13. Τότε η Θεοδώρα πήγε και διηγήθηκε όλα όσα είδε και αυτά που της είπε ο άνδρας της στον άγιο Κλήμη. Όταν λοιπόν πήγε ο άγιος στον Σισίννιο, εκείνος τον υποδέχθηκε με τιμές και αφού άκουσε από αυτόν όσα συμβάλλουν στην οικοδομή της ψυχής, πίστεψε στον Θεό και στερεώθηκε, και άρχισε να πέφτει στα πόδια του Κλήμη και να φωνάζει.
14. Ευχαριστώ τον αληθινό Θεό και Παντοκράτορα, ο οποίος με τύφλωσε για να δω, και μου αφήρεσε την ακοή, για να ακούσω την αλήθεια, την οποία κάποτε, εξαιτίας της άγνοιάς μου, την περιγελούσα και νόμιζα ότι είναι ψεύτικο αυτό που ήταν αληθινό, και, αντίθετα, νόμιζα αληθινό, αυτό που είναι ψεύτικο˙ θεωρούσα το σκοτάδι φως, και το φως το εξελάμβανα ως σκοτάδι, αλλά καθαρίστηκε ο νους μου από τον μολυσμό της ειδωλολατρίας. Διότι έμαθε αληθινά ότι οι δαίμονες εξαπάτησαν τους ανθρώπους, με σκοπό, αυτούς που δεν πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι Θεός, να τους κυριεύσουν πέτρες και λίθοι, κουφοί και άλαλοι, όπως κυριάρχησαν και σε μένα μέχρι τώρα.
Ενώ ο Σισίννιος έλεγε αυτά και άλλα όμοια, επικράτησε μεγάλη χαρά. Διότι πίστεψε μαζί με όλο το σπίτι του, και δίνοντας το δικό του όνομα, επειδή πλησίαζε το Πάσχα, βαπτίστηκε˙ αυτοί δε που βαπτίσθηκαν από το σπίτι του, μαζί όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες μαζί με τα νήπια, έφταναν τον αριθμό τετρακόσιοι είκοσι τρεις. Εξαιτίας αυτού του Σισιννίου μετεστράφησαν στον Θεό και πολλοί από τους επιφανείς φίλους του βασιλιά Νέρβα.
15. Την εποχή εκείνη όμως ο κόμης των ιερών αξιωμάτων Πούβλιος Ταρκουτιανός, βλέποντας να πιστεύει αναρίθμητο πλήθος στον Χριστό, προσκάλεσε τους επικεφαλής των διαμερισμάτων της πόλεως και δίνοντάς τους χρήματα τους παρότρυνε να υποκινήσουν ταραχές εις βάρος του χριστιανικού ονόματος.
16. Όταν λοιπόν διοικούσε ο Μαρμετίνος, ο έπαρχος του πολιτικού θρόνου, έγινε στάση του λαού της Ρώμης εναντίον του ονόματος του Κλήμη και καθώς ήταν ανακατεμένοι μεταξύ τους, άλλοι έλεγαν, Τί κακό έκανε, ή ποιό από τα καλά δεν κατόρθωσες; Διότι όποιος άρρωστος δέχθηκε την επίσκεψή του θεραπεύτηκε. Όποιος πήγε σ’ αυτόν λυπημένος, έφυγε χαρούμενος. Κανένα δεν έβλαψε ποτέ, όλους, αντίθετα, τους ωφέλησε. Άλλοι πάλι, παρακινούμενοι από διαβολικό πνεύμα, έκραζαν˙ Κάνοντάς τα αυτά με τέχνες αγηρτείας, ανατρέπει τη λατρεία των θεών μας˙ λέει ότι είναι ακάθαρτο πνεύμα˙ η Αφροδίτη, η οσία θεά, διδάσκει ότι έγινε πόρνη, και η Εστία, η μεγάλη θεά, βλασφημεί λέγοντας ότι κάηκε με φωτιά. Διαβάλλει επίσης και την πιο ευγενική θεά Αθηνά, την Άρτεμη και τον Ερμή, μαζί και τον Κρόνο και τον Άρη. Βρίζει όλα τα ονόματα των θεών μας και τους ναούς. Ή να θυσιάσει στους θεούς μας, ή να εξαφανισθεί ο ίδιος.
17. Τότε ο έπαρχος της πόλεως Μαμερτίνος, μη ανεχόμενος τη στάση του πλήθους, διέταξε να οδηγηθεί σ’ αυτόν ο μακαριώτατος Κλήμης, και όταν τον είδε, άρχισε να λέει˙ Προήλθες από ευγενική ρίζα, πράγμα που το επιβεβαιώνει το πλήθος των Ρωμαίων, άλλ’ έγινες θύμα πλάνης, και γι’ αυτό δεν το ανέχονται αυτό. Επειδή δεν γνωρίζω ποιον Χριστό σέβεσαι και παραδέχεσαι τα αντίθετα από τους θεούς των ναών, γι’ αυτό πρέπει ν’ αποβάλεις όλη την περιττή δεισιδαιμονία και να λατρεύεις τους εξαίσιους θεούς.
Τότε ο μακάριος Κλήμης είπε˙ Θα ευχόμουν η υπερέχουσα φρόνησή σου να προσέξει την απολογία μου και να μη κατηγορείς επηρεασμένος από τη στάση των απαιδεύτων, αλλά από τα δικά μου λόγια. Διότι και σκυλιά πολλά, αν μας γαυγίσουν και μας καταξεσχίσουν, δεν μπορούν να μας αφαιρέσουν και το να είμαστε λογικοί άνθρωποι, και εκείνα σκυλιά που γαυγίζουν ασυλλόγιστα. Διότι και η στάση είναι ολοφάνερο ότι πάντοτε προέρχεται από απαίδευτους, και δεν έχει τίποτε το βάσιμο και αληθινό. Γι’ αυτό πρέπει να επιδιώκεται δυνατότητα ησυχίας, μέσα στην οποία ο λογικός άνθρωπος θα αρχίσει να σκέφτεται και να συζητά για τη σωτηρία του, για να βρει τον αληθινό Θεό, στον οποίο να παραδώσει με τρόπο σεμνοπρεπή την πίστη του.
18. Τότε ο Πούλβιος ο Ταρκουτιανός, στέλνοντας αναφορά στον αυτοκράτορα Τραϊανό, ανέφερε για το όνομα του μακάριου Κλήμη, λέγοντας˙ Αυτόν τον Κλήμη δεν σταματά να τον ζητά ο λαός με στασιαστικές κραυγές, αξιόπιστη όμως απόδειξη σ’ όσα αυτός ισχυρίζεται δεν μπορεί να βρεθεί. Αμέσως ο αυτοκράτορας Τραϊανός απάντησε εγγράφως, ότι πρέπει αυτός ή να δεχθεί να θυσιάσει, ή να εξορισθεί πέρα από τη θάλασσα και τον Πόντο, σε έρημο που βρίσκεται κοντά στην πόλη Χερσώνα.
13. Τηνικαύτα η Θεοδώρα πορευθείσα διηγήσατο πάντα, άπερ είδε και άπερ υπό του αυτής συμβίου ελαλήθη, τω αγίω Κλήμεντι. Παραγενόμενος ουν ο άγιος προς τον Σισίννιον, μετά τιμής υπεδέχθη, παρ’ ου ακηκοώς όσαπερ προς οικοδομήν της ψυχής συνέτεινεν, επίστευσε τω Θεώ και εστερεώθη και ήρξατο τοις γόνασι του Κλήμεντος προσκυλινδείσθαι και βοάν.
14. Ευχαριστώ τω αληθινώ Θεώ και παντοκράτορι, ος δια τούτό με τετύφλωκεν, ίνα όψωμαι, και δια τούτο την ακοήν αφείλετο, ίν’ ενωτίσωμαι την αλήθειαν, ης ποτέ δι’ άγνοιαν κατεγέλων˙ και τούτο μεν ενόμιζον ψευδές υπάρχειν, όπερ ην αληθές, εδόκουν δε το έμπαλιν αληθές, ο ψευδές ετύγχανε˙ το σκτότος ενόμιζον φως, και το φως σκότος υπελάμβανον. Άλλ’ εκαθαρίσθη ο νους μου εκ του μολυμσού της ειδωλομανίας. Αληθώς γαρ έγνων τους δαίμονας εξαπατήσαντας τους ανθρώπους, όπως των μη πιστευσάντων τον Χριστόν είναι Θεόν κυριεύσωσι πέτραι λίθοι, κωφοί και άλαλοι, ώσπερ καμού επεκράτησαν μέχρι της δεύρο.
Ταύτα και τα παραπλήσια του Σισιννίου φάσκοντος,χαρά μεγάλη γέγονεν. Επίστευσε γαρ συν πάση τη αυτού οικία και επιδεδωκώς το οικείν όνομα, προσεγγίζοντος του Πάσχα εβαπτίσθη˙ ηριθμήθησαν δε οι βαπτισθέντες εκ του οίκου αυτού άμα πάντες άνδρες τε και γυναίκες συν τοις νηπίοις τετρακόσιοι είκοσι τρεις. Δια τούτον δε τον Σισίννιον πολλοί των περιφανών και φίλων Νερούα του βασιλέως προς τον Θεόν επεστράφησαν.
15. Κατ’ εκείνου δε του καιρού ο κόμης των θείων οφφικίων Πούπλιος Ταρκουτιανός, εωρακώς αναρίθμητον πληθύν τω Χριστώ πιστεύσασαν, προσεκαλέσατο τους προστάτας των ρεγεώνων, επιδεδωκώς αυτοίς χρήματα, παρέσεισεν αυτούς, ίνα κινήσωσι τάραχον τω Χριστιανώ ονόματι.
16. Διοικούντος τοίνυν Μαμερτίνου του επάρχου του πολιτικού θρόνου, στάσις γέγονε του Ρωμαίων δήμου επ’ ονόματι του Κλήμεντος και προς αλλήλους συγχυθέντες, άλλοι μεν έλεγον. Τί γαρ κακόν έπραξεν ή τί των καλών ου κατώρθωσεν; Όστις γαρ άρρωστος παρ’ αυτού επεσκέφθη, ιάσεως έτυχεν, όστις προς αυτόν λελυπημένος απήλθε, χαίρων ανεχώρησεν˙ ουδένα ποτέ έβλαψε, πάντας δε ωφέλησεν. Άλλοι δε πνεύματι διαβολικώ εκκαυθέντες έκραζον˙ Γοητικαίς τέχναις ταύτα ποιών, των θεών ημών την λατρείαν ανατρέπει˙ τον Δία λέγει θεόν μη είναι˙ Ηρακλέα δε τον ημέτερον φύλακα ακάθαρτον είναι λέγει πνεύμα˙ Αφροδίτην την οσίαν θεάν πόρνην γεγονέναι υποτίθεται˙ Εστίαν δε την μεγάλην θεάν πυρί κατηναλώσθαι βλασφημεί. Ωσαύτως δε και την ευγενεστάτην θεάν Αθηνάν, Άρτεμίν τε και Ερμήν, άμα τε και τον Κρόνον και τον Άρεα διαβάλλει. Πάντα τε τα ονόματα των ημετέρων θεών και τους ναούς καθυβρίζει. Ή θύσει τοις θεοίς ημών, ή αυτός εξαλειφθείη.
17. Τότε Μαρερτίνος, ο της πόλεως έπαρχος, μη φέρων του δήμου την στάσιν, εκέλευσε προς εαυτόν αναχθήναι τον μακαριώτατον Κλήμεντα, όνπερ θεασάμενος ήρξατο λέγειν˙ Εξ ευγενούς μεν ρίζης προελήλυθας, όπερ ημίν η των Ρωμαίων πληθύς προσμαρτυρεί, αλλά πλάνην υπέστης, και δια τούτο ου φέρουσιν˙ επειδή ουκ οίδα τίνα Χριστόν σέβη και εναντία των εν τοις ναοίς των θεών αποδέχη, διο αποθέσθαι σε δειν πάσαν την περιττήν δεισιδαιμονίαν και τοις εξαισίοις θεοίς λατρεύειν.
Τότε ο μακάριος Κλήμης έφη˙ Ηυχόμην την της σης υπεροχής φρόνησιν προσανέχειν μου τη απολογία και μη δια στάσιν των απαιδεύτων, αλλά δια τον εμόν λόγον γράψασθαί με. Επεί, εάν κύνες ημάς πολλοί περιυλάξωσι και κατασχίσωσι, μη δύνανται αφελέσθαι και το είναι ημάς μεν λογικούς ανθρώπους, εκείνους δε κύνας αλογίστως καθυλακτούντας. Και γαρ η στάσις αεί παρά απαιδεύτων προερχομένη διαδείκνυται, ώστε μηδέν ασφαλές έχειν, μήτε μην αληθές. Όθεν σιγής ζητείσθω πρόφασις, εν η υπέρ της εαυτού σωτηρίας ο λογικός άνθρωπος και καθ’ εαυτόν βουλεύεσθαι και διαλέγεσθαι απάρξηται, ίνα τον αληθή Θεόν εύροι, ω την εαυτού πίστιν σεμνοπρεπώς παράθοι.
18. Τότε ο Πούπλιος ο Ταρκουτιανός, αποστείλας αναφοράν Τραϊανώ τω αυτοκράτορι, ανήγαγε περί του ονόματος του μακαρίου Κλήμεντος φάσκων˙ Τούτον τον Κλήμεντα στασιώδεσι κραυγαίς ζητών ο δήμος ου παύεται και αξιόπιστος απόδειξις εις τα κατ’ αυτόν ευρεθήναι ου δύναται. Τηνικαύτα Τραϊανός ο αυτοκράτωρ αντέγραψε, δέον αυτόν ή συναινείν θύοντα, ή πέραν της θαλάσσης και του Πόντου εν ερήμω παρακειμένη τη Χερσώνι πόλει εξορισθήναι.
***
19. Και όταν με τη διαταγή του Τραϊανού εγκρίθηκε η αναφορά του Ταρκουτιανού, ο Μαμερτίνος σκεφτόταν να μη ζητήσει ο Κλήμης την εθελοντική εξορία, αλλά μάλλον να προσφέρει σπονδές στους θεούς. Αλλά ο μακάριος Κλήμης αγωνιζόταν και του ίδιου του δικαστή τη σκέψη να την οδηγήσει στην πίστη του Χριστού, και να αποδείξει ότι αυτός προτιμά μάλλον την εξορία, παρά ότι φοβάται. Τόσο μεγάλη λοιπόν χάρη του έδωσε ο Κύριος, ώστε να οδύρεται ο έπαρχος Μαρμετίνος και να λέει˙ Ο Θεός, τον οποίον εσύ λατρεύεις, να σε βοηθήσει σ’ αυτή την απόφαση της εξορίας. Και ετοίμασε πλοίο και, αφού έβαλε μέσα όλα τα αναγκαία, τον άφησε να φύγει. Γέμισε όμως το πλοίο, διότι και πολλοί ευσεβείς άνδρες από τον λαό τον ακολούθησαν.
20. Και όταν έφτασαν στον τόπο της εξορίας, στον τόπο της λατόμησης των μαρμάρων, βρήκε εκεί άλλους δύο χιλιάδες Χριστιανούς, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί με μακροχρόνια απόφαση. Αυτοί, βλέποντας τον άγιο και περίφημο επίσκοπο Κλήμη, όλοι μαζί πλησιάζοντας με στεναγμούς και κλάμματα, έλεγαν˙ Προσευχήσου για μας, άγιε ιεράρχη, ώστε να αποδειχθούμε άξιοι της υποσχέσεως του Χριστού. Γνωρίζοντας ο άγιος Κλήμης ότι αυτοί έχουν εξορισθεί για χάρη του Θεού, είπε˙ Δεν με έστειλε εδώ ο Κύριος τυχαία, αλλά για να συμμεριστώ τα παθήματά σας και να σας δώσω υπόδειγμα παρηγοριάς και υπομονής.
21. Έμαθε τότε από αυτούς ότι το νερό το έφερναν από έξι μίλια μακριά πάνω στους ώμους τους. Αμέσως λοιπόν ο άγιος Κλήμης τους προέτρεψε λέγοντας˙ Ας προσευχηθούμε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό ν’ ανοίξει για χάρη των ομολογητών της πίστεώς του πηγή νερού˙ και αυτός που χτύπησε τον βράχο στην έρημο του Σινά και ξεπήδησαν άφθονα νερά,1 ο ίδιος να μας δώσει άφθονο νερό, για να ευφρανθούμε με τη δική του παροχή. Και όταν συμπληρώθηκε η προσευχή, κοίταξε απ’ εδώ και από εκεί, και είδε ένα αρνί να στέκεται, το οποίο είχε σηκωμένο το δεξιό πόδι του, σαν να έδειχνε τον τόπο στον άγιο Κλήμη. Τότε ο άγιος Κλήμης, καταλαβαίνοντας ότι είναι ο Κύριος, τον οποίον μόνο αυτός έβλεπε και κανένας άλλος καθόλου, πήγε στον τόπο εκείνο και είπε˙ Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος χτυπήστε στον τόπο αυτόν. Και επειδή όλοι έσκαβαν με τη σκαπάνη γύρω – γύρω, και όχι τον τόπο τον ίδιο όπου είχε σταθεί το αρνί, παίρνοντας ο άγιος μικρό σκαλιστήρι, με ένα ελαφρό χτύπημα χτύπησε τον τόπο που ήταν κάτω από το
πόδι του αρνιού, και αμέσως φανερώθηκε πηγή καθαρότατη με φλέβες που ξεχείλιζαν, η οποία πηγή ξεπήδησε ορμητικά και σχημάτισε ποτάμι. Τότε ο άγιος, ενώ όλοι χαίρονταν, είπε χαμηλόφωνα˙ «τα ρεύματα του ποταμού ευφραίνουν την πόλη του Θεού».2
22. Από τη φήμη αυτή έτρεξε ολόκληρη η επαρχία και όλοι όσοι ήρθαν στη διδασκαλία του αγίου Κλήμη επέστρεφαν στον Κύριο, ώστε κάθε μέρα πεντακόσιοι και περισσότεροι έφευγαν βαπτισμένοι. Μέσα σε ένα χρόνο χτίστηκαν εκεί από τους πιστούς εβδομήντα πέντε εκκλησίες, και όλα τα είδωλα θρυμματίστηκαν και οι ναοί των περιχώρων γκρεμίστηκαν. Όλα τα άλση σε έκταση τριακοσίων μιλίων που ήταν εκεί γύρω κόπηκαν και στρώθηκαν καταγής.
23. Τότε φθονερή φήμη έφτασε στον βασιλιά Τραϊανό, ότι εκεί το πλήθος των Χριστιανών έγινε αναρίθμητο˙ έτσι στάλθηκε ο ηγεμόνας Αυφιδιανός, ο οποίος, αφού σκότωσε πάρα πολλούς Χριστιανούς με διάφορα βασανιστήρια, βλέποντας ότι όλοι πήγαιναν στο μαρτύριο με χαρά, άφησε ελεύθερο το πλήθος και πίεζε μόνο τον άγιο Κλήμη να θυσιάσει, αλλά βλέποντάς τον να είναι τόσο πολύ σταθερός στον Κύριο και να μη μπορεί καθόλου να μετακινηθεί, λέει τους δικούς του˙ Να οδηγηθεί στη μέση της θάλασσας και αφού δέσετε στον αυχένα του άγκυρα, να κατέβει κάτω, για να μη μπορούν οι Χριστιανοί να τον σέβονται ως Θεό.
24. Όταν έγινε αυτό όλο το πλήθος των Χριστιανών στεκόταν στην παραλία και έκλαιε. Μπροστά τότε σ’ αυτά είπαν οι μαθητές του Κορνήλιος και Φοίβος. Ας προσευχηθούμε όλοι μαζί να μας φανερώσει ο Κύριος τα λείψανα του μάρτυρά του. Και ενώ ο λαός προσευχόταν, υποχώρησε η θάλασσα μέσα στον κόλπο της σχεδόν τρία μίλια, και ο λαός μπήκε περπατώντας σε στεριά και βρήκε μαρμάρινο κτίσμα σε σχήμα ναού που είχε ο Θεός ρυθμίσει, και εκεί, μέσα σε πέτρινη σορό, τοποθετήθηκε το σώμα του μαθητού του Πέτρου αγίου Κλήμη, ώστε η άγκυρα με την οποία ρίχτηκε στο βυθό να βρίσκεται κοντά του.
25. Έγινε λοιπόν γνωστό, μέσω αποκάλυψης, στους μαθητές του, να μη τον πάρουν˙ τους αποκαλύφθηκε επίσης και τούτο˙ ότι κάθε χρόνο, την ημέρα του μαρτυρίου του, θα υποχωρεί η θάλασσα επί εφτά μέρες, επιτρέποντας την πορεία μέσω ξηράς σ’ αυτούς που προσέρχονται, πράγμα που ευδόκησε ο Κύριος να γίνεται μέχρι σήμερα, για να υμνείται το όνομά του. Όταν έγινε αυτό, όλα τα γύρω έθνη πίστεψαν στον Χριστό. Εκεί δεν υπάρχει κανένας ειδωλολάτρης, κανένας Εβραίος, τελείως κανένας αιρετικός. Και γίνονται εκεί πάρα πολλές ευεργεσίες˙ τυφλοί βρίσκουν το φως τους στη γιορτή του, δαίμονες εκδιώκονται, όλοι οι άρρωστοι θεραπεύονται, παραμένοντας η φήμη του για πάντα, δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μέσω του οποίου και μαζί με αυτόν η δόξα ανήκει στον Θεό και Πατέρα, μαζί με το πανάγιο, άχραντο και ζωοποιό Πνεύμα του, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
19. Και οπότε τω του Τραϊανού κελεύσματι επεκυρώθη, συνεσκέπτετο ο Μαμερτίνος, όπως ο Κλήμης εκούσιον υπερορίαν μη αιτήσηται, αλλά μάλλον ηγωνίζετο και αυτού του δικαστού τον λογισμόν εις την πίστιν του Χριστού μεταγαγείν και εαυτόν αποδείξαι προαιρείσθαι μάλλον την υπερορίαν, ή δεδίττεσθαι. Τοσαύτην τοίνυν ο Κύριος χάριν τω Κλήμεντι παρέσχετο, ώστε κατοδύρεσθαι Μαμερτίνον τον έπαρχον και λέγειν˙ Ο Θεός, ω συ ειλικρινώς λατρεύεις, αυτός σοι βοηθήσει εν ταύτη γραφή της υπερορίας˙ και ηφώρισε ναύν και πάντα τα αναγκαία επιβαλών, απέλυσεν. Εφορτώθη δε η ναύς, ου μην, αλλά και εκ του λαού ευλαβείς άνδρες και πολλοί ηκολούθησαν αυτώ.
20. Ηνίκα κατέλαβον τον τόπον της υπερορίας εν τη εργασία της των μαρμάρων λατομίας, περαιτέρω δύο χιλιάδων Χριστιανούς αυτόθι κατέλαβε, μακροχρονίω γραφή καταδικασθέντας. Οίτινες, εωρακότες τον άγιον και αοίδιμον Κλήμεντα επίσκοπον, άπαντες ομοθυμαδόν εις στεναγμόν και οδυρμόν προσελθόντες έλεγον˙ Εύξαι υπέρ ημών, όσιε ιεράρχα, ίνα άξιοι αποδειχθώμεν της παρά του Χριστού επαγγελίας. Ους εγνωκώς ο άγιος Κλήμης δια του Θεού υπερορισθέντας, έφη˙ Ουκ απροσφόρως ο Κύριός με ενταύθα αποκατέστησεν, ίνα, συμμέτοχος γενόμενος των παθημάτων υμών, έτι παρηγορίας υποτύπωσιν και υπομονής εμπαρέξω.
21. Έμαθε δε παρ’ αυτών, ότι από εξ μιλίων το ύδωρ επί των ιδίων ώμων εκόμιζον. Αυτίκα ουν ο άγιος Κλήμης προετρέψατο αυτούς λέγων˙ Ευξώμεθα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ίνα τοις ομολογηταίς της αυτού πίστεως νομήν ύδατος διανοίξη˙ και ο πατάξας την πέτραν εν τη ερήμω του Σινά και ερρύησαν ύδατα εις πλησμονή, αυτός ημίν το άφθονον νάμα παράσχοι, όπως τη αυτού χορηγία ευφρανθώμεν. Και δη της ικεσίας πληρωθείσης, ένθεν κακείθεν περιεβλέψατο και είδεν αμνόν ιστάμενον, ος τον δεξιόν πόδα εκούφισεν, οία τον τόπον τω αγίω Κλήμεντι υποδεικνύς. Τότε ο άγιος Κλήμης, συννοήσας τον Κύριον είναι, ον μόνος αυτός τεθέατο και έτερος παντελώς ουδείς, επορεύθη προς τον τόπον και είπεν˙ Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος κρούσατε εν τω τόπω τούτω. Και επειδή πάντες εν κύκλω τοις σκαπανίοις έσκαψαν και ουκ αυτόν τον τόπον εν ω ο αμνός έστη, λαβών μικρόν σκαλίδιον ο άγιος, ελαφρώ κρούσματι τον τόπον τον υπό τον πόδα του αμνού έτυψεν˙ όθεν παραχρήμα πηγή υπερβλυούσαις ταις φλεψίν ευτρεπεστάτη
ανεφάνη, ήτις, συν ορμή εκχυθείσα, ποταμόν απετέλεσε. Τηνικαύτα ο άγιος πάντων αγαλλιωμένων, υπακουστικόν είπε˙ «του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού».
22. Δια ταύτην ουν την φήμην προσέδραμε πάσα η επαρχία και οι εληλυθότες άπαντες προς την διδαχήν του αγίου Κλήμεντος επιστρέφοντες προς τον Κύριον, ώστε καθ’ ημέραν πεντακόσιοι και περαιτέρω βαπτιζόμενοι ανεχώρουν. Εντός δε ενός έτους γεγόνασιν εκείσε παρά των πιστών εβδομήκοντα πέντε εκκλησίαι και πάντα τα είδωλα κατεθρύβησαν, πάντες οι ναοί της περιχώρου καθηρέθησαν, πάντα τα άλση επί τριάκοντα μίλια διόλου εν κύκλω κατεκόπησαν και κατεστρώθησαν.
23. Τηνηκαύτα επίφθονον διήγημα διέδραμε προς τον βασιλέα Τραϊανόν, ως αυτόθι προς αναρίθμητον πλήθος ο των Χριστιανών επηυξήθη λαός, και απεστάλη Αυφιδιανός ο ηγεμών, όστις πλείστους των Χριστιανών διαφόροις βασάνοις ανελών, ορών τε τους πάντες τω μαρτυρίω μετά χαράς προσερχομένους, παρεχώρησε τω πλήθει, μόνον τον άγιον Κλήμεντα επί το θύειν βιαζόμενος. Και βλέπων ούτως ιδρυμένον εν Κυρίω και το καθόλου μετατεθήναι ουχ οίόν τε, λέγει τοις ιδίοις˙ Απαχθήτω δε εις μέσον την θάλασσαν και δεσμήσατε προς τον αυχένα αυτού άγκυραν και κάτω κείσθω, όπως μη δυνηθείεν οι Χριστιανοί αντί θεού αυτόν σέβεσθαι.
24. Τούτου ουν γενομένου άπαν το πλήθος των Χριστιανών εν τω αιγιαλώ παρέστη και ωδύρετο. Και επί τούτοις είπον Κορνήλιος και Φοίβος οι μαθηταί αυτού˙ Πάντες ομοθυμαδόν ευξώμεθα, ίνα δείξη ημίν ο Κύριος του μάρτυρος αυτού τα λείψανα. Ευχομένων τοίνυν του λαού υπεχώρισεν η θάλασσα εις τον ίδιον κόλπον επί τρία σχεδόν μίλια και εισελθόντες δια ξηράς οι λαοί εύρον εν σχήματι ναού μαρμαρίνου οίκημα παρά του Θεού ευτρεπισμένον και αυτόθι εν σορώ λυθίνη ετέθη το σώμα του αγίου Κλήμεντος μαθητού Πέτρου του αποστόλου, ώστε την άγκυραν μεθ’ ης κατεβλήθη πλησίον αυτού κείσθαι.
25. Απεκαλύφθη τοιγαρούν τοις μαθηταίς αυτού του μη λαβείν αυτόν οις και τούτο εχρηματίσθη, ότι εκάστω χρόνω εν τη ημέρα της αθλήσεως αυτού υποχωρήσει, όπερ εις αίνον του ονόματος αυτού ευδόκησεν ο Κύριος γενέσθαι μέχρι της σήμερον ημέρας. Τούτου δε γεγονότος, πάντα τα κυκλώθεν έθνη επίστευσαν τω Χριστώ, ένθα ουδείς Έλλην, ουδείς Εβραίος, ουδείς το παράπαν ευρίσκεται αιρετικός. Και γίνονται εκείσε πλείσται ευεργεσίαι, τυφλοί φωτίζονται εν τη εορτή αυτού, δαίμονες απελαύνονται, πάντες οι νοσούντες θεραπεύονται και διαμένει αυτού ο έπαινος εις αεί, δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου και μεθ’ ου τω Θεώ και Πατρί η δόξα συν τω παναγίω, αχράντω και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Υποσημειώσεις.
1. Έξ. 17, Ιε’.
2. Ψαλμ. 45, 5
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Μαρτύριο του αγίου Κλήμη, Πάπα της Ρώμης (Εισαγωγή, Κεφ. 1-12).