Η ογδόη διδαχή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο γλυκύτατος αυθέντης και Δεσπότης, ο ποιητής των Αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, βλέποντας το γένος των ανθρώπων, οπού δεν τον εγνώριζαν, να τον πιστεύσουν, οπού αυτός είνε και εις τον ουρανόν και εις την γην και εις όλα τα ποιήματα αυθέντης και κυβερνήτης, και χωρίς το θέλημα του Χριστού μας ουδέ ένα δύναται να στερεωθή, και βλέποντας τους ανθρώπους, οπού τους επλανούσε ο μισόκαλος διάβολος και τους είχεν όλους εις το ιδικόν του θέλημα και τους έκαμεν όλους εδικούς του και φαμελίτες του, και ηθέλησεν ο πανάγαθος Θεός να εντροπιάση τον διάβολον και να ξεσκλαβώση τον άνθρωπον από τον διάβολον, να έχη μεγάλην χάριν ο άνθρωπος από την ευσπλαγχνίαν του, από την πολλήν του αγάπην οπού έχει εις το γένος μας σιμά εις τα πολλά και άπειρα χαρίσματα οπού μας εχάρισεν, εκαταδέχθη και έγινεν τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας.

Δια τούτο εσαρκώθη και έγινεν τέλειος άνθρωπος, να τον ιδούμεν και να τον μάθωμεν, ότι απ’ αυτόν άλλος δεν είνε, και να πιστεύσωμεν, δια να μας ελευθερώση από τας μισαράς χείρας του διαβόλου και να μας κάμη υιούς και κληρονόμους της βασιλείας του, να χαιρώμαστε και να ευφραινώμαστε μαζί με τους Αγίους Αγγέλους εις τον παράδεισον πάντοτε και να μη καιγώμαστε εις την κατηραμένην κόλασιν μαζί με τους κατηραμένους δαίμονας.

Και να ηξεύρετε, παιδιά μου, ετούτην την γην, οπού κατοικούμε, την έχει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Καθώς έχει ένας βασιλεύς και μαζώνει όλα τα βασιλικά χρέη και παίρνει από χωράφια, από αμπέλια και από τους ανθρώπους, και στέλνει ανθρώπους ιδικούς του και τα μαζώνουν κάθε χρόνον, και όταν τα πηγαίνουν εκείνοι έμπροσθεν εις τον βασιλέα χαίρεται ο βασιλεύς και τους δίδει μεγάλα χαρίσματα και τους έχει φίλους ηγαπημένους, έτσι έχει και ο Χριστός την γην ωσάν αμπέλι, όλον τον κόσμον.

Και έβαλεν εργάτας τους δώδεκα Αποστόλους, τους ευλόγησε και τους έδωκε την χάριν του Αγίου Πνεύματος και ευθύς έμαθον τα γράμματα και όλες τις γλώσσες, ότι πρώτον οι Απόστολοι ήσαν αγράμματοι και μίαν γλώσσαν μόνον ήξευραν˙ και αφού τους ηυλόγησε και τους εφύσησεν εις το στόμα τους και έλαβον χάριν, όλα τα γράμματα και τις γλώσσες τις έμαθον. Και τους έστειλεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός, εις όλον τον κόσμον και τους είπε: Σύρτε εις όλον τον τόπον και εις όλην την γην, κάστρα και χωρία, και ειπέτε τους, αν ίσως θέλουν να ζήσουν και εδώ καλά και ειρηνικά και να τους βάλω εις τον παράδεισον, να πιστεύουν και να βαπτίζωνται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και να φυλάγουν τα προστάγματα του αγίου Ευαγγελίου. Και εις οποίαν χώραν επήγαιναν οι Απόστολοι, είπεν ο Κύριος να ευλογούν την χώραν εκείνην. Και εις οποίαν χώραν πηγαίνουν οι Απόστολοι και δεν τους δέχονται οι άνθρωποι, είπεν ο Κύριος: Να τινάζετε και τα παπούτσια σας από τον κονιορτόν, και να
δώσητε κατάραν και να φύγετε.

Και ωσάν έλαβον οι Απόστολοι την χάριν και την ευλογίαν του Αγίου Πνεύματος, ευθύς έτρεξαν ωσάν αστραπή εις όλον τον κόσμον, και μετ’ εκείνην την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ιάτρευον τυφλούς, λεπρούς, αρρώστους και τους δαιμονιζομένους˙ και, το μεγαλύτερον, με το όνομα του Χριστού μας επρόσταζαν τους νεκρούς και ανεσταίνονταν. Και εις όποιαν χώραν επήγαιναν οι Απόστολοι και τους εδέχονταν οι άνθρωποι, αρχιερείς, ιερείς, διακόνους, αναγνώστας έκαμναν και εκκλησίας και ευλογούνταν η χώρα εκείνη, και εγίνονταν ένας επίγειος παράδεισος, μία μεγάλη χαρά και ευφροσύνη, κατοικία των Αγγέλων, κατοικία του Χριστού μας. Και εις όποιαν χώραν επήγαιναν οι Απόστολοι και δεν τους εδέχονταν οι άνθρωποι, δεν ευλογούνταν η χώρα εκείνη˙ έμενε κατάρα και όχι ευλογία, κατοικία του διαβόλου και όχι του Χριστού μας.

Πρέπον και εύλογον ήτον, αδελφοί μου, να είχα και εγώ την καρδίαν καθαρήν, ωσάν τους αγίους Αποστόλους, δια να φωνάξω μίαν μεγάλην φωνήν, να ακουσθή έως απάνω εις τον ουρανόν. Ιδού οπού αξιώθηκα και ήλθα εις την ευλογημένην σας χώραν και σας απόλαυσα. Μα επειδή και είμαι αμαρτωλός, και δεν έχω την χάριν του Αγίου Πνεύματος, όμως αποτολμώ και παρακαλώ τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν, να στείλη ουρανόθεν την χάριν του και την ευλογίαν του, να ευλογήση την χώραν σας και όλα των χριστιανών, να ευλογήση τους άνδρας και γυναίκας και τα παιδιά σας, τα πράγματά σας και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, να ευσπλαγχνισθή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, να συγχωρέση τα αμαρτήματά σας και να σας αξιώση, παιδιά μου, ο Θεός να περάσετε και εδώ καλά και ειρηνικά, και να σας βάλη εις τον παράδεισον να δοξάζητε την Αγίαν Τριάδα. Πρέπον και εύλογον είνε, αδελφοί μου, να αρχίσω την διδασκαλίαν μου από τον Θεόν˙ και παρακαλώ την αυθεντία σας να ακούσητε με κάθε προθυμίαν τον λόγον μου, καθώς τον άκουσα
και εγώ από το ιερόν Ευαγγέλιον και από τους αγίους Αποστόλους, και όταν τελειώσωμεν, να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν.

Πολλά ονόματα έχει ο Θεός, αδελφοί μου. Το κύριον και άγιον όνομα του Θεού μας είνε η αγάπη˙ και λέγεται Τριάς, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ένας Θεός.35 Όμως πρέπει, αδελφοί μου, να αγαπώμεν τον Θεόν, διατί μας έδωσε τόσην μεγάλην γην, να κατοικούμεν εδώ τόσες χιλιάδες άνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ψάρια, αέρα, ημέραν, νύκτα, φωτιάν, ουρανόν, άστρα, ήλιον, φεγγάρι. Και ημάς μας έκαμε ανθρώπους και όχι ζώα˙ μας έκαμεν ευσεβείς χριστιανούς και όχι αιρετικούς.

Τώρα σας ερωτώ, παιδιά μου, να μου ειπήτε την πάσαν αλήθειαν˙ ποίον αγαπάτε, τον Θεόν ή τον διάβολον; Εσείς τώρα με τον νουν σας τον Θεόν αγαπάτε˙ πολλά καλά το γνωρίζετε και το θέλετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα και γνωστικά είσθε, και να έχω την ευχήν σας. Μόνον να ιδούμεν αυτήν την αγάπην εις τον Θεόν˙ είνε σωστή, είνε τελειωμένη ή της λείπεται και άλλο τίποτας. Πόθεν να καταλάβωμεν; Από λόγου μας. εσύ έχεις ένα παιδί, αδελφέ. Εγώ εσένα σε αγαπώ, σε εκτιμώ, σε λέγω καλόν δια λόγου σου, και το παιδί σου το δέρνω, το καταφρονώ, λέγω κακό δια λόγου του και παίρνω το ψωμί του και το τρώγω, και το ρούχο του το παίρνω και το φορώ. Αυτή η αγάπη μοι φαίνεται να λέγεται όχι έτσι. Να αγαπώμεν τον πατέρα, πρέπει να αγαπώμεν και το παιδί. Διατί όποιος αγαπά τον Θεόν, αγαπά και τον αδελφό του, τον χριστιανός, διατί ένα πατέρα έχομεν, τον Θεόν, μίαν πίστιν, ένα βάπτισμα, τα Άχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, μίαν κεφαλήν έχομεν, τον Χριστόν μας, μίαν πίστιν, ένα νόμον, ένα προσκύνημα και είμαστε αδελφοί όλοι.

Ακόμη να ηξεύρητε, αδελφοί μου, η αγάπη έχει δύο ιδιώματα,δύο χαρίσματα˙ το ένα να δυναμώνη τον άνθρωπον εις τα καλά, και το άλλο να τον αδυνατίζη εις τα κακά. Να ηξεύρετε, τέκνα μου, πως εγώ έχω ένα ψωμί να το φάγω και να πίνω καλά˙ εσείς δεν έχετε. Η αγάπη με λέγει: Μη το τρώγης μοναχός, δώσε και τους αδελφούς σου και φάγε και συ το άλλο. Έχω φορέματα. Η αγάπη με λέγει: Δώσε το ένα τον αδελφό σου και εσύ φόρει το άλλο. Ανοίγω το στόμα μου να σε κατηγορήσω, να σε ειπώ ψεύματα, να σε γελάσω, και ευθύς θυμούμαι την αγάπην και μου νεκρώνει το στόμα και δεν με αφίνει να σου ειπώ ψεύματα. Απλώνω τα χέρια μου να πάρω το πράγμα σου, τα άσπρα σου, τον βίον σου όλον. Η αγάπη δεν με αφίνει να σου το πάρω. Ιδέτε, αδελφοί μυ, τι χαρίσματα έχει η αγάπη.

Διατί, παιδιά μου, να μη ηξεύρετε γράμματα, να μάθετε ποίον είνε το καλόν και ποίον είνε το κακόν, τι χαρίσματα έχει η αγάπη και τι κακόν είνε η αμάχη και η έχθρα; Να ηξεύρετε, παιδιά μου, εις όποιαν πολιτείαν ή τόπον ή χώραν ή σπίτι είνε η αγάπη, εκεί είνε η χάρις του Χριστού μας, είνε ευλογία, υγεία, χαρά και ευφροσύνη και όλα τα αγαθά της γης. Και ζουν οι άνθρωποι, ζουν τα παιδία των, τα ζώα των, γίνονται οι καρποί των σιταρίων, των αμπελίων και κάθε σπαρτών οπού τρέφονται οι άνθρωποι, και τους φυλάγει ο Χριστός μας από κάθε κίνδυνον, και σωματικά και ψυχικά, και όταν αποθάνη κανείς, πηγαίνει η ψυχή του εις τον παράδεισον. Και εις όποιον τόπον ή χώρα ή σπίτι έχουν αμάχην και έχθραν, δεν προκόβουν οι άνθρωποι, δεν ζουν ούτε παιδιά αποκτούν ούτε τα ζώα τους μήτε οι καρποί από τα σπέρματά τους γίνονται και εις βαρύτατα χρέη εμβαίνουσι και καμμίαν χάριν δεν έχουν και όλοι οι άνθρωποι τους γελούν και όλα τα περίχωρα, και τους στέλλει ο Θεός ή άνεμον καυτόν ή χαλάζια ή νερό αχαμνόν και ζημιώνει τον
τόπον εκείνον. Ιδέτε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα είνε η έχθρα, πόσα παιδιά γεννά. Μόνον σας παρακαλώ να μην έχετε τελείως έχθραν, ότι ο διάβολος την έχει μάναν την έχθραν˙ την αμάχην την έχει αδελφήν και όποιος τις αγαπήση, θέλει περάσει και εδώ κακά και καταφρονημένα, και η ψυχή του θέλει κολασθή.

Διατί, άγιοι ιερείς και τίμιοι προεστώτες, δεν ερμηνεύετε τα ευλογημένα μας αδέλφια να στερεώνωσι και να βάνωσιν εις κάθε χωρίον σχολείον, να μανθάνουν τα παιδιά γράμματα, να γνωρίζουν το καλόν και το κακόν; Ότι και εγώ από το σχολείον έμαθα τα εικοσιτέσσαρα γράμματα, με την βοήθειαν του Χριστού μας.

Έμαθα και πέντε – έξ Ελληνικά και έμαθα πολλών λογιών γράμματα, εβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα και από όλα τα έθνη, με την χάριν του Χριστού μας, και πολλά τα εδιάβασα. Και όλα τα εθνικά κάλπικα τα ηύρα όλα ευρέματα και σπέρματα του διαβόλου, και κατά αλήθειαν, αδελφοί μου, τόσον τα εμελέτησα τα γράμματα. Καθώς ο χρυσικός λαγαρίζει το ασήμι και δεν το αφήνει τελείως αζούραν, και τότε είνε λαμπρόν και καθαρόν και το αγοράζει με κάθε προθυμίαν ο άνθρωπος, έτζι και εγώ ηύρα καθαρά, άγια και αληθινά, λαμπρά και υπερλαμπρότερα από τον ήλιον τα λόγια και τα προστάγματα του Χριστού. Και όποιος πιστεύει τον Χριστόν και τον λέγει Θεόν και κάμνει τα πράγματά του, οπού λέγει το άγιον Ευαγγέλιον, εκείνος είνε καλότυχος και τρισμακάριστος και καμμίαν φοράν δεν θέλει εντροπιασθή.

Και δια τούτο πρέπει να στερεώνετε σχολεία Ελληνικά, να φωτίζωνται οι άνθρωποι διότι διαβάζοντας τα ελληνικά τα ηύρα οπού λαμπρύνουν και φωτίζουν τον νουν του μαθητού ανθρώπου. Καθώς φωτίζει ο ήλιος την γην, όταν είνε ξαστεριά, και βλέπουν τα μάτια μακρυά, έτζι βλέπει και ο νους τα μέλλοντα˙ απεικάζουν όλα τα καλά και τα κακά, φυλάγονται από κάθε λογής κακόν και αμαρτίαν˙ διατί το σχολείον ανοίγει την εκκλησίαν, μανθάνομεν τι είνε ο Θεός, τι είνε η αγία Τριάς, τι είνε ο άγγελος, τι είνε αρετή, τι είνε οι δαίμονες, τι είνε η κόλασις. Τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν.

Το σχολείον φωτίζει τους ανθρώπους και ανοίγουν και μανθάνουν τα μυστήρια της πίστεως και διαβάζουν τα αδέλφια την θείαν και Ιεράν Γραφήν, το Ευαγγέλιον, και ευρίσκομεν πως ο προφήτης Ηλίας είνε ζωντανός και τον έχει ο Θεός χιλιάδες χρόνους˙ και λέγει ο Θεός να στείλη τον προφήτην Ηλίαν να διδάξη όλον τον κόσμον και ύστερα να έλθη ο αντιχριστος και θέλει θανατώσει τον προφήτην Ηλίαν, και τότε θέλει να χαλάση όλος ο κόσμος, και εξετάζοντας, αδελφοί μου, και ερευνώντας τας γραφάς και το Άγιον Ευαγγέλιον ευρίσκομεν πως ο προφήτης Ηλίας ήλθεν, και ο αντίχριστος ήλθεν και εθανάτωσε τον προφήτην Ηλίαν και τώρα δεν καρτερούμεν μήτε προφήτην Ηλίαν, μήτε αντίχριστον. Ο αντίχριστος είνε: ο ένας είνε ο Πάπας και ο έτερος είνε αυτός οπού είνε εις το κεφάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του το καταλαμβάνετε, μα λυπηρόν είνε να σας το ειπώ, διότι αυτοί οι χριστιανοί είνε εις την απώλειαν, καθώς το έχουν.36

Ημείς εγκράτεια, αυτοί απώλεια˙ ημείς νηστεία, αυτοί πολυφαγία˙ ημείς παρθενία, αυτοί πορνεία˙ ημείς δικαιοσύνη, αυτοί αδικουσύνη.

Όμως η Γραφή μας λέγει να το ειπώ: Σήμερον, αύριον καρτερούμεν, πείνες, δίψες, πανούκλες λοιμικές˙ θανατικά μεγάλα, να μη προφθάσουν οι ζωντανοί να θάψουν τους νεκρούς. Σήμερον, αύριον καρτερούμεν σεισμούς, πολέμους και ακαταστασίες. Και θέλουν πέσει όλα τα βουνά κάτω και όλος ο κόσμος να αποθάνουν.

Και τότε θέλει λάμψει ο πανάγιος Σταυρός εις τον ουρανόν τρεις φορές περισσότερον από τον ήλιον˙ και θέλει λάμψει ο πανάγαθος Θεός, ο γλυκύτατος Ιησούς Χριστός, χίλια μεράδια λαμπρότερος από τον ήλιον, και να αναστήση όλον τον κόσμον, τις ψυχές και τα σώματα, και να είμαστε όλοι εις μίαν ηλικίαν, τριαντατριών χρόνων ηλικίαν. Και θέλει είνε όλα τα πρόσωπα από τους δικαίους λαμπρά και εύμορφα ωσάν τον ήλιον και τους Αγγέλους, και οι αμαρτωλοί θέλουν είνε μαύρα τα πρόσωπα ωσάν αράπικα και ακόμα ασχημότερα. Και τους δικαίους θέλει τους φωνάξει με μίαν μεγάλην γλυκείαν και πολλά ηγαπημένην φωνήν, ωσάν πατέρας, οπού να έχη ένα υιόν μόνον πολλά ηγαπημένον˙ και τους αμαρτωλούς ωσάν κριτής φοβερός με κάκητα θέλει τους διώξει από το πρόσωπόν του. Και θέλει ανοίξει ο Κύριος έναν πύρινον ποταμόν ωσάν θάλασσαν, να φλογίση τους ασεβείς και αμαρτωλούς και να καίγωνται μέσα πάντοτε. Και τότε θέλει ειπή τους ευσεβείς χριστιανούς, τους δικαίους: Ελάτε, παιδιά μου, να σεβήτε εις τον παράδεισον,
να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε αντάμα με τους αγγέλους, ότι πολλά κακά βαστάξατε δια την ιδικήν μου αγάπην.

Και τώρα ημείς τι να είμαστε τάχα, αμαρτωλοί ή δίκαιοι ει μεν και είμαστε δίκαιοι, καλότυχοι και τρισμακάριοι˙ και ανίσως είμαστε αμαρτωλοί, πρέπει τώρα, οπού έχομεν καιρόν, να μετανοήσωμεν, να διορθωθώμεν.

Τώρα σας λέγω να κάμητε τούτο˙ να πάρετε όλοι από ένα κομπολόγιον, και το κομπολόγιόν σας να έχη τριαντατρία σπυρία, και να προσεύχεσθε˙ να λέγητε το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, δια της Θεοτόκου και πάντων σου των Αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλόν σου». Μέσα εις το «Κύριε Ιησού Χριστέ», αδελφοί μου, τί θεωρεί; Θεωρεί η Αγία Τριάς, ο Θεός μας, η ένσαρκος οικονομία του Χριστού μας. Και πάντες οι Άγιοι με τον Σταυρόν και με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» επήγαν εις τον παράδεισον. Και όποιος λέγει αυτόν τον λόγον και κάμνει και τον Σταυρόν του, καν άνδρας, καν γυναίκα, ευλογεί τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν. Με τον Σταυρόν και με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» ιατρεύονται κάθε αρρωστείες. Με τον Σταυρόν και με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» οι Απόστολοι αναστούσαν νεκρούς και ιάτρευαν πάσαν ασθένειαν. Με τον Σταυρόν και με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» αποστομώνει ο άνθρωπος κάθε αιρετικόν. Με τον Σταυρόν και με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» αγιάζει ο άνθρωπος και πηγαίνει εις τον
παράδεισον, να χαίρεται και να ευφραίνεται ωσάν οι άγγελοι.

Και ακούσατε τι κάμνει ο τίμιος Σταυρός. Εις την Αίγυπτον ήτον ένας βασιλεύς κ.λ.π…. Βλέπετε, αδελφοί μου, ο τίμιος και άγιος Σταυρός πόσον βοηθά τον άνθρωπον. Και όποιος τον κάμνει τον Σταυρόν, ποτέ δεν έχει ζημίαν, αλλά τον φυλάγει από κάθε λογής φαρμακερόν πράγμα, και από κάθε δαιμονικήν πείραξιν. Και ο άνθρωπος τον έχει σημαδεμένον απάνω του. Να ανταμώση τα τρία δάκτυλα της δεξιάς χειρός του και αν τα βάλη πρώτον εις το μέτωπον, είτα εις τον ομφαλόν, έπειτα εις το δεξιόν βυζίον, ύστερα εις το ζερβί βυζίον, και να σκύπτη έως χαμηλά και πάλιν να σηκώνεται.

Και ο Σταυρός, αδελφοί μου, πώς είνε, μάθετε: Όταν βάνωμεν το χέρι μας εις το κεφάλι, φανερώνει ο Θεός, οπού ήτον εις τον ουρανόν˙ και όταν το βάλωμεν εις τον ομφαλόν, φανερώνει πως εκατέβη εις την γην και εσαρκώθη˙ και όταν το βάνωμεν εις το δεξιόν μέρος άνωθεν του βυζίου, φανερώνει πώς είνε δίκαιος και αθάνατος και πως θέλει βάλει τους δικαίους εις τα δεξιά του μέρη˙ και όταν το βάλωμεν εις το ζερβιόν μέρος, φανερώνει πως θέλει κρίνει όλα τα έθνη και θέλουν στέκονται εις το ζερβιόν του μέρος και να τους βάλη εις την κόλασιν.

Ο τίμιος Σταυρός, αδελφοί μου, είνε αύλαξ όλης της γης. Ο τίμιος Σταυρός αγιάζει όλα τα πέρατα, όλα τα θεία και άγια των εκκλησιών. Ο Σταυρός αγιάζει την θείαν Λειτουργίαν και κάθε Ακολουθίαν. Ο Σταυρός αγιάζει τους Αγίους. Ο Σταυρός αγιάζει και στερεώνει την βάπτισιν. Ο Σταυρός ευλογεί τα ανδρόγυνα. Ο Σταυρός κυνηγά τους δαίμονας και φεύγουσιν ωσάν από την αστραπήν. Ο Σταυρός είνε όπλον φωτεινόν και όποιος τον κάμνει, τον φωτίζει και τον αγιάζει εκείνον τον άνθρωπον, και είνε ωσάν δίστομον σπαθίον, και δεν ζυγώνουν σιμά οι δαίμονες να παρακινούν τους ανθρώπους δια να κάμωσιν αμαρτήματα. Και όπου κινήση να πηγαίνη ο άνθρωπος, πρώτον να κάμη τον Σταυρόν και να λέγη το «Κύριε Ιησού Χριστέ». Ή εις το παζάρι κινάς ή εις το χωράφι ή εις το αμπέλι ή όταν φάγης ψωμί ή όταν πίνης κρασί ή νερόν ή οπωρικόν ή όταν κοιμηθής, να προσκυνήσης τον Θεόν, να σταυρώνης και το σώμα σου, και ύστερον να πλαγιάσης. Να κοιμηθής, και θέλεις σηκωθή το πρωί γερός και χαρούμενος.

Όθεν, αδελφοί μου, εκαταλάβετε και το ηξεύρετε όλοι σας.

Εδώ, παιδία μου, οπού ήλθα εις την ευλογημένην σας χώραν, έχω χαράν, έχω και λύπην. Έρχονται οι χριστιανοί κατά μόνας ο καθένας να ειπή το παράπονόν του, και δεν δύναται ένας δούλος να δουλεύη δύο αφεντάδες, και τους διώχνω και η καρδιά μου κόπτεται˙ ωσάν ένας άνθρωπος οπού έχει ένα παιδί μόνον και έχει γνώσιν και φρονιμάδαν και είνε άρρωστον και δεν το δέχεται η στρώσις, άλλ’ όμως κρούγεται δια να ξεψυχήση, και δεν δύναται να ομιλήση, έτζι και εγώ, αδελφοί μου, δεν δύναμαι να σας εξομολογήσω όλους από έναν έναν. Όμως να σας εξομολογήσω παρρησία˙ να πάρετε τέσσαρες τρίχας από το κεφάλι μου, και εγώ να πάρω τα αμαρτήματά σας˙ και εσείς να εξηγήσετε τα τέσσαρα νοήματα οπού σας λέγω και να μάθετε. Και να σας τα ειπώ πρώτον, να εύρητε πνευματικόν πρακτικόν και καλόν, να εξομολογηθήτε, να πλυθή η βρώμα και τα αμαρτήματα από το σώμα σας˙ δεύτερον, να έχητε αγάπην και να μη προδίνεσθε εις κρίσεις των Αγαρηνών και ζημιώνεσθε˙ τρίτον, να προσκυνάτε τον Θεόν και να μη χωρισθήτε από την Εκκλησίαν, να
βάνητε τους ιερείς να λειτουργούν εις την εκκλησίαν κάθε ημέραν, δια να ευλογήται η χώρα σας, και να συγχωρούνται τα αμαρτήματά σας και να δώση ο Χριστός κάθε υγείαν και καλήν προκοπήν.

Και οι ιερείς πρέπει να μην πεισμώνουσι, να μη δέχωνται κατάκρισιν, να μη βάνουσιν σκάνδαλα, να μη γίνωνται μάρτυρες εις κάθε πράγμα, γκοτζαμπάσηδες, να μη γίνωνται καπεταναραίοι, να μη γίνωνται χασάπηδες, να μη γίνωνται πραγματευτάδες, να μη γίνωνται κομιρικαραίοι.37 Διότι αυτοί παρακαλούν δια τας ψυχάς σας, σας βαπτίζουν, σας κοινωνούν, σας θυμιάζουν, σας ευαγγελίζουν, σας αντιδωρίζουν, σας αρραβωνίζουν, σας στεφανώνουν, σας αγιάζουν με αγιασμούς, με ευχέλαια, με παρακλήσεις, με ευχαίς, σας υψώνουν˙ ασθενείτε; Σας διαβάζουν. Αυτοί έχουσι τα βάρη. Χαράτζι να μη τους ρίξετε και βαρύ χρέος. Και αυτοί να είνε ταπεινοί, φρόνιμοι, να μην αφορίζουν, να μην οργίζωνται, να μη καταρίζωνται, να μην έχουν έχθραν, να μη μεθούσι, να είνε λαμπροί ωσάν ακτίνες του ηλίου.

Και να έχητε αγάπην ένας τον άλλον, πλούσιοι και πτωχοί. Και εις ξένην κρίσιν να μη κριθήτε και προδοθήτε εις κρίσεις Τουρκών˙ ότι δώδεκα χρόνους να μένη ακοινώνητος ο προδότης. Και αν σου πταίση ο αδελφός σου ή άλλος χριστιανός, πήγαινέ τον εις τον δεσπότην και μη τον πηγαίνης εις κρίσιν των Τουρκών, ότι μεγάλην αμαρτίαν έχεις και θέλεις κολασθή αιώνια και να μην τον αδέχουνται εις την εκκλησίαν οι αδελφοί, ότι επήγε εξωτερικά και δεν επήγε νομικά. Ακόμα τις Κυριακαίς να μη δουλέψητε ολότελα. Μήτε να πωλήσητε μήτε να αγοράσητε ούτε χωράφι ούτε αμπέλι να κυττάζετε μήτε να φωκαλίζετε τα αχούρια σας˙ μονάχα να διαβάζετε βιβλία, να μαθαίνετε το καλόν και το τέλος της ζωής μας, ότι όλοι θέλομεν αποθάνει καθώς το βλέπομεν καθ’ εκάστην. Και όσον βίον έχομεν, αδέλφια και αδελφές μου, εδώ εις την γην θέλει απομείνει μονάχα όση ελεημοσύνη εδώσατε, αυτό θέλετε έχει βοήθειαν εις την ψυχήν σας και ό,τι εδώσατε των πτωχών δι ‘ αγάπην του Θεού, και θέλετε να λάβετε το ένα, εκατόν παρά του Χριστού.

Η ελεημοσύνη, η αγάπη και η νηστεία αγιάζει τον άνθρωπον, τον πλουτίζει και σωματικά και ψυχικά, και έχει αγαθόν τέλος το σώμα και η ψυχή γίνεται αγία. Και αφήσατε την υπερηφάνειαν και κάμετε ταπεινοσύνην. Μη βάνετε εις την κεφαλήν σας ασήμια και μαλάματα και κόκκινα και κίτρινα μανδήλια, αμή άσπρα μανδήλια (να φορήτε)38 και νέες και γερόντισσες και αρχόντισσες και πτωχές.

Και το τέταρτον νόημα είνε να δίδετε ελεημοσύνην εις τους πτωχούς και να παρηγοράτε τους ξένους και να τους δίνετε ψωμί να τρώγουσιν κα να γευματίζουν και από κανένα καμμάτι ψωμί και να πηγαίνουσιν εις την ώραν καλήν τους. Διότι ακούομεν, αδελφοί μου, οπού λέγει η Παλαιά Διαθήκη, ότι ο Πατριάρχης Αβραάμ δεν είχεν υιόν δια να κληρονομήση τον βίον του, και είχεν παράπονον πολύ. Και τί κάνει ο ευλογημένος; Βάνει και κτίζει ένα σπίτι και ανοίγει τρεις θύρας και έβαλε ψωμάν και εζύμωνεν, και όσοι άνθρωποι εδιάβαινον, όλους τους εφίλευεν. Και είχε συνήθειαν, κάθε ημέραν, αν ίσως δεν επήγαινεν ξένος να φάγη ψωμί, μήτε ο Αβραάμ δεν έτρωγεν. Και όσον έδιδε την ελεημοσύνην περισσότερον αβγάτιζεν ο βίος του. Ο διάβολος, όπου φθονεί πάντοτε, τί κάμνει ο τρισκατάρατος; Πηγαίνει και σχηματίζεται ωσάν ζήτουλας εις ταις στράταις οπού επήγαιναν οι άνθρωποι εις το σπίτι του Αβραάμ και όποιος επήγαινε, τον έλεγεν ο διάβολος: Πού πηγαίνεις, αδελφέ; Εκείνος έλεγε την αλήθειαν, και τον εμπόδιζεν ο διάβολος.

Έλεγεν: Εγώ είμαι ένας πτωχός, και άκουσα πώς εδώ εις την χώραν Μαμβρήν είνε ένας μέγας άνθρωπος, Αβραάμ το όνομά του, και με είπαν δίδει ελεημοσύνη και είνε φιλόξενος πολύ και ήλθα και εγώ ο δύστυχος να με κυβερνήση τίποτας, και η τύχη μου, το κακόν ριζικόν μου, δεν επρόφθασε να μου δώση και εμένα. Επήγα σήμερα εις το σπίτι του Αβραάμ και εζήτησα κομμάτι ψωμί, και από την πολλήν ελεημοσύνην οπού έδιδεν ο καϋμένος, επτώχυνεν πολύ, και μήτε ψωμί τον έλαχεν μήτε στάμνα με νερόν˙ και ήτον ο άνθρωπος θυμωμένος από την πολλήν πτωχείαν οπού τον ήλθεν, και εσηκώθη ατός του και με εξύλισεν τόσον, οπού εμαζώχθηκεν όλος ο μαχαλάς, οι άνθρωποι, και με εγλύτωσαν˙ και είμαι άρρωστος από τον δαρμόν, και μη πάτε κανένας. Και ακούοντας οι άνθρωποι δεν επήγαν κανένας τρεις ημέρας. Και ο Αβραάμ δεν έφαγε τρεις ημέρας˙ μήτε ψωμί μήτε νερόν έπιεν αυτός και η Σάρρα, διατί ελυπούνταν πώς έγινεν αυτό, και δεν επήγαινε κανένας άνθρωπος να φάγη ψωμί˙ και προσκυνούσαν και παρακαλούσαν με όλην την καρδίαν τους και έλεγον:

Πιστεύομεν εις ένα Θεόν Πατέρα, όπου έκαμες τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν, τον ήλιον, τα άστρα και κυβερνάς όλα τα στοιχεία, τα όσα βλέπουν τα ομμάτιά μου, και τα όσα δεν βλέπουν, και ορίζεις και τες ψυχές από τους ανθρώπους˙ παρακαλώ Σε, Θεέ μας, να μη μας αφίσης υστερημένους, αλλά πρόσταξε ανθρώπους, να έλθουν εις το οσπίτιόν μας, να τους φιλεύσωμεν και να τους δίδωμεν και ελεημοσύνην, δια να το εύρωμεν εις τον ουρανόν, ότι είμαστε άτεκνοι, και θα μαλώνουσιν οι συγγενείς μας και οι γείτονές μας. Αυτά έλεγεν ο ευλογημένος Αβραάμ και η Σάρρα. Και ώ του θαύματος! Ο Θεός, οπού αγαπά τον αγαπώντα αυτόν και δεν τον αφήνει λυπημένον, τί κάμνει; Καθώς εκάθονταν ο Αβραάμ έμπροσθεν εις την θύραν και η Σάρρα εις την άλλην αυλήν και εκύτταζον ίσως περάση τινάς να τον κράξουν να φάγη ψωμί δια να φάγωσιν και αυτοί, και βλέπουσι τρεις νέους πολύ ωραίους, οπού έρχονταν προς αυτούς, και εισέβησαν μέσα εις τον οίκον από τας τρεις θύρας, και μέσα ένας εφαινόνταν, και από την πολλήν τους χαράν είπον αναμεταξύ τους:

ακόμα μας αγαπά ο Θεός, και ας σφάξωμεν το καλλιώτερον και παχύτερον μοσχάρι. Και ευθύς το έσφαξαν και το έβαλαν μέσα εις τον φούρνον να ψηθή, και η μάννα του μόσχου ερχόνταν ολόγυρα τον φούρνον και εφώναζε, και μετ’ ολίγον έπαυσεν η μόσχα, και βλέπουν εβύζαινεν ο μόσχος. Κυττάζουσι μέσα εν τω φούρνω το αγγείον, και ήτο γεμάτον φαγητόν˙ και εθαύμασαν. Και επήγεν ο Αβραάμ να ομιλήση με τους νέους, και ομιλώντας τω είπον οι νέοι: από τώρα και κάθε όλον χαρά θέλεις έχει, Αβραάμ, και θέλεις γεννήσει υιόν, τον Ισαάκ. Και επήγε να ετοιμάση τράπεζαν, δια να τους φιλεύση, και γυρίζοντας δεν τους ηύρεν και εστοχάσθηκεν, ότι ο Θεός εφάνη, και ησπάζονταν και καταφιλούσε τον τόπον, οπού εκάθονταν οι νέοι, και ήτον η Τριάς, ο Θεός.39

Βλέπετε και ακούετε αδελφοί μου, το θαύμα και το ακούετε έως την σήμερον. Ομοίως να κάμετε και εσείς, αδελφοί μου, αν θέλετε να έλθη ο Θεός εις τα σπίτια σας και να αβγατίζη ο βίος σας.

Από τον Χριστόν μη χωρίζεσθε και από την Εκκλησίαν. Ακούτε τον ιερέα οπού σημαίνει; Ευθύς να σηκώνεσθε, να νίπτεσθε, και να πηγαίνετε εις την εκκλησίαν˙ να ακούετε την Ακολουθίαν με προσοχήν. Ομοίως και την θείαν Λειτουργίαν. Και να ερμηνεύετε τα παιδιά σας, όσον και δύνασθε, να μη αμαρτήσουσιν, να πηγαίνουσιν εις την εκκλησίαν, να ευλογούνται, δια να ζήσουν και να προκόψουν.

Και όποιος αδελφός, αδελφοί μου, ακούση το σήμαντρον και οκνεύει να πηγαίνη εις την εκκλησίαν, θέλει πνιγή από τις αμαρτίες, καθώς επνίγησαν και εις τον κατακλυσμόν. Ακόμη μάθετε, αδελφοί μου, ο Νώης, αφού έκαμε την κιβωτόν και εμαζώχθηκαν όλα τα ζώα μέσα, το ταχύ άνοιγεν την κιβωτόν και πήγαιναν και έβοσκαν, και το εσπέρας βαρούσε τον σήμαντρον και όλα εμαζώνονταν εις την κιβωτόν και από τότε εβγήκεν ο σήμαντρος και σημαίνουσιν οι ιερείς. Ο σήμαντρος σημαίνει σημαίαν των ανθρώπων, ο ιερεύς κήρυκας της κιβωτού, κιβωτός είνε η αγία Εκκλησία μας˙ και όσοι αδελφοί σέβουν μέσα εις την Εκκλησίαν, θέλουν συγχωρηθούν τα αμαρτήματά τους, και δεν θέλουν πνιγούν από τα σφάλματά τους.

Η αγία Εκκλησία είνε ωσάν η μάνα. Όταν σφάλλη ο υιός της, τον μαλώνει, και πάλιν τον συμπαθά. Η αγία μας Εκκλησία είνε μία πηγή και ποτίζει όλους τους διψασμένους˙ και πρέπει κάθε ημέραν να λειτουργούν οι ιερείς, δια να ευλογή ο Χριστός τους ανθρώπους και να φυλάγη την χώραν από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, δια να ευλογήση ο Θεός την χώραν σας, τα χωράφια σας, τα αμπέλια σας, τον τόπον σας και όλα τα έργα των χειρών σας.

Και να παρακαλήτε όλοι, μικροί και μεγάλοι, να ζουν πολύν καιρόν οι προεστοί της χώρας σας, να τους φωτίση ο Θεός να σας κοιτάζουν καλά, ότι ο προεστώς είνε ωσάν πατέρας˙ και να τιμάτε τους ιερείς σας και τους τρανητέρους σας. Αι γυναίκες να τιμάτε τους άνδρας σας, οι άνδρες να έχετε αγάπην με ταις γυναίκες σας και τις μάνες σας, και αι νύμφες να τιμάτε τους πενθερούς σας και τις πενθερές σας, και οι γαμβροί τα πεθερικά σας, και με αυτήν την ευλάβειαν θέλετε προκόψει σωματικά και ψυχικά και θέλετε φάγει όλα τα αγαθά της γης όσον ζήσετε εις την γην την πρόσκαιρην και ολίγην ζωήν, και εις την αιώνιον ζωήν θέλετε κερδίσει όλα τα αγαθά του παραδείσου. Και να μην παραδίνεσθε, να μην καταργιέσθε, να μην αναθεματίζεσθε, και να έχω την ευχήν σας, αδελφοί μου, και συγχωρείτέ με και ο Θεός να συγχωρέση και εσάς και να μας αξιώση να απολαύσωμεν όλοι ομού τον παράδεισον, να χαρούμεν όλοι μαζί με τους Αγίους Αγγέλους και πάντας τους Αγίους.40 Αμήν.

Από το βιβλίο: «Ο Αποστολικός Αμβων του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (Διδαχέσ, Επιστολές)». Της μοναχής Ευθυμίας, ηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Μεγαδένδρου Θέρμου.

Εκδοση Ι. Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Μεγαδένδρου. Αθήναι 2010.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.