… Εν τω μεταξύ, στις 28 Ιουνίου 1914 πραγματοποιήθηκε στη Σμύρνη η πρώτη συνεδρίαση της ελληνοθωμανικής επιτροπής,1 η οποία είχε ως έργο την απογραφή του ελληνικού πληθυσμού της Ιωνίας και την καταγραφή της περιουσίας του.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι Τουρκία και Ελλάδα είχαν αναλάβει σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο πρωτοβουλίες για τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων στα ζητήματα των μειονοτήτων μεταξύ των δύο χωρών, οι διωγμοί των Ελλήνων στη Μικρά Ασία άρχιζαν να παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις. Λίγο μετά την αναχώρηση των απεσταλμένων των Μεγάλων Δυνάμεων για την Κωνσταντινούπολη και παρουσία της μεικτής τουρκοελληνικής επιτροπής, η οποία είχε αναλάβει το «πρωτοφανές εις τα χρονικά της ιστορίας ανθρωπομέτρημα και αντάλλαγμα», το σχέδιο για την εξόντωση των Ελλήνων Μικρασιατών βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Αρχικά, τέθηκε σε εφαρμογή ο οικονομικός αποκλεισμός (μποϊκοτάζ) των ελληνικών προϊόντων στα μικρασιατικά παράλια και την ενδοχώρα. Το μέτρο αυτό εφαρμόστηκε με τέτοια ένταση και αγριότητα, ώστε καμία συναλλαγή δεν επιτρεπόταν με τους Έλληνες εμπόρους, οδηγώντας αυτούς και τις οικογένειές τους στην πείνα και την οικονομική εξαθλίωση. Ταυτόχρονα, απαγορεύτηκε στους χριστιανούς η καλλιέργεια του καπνού, του σίτου, της σταφίδας και κάθε άλλου είδους στις μεγάλες εκτάσεις γης και τα κτήματα που κατείχαν.
Έπειτα, αφού εκκενώθηκαν οι περισσότερες πόλεις στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας από κάθε ελληνική ψυχή, το σχέδιο εξόντωσης επεκτάθηκε με την ίδια ταχύτητα και κάλυψε το σύνολο των επαρχιών Εφέσου, Φιλαδελφείας, Ηλιουπόλεως, Μαγνησίας, Μαινεμένης και Περγάμου, χωρίς να εξαιρούνται ούτε τα προάστια και οι εξοχικές κατοικίες της Σμύρνης. Στην τρομοκρατία, την αναρχία και τον φόβο προστέθηκαν οι καθημερινοί φόνοι, οι εκτελέσεις, οι ατιμώσεις νέων γυναικών, οι διαρπαγές και λεηλασίες οικιών και περιουσιών που αποτελούσαν την καλύτερη λεία για τον πλουτισμό των ένοπλων ατάκτων. Σε αυτά θα πρέπει να υπολογιστούν και οι καταστροφές ολόκληρων ελληνικών οικισμών και αναρίθμητων στρεμμάτων γης και καλλιεργειών, ώστε να αποφεύγεται η ιδέα και μόνο της επιστροφής των Ελλήνων στους τόπους διαμονής τους.
Στην απελπιστική αυτή κατάσταση ο Χρυσόστομος αναδεικνύεται το πρόσωπο εκείνο, από το οποίο οι Χριστιανοί της Μικράς Ασίας αναζητούσαν «παραμυθίαν και προστασίαν». Ο ιεράρχης δεχόταν από τους τόπους των διωγμών συνεχείς επιστολές και εκθέσεις, με τις οποίες οι κατατρεγμένοι Έλληνες εκλιπαρούσαν για βοήθεια και οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνουν για να σωθούν.
Ταυτόχρονα, ο άγιος ερχόταν καθημερινά σε επαφή με τους χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν κατακλύσει τη Σμύρνη και αναζητούσαν τροφή και στέγη. Ο Μητροπολίτης, αφού μεριμνούσε για τις πρώτες ανάγκες των εξαντλημένων προσφύγων, καλούσε τους ομογενείς της πόλης να τους περιθάλπουν και να τους δέχονται στις οικίες τους. Με τον τρόπο αυτό, σε κάθε ελληνικό σπίτι της Σμύρνης βρήκαν στέγη ένας ή δύο φυγάδες Χριστιανοί από πόλεις και χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας.2
Η καθημερινή επαφή και επικοινωνία του Χρυσοστόμου με τα κύματα των Ελλήνων προσφύγων έδωσε τη δυνατότητα στον ιεράρχη να σχηματίσει πλήρη εικόνα της ζοφερής κατάστασης που επικρατούσε κατά μήκος των μικρασιατικών παραλίων και του εσωτερικού. Από τον Μάιο του 1914, όταν ξέσπασε το κύμα των ανθελληνικών διωγμών, η μητρόπολη Σμύρνης εξέδιδε καθημερινά ημερήσιο δελτίο των τουρκικών θηριωδιών, με στόχο τόσο την καταγραφή και δημοσιοποίησή τους όσο και την ενημέρωση των αρχών.
Ένα μικρό δείγμα αυτών των καταγραφών που διέσωσε ο κάλαμος του Χρυσοστόμου είναι τα ακόλουθα τρία περιστατικά, τα οποία αποκαλύπτουν το μέγεθος της συμφοράς που συντελέστηκε το καλοκαίρι του 1914 στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου.
Στις 25 Ιουνίου 1914 βρέθηκαν στο χωριό Αρήκ Μπασή, πλησίον της κοινότητας Βαϊνδηρίου της επαρχίας Ηλιουπόλεως, τέσσερα ακρωτηριασμένα πτώματα. Τα θύματα, Γεώργιος Γεωργιάδης, Χρήστος Ευσταθίου, Αναστάσιος Ιωάννου και Αθανάσιος Χριστοδούλου, ήταν Ηπειρώτες στην καταγωγή και ασκούσαν το επάγγελμα του εμπόρου. Οι ανωτέρω δέχτηκαν επίθεση από πολυμελή συμμορία Τούρκων ληστών, οι οποίοι, αφού λεηλάτησαν τα καταστήματά τους, συνέλαβαν τους ατυχείς μάρτυρες και τους οδήγησαν έξω από το χωριό. Εκεί τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια με ακρωτηριασμούς μελών του σώματος και εξωρύξεις οφθαλμών, για να δεχτούν στο τέλος το λυτρωτικό χτύπημα «δια μαχαιρών», ενώ τα κακοποιημένα σώματά τους βρέθηκαν διάτρητα από σφαίρες.3
Σε μια από τις επιστολές του μητροπολίτη Σμύρνης στο πατριαρχείο, αναφερόμενος ο Χρυσόστομος στον μαρτυρικό θάνατο των τεσσάρων Ηπειρωτών του Αρήκ Μπασή, έγραφε: «προσώχθισε (αηδίασε) πλέον η ψυχή μου και οι δάκτυλοί μου εκ του πόνου εσκληρύνθησαν, συνταράσσεται δ’ ένδον η καρδία μου, και οι οφθαλμοί μου μετεβλήθησαν εις δύο αενάους πηγάς δακρύων».4
Λίγες μέρες αργότερα, ένα ακόμα ειδεχθές ομαδικό έγκλημα επρόκειτο να συγκλονίσει τους Έλληνες ομογενείς της Μικράς Ασίας. Ο στόχος ήταν και πάλι προφανής: η επικράτηση του φόβου και της τρομοκρατίας, ώστε να εξαναγκασθούν οι ελληνικοί πληθυσμοί στον εκπατρισμό και τη μετανάστευση.
Στις 28 Ιουνίου 1914 τμήμα του τουρκικού στρατού αποβιβάστηκε στο νησί Κιοστέν Αδασή, γνωστό ως Εγγλεζονήσι, το οποίο βρίσκεται μεταξύ Χερσονήσου της Ερυθραίας στα δυτικά και της επαρχίας Φώκαιας στα ανατολικά. Στο μικρό αυτό νησάκι, το οποίο είχε μεγάλη στρατηγική σημασία λόγω της θέσεώς του στην είσοδο του κόλπου της Σμύρνης, είχαν καταφύγει εκατοντάδες Έλληνες πρόσφυγες από τα ανατολικά διαμερίσματα της επαρχίας Κρήνης (Τσεσμέ), μετά την πλήρη εκκένωση της Ερυθραίας.
Κατά την άφιξή τους στο νησί, οι Τούρκοι στρατιώτες συνέλαβαν πέντε οικογένειες Ελλήνων ψαράδων που εργάζονταν εκείνη την ώρα στην παραλία. Αφού διαχώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες, εκτέλεσαν δεκατρείς άνδρες, μεταξύ των οποίων ήταν τρεις νέοι κάτω των δεκατεσσάρων ετών και ένας γέροντας ηλικίας ογδόντα πέντε ετών. Τα ονόματα των εκτελεσθέντων ήταν Φώτης Σουργαντός, Σάββας Βούλγαρης, Γεώργιος Αϊβαλιώτης, Βασίλειος και Κωστής Παξεινός, Πέτρος Ξυδιάς, Γεώργιος, Νικόλαος, Στέλιος Συμεών και Θεμιστοκλής Τσίχλας, Μιχαήλ Βούλγαρος και Νικόλαος Βαλλαχής. Μετά την εν ψυχρώ δολοφονία, οι στρατιώτες, οι οποίοι βρίσκονταν σε διατεταγμένη υπηρεσία, κατακρεούργησαν τα σώματα των νεκρών, ώστε κατά την ανεύρεσή τους να προκαλείται στους ομοεθνείς η φρίκη και ο αποτροπιασμός.5
Το έγκλημα στο Εγγλεζονήσι συμπληρώθηκε από την αρπαγή και την κατ’ εξακολούθηση ατίμωση δύο νέων κοριτσιών, των αδελφών Τριανταφυλλιάς και Ζαχάρως Ασπρομάτη, δεκατεσσάρων και δεκαεπτά ετών, οι οποίες, αφού έζησαν τη φρίκη στα χέρια είκοσι πέντε Τούρκων στρατιωτών, αφέθηκαν σχεδόν ημιθανείς, σε άθλια ψυχολογική και σωματική κατάσταση. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του νησιού, έντρομοι και πανικόβλητοι, κατέφυγαν στην οικία του Γάλλου Ζιρό για να σωθούν.6
Την επομένη το πρωί ο Χρυσόστομος έλαβε από τα Βουρλά τηλεγράφημα, το οποίο περιέγραφε τα κακουργήματα που είχαν διαπραχθεί στο Εγγλεζονήσι. Αμέσως μετέβη στο Διοικητήριο της Σμύρνης, όπου ενημερώθηκε ότι οι αρχές είχαν ειδοποιηθεί δύο μέρες νωρίτερα για την εμφάνιση στο νησί ληστρικής συμμορίας, γι’ αυτό και εστάλη εκεί ο στρατός, ο οποίος σκότωσε δεκαπέντε ληστές. Όταν ο μητροπολίτης ρώτησε πώς είναι δυνατόν δεκατετράχρονα παιδιά και ογδονταπεντάχρονοι γέροντες να είναι μέλη μιας συμμορίας, ο αναπληρωτής του νομάρχη Τεφήκ μπέης επέμεινε ότι επρόκειτο για ομάδα δραστών.
Στην άρνηση του Τούρκου αξιωματούχου ότι ο στρατός πραγματοποίησε ένα έγκλημα εις βάρος αθώων, φιλήσυχων και άοπλων ανθρώπων, ο ιεράρχης πρότεινε να σταλεί στο Εγγλεζονήσι η τουρκοελληνική επιτροπή για να εξακριβώσει την αλήθεια, για να λάβει και πάλι αρνητική απάντηση στο αίτημά του. Όταν, τέλος, ο Χρυσόστομος ζήτησε να του επιτραπεί να σταλεί από τη Σμύρνη ατμόπλοιο για να παραλάβει τους υπόλοιπους έντρομους κατοίκους, η απάντηση ήταν να μην αναμειγνύεται στις κυβερνητικές υποθέσεις.
Η σφαγή στο Εγγλεζονήσι είχε και συνέχεια. Λίγες μέρες αργότερα βρέθηκαν εκεί και άλλα διαμελισμένα πτώματα, τα ονόματα όμως των οποίων δεν έγιναν ποτέ γνωστά.7
Η συγκίνηση, ωστόσο, από τα ανοσιουργήματα στο Εγγλεζονήσι κορυφώθηκε στις 9 Ιουλίου 1914, όταν έφθασαν στο λιμάνι της Σμύρνης τα δύο νεαρά κορίτσια, πραγματικά λείψανα εξαιτίας της οδυνηρής κακοποίησής τους, η θέα και μόνο των οποίων προκαλούσε σε όλους οίκτο και βαθύ πόνο.
Όταν ο νομάρχης της Σμύρνης ενημερώθηκε για την άφιξη των δύο κοριτσιών, έστειλε ανθρώπους του να τις παραλάβουν και να τις θέσουν υπό κράτηση, καθώς ήθελε να αποτρέψει την περιγραφή των όσων είχαν συμβεί εις βάρος τους λίγες μέρες πριν. Πληροφορούμενος ο Χρυσόστομος τις προθέσεις του Ραχμή μπέη, προσπάθησε και πέτυχε μόλιες και μετά βίας να αποσπάσει τις δύο κοπέλες, οι οποίες βρήκαν καταφύγιο σε οίκημα της ελληνικής κοινότητας. Παρ’ όλα αυτά, την επομένη οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν με δόλιο τρόπο τα δύο κορίτσια, στα οποία υπέβαλαν το δίλλημα είτε να επιβιβαστούν σε πλοίο που θα τις μετέφερε στη Χίο είτε να παραμείνουν στην πόλη και να οδηγηθούν στο κρατητήριο. Υπό το κράτος της ανασφάλειας και του τρόμου, οι δύο αδελφές επέλεξαν την ίδια μέρα να αναχωρήσουν για τη Χίο.8
Για τρεις ολόκληρους μήνες, το καλοκαίρι του 1914, ο Χρυσόστομος συγκέντρωνε και κατέγραφε καθημερινά συγκλονιστικές μαρτυρίες για τα δεινά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, τις οποίες διαβίβαζε ύστερα μέσω επιστολών και εκθέσεών του στο πατριαρχείο και τους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Με τον τρόπο αυτό ο ιεράρχης διέσωσε πλήθος τέτοιων μαρτυριών, οι οποίες αποτελούν σήμερα ένα πρωτογενές υλικό, που αποτελείται από ονόματα, τόπους διαμονής και αναρίθμητα περιστατικά θηριωδιών και ανοσιουργημάτων κατά των ελληνικών πληθυσμών της Ιωνίας.
«Ημείς παρ’ όλα ταύτα αναβλέπομεν ιλαρώς προς τον Κύριον και εμπιστευόμεθα ημάς αυτούς τω Παντοδυνάμω χωρίς να γογγύζωμεν ποσώς κατά των αυστηρών βουλών της πανσόφου Αυτού Προνοίας. Μακράν αφ’ ημών ο ασεβής ενδοιασμός περί της χρησιμότητος των διατάξεων τούτων και βουλών, τας οποίας εις τας τύχας του Γένους μας εφαρμόζει και νυν η Θεία Πρόνοια, ίνα μας καταστήση τελείους από ατελών και ελευθέρους από δούλων. Εν τη ακμή και τη πτώσει του ημετέρου Γένους κατά τους πρότερον αιώνας μυριάκις και μυριοτρόπως δια τοιούτων διατάξεων και βουλών μας ωδήγησε. Γενέσθω και νυν το άγιον Αυτού θέλημα»,9 κατέληγε ο άγιος.
Υποσημειώσεις.
1. Μουρέλος, ό. π., σσ’. 180-181
2. Το αρχείον, τ. Β’, σ’. 131
3. Ό. π., σσ’. 168, 170, 172, 175, 181, 183, 190
4. Ό. π., σ’. 183
5. Ό. π., σσ’. 184-188
6. Ό. π., σσ’. 184-185, 206
7. Ό. π., σ. 221
8. Ό. π., σ. 234
9. Ό. π., σ. 105
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Διωγμοί και μαρτύρια του Μικρασιατικού ελληνισμού (Α’) επί Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.
Διωγμοί και μαρτύρια του Μικρασιατικού ελληνισμού (Β’) επί Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.
Διωγμοί και μαρτύρια του Μικρασιατικού ελληνισμού (Γ’) επί Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.
Διωγμοί και μαρτύρια του Μικρασιατικού ελληνισμού (Δ’) επί Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.
Διωγμοί και μαρτύρια του Μικρασιατικού ελληνισμού (Ε’) επί Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.