Απομάκρυνση από τη Σμύρνη του Αγίου Χρυσοστόμου (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

«…να προτιμήση (το Πατριαρχείον) να μ’ αφήση να εκδιωχθώ δια της βίας και της λόγχης και τότε και εγώ θα είμαι ήσυχος διωκόμενος όπου είνε το θέλημα του Θεού».
Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος προς Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε’

Η δράση του Χρυσοστόμου υπέρ των διωκόμενων χριστιανών της Μικράς Ασίας αρχίζει να μπαίνει στο στόχαστρο των τουρκικών αρχών. Όπως ελέχθη, από την έναρξη των ανθελληνικών διωγμών η μητρόπολη Σμύρνης εξέδιδε ένα ημερήσιο δελτίο, στο οποίο καταγράφονταν τα έκτροπα των ληστρικών συμμοριών εναντίον των Ελλήνων. Το καθημερινό αυτό δελτίο, το οποίο συνέτασσε ο ίδιος ο Χρυσόστομος, αναφερόταν σε συγκεκριμένα πρόσωπα – θύματα και τόπους διαμονής, ανέλυε τα περιστατικά που είχαν λάβει χώρα και τις περισσότερες φορές δημοσίευε ονόματα Τούρκων αξιωματούχων οι οποίοι πρωτοστατούσαν στις ενέργειες για τη βίαιη απομάκρυνση των Ελλήνων από τα μέρη όπου ζούσαν μέχρι τότε.

Ταυτόχρονα, ο ιεράρχης κοινοποιούσε το εν λόγω ημερήσιο δελτίο των τουρκικών ωμοτήτων στις ελληνικές εφημερίδες της Σμύρνης και, μεταφρασμένο στα γαλλικά, το προωθούσε στα Γενικά προξενεία της πόλης, ενώ σχεδόν καθημερινά έστελνε μακροσκελείς επιστολές στο πατριαρχείο. Στόχος του αγίου ήταν η ενημέρωση για το πραγματικό μέγεθος της καταστροφής που είχε συντελεσθεί στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά και η διεθνοποίηση των ανθελληνικών διωγμών πέρα από τις καθαρά εμπλεκόμενες δυνάμεις στην περιοχή.

Στην αρχή των διωγμών, ακολουθώντας ο Χρυσόστομος τις υποδείξεις των κυβερνητικών παραγόντων και του πατριαρχείου για αυτοσυγκράτηση και παραμονή των Ελλήνων στους τόπους από τους οποίους είχαν απομακρυνθεί, ζητούσε από τους πρόσφυγες να μην εγκαταλείπουν τις περιοχές τους, καθώς η εκτεταμένη μετανάστευση και ο εκπατρισμός έπλητταν κυρίως τα συμφέροντα των ίδιων των Ελλήνων στα μέρη όπου είχαν για αιώνες την πληθυσμιακή, εμπορική και οικονομική υπεροχή.

Ωστόσο, αντιλαμβανόμενος ο άγιος ότι οι διωγμοί των χριστιανών δεν επρόκειτο να λάβουν γρήγορα ένα τέλος και διαπιστώνοντας ότι το σχέδιο εκτέλεσης αυτών είχε βαθιές ρίζες στον τουρκικό κρατικό μηχανισμό με στόχο την πλήρη εξόντωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, αποφασίζει να δράσει διαφορετικά. Καλεί τους μητροπολίτες του εσωτερικού και τις κατά τόπους ελληνικές αρχές να προτρέπουν τους Έλληνες που δέχονταν τις δολοφονικές επιθέσεις των ένοπλων ατάκτων να κατευθύνονται προς τη Σμύρνη. Ο ιεράρχης επεδίωκε να μετακινηθεί ο χριστιανικός πληθυσμός στην ιωνική πρωτεύουσα, διότι με αυτόν τον τρόπο θα προστατευόταν από βέβαια θάνατο και, επιπλέον, η παρουσία χιλιάδων προσφύγων στην πόλη, υπό τα όμματα των εκπροσώπων των Ξένων Δυνάμεων, θα αποτελούσε το καλύτερο μέσο πίεσης προς την τουρκική κυβέρνηση για τον τερματισμό της βίας και της τρομοκρατίας.

Από την άλλη, οι τουρκικές αρχές απαγόρευαν τη μετακίνηση των προσφύγων στη Σμύρνη, καθώς η ολοένα και πιο μεγάλη συγκέντρωσή τους εκεί αφ’ ενός δημιουργούσε ένα μεταναστευτικό πρόβλημα στην πόλη, αφ’ ετέρου τις εξέθετε στα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας. Έτσι, ενώ συντόνιζαν τα κακουργήματα εναντίον των Ελλήνων, ταυτόχρονα, τους ανάγκαζαν να επιστρέφουν στους αφιλόξενους τόπους διαμονής τους.

Στις 5 Ιουλίου 1914 η υψηλή πύλη δια του υπουργού δικαιοσύνης και θρησκευμάτων Ιμπραήμ μπέη, απέστειλε στο πατριαρχείο υπουργικό Τεζκερέ, με τον οποίο ζητούσε από το Φανάρι την παύση του Χρυσόστομου και την άμεση ανάκλησή του από τη Σμύρνη. Ο ιεράρχης κατηγορείτο ότι ήταν ο αίτιος της μετανάστευσης στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και, επιπλέον, ότι εμπόδιζε «την αρμονικήν συμβίωσιν και συνεννόησιν των δύο στοιχείων, του Τουρκικού και του Ελληνικού».1

Δύο μέρες αργότερα ο νομάρχης της Σμύρνης ζήτησε από τον Χρυσόστομο να σταματήσει να εκδίδει το ημερήσιο δελτίο, για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ελληνικοί πληθυσμοί. Τον κάλεσε δε να αναφέρει απευθείας σε αυτόν τα παράπονα των χριστιανών, με την υπόσχεση ότι θα ενεργούσε ο ίδιος για τη διευθέτησή τους. Ταυτόχρονα, απαγόρευσε στον Χρυσόστομο να κοινοποιεί στον τύπο και τις προξενικές αρχές τα διαλαμβανόμενα αδικήματα, λέγοντας πως η αποκατάσταση της τάξης ήταν έργο της κυβέρνησης και όχι του μητροπολίτη Σμύρνης. Στην ίδια κατεύθυνση, ο Ραχμή μπέης κάλεσε τους εκδότες όλων των ελληνικών εφημερίδων της Σμύρνης και τους ζήτησε «επί ποινή παύσεως» να μην γράφουν τίποτα από αυτά που τους διαβίβαζε η μητρόπολη Σμύρνης σχετικά με τα όσα συνέβαιναν εις βάρος των χριστιανών.

Ο Χρυσόστομος αρνείται να συμμορφωθεί με τις εντολές του Ραχμή μπέη, διακηρύσσοντας προς κάθε κατεύθυνση πως «ου δυνάμεθα α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν» (Πράξ. 4, 20).2 Στις απειλές και τις απαιτήσεις του Τούρκου αξιωματούχου ο ιεράρχης υψώνει το ανάστημά του και απαντά πως δεν είχε καμία υποχρέωση να ζητά τη συγκατάθεση του νομάρχη τόσο για την επικοινωνία του με τους γενικούς πρόξενους όσο και για αυτά που κοινοποιούσε στις εφημερίδες της Σμύρνης.

Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα, αντιλαμβανόμενος ο Χρυσόστομος ότι μια σύγκρουσή του με τον πανίσχυρο Βαλή της Σμύρνης θα είχε ολέθριες συνέπειες για τους πολλαπλώς βαλλόμενους ελληνικούς πληθυσμούς, σταματά την έκδοση του καθημερινού δελτίου των τουρκικών κακουργημάτων και περιορίζεται στις αυτοπρόσωπες παραστάσεις και διαμαρτυρίες ενώπιον των αρχών, ενώ συνεχίζει να αποστέλλει στο πατριαρχείο επιστολές υπέρ «των εν αδικωτάτω και σκληροτάτω διωγμώ ευρισκομένων χριστιανών».3

Ένα γεγονός που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τη θέση των Ελλήνων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και την παρουσία του Χρυσοστόμου στον μητροπολιτικό θρόνο της Σμύρνης ήταν η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Τουρκία, η οποία είχε αναλάβει αμοιβαίες δεσμεύσεις με τη Γερμανία σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, επρόκειτο το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να σκληρύνει τη στάση της απέναντι στους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς, εφαρμόζοντας πρωτοφανείς μεθόδους εξόντωσης των Ελλήνων, των Ποντίων και των Αρμενίων υπηκόων της.

Μέσα σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας και φόβου, ο Χρυσόστομος πληροφορήθηκε δια στόματος Ραχμή μπέη για ένα ακόμα αποτρόπαιο σχέδιο, το οποίο, όταν τελικά θα υλοποιείτο αρκετά χρόνια αργότερα, έμελλε να συγκλονίσει ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Το σχέδιο αυτό ήταν η καταστροφή της Σμύρνης σε περίπτωση που οιανδήποτε ξένη χώρα επιχειρούσε να πλήξει την πόλη.4

Διανύοντας στις αρχές Αυγούστου του 1914 τις πρώτες μέρες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κάθε ευρωπαϊκή χώρα είχε αρχίσει να τοποθετείται στο ένα από τα δύο συμμαχικά στρατόπεδα. Από τη μια πλευρά ήταν η «Εγκάρδια Συνεννόηση» ή «Αντάντ» η οποία αποτελούσε αρχικά τη συμμαχία Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας, και από την άλλη η συμμαχία των κεντρικών δυνάμεων, στην οποία πρωτοστατούσε η Γερμανία και η Αυστρία. Η Τουρκία, η οποία είχε από το προηγούμενο έτος στρατιωτική συνεργασία με τη Γερμανία, είχε εκδηλώσει από νωρίς την πρόθεσή της να ταχθεί με τη συμμαχία των κεντρικών αυτοκρατοριών. Η Τουρκία, επίσης, δεν έκρυβε την ανησυχία της πως η παγκόσμια σύρραξη που μόλις είχε ξεσπάσει θα ενέπλεκε σύντομα και τις δυνάμεις στην περιοχή και ιδιαίτερα την Ελλάδα, η δύναμη της οποίας ήταν τότε αρκετά υπολογίσιμη μετά τον θρίαμβο των βαλκανικών πολέμων.

Η Σμύρνη, αν και βρισκόταν σε τουρκικό έδαφος, θεωρείτο μια ευρωπαϊκή πόλη στην οποία υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο, ενώ η αστική ζωή και οι υποδομές της την κατέτασσαν ανάμεσα στις πιο λαμπρές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου. Επιπλέον, η Σμύρνη φιλοξενούσε τα γενικά προξενεία Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, Ιταλίας, Ηνωμένων Πολιτειών και Ελλάδας, των οποίων οι κυβερνήσεις δεν επιθυμούσαν τότε τη συμμαχία με την Τουρκία. Ο φόβος της Τουρκίας ήταν πως η Ελλάδα, παρά την αρχική ουδετερότητα, επρόκειτο τελικά να διεκδικήσει τη Σμύρνη και ένα τμήμα των μικρασιατικών ακτών. Επίσης, το 1914 ήταν ακόμα νωπές οι μνήμες από την απώλεια των ευρωπαϊκών εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ήπειρο και τη Μακεδονία, ενώ δύσκολα οι Τούρκοι είχαν αποδεχθεί την αναίμακτη σχεδόν παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες.

Πληροφορούμενος ο Χρυσόστομος τα σχέδια για την καταστροφή της Σμύρνης και τη σφαγή των Χριστιανών κατοίκων της, προσπάθησε να πείσει τον Ραχμή μπέη πως η ελληνορθόδοξη κοινότητα της πόλης ουδέποτε θα κινείτο κατά της τουρκικής διοίκησης, καθώς η ενέργεια αυτή θα έπληττε πρώτα τα συμφέροντα των Ελλήνων και την παρουσία τους στην περιοχή. Σχετικά με τον κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε το μουσουλμανικό στοιχείο σε περίπτωση επίθεσης από ξένο παράγοντα, ο μητροπολίτης διαβεβαίωσε τον νομάρχη πως, ως επικεφαλής των θρησκευτικών αρχηγών της Σμύρνης, θα ήταν στη διάθεση των αρχών για την προστασία των αδελφών μουσουλμάνων.

Θα πρέπει να σημειωθεί πως το σχέδιο που εκπονήθηκε το 1914 για την πυρπόληση της Σμύρνης δεν ήταν μια προσωπική επιλογή του Βαλή ούτε μια απειλή προς τον κύριο εκπρόσωπο των Ελληνορθόδοξων στην ιωνική πρωτεύουσα. Όσα ανακοίνωσε ο Ραχμή μπέης στον Χρυσόστομο τα ίδια και με μεγαλύτερο κυνισμό ανέφερε στους Γενικούς προξένους της Σμύρνης, όταν οι τελευταίοι επισκέφθηκαν τον τούρκο αξιωματούχο για να επιβεβαιώσουν τις φήμες για την καταστροφή της πόλης.5 Σε δημόσια δήλωσή του, είχε πει τότε ο νομάρχης:

«Άμα τη πρώτη εχθρική ενεργεία κατά της Σμύρνης, θα ηγηθώ του στρατού και του λαού και θα πυρπολήσω την Σμύρνην. Δεν πρέπει να γίνη ό,τι με την Θεσσαλονίκην, ήτις παρεδόθη ανέπαφος εις τους Έλληνας. Η καταστροφή θα είνε πλήρης».6

Τελικά, σύντομα αποδείχθηκε πως οι απειλές του Βαλή ήταν αποτέλεσμα ενός προμελετημένου σχεδίου, το οποίο είχε καταστρωθεί στην Κωνσταντινούπολη σε μυστική συνεδρίαση του νεοτουρκικού κομιτάτου. Στη συνάντηση αυτή, στην οποία συμμετείχε και ο Ραχμή μπέης, αποφασίστηκε η ολοκληρωτική καταστροφή της Σμύρνης, σε περίπτωση που ο εχθρός έπληττε έστω και μόνο το εξωτερικό φρούριο της πόλης.7

Υποσημειώσεις.

1. Το αρχείον, τ. Β’, σσ’. 211-212
2. Ό. π., σ’. 223
3. Ό. π., σ’. 256
4. Ό. π., σσ’. 278-279
5. Ό. π., σσ’. 282-283
6. Έθνος, αριθ. 296/21.8.1914, σ’. 4
7. Το αρχείον τ. Β’, σ. 283

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.