί μόνο ένα μέρος από τα νερά, έτσι και εκείνος που αξιώθηκες να ατενίσει με τη θέαση στο απέραντο πέλαγος της δόξας του Θεού και να το δει νοερά, βλέπει αυτό το πέλαγος όχι όσο είναι σε έκταση, αλλά όσο είναι δυνατό να δει με τα νοερά μάτια της ψυχής του.
12. Όπως ακριβώς εκείνος που στέκεται κοντά στη θάλασσα δεν βλέπει μόνο τη θάλασσα, αλλά και μπαίνει, όσο θέλει, μέσα στα νερά της, έτσι μπαίνουν με γνώση και στο φως του Θεού εκείνοι που θέλουν να φθάσουν στη μετοχή των πνευματικών πραγμάτων και στη θέασή τους, στο βαθμό που με πόθο θα κινηθούν.
13. Όπως ακριβώς εκείνος που στέκεται στις ακρογιαλιές, όσο διάστημα βρίσκεται έξω από τα νερά, βλέπει όλα και παρατηρεί την έκταση των νερών, όταν όμως αρχίσει να μπαίνει στο νερό και να βυθίζεται σ’ εκείνο, όσο κατεβαίνει στο βυθό, τόσο εγκαταλείπει και τη θέαση των πραγμάτων που είναι έξω από το νερό, έτσι και εκείνοι που έφθασαν στη μετοχή του θείου φωτός, όσο προοδεύουν στη θεία γνώση, τόσο περισσότερο πέφτουν ανάλογα σε άγνοια των πραγμάτων.
14. Όπως ακριβώς εκείνος που προχώρησε στο νερό της θάλασσας ως τα γόνατα ή ως τη μέση βλέπει εντελώς όλα αυτά που βρίσκονται έξω από το νερό, όταν όμως κατέβει στο βυθό και βρεθεί ολόκληρος ο ίδιος κάτω από το νερό, δεν μπορεί πια να βλέπει κάποιο απ’ αυτά που βρίσκονται έξω, αλλά γνωρίζει μόνο αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή βρίσκεται ολόκληρος μέσα στο βυθό της θάλασσας, έτσι συμβαίνει να γίνεται και σ’ εκείνους που αυξάνουν σε πνευματική προκοπή και ανέρχονται σε τελειότητα γνώσης και θέασης.
15. Όταν εκείνοι που προοδεύουν στην πνευματική τελειότητα φωτίζονται κατά ένα μέρος, δηλαδή δέχονται έλλαμψη μόνο στο νου, τότε ατενίζουν νοερά τη δόξα του Κυρίου και διδάσκονται μυστικά από την ουράνια χάρη τη γνώση της επίγνωσης και τις αποκαλύψεις των μυστηρίων, με το να ανυψώνονται από τη θέαση των όντων στη γνώση εκείνου που είναι επάνω από τα όντα.
16. Εκείνοι που πλησιάζουν στην τελειότητα και βλέπουν ακόμη, καθώς αντιλαμβάνονται κατά ένα μέρος μόνο την απεραντοσύνη και την ακαταληψία αυτών που βλέπουν, κυριεύονται από έκπληξη˙ διότι, όσο προχωρούν στο φως της γνώσης, τόσο αποκτούν επίγνωση της άγνοιάς τους˙ όταν όμως αυτό που φαίνεται σ’ αυτούς κάπως αμυδρά και παρουσιάζεται σαν μέσα σε καθρέφτη8 και φωτίζει κατά ένα μέρος το νου τους θα ευδοκήσει να φανεί περισσότερο και να ενωθεί, με τη μετοχή του, μ’ αυτόν που φωτίζεται, περικλείοντάς τον ολόκληρο μέσα του, και θα εναπομείνει ολόκληρος στο βάθος του Πνεύματος, σαν μέσα σε άβυσσο άπειρων φωτόμορφων νερών, τότε ανεβαίνει με τρόπο ανέκφραστο, φθάνοντας σε πλήρη άγνοια, σαν να έφθασε δηλαδή σε γνώση που ξεπερνά όλη τη γνώση.
17. Όταν ο νους είναι απλός, ή, μάλλον, όταν είναι γυμνός από κάθε σκέψη, και εισδύσει ολόκληρος μέσα στο απλό θείο φως, δεν μπορεί να βρει, καθώς καλύπτεται απ’ αυτό, άλλο τίποτε απ’ αυτό μέσα στο οποίο υπάρχει, για να κινηθεί και προς την ενατένιση εκείνου, αλλά μένει μέσα στο βυθό του θείου φωτός, χωρίς να αφήνεται εντελώς να κοιτάξει έξω. Και αυτό σημαίνει ο λόγος, «Ο Θεός είναι φως»,9 και μάλιστα το ακρότατο φως, στο οποίο, όταν φθάσουμε, ακολουθεί παύση από κάθε θέαση.
18. Ο νους που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, τότε γίνεται ακίνητος και εντελώς απαλλαγμένος από σκέψεις, όταν καλυφθεί ολόκληρος από τον θείο γνόφο και το θείο φως˙ παρ’ όλα αυτά όμως είναι σε θέαση και αίσθηση και απόλαυση των αγαθών μέσα στα οποία βρίσκεται. Διότι δεν είναι όπως ο βυθός των νερών της θάλασσας, έτσι και ο βυθός του Αγίου Πνεύματος, αλλά είναι ζωντανό νερό της αιώνιας ζωής.10 Άλλωστε όλα όσα υπάρχουν εκεί είναι ακατανόητα, ανεξήγητα και ακατάληπτα, μέσα στα οποία φθάνει ο νους, περνώντας όλα τα ορατά και νοητά και, χωρίς να κινείται, κινείται και στρέφεται μέσα σ’ εκείνα μόνο, αλλά και ζει μέσα στη ζωή με τρόπο που ξεπερνά τη ζωή, και είναι φως μέσα στο φως, αλλά και δεν είναι φως από μόνος του˙ διότι τότε δεν βλέπει τον εαυτό του, αλλά εκείνον που είναι επάνω απ’ αυτόν, και με το να αλλοιώνεται ως προς τη σκέψη από την εκεί δόξα, αγνοεί ολόκληρο τον εαυτό του.
19. Εκείνος, που έχει φθάσει σε μέτρα τελειότητας, είναι νεκρός και δεν είναι νεκρός˙ ζει μέσα στον Θεό, στον οποίο υπάρχει, επειδή δεν ζει για τον εαυτό του˙ είναι τυφλός, επειδή δεν βλέπει με φυσικό τρόπο˙ έχει γίνει ανώτερος από κάθε φυσική όραση, επειδή απέκτησε μάτια καινούργια και ασυγκρίτως ανώτερα από τα φυσικά, και βλέπει ξεπερνώντας τη φύση˙ είναι ανενέργητος και ακίνητος, επειδή εκπλήρωσε όλη την ενέργειά του˙ είναι απαλλαγμένος από σκέψεις, επειδή έφθασε στην ένωση μ’ αυτό που ξεπερνά τη σκέψη και σταμάτησε εκεί όπου δεν υπάρχει ενέργεια του νου, δηλαδή διόλου κίνηση για ενθύμηση ή λογισμό ή σκέψη˙ διότι δεν έχει τη δύναμη να κατανοήσει και να μάθει τα ακατανόητα και απλησίαστα, και μοιάζει σαν να βρίσκει μέσα σ’ αυτά εκείνη την ανάπαυση, την ακινησία δηλαδή της μακάριας αναισθησίας, απολαμβάνοντας με βέβαιη αίσθηση, χωρίς περιέργεια, τα ανέκφραστα αγαθά.
20. Εκείνος που δεν αξιώθηκε να φθάσει σ’ αυτό το μέτρο της τελειότητας και να αποκτήσει αυτά τα καλά, ας κατηγορεί μόνο τον εαυτό του, και ας μην προφασίζεται λέγοντας ότι είναι αδύνατο το πράγμα, ή ότι κατορθώνεται η τελειότητα, αλλά ασυναίσθητα˙ απεναντίας ας γνωρίζει, με το να βεβαιώνουν οι θείες Γραφές, ότι το πράγμα είναι δυνατό και αληθινό, και κατορθώνεται έμπρακτα, και μπαίνει σε ενέργεια συνειδητά, αλλά ότι καθένας στερεί ανάλογα ο ίδιος τον εαυτό του απ’ αυτά τα αγαθά με την έλλειψη και την αργία των εντολών.
21. Πολλοί βέβαια διαβάζουν τις θείες Γραφές, άλλοι μάλιστα και τις ακούν, όταν διαβάζονται, λίγοι ωστόσο είναι εκείνοι που μπορούν να γνωρίσουν ορθά και τη σημασία και την έννοια αυτών που διαβάζονται˙ αυτοί, άλλοτε βέβαια αποφαίνονται ότι αυτά, που λέγονται από τις θείες Γραφές, είναι αδύνατο να γίνουν, άλλοτε ωστόσο τα νομίζουν ότι είναι και εντελώς απίστευτα, ή και τα παριστάνουν λανθασμένα, διαφορετικά από ό,τι είναι, και μάλιστα κρίνουν εκείνα, που αναφέρονται στον παρόντα καιρό, ότι θα συμβούν στο μέλλον, εκείνα πάλι, που έχουν ειπωθεί για τα μέλλοντα, υποθέτουν ότι έχουν γίνει πια, αλλά και ότι γίνονται κάθε μέρα˙ και έτσι, δεν υπάρχει μέσα τους ορθή κρίση, ούτε αληθινή διάκριση προς τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα.
22. Ο Θεός έχει δημιουργήσει από την αρχή δύο κόσμους, τον ορατό και τον αόρατο, και ένα βασιλιά των ορατών πραγμάτων,11 που έχει μέσα του τα γνωρίσματα των δύο κόσμων, ως προς το ορώμενο και ως προς το νοούμενο.12 Σ’ αυτούς τους δύο κόσμους ρίχνουν τη λάμψη τους κατάλληλα και δύο ήλιοι, αυτός, ο αισθητός ήλιος, και ο άλλος, ο νοητός˙ και ό,τι είναι για τα ορατά και αισθητά ο ήλιος, το ίδιο είναι για τα αόρατα και τα νοητά ο Θεός, διότι και είναι και λέγεται ήλιος της δικαιοσύνης.13 Να, λοιπόν, σύμφωνα μ’ αυτά υπάρχουν δύο ήλιοι, ένας αισθητός και ένα νοητός, όπως υπάρχουν και δύο κόσμοι, όπως έχει ειπωθεί˙ και ο ένας βέβαια από τους δύο, δηλαδή ο αισθητός κόσμος, και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν, φωτίζονται απ’ αυτόν τον αισθητό και ορατό ήλιο˙ ο άλλος όμως κόσμος, δηλαδή ο νοητός, και αυτοί που βρίσκονται μέσα σ’ αυτόν, καταλάμπονται και λαμπρύνονται από τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης.
Λοιπόν καταφωτίζονται, ξεχωριστά το καθένα, τα αισθητά πράγματα από τον αισθητό ήλιο και τα νοητά από τον νοητό, χωρίς να έχουν μεταξύ τους καμία εντελώς ένωση ή γνώση ή κοινωνία, ούτε τα νοητά προς τα αισθητά, ούτε τα αισθητά προς τα νοητά.
23. Μόνο ο άνθρωπος, από όλα τα ορατά και τα νοητά, δημιουργήθηκε από τον Θεό διπλός ως προς τη φύση, έχοντας, από τη μία, σώμα, που απαρτίζεται από τέσσερα στοιχεία,14 και αίσθηση και αναπνοή, με τις οποίες μετέχει σ’ αυτά τα στοιχεία και με τις οποίες ζει μέσα σ’ αυτά, έχοντας, από την άλλη, νοερή και άυλη και ασώματη ψυχή, που είναι ενωμένη μ’ αυτά με ανέκφραστο και ανεξερεύνητο τρόπο, και αναμιγμένη χωρίς ανάμιξη και σύγχυση. Αυτά μάλιστα είναι ένας άνθρωπος, ζώο θνητό και αθάνατο, ορατό και αόρατο αισθητό και νοητό, εποπτικό της ορατής δημιουργίας, γνωστικό της νοητής.15 Όπως λοιπόν στους δύο κόσμους οι δύο ήλιοι μοιράζονται ως προς τις ενέργειες, έτσι γίνεται και στον ένα άνθρωπο˙ ο ένας ήλιος περιλάμπει το σώμα, ο άλλος την ψυχή του˙ και καθένας προσφέρει σ’ εκείνο, που φωτίζεται απ’ αυτόν, ανάλογα με τη δεκτικότητά του, ή πλούσια ή φτωχικά, τη μετοχή του φωτός του.
24. Ο αισθητός ήλιος βλέπεται, αλλά δεν βλέπει˙ ο νοητός ήλιος και βλέπεται από τους άξιους και βλέπει όλους, και περισσότερο εκείνους που τον βλέπουν. Ο αισθητός ήλιος δεν μιλά, ούτε προσφέρει σε κάποιον τη δυνατότητα να μιλά˙ ο νοητός ήλιος και μιλά στους φίλους του και προσφέρει σε όλους το χάρισμα να μιλούν. Ο αισθητός ήλιος, όταν λάμψει στον αισθητό κήπο, ξηραίνει με τη θερμότητα των ακτίνων μόνο την υγρασία της γης, αλλά δεν λιπαίνει τα φυτά και τα σπέρματα˙ ο νοητός όμως ήλιος, όταν φανερωθεί μέσα στην ψυχή, κάνει και τα δύο αυτά: ξηραίνει δηλαδή την υγρότητα των παθών και καθαρίζει την ακαθαρσία που προέρχεται απ’ αυτά, αλλά και χορηγεί λίπανση στη νοερή γη της ψυχής, από την οποία αρδεύονται και τρέφονται, λίγο λίγο, τα φυτά των αρετών.
25. Ο αισθητός ήλιος ανατέλλει και φωτίζει τον αισθητό κόσμο και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, τους ανθρώπους, τα θηρία, τα κτήνη και ό,τι άλλο, στα οποία επίσης απλώνεται εξίσου και το φως του, δύει όμως πάλι και αφήνει σκοτεινό τον τόπο που κατέλαμπε. Ο νοητός ήλιος λάμπει πάντοτε και έλαμπε, χωρώντας ολόκληρος, χωρίς να χωρά, μέσα σε ολόκληρο το σύμπαν, αλλά είναι αποχωρισμένος απ’ αυτά, που ο ίδιος δημιούργησε, και απομακρύνεται ολόκληρος απ’ αυτά, χωρίς να απομακρύνεται, και είναι ολόκληρος μέσα σε ολόκληρο το σύμπαν και δεν είναι πουθενά, και είναι ολόκληρος μέσα σε όλα τα ορατά δημιουργήματα και ολόκληρος έξω απ’ αυτά, και είναι ολόκληρος μέσα στα ορατά και ολόκληρος μέσα στα αόρατα, και είναι ολόκληρος πανταχού και δεν είναι διόλου πουθενά ολόκληρος.
Υποσημειώσεις.
1. Α’ Κορ. 2,9
2. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, Εις τα Θεοφάνια, 11, PG 36, 324A, και Λόγος 45, Εις το άγιον Πάσχα, 8, PG 36, 632A
3. Ψαλ. 48, 13
4. Πρώτο αξίωμα˙ εδώ, η προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου.
5. Ρωμ. 13,14
6. Ιω. 14, 23
7. Α’ Τιμ. 6,16
8. Πρβ. Α’ Κορ. 13,12
9. Α’ Ιω. 1,5
10. Πρβ. Ιω. 4,10
11. Εννοεί τον άνθρωπο.
12. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, Εις τα Θεοφάνια, 11, PG 36, 324A, και Λόγος 45, εις το άγιον Πάσχα, 8 PG 36, 632Α
13. Μαλ. 4,2
14. Τέσσερα στοιχεία εννοούνται η γη, το ύδωρ, ο αήρ και το πυρ, τα οποία κατά τους αρχαίους φυσικούς φιλοσόφους είναι οι πρωταρχικές αιτίες των όντων.
15. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, εις τα Θεοφάνια, 11, PG 36, 324A, και Λόγος 45, Εις το άγιον Πάσχα, 8, PG 36, 632A.
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.