144. Εγώ όμως ο Κλήμης, μαζί με τους αδελφούς μου, έμεινα ακόμα κοντά στον δάσκαλο Πέτρο, ο οποίος εξακολουθούσε να κηρύττει και να θεραπεύει πολλούς από διάφορες αρρώστιες και πάθη. Όταν εκείνος αλλάζοντας τις πόλεις έφθασε και στη Ρώμη, και κήρυξε σ’ εκείνους που προσήρχοντο τον λόγο της ευσέβειας και οδήγησε πολλούς στην παράταξη του Χριστού με το βάπτισμα, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και τις πιο διάσημες από τις ευγενείς γυναίκες, και εκείνες που ονόμαζαν ματρώνες,1 μέσα σε λίγο χρόνο παρά λίγο να τις πείσει να προσέλθουν στο άγιο βάπτισμα και να πιστέψουν στον Θεό.
145. Επρόκειτο όμως και αυτός να εγκαταλείψει πια τη ζωή και να αποδημήσει προς τον δάσκαλο Χριστό, αφού έτρεξε τον δρόμο του Ευαγγελίου μέχρι το τέλος.2 Επειδή όμως του ήταν γνωστό ότι και αυτός πρόκειται να καταδικαστεί σε σταυρικό θάνατο, για να μοιάζει τον δάσκαλο και στο πάθος και στη δόξα, μια μέρα ενώ ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι αδελφοί, με πήρε από το χέρι και αφού στάθηκε στη μέση της εκκλησίας είπε˙ Ακούστε με, παιδιά και αδελφοί μου˙ το τέλος του δικού μου δρόμου είναι κοντά˙ διότι αυτό μου έχει ήδη γίνει γνωστό. Αυτόν λοιπόν εδώ τον Κλήμεντα τον χειροτονώ σήμερα επίσκοπό σας, στον οποίο εμπιστεύθηκα και το βήμα των δικών μου λόγων, επειδή από την αρχή μέχρι και τώρα με συνόδεψε, και έτσι άκουσε όλες μου τις ομιλίες, ο οποίος, αφού πήρε μέρος σε όλες μου τις δοκιμασίες, βρέθηκε σταθερός στην πίστη. Αυτόν εγώ τον γνωρίζω πιο καλά από όλους, ότι είναι θεοσεβής και φιλάνθρωπος, αγνός και συνετός, αγαθός, δίκαιος, υπομονετικός και γνωρίζει να υπομένει γενναία τις αχαριστίες κάποιων κατηχουμένων.
Γι’ αυτό παραδίνω σ’ αυτόν την εξουσία να δένει και να λύνει.3 Διότι θα δέσει αυτό που πρέπει να δεθεί και θα λύσει οπωσδήποτε αυτό που πρέπει να λυθεί, επειδή γνωρίζει πολύ καλά τον κανόνα της Εκκλησίας. Να τον ακούτε λοιπόν γνωρίζοντας ότι εκείνος που κάνει τον προκαθήμενο της αλήθειας να λυπάται, αμαρτάνει στον Χριστό και εξοργίζει τον Πατέρα των όλων Θεό,4 και εξαιτίας αυτού δεν θα ζήσει. Αλλά και τον ίδιο τον προκαθήμενο πρέπει να τον θεωρείτε σαν γιατρό, και όχι σαν θυμωμένο άγριο θηρίο.
146. Ενώ εκείνος έλεγε αυτά, εγώ ο Κλήμης πέφτοντας στη γη παρακαλούσα τον δάσκαλο πολύ, παραιτούμενος μάλιστα και από τον θρόνο.
Αλλά ο θείος απόστολος αφού είπε, Μη μου το ζητάς αυτό, διότι αυτά που θέλει ο Θεός, ποιός άνθρωπος είναι ικανός να τα ματαιώσει, στρεφόμενος τότε προς το πλήθος είπε˙ Και σεις, αγαπητοί αδελφοί, να μη παραλείπετε να το αποδίδετε ως πατέρα σας την τιμή και πειθαρχία που οφείλετε για πάντα στον πατέρα σας˙ διότι έτσι και εσείς θα ποιμαίνεσθε καλά και αυτός θα είναι ποιμένας και όχι μισθωτός, φροντίζοντας το ποίμνιο.5 Και να γνωρίζετε ότι εκείνος που στενοχωρεί τον ποιμένα και δάσκαλο στα θέματα του Θεού, στενοχωρεί το πνεύμα του Θεού, το οποίο το θρόνο και τη θέση αυτός κατέχει, και εκείνος που παραβαίνει τα λόγια του, παραβαίνει τον Χριστό και γίνεται παραβάτης του νόμου. Προπαντός όμως η πίστη σας να είναι υγιής και σταθερή και να μη ταλαντεύεται με τίποτε. Έπειτα και η ζωή σας να είναι καθαρή, ή να καθαρίζεται, και προηγουμένως να φροντίζετε για τον αγιασμό του σώματός σας, γιατί κανένας δεν μπορεί να δει τον Κύριο χωρίς αυτόν. Να φροντίζετε να είστε ειρηνικοί και ήρεμοι μεταξύ σας με κάθε τρόπο.
Εάν όμως συμβεί καμμιά φορά σκάνδαλο μεταξύ σας, να μη σας βρίσκει η δύση του ηλίου στην κατάσταση αυτή.6 Να αποφεύγετε να κρίνετε τον πλησίον σας,7 διότι αυτό είναι φαρισαϊκό και ένοχο καταδίκης. «Να μη λησμονείτε τη φιλοξενία και την ελεημοσύνη»,8 διότι αυτό είναι εντολή του πρώτου δασκάλου και Σωτήρα Θεού. Σ’ εκείνους που φταίνε να τους συγχωρείτε τις αμαρτίες˙ διότι έτσι και σεις θα λέτε ακατάπαυστα το˙ «συγχώρησέ μας τα αμαρτήματά μας».9 Ζύγια, μέτρα και σταθμά, να μην είναι κανένα άδικο.10 Διότι έτσι θα γίνει πόλη ευνομούμενη η καθολική Εκκλησία του Θεού. Όσοι έχουν κάποιες διαφορές μεταξύ τους, να κρίνονται από τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, και σκεπτόμενοι το καλό να συμβιβάζονται, και να μην σύρετε τους αδελφούς στα δικαστήρια˙ γιατί το να κρίνονται από τους έξω της Εκκλησίας ανήκει στους άπιστους. Αφού ακόμα και «αγγέλους θα κρίνουμε», 11 όπως έχει γραφεί. Σε όλα και πριν από όλα να προσέχετε έτσι τον ποιμένα, όπως εμένα τον Πέτρο, ο οποίος χειροτονήθηκε από τον Θεό ως δάσκαλός σας.
144. Εγώ μεν τοι Κλήμης μετά των αδελφών έτι παρά τω διδασκάλω Πέτρω μεμενηκώς, εχομένω τε του κηρύγματος και πολλούς εκ ποικίλων νόσων και παθών ιωμένω. Επεί τας πόλεις εκείνος αμείβων έφθασε και εις Ρώμην και τοις συνιούσι τον της ευσεβείας λόγον διήγγειλε και πολλούς τω μέρει Χριστού προσήγαγε δια του βαπτίσματος, άνδρας τε και γυναίκας, ως και των ευγενών γυναικών τας περιφανεστέρας και ας ο λόγος ματρώνας οίδε καλείν, εν ολίγω χρόνω μικρού δειν πάσας προσδραμείν πείσαι τω αγίω βαπτίσματι και πιστεύσαι Θεώ.
145. Έμελλε δε και αυτός ήδη τον βίον απολιπείν και προς τον διδάσκαλον επιδημήσαι Χριστόν, τον του Ευαγγελίου δρόμον τετελεκώς˙ επεί περ έγνωστο τούτω και ότι σταυρώ μέλλει και ούτος κατακριθήναι, ίνα τω διδασκάλω και πάθους κοινωνήση και δόξης, μια συνηθροισμένων των αδελφών πάντων, της χειρός μου λαβόμενος, στας εν μέση τη εκκλησία˙ Ακούσατέ μου, έφη, τέκνα και αδελφοί˙ του μεν εμού δρόμου το τέλος εγγύς˙ τούτο γαρ και ήδη μοι έγνωσται˙ Κλήμεντα δε τούτον επίσκοπον υμίν χειροτονώ σήμερον, ω και την εμήν των λόγων επίστευσα καθέδραν, ως απαρχής μοι και μέχρι νυν συνοδεύσαντα και ούτω πασών μου των ομιλιών επακούσαντα, ος εν πάσί μοι των πειρασμών κοινωνήσας, τη πίστει προσκαρτερών ευρέθη˙ ον εγώ ακριβέστατα πάντων οίδα θεοσεβή και φιλάνθρωπον, αγνόν τε και σώφρονα, αγαθόν, δίκαιον, μακρόθυμον, και γενναίως ειδότα φέρειν τας ενίων των κατηχουμένων αχαριστίας. Διο αυτώ μεταδίδωμι της εξουσίας του δεσμείν τε και λύειν.
Δήσει γαρ ο δει δεθήναι, και λύσει πάντως ο δει λυθήναι, ως τον της Εκκλησίας κανόνα καλώς ειδώς. Αυτού ουν ακούσατε, ειδότες ότι, ο τον αληθείας προκαθεζόμενον λυπών, εις Χριστόν αμαρτάνει και τον Πατέρα των όλων παροργίζει Θεόν, ου είνεκεν ου ζήσεται. Και αυτόν ουν δει τον προκαθεζόμενον, ιατρού τόπον επέχειν, ου θηρίου αλόγου θυμόν.
146. Ταύτα αυτού λέγοντος, εγώ Κλήμης πεσών επί γης πολύς ην του διδασκάλου δεόμενος και τον θρόνον ως μάλιστα παραιτούμενος.
Άλλ’ ο θείος απόστολος˙ Περί τούτου με μη αξίου, ειπών, α γαρ ο Θεός βούλεται, τις ικανός ανθρώπων διασκεδάσαι; Έτι προς το πλήθος ιδών˙ Και υμείς, έφη, αγαπητοί αδελφοί, την οφειλομένην ως πατρί τιμήν και ευπείθειαν δια παντός αποδιδόναι τω υμών πατρί μη ελλίποιτε˙ ούτω γαρ και υμείς ποιμαίνεσθαι καλώς έξετε και ποιμήν ούτος έσται και ου μισθωτός, του ποιμνίου επιμελούμενος. Έσεσθε γαρ ειδότες ως ο τον ποιμένα τε και διδάσκαλον εν τοις κατά Θεόν λυπών, το του Θεού Πνεύματος λυπεί, ου την καθέδραν ούτος και τον τόπον επέχει, και ο τους αυτού λόγους αθετών, Χριστόν αθετεί και παραβάτης νόμου ευρίσκεται. Προ πάντων δε τα της πίστεως υμίν υγιώς εχέτωσαν και βεβαίως, κινδύνω μηδενί σαλευόμενα˙ έπειτα και ο βίος υμών καθαρός έστω ή καθαιρέσθω, και προηγουμένως, ο του σώματος αγιασμός σπουδαζέσθω˙ ουδείς γαρ τούτου χωρίς, τον Κύριον όψεται. Το ειρηνικόν τε και ήμερον αλλήλους παντί τρόπω περιποιείσθω. Ει δε και συμβαίη ποτέ αλλήλων μεταξύ σκάνδαλον, μη επιδυέτω υμίν ο ήλιος ούτως έχουσι.
Του κρίνειν τον πλησίον ευλαβείσθε˙ φαρισαϊκόν γαρ τούτο και κρίσεως ένοχον. «Της φιλοξενίας και ευποιΐας μη επιλανθάνεσθε»˙ τούτο γαρ εντολή του πρώτου Διδασκάλου και Σωτήρος Θεού. Τοις πταίουσι συγχωρείτε τα αμαρτήματα˙ ούτω γαρ και αυτοί απαύστως ερείτε το, «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών». Ζυγά, μέτρα και σταθμά μηδέ εν άδικον έστω. Ούτω γαρ ευνομουμένη πόλις, η του Θεού έσται καθολική Εκκλησία. Οι πράγματά τινά μετ’ αλλήλων έχοντες επί των της Εκκλησίας πρεσβυτέρων κρινέσθωσαν και το καλόν νοούντες συμβιβαζέσθωσαν, και μη έλκετε εις δικαστήρια τους αδελφούς. Απίστων γαρ τούτο, τοις έξω κρίνεσθαι. Επεί και «αγγέλους κρινούμεν» γέγραπται.
Επί πάσι και προ πάντων ούτως εστέ τον ποιμένα ορώντες, ως εμέ Πέτρον, τον υπό Θεού προχειρισθέντα υμίν εις διδάσκαλον.
Υποσημειώσεις.
1. Ιδιοκτήτριες οίκο ανοχής.
2. Πρβλ. Β’ Τιμ. 4, 7
3. Πρβλ. Ματθ. 16, 19
4. Πρβλ. Λουκά 10, 16
5. Πρβλ. Ιω. 10, 12
6. Πρβλ. Εφ. 4, 26
7. Πρβλ. Ματθ. 7, 1
8. Εβρ. 13, 2
9. Ματθ. 6, 12
10. Πρβλ. Λευϊτ. 19, 35
11. Α. Κορ. 6,3
***
147. Αφού είπε αυτά και έβαλε τα χέρια του επάνω μου μπροστά σε όλους, με έβαλε να καθίσω στον θρόνο του, και αφού κάθισα, αμέσως μου είπε το εξής˙ Σου ζητώ μπροστά σε όλους τους αδελφούς που είναι μαζί μας παρόντες, όταν φύγω από την εδώ ζωή, όπως αποφάσισε η πρόνοια του Θεού, να γράψεις και να στείλεις στον κύριο Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου μου, περιληπτικά όλα, μέχρι και τους παιδικούς σου διαλογισμούς, και ότι από την αρχή μέχρι τώρα με συνόδεψες, ακούοντας τους λόγους μου που κήρυξε σε κάθε πόλη και στις πράξεις˙ έπειτα, προς το τέλος, να μη παραλείψεις να γράψεις και την αιτία του θανάτου μου, όπως είπα πριν. Διότι αυτό δεν θα τον λυπήσει, αφού γνωρίζει καλά ότι αυτό που έπρεπε οπωσδήποτε να πάθω το ανταπέδωσα με ευσέβεια. Και θα παρηγορηθεί πάρα πολύ όταν μάθει, ότι μετά από μένα τον θρόνο του δασκάλου κατέλαβε άνδρας που δεν είναι αμαθής, ούτε αγνοεί τους ζωοποιούς λόγους, αλλά γνωρίζει πολύ καλά τον κανόνα της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό εγώ, κύριέ μου Ιάκωβε, αφού ο δάσκαλος Πέτρος μου τα παρήγγειλε αυτά, δεν δίστασα να εκπληρώσω αυτό που με διέταξε και να σου τα κάνω γνωστά όλα περιληπτικά, επιγράφοντας το όλο θέμα˙ «Κλήμεντος, Επιτομή των περιοδειών και κηρυγμάτων του Πέτρου».
148. Αυτή λοιπόν είναι η γεμάτη από την ουράνια χάρη διήγηση των περιοδειών του κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου, η οποία περιλαμβάνει μαζί και περίληψη της διδασκαλίας του, και τον βίο του μεγάλου και θαυμάσιου Κλήμη, αποτυπώνοντας με τον λόγο, σαν σε ζωγραφικό πίνακα, όπως τα έκανε ο ίδιος γνωστά γράφοντας στο αδελφόθεο Ιάκωβο. Τον φλογερό λοιπόν έρωτά του προς τον Θεό και εκείνο τον μεγάλο ζήλο του για την ευσέβεια, είναι αρκετά όσα λέχθηκαν να τον φανερώσουν, αλλά θα τον φανερώσει πιο καθαρά από όλα και το μαρτυρικό τέλος του.
149. Καταλαμβάνοντας, τρίτος μετά τον Πέτρο, τον μεγάλο και ψηλό θρόνο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, τον οποίο δέχθηκε ως έπαθλο αρετής, ακολουθούσε κατά πόδας τον δάσκαλο, και παρουσίαζε αποστολική διδασκαλία και διέπρεπε στους ίδιους τρόπους, αρέσκοντας όχι μόνο στους Χριστιανούς, αλλά και στους Ιουδαίους και στους ίδιους τους εθνικούς, γενόμενος για όλους τα πάντα, για να τους κερδίσει έτσι όλους1 και να τους παρουσιάσει στον Χριστό και να τους συνδέσει με την ευσέβεια. Για να μη νομισθεί όμως ότι αυτά είναι απλή φήμη, θα πούμε και τις αιτίες. Οι Έλληνες λοιπόν τον τιμούσαν και τον πρόσεχαν ευχάριστα εκείνοι, επειδή χωρίς να τους κακολογήσει ούτε να τους αποφύγει, αλλά σαν ν’ απολογούνταν και παρουσιάζοντας από παντού μαρτυρίες από τα δικά τους βιβλία και τις γραφές, τους έδειχνε με σαφήνεια από πού προέρχονται αυτοί που έπραξαν και ποιο τέλος είχαν και πως κατέστρεψαν τη ζωή τους κατά τρόπο άθλιο.
Επίσης και ότι δεν έχει κλεισθεί γι’ αυτούς από τον Θεό ο δρόμος της μετάνοιας, ούτε αποκλείστηκαν για πάντα από τη σωτηρία, αλλά, εάν τους δει και μόνο να επιστρέφουν και να απομακρύνονται από την προηγούμενη καταστροφή και απάτη, θα τους συγχωρήσει φιλάνθρωπα και θα τους δεχθεί με καλωσύνη και θα ετοιμάσει τη βασιλεία των ουρανών και θα τους κάνει άξιους των απερίγραπτων αγαθών.
147. Ταύτα ειπών και επί πάντων μοι τας χείρας επιθείς, εις την αυτού με καθέδραν καθεσθήναι πεποίηκε, καθεσθέντι δε τούτό μοι ευθέως έφη˙ Αξιώ σε επί πάντων μου των συμπαρόντων αδελφών, οπηνίκα του ενταύθα μεταστώ βίου, ως η του Θεού κέκρικε πρόνοια, πάντα τω Κυρίω Ιακώβω τω αδελφώ του Κυρίου μου εν επιτομή αναγραψάμενον διαπέμψαι, μέχρι και των εκ παιδός σου λογισμών, και ως απ’ αρχής μέχρι νυν μοι συνώδευσας, επακούων των κατά πόλιν υπ’ εμού κηρυχθέντων λόγων τε και πράξεων˙ έπειτα προς τω τέλει και την του θανάτου μου πρόφασιν, ως προείπον, δηλώσαι μη παραλίπης. Ου γαρ αυτόν λυπήσει τούτο, ειδότα σαφώς ότι πάντως έδει με παθείν, ευσεβώς αποδέδωκα. Μεγίστης δε παραμυθίας τεύξεται μαθών, ότι μετ’ εμέ ουκ αμαθής ανήρ και ζωοποιούς αγνοών λόγους, Εκκλησίας δε κανόνα ειδώς μάλιστα, την του διδάσκοντος επιστεύθη καθέδραν.
Όθεν εγώ, κύριέ μου Ιάκωβε, του διδασκάλου Πέτρου ταύτά μοι επισκήψαντος, ουκ ώκνησα το κελευσθέν εκπληρώσαι και ως επιτομή σοι πάντα γνώριμα καταστήσαι, επιγράψας την υπόθεσιν ούτω˙ Κλήμεντος των Πέτρου επιδημιών και κηρυγμάτων επιτομή.
148. Αύτη μεν ουν η πλήρης της άνωθεν χάριτος, του κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου επιδημιών διήγησις, επίτομόν τε ομού διδασκαλίαν αυτού έχουσα και τον του μεγάλου και θαυμασίου Κλήμεντος, βίον, καθάπερ εν πίνακι τω λόγω διατυπούσα, ως αυτός ούτος Ιακώβω τω αδελφοθέω γράφων, εγνώρισε. Τον μεν τοι διάπυρον αυτού προς Θεόν έρωτα και τον πολύν εκείνον υπέρ της ευσεβείας ζήλον, ικανά μεν τα ρηθέντα δηλώσαι, δηλώσει δε μάλιστα πάντων σαφέστατα και αυτό το δια μαρτυρίου τέλος.
149. Τρίτος γαρ μετά Πέτρον τον μέγαν τον υψηλόν της Ρωμαίων Εκκλησίας θρόνον καθίσας και αρετής άθλον αυτόν δεξάμενος, είπετο κατ’ ίχνος τω διδασκάλω και αποστολικήν διδασκαλίαν και αυτός επεδείκνυτο και τοις ομοίοις διέλαμπε τρόποις, ου Χριστιανοίς μόνον ευαρεστών, αλλά δη και Ιουδαίοις και αυτοίς Έλλησι, και πάσι πάντα γινόμενος, ίνα τους πάντας και ούτω κερδάνη, και τω Χριστώ παραστήση και συνδήση τη ευσεβεία. Όπως δε μη ψιλή μόνον υπόληψις είναι δοκή τα παρόντα και τας αιτίας ερούμεν. Έλλησι μεν γαρ δια τούτο τιμώμενος ην και ηδέως αυτώ προσείχον εκείνοι, ότι μη λοιδορούμενος αυτοίς μηδέ αποστρεφόμενος, άλλ’ ώσπερ απολογούμενος και μαρτυρίας πάντοθεν παράγων από των παρ’ αυτοίς βιβλίων τε και γραφών, εδείκνυ σαφώς, όθεν τε οι υπ’ αυτών νομιζόμενοι θεοί ώρμηνται και όπου γεγέννηνται, α τε πράξειαν και εις οίον έλθομεν τέλος και όπως τον βίον αθλίως κατέστρεψαν.
Είτα και ως ουκ αποκέκλισται αυτοίς παρά του Θεού η της μετανοίας οδός, ουδέ πανατάπασι της σωτηρίας εξέπεσον, άλλ’ ει και μόνον επιστρέψαντος ίδοι και της προτέρας απωλείας και της απάτης αποσχομένους, και συγγνώσεται αυτοίς φιλανθρώπως και προσηνώς υποδείξεται και βασιλείαν ουρανών ετοιμάσει και αγαθών αξιώσει των απορρήτων.
Υποσημείωση.
1. Πρβλ. Α’ Κορ. 9, 20 έξ.
***
150. Στους Ιουδαίους πάλι φαινόταν ότι χαριζόταν από το ότι παρουσίαζε τους πατέρες τους ως φίλους του Θεού και ότι παρουσίαζε τον νόμο τους ως ιερόν και θεϊκόν και ότι ούτε αυτός θα παύσει να ισχύει, ούτε η συμπεριφορά τους θα αλλάξει, αλλά ότι η Παλαιστίνη θα είναι γι’ αυτούς διαρκής κλήρος τους, εάν φυσικά τηρήσουν και αυτοί αυτόν τον νόμο, ώστε να γίνει αυτός πατέρας τόσων απογόνων, σε σημείο που ο αριθμός τους να γίνει ίσος με τον αριθμό των άστρων και με το σπέρμα του να κληρονομήσουν όλα τα έθνη1 και αυτό που είπε στον Δαβίδ πάλι˙ «από τους απογόνους σου θα ανεβάσω διαδόχους στον θρόνο σου»,2 και επίσης μέσω του Ησαΐα, ότι, «η Παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει Υιό και θα τον ονομάσουν Εμμανουήλ».3 Εάν λοιπόν δεν τα παραβαίνουν αυτά, αλλά τα παραδέχονται με πίστη, δεν θα εκπέσουν από την αρχική πρόνοια του Θεού, αλλά τους διαβεβαίωνε ότι θα παραμείνει αναφαίρετη η Παλαιστίνη σ’ αυτούς.
Έτσι λοιπόν με πολλή δεξιότητα και φιλικότητα κέρδιζε τους Εθνικούς και τους Ιουδαίους, δείχνοντάς τους συγκαταβατικότητα και οδηγώντας τους με τρόπο ήρεμο προς την ευσέβεια.
151. Οι Χριστιανοί όμως είχαν και πολλά άλλα δείγματα της φροντίδας του άνδρα γι’ αυτούς. Ιδιαίτερα μάλιστα πόσο σπουδαίος ήταν στην αγαθοεργία, μαζεύοντας διαρκώς για χάρη των φτωχών σε αποθήκες ασφαλείς και πιο ισχυρές από εκείνους που τις επιβουλεύονται.4 Διότι, αφού έκανε απογραφή των φτωχών σε κάθε μέρος της πόλεως, τους χορηγούσε κάθε μέρα αυτά που είχαν ανάγκη˙ και όσοι πάλι δέχονταν το θείο βάπτισμα αυτούς τους απάλλασσε από τους δημόσιους φόρους και τους χορηγούσε πλήρη ατέλεια. Προέτρεπε και εκείνους που κάθε φορά έρχονταν σ’ αυτόν για το κήρυγμα και τη διδασκαλία, και μάλιστα όσους γνώριζε ότι έχουν περίσσιο πλούτο και μπορούσαν να δώσουν, εκείνους που καθαρίστηκαν μια για πάντα με το άγιο βάπτισμα, να μην ανέχονται να τους βλέπουν να τρέφονται δημοσίως από τους Ιουδαίους, λόγω απορίας, και να μολύνουν τη λαμπρή στολή του χαρίσματος με την βδελυρή επικοινωνία μαζί τους. Με αυτά τους έκανε τόσο πρόθυμους να δίνουν σ’ αυτούς που υπέφεραν όσα είχαν ανάγκη, ώστε να θεωρούν κέρδος μόνο αυτά, αυτά
που κατανάλωναν γι’ αυτούς.
152. Ενώ λοιπόν ο ιερός Κλήμης έτσι πολιτευόταν και με τον τρόπο αυτόν βρισκόταν μέσα στις ψυχές όλων, και είχε κρεμασμένους από την ψυχή και τη γλώσσα του όχι μόνο τους Χριστιανούς, αλλά και αυτούς ακόμα τους εθνικούς και Ιουδαίους, εμισείτο και εσυκοφαντείτο από εκείνον τον Σισίννιο (που ήταν φίλος του βασιλιά Νέρβα και τους περιβάλλοντός του), επειδή ο Σισίννιος υποπτευόταν ότι η γυναίκα του Θεοδώρα είχε ερωτευθεί τη διδασκαλία του, και παραμελούσε το σπίτι και τα παιδιά και τον άνδρα της και ήταν ολόκληρη αφοσιωμένη στον Κλήμη, συχνάζοντας συνέχεια σ’ αυτόν και αυτόν έχοντας διαρκώς πνευματικά μέσα στην ψυχή της. Η Θεοδώρα λοιπόν, που είχε γοητευθεί από τη σειρήνα της γλώσσας του Κλήμη και είχε πιστέψει στον Χριστό μέσω εκείνου, επιδιδόταν πιο θερμά στην ευσέβεια και έψαλλε διαρκώς και δεν απουσίαζε από τις λατρευτικές συνάξεις.
153. Ο Σισίννιος όμως ωθούμενος από την άδικη ζηλοτυπία του σχεδίαζε σκευωρία εναντίον της γυναίκας του και οπλιζόταν από το πάθος του μέρα με την μέρα. Και κάποτε βλέποντας την να πηγαίνει στη σύναξη μπήκε και αυτός μαζί με τους υπηρέτες του κρυφά στον ναό για να δει καλά και να μάθει αυτά που γίνονται μέσα σ’ αυτόν και για τα οποία πηγαίνει εκεί συνεχώς. Και όταν ο θαυμάσιος Κλήμης απήγγειλε την συνηθισμένη πριν από τους ιερούς ύμνους προσευχή ο Σισίννιος έγινε αμέσως τυφλός και κουφός, για να μη μπορεί ούτε να ακούει ούτε να βλέπει. Απευθυνόμενος τότε στους υπηρέτες είπε˙ Πάρτε με και οδηγήστε με στο σπίτι, διότι κάποιο μεγάλο κακό που έπεσε επάνω μου δεν με αφήνει ούτε να ακούω ούτε να βλέπω.
150. Ιουδαίοις δε πάλιν εντεύθεν εδόκει χαρίζεσθαι, ότι τε φίλους του Θεού τους εκείνων πατέρας υπέφαινε, και ότι τον παρ’ αυτοίς νόμον ιερόν τε παρίστη και θείον, και ούτε αυτόν παυθήσεσθαι, ούτε την πολιτείαν μετατεθήσεσθαι, αλλά κλήρον αυτοίς έσεσθαι την Παλαιστίνην διηνεκή, ει γε τον τοιούτον εκγόνων, ως παρισούσθαι το πλήθος αυτών τω πλήθει των άστρων και εν τω σπέρματι αυτού κληροδοτείσθαι πάντα τα έθνη, και ο προς τον Δαβίδ είπεν αύθις˙ «εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου», και δια Ησαΐου πάλιν, ότι «η Παρθένος εν γαστρί λήψεται και τέξεται Υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Ει τοίνυν μη αθετούσιν, αλλά πίστει παραδέχονται, άλλ’ αναφαίρετον μένειν παρ’ αυτοίς την Παλαιστίνην διεβεβαίου. Έλληνας μεν ούτω και Ιουδαίους δεξιώς άγαν και οικείως υπήρχετο, χαριζόμενός τε αυτοίς ομού και ηρέμα προς την ασέβειαν επαγόμενος.
151. Χριστιανοί δε πολλά και άλλα της του ανδρός περί αυτούς κηδεμονίας δείγματα είχον. Μάλιστα δε την ευποιΐαν οίος εκείνος, πένησι θησαυρίζων αεί ταις ασφαλέσιν αποθήκας και των επιβουλευόντων ισχυροτέραις. Τους τε γαρ εν εκάστω μέρει της πόλεως ενδεείς απογραψάμενος, των αναγκαίων αυτοίς καθ’ εκάστην ημέραν εποιείτο την χορηγίαν, και όσοι παρ’ αυτώ πάλιν του θείου κατηξιούντο βαπτίσματος, δημοσίων αυτούς απέλυε φόρων και παντελή παρείχεν ατέλειαν. Παρήνει δε και τοις εκάστοτε δια το κήρυγμα και την διδασκαλίαν προς αυτόν συνιούσι και μάλιστα όσους περιττούς ήδει τω πλούτω και προς το διδόναι δυνατώς έχοντας, μη τους άπαξ τω βαπτίσματι τω αγίω καθαρθέντας, περιοράν δημοσία παρά των Ιουδαίων τρεφομένους δι’ απορίαν και την λαμπράν στολήν του χαρίσματος, δια της εναγούς εκείνης κοινωνίας μολύνοντας, αφ’ ων ούτω προθύμως αυτούς εποίει τοις βασανιζομένοις τα προς την χρείαν αποδιδόναι, ως τούτό γε μόνον κέρδος νομίζειν, ο αν εις αυτούς αναλώσειαν.
152. Ούτω μεν ουν ο ιερός Κλήμης έχων και ούτως εν εν ταις απάντων ψυχαίς κείμενος, και ου Χριστιανούς μόνον, αλλά και αυτούς Έλληνας και Ιουδαίους της οικείας και ψυχής πάλιν εκείνος και γλώττης ανηρτημένος, τω Σισιννίω εκείνω (φίλος δε ούτος τω βασιλεί Νερούα και των επιτηδείων) εμισείτο και διεβάλλετο, επειδή την σύζυγον Θεοδώραν ο Σισίννιος υπησθάνετο έρωτι της εκείνου διδασκαλίας αλισκομένην˙ και οίκου μεν και παίδων και ανδρός αμελούσαν, όλην δε τω Κλήμεντι προσκειμένην και αυτώ συνεχώς φοιτώσαν και τούτον πάλιν επί της οικείας ψυχής αεί πνευματικώς περιφέρουσαν. Άλλ’ η μεν Θεδώρα τη σειρήνι της του Κλήμεντος γλώττης καταθελχθείσα και τω Χριστώ δι’ εκείνο πιστεύσασα, θερμότερον αντεποιείτο της ευσεβείας και διηνεκώς έψαλλε και ουκ απελιμπάνετο της συνάξεως.
153. Ο Σισίννιος δε υπό της αδίκου ζηλοτυπίας κεντούμενος, επιβουλήν κατά της γυναικός εμελέτα και υπό του πάθους καθ’ εκάστην ωπλίζετο την ημέραν. Και δη ποτέ, τηρήσας αυτήν προς την σύναξιν απιούσαν, λάθρα μετά των οικετών και αυτός εις τον ναόν παρεισήλθεν, ώστε περιεργάσασθαι και καταμαθείν τα εν αυτώ πάντα τελούμενα και ων χάριν η Θεοδώρα συνεχώς εκεί αφικνείται. Του θαυμασίου δε Κλήμεντος την συνήθη παραχρήμα των ιερών ύμνων ευχήν προειπόντος, τυφλός ευθύς ο Σισίννιος εγένετο και κωφός, ως μήτει ακούειν μήτε οράν δύνασθε. Και προς τους οικέτα ςεπιστραφείς, Λάβετέ με, έφη, και προς την οικίαν χειραγωγήσατε˙ αθρόον γαρ τι κατασκήψαν εις εμέ κακόν ούτε ακούειν ούτε βλέπειν ανίησι.
Υποσημειώσεις.
1. Πρβλ. Γέν. 22, 17
2. Ψαλμ. 131, 11
3. Ησ’. 7, 14
4. Πρβλ. Ματθ. 6, 20
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.