126. Και ο Πέτρος απάντησε˙ Νόμισες δηλαδή πως αυτό είναι άδικο, αν και είναι πάρα πολύ δίκαιο. Όμως, αν σου αρέσει, άκουσε.
Και αυτός είπε˙ Μου αρέσει και πολύ μάλιστα.
Και ο Πέτρος˙ Εάν υπάρχουν δύο βασιλείς που είναι εχθροί και έχουν χωριστές τις χώρες τους, αν κάποιος από τους υπηκόους του ενός συλληφθεί στη χώρα του άλλου και πρέπει γι’ αυτό να τιμωρηθεί με θάνατο, εάν, αντί να θανατωθεί, με ένα ράπισμα απαλλαγεί από την τιμωρία, δεν νομίζεις ότι αυτός που τον απάλλαξε είναι φιλάνθρωπος;
Και ο πατέρας είπε˙ Και πολύ μάλιστα.
Και ο Πέτρος˙ Τί λοιπόν; Εάν κάποιος αφαιρέσει από άλλον κάτι δικό του ή ξένο, και, αφού συλληφθεί γι’ αυτό, δώσει ένα ή διπλάσιο, ενώ πρέπει να δώσει τετραπλάσιο και να θανατωθεί, επειδή συνελήφθη στα σύνορα του εχθρού, δεν νομίζεις ότι, εκείνος που πήρε το διπλάσιο και τον απάλλαξε από τον θάνατο, είναι φιλάνθρωπος;
Και ο πατέρας απάντησε˙ Τώρα με έπεισες, ότι αυτοί που αδικούν αδικούνται οι ίδιοι, ενώ εκείνοι που αδικούνται βρίσκονται σε πιο πλεονεκτική θέση. Και γι’ αυτό μου φαίνεται ακόμα πιο άδικο αυτό που γίνεται˙ διότι, αυτοί που φαίνονται ότι αδικούν, βλάπτουν περισσότερο τους εαυτούς τους, ενώ πρόσφεραν μεγάλη ωφέλεια σ’ εκείνους που αδικήθηκαν. Και εκείνοι που φαίνονται ότι αδικούνται, μάλλον αυτοί αδικούν. Διότι, αν και οφελήθηκαν πάρα πολύ από εκείνους, δεν τους αμείβουν με τα ίδια.
Και ο Πέτρος˙ Όμως αυτά δεν γίνονται αντίθετα προς τη διάθεση εκείνων που παρενοχλούν, αλλά εκείνων που τα δέχονται αυτά.
127. Και ο πατέρας, αφού επιδοκίμασε όσα ειπώθηκαν, είπε στον Πέτρο˙ Εξήγησέ μου ακόμα, κύριέ μου, και αυτόν τον λόγο˙ γιατί θυμάμαι ότι ο Κλήμης μου είπε, ότι τις αδικίες και τα παθήματα τα υποφέραμε για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες μας.
Και ο Πέτρος˙ Σωστά, έτσι είναι˙ Διότι αυτά που αποκτούμε οι άνθρωποι, επιθυμώντας τα περισσότερα, είτε ρούχα είναι, είτε τροφές, είτε πιοτά, είτε μερικά άλλα, δεν κάνουμε καλά που τα αποκτούμε, διότι πρέπει να μην έχουμε τίποτε, όπως σας είπα πριν από λίγο. Διότι, εάν σ’ εκείνους που τα έχουν τα κτήματα προκαλούν αμαρτίες, ή με οποιοδήποτε τρόπο στέρηση αυτών είναι απαλλαγή από τις αμαρτίες.
Και ο πατέρας είπε˙ Έτσι είναι.
Και ο Πέτρος˙ Και πολύ δίκαια. Διότι, αφού γι’ αυτούς που σώζονται, όπως είπα, προϋπόθεση είναι να μην έχουν τίποτε, υπάρχουν όμως κτήματα σε πολλούς, γι’ αυτό, από την υπερβολική φιλανθρωπία του Θεού προκαλούνται τα παθήματα σ’ εκείνους που δεν ζουν όπως αρέσει στον Θεό, ώστε, υπομένοντας προσωρινές τιμωρίες εξαιτίας της μειωμένης θεοσέβειάς του, να απαλλαγούν από τα αιώνια βασανιστήρια.
Και ο πατέρας˙ Τί λοιπόν˙ δεν βλέπουμε πολλούς ασεβείς φτωχούς; Θα πούμε γι’ αυτό ότι κι αυτοί ανήκουν στην παράταξη εκείνων που σώζονται;
Και ο Πέτρος˙ Όχι οπωσδήποτε. Διότι η φτώχεια δεν γίνεται αποδεκτή όταν επιθυμεί αυτά που δεν πρέπει˙ διότι και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού, μακαρίζοντας τους φτωχούς είπε˙ «μακάριοι εκείνοι που αισθάνονται φτωχοί απέναντι στον Θεό, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών».1
Και ο Πατέρας˙ Πολύ σωστά˙ σύμφωνα με τον συλλογισμό φαίνεται ότι τα πράγματα είναι ορθά. Γι’ αυτό και έχω την επιθυμία να ακούσω με τη σειρά ολόκληρο τον λόγο.
126. Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Άλλ’ ενόμισας άδικον,καίτοι γε δικαιότατόν εστίν, και ει σοι φίλον εστίν, άκουσον.
Και ος έφη˙ Πάνυ φίλον.
Και ο Πέτρος˙ Ου δοκεί σοι, δύο εχθρών βασιλέων όντων και διηρημένος τας χώρας εχόντων, ει τις εκ των του ενός υπηκόων εν τη του ετέρου χώρα φωραθείη, και δια τούτο θάνατον οφείλοι, εάν ραπίσματι και μη θανάτω της τιμωρίας απολυθή, ου φαίνεται ο απολύσας φιλάνθρωπος είναι;
Και ο πατήρ έφη˙ Και πάνυ.
Και ο Πέτρος˙ Τί δαι, ει και ίδιόν τί τίνος αυτός ούτος αφέληται, ή αλλότριον, και επί τούτω συλληφθείς εν ή διπλάσιον δω, τετραπλάσιον οφείλων, και το θανείν, ως εν τοις του εναντίου αλούς όροις, ου δοκεί σοι ότι ο λαβών το διπλάσιον και θανάτου αυτόν απολύσας φιλάνθρωπος τυγχάνει;
Και ο πατήρ απεκρίνατο˙ Νυν με πέπεικας, ότι οι αδικούντες αυτοί αδικούνται, οι δε αδικούμενοι μάλλον πλεονεκτούσιν, και δια τούτο επί πλέον αδικώτατόν φαίνεται γινόμενον, ότι οι μεν δοκούντες αδικείν, εαυτούς έβλαψαν μάλλον, πολλήν δε τοις αδικηθείσιν επορίσαντο την ωφέλειαν, οι δε δοκούντες αδικείσθαι αυτοί μάλλον αδικούσιν, ότι, καίτοι πλείστα παρ’ εκείνων ωφεληθέντες, τοις ομοίοις ουκ αμείβονται.
Και ο Πέτρος˙ Άλλ’ ου παρά των επηρεαζόντων, αλλά παρά την των δεχομένων ταύτα γίνεται γνώμην.
127. Και ο πατήρ, επαινέσας τα ειρημένα, προς τον Πέτρον φησίν˙ Άλλ’, ώ κύριέ μου, και τούτόν μοι τον λόγον σαφήνισον. Μέμνημαι γαρ ειρηκότος μοι Κλήμεντος, ότι τα αδικήματα και τα πάθη προς άφεσιν αμαρτιών πάσχομεν.
Και ο Πέτρος˙ Ορθώς έχει και ούτως εστίν. Α γαρ άνθρωποι κτώμεθα, του πλείονος εφιέμενοι, είτε ιμάτια, φημί, είτε βρώματα, είτε ποτά, είτε άλλα τινά, ου καλώς πάντως ποιούντες κτώμεθα, δια το δειν μηδέν έχειν, ως μικρώ πρόσθεν υμίν είρηκα. Ει γαρ εν πάσι τα κτήματα προξενείν οίδεν έχουσιν αμαρτήματα, η τούτων όπως ποτέ στέρησις αμαρτιών εστίν αφαίρεσις.
Και ο πατήρ έφη˙ Ακολούθως έχει.
Και ο Πέτρος˙ Και δικαιότατα. Επεί γαρ των σωζομένων εστίν, ως έφην, το μηδέν έχειν, υπάρχει δε πολλοίς κτήματα, τούτου χάριν εξ υπερβαλλούσης Θεού φιλανθρωπίας επάγονται παιδείαι τοις μη κατά το δοκούν Θεώ πολιτευομένοις, ίνα, δια το ποσώς φιλόθεσιν, προσκαίρους υπομένοντες τιμωρίας, αιωνίων απαλλαγώσι κολάσεων.
Και ο πατήρ˙ Τί δαι; ου πολλούς ασεβείς ορώμεν πένητας; Είτα παρά τούτο και αυτούς των σωζομένων είναι μερίδος φήσομεν;
Και ο Πέτρος˙ Ου πάντως. Ου γαρ αποδεκτή η πενία ων μη προσήκεν ορεγομένη˙ επεί και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο Υιός του ζώντος Θεού, μακαρίζων τους πτωχούς, «μακάριοι οι πτωχοί», έφη, «τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών».
Και ο πατήρ˙ Αληθώς πάνυ κατά την υπόθεσιν ορθώς έχειν τα πράγματα φαίνεται, διο και προαιρέσεως έχω τη τάξει παντός επακούσαι του λόγου.
Υποσημείωση.
1. Ματθ. 5,3
***
128. Και ο Πέτρος˙ Αφού λοιπόν επιθυμείς να μάθεις τα σχετικά με τη δική μας πίστη, θα σου τα εκθέσω καθώς θα προχωρεί ο λόγος, αρχίζοντας πρώτα από τον ίδιο τον Θεό, αποδεικνύοντας ότι μόνο αυτόν πρέπει να λες Θεό, ενώ άλλους ούτε να λες ούτε να πιστεύεις, και ότι κάνοντας διαφορετικά θα τιμωρηθείς, αιώνια, επειδή ασέβησες στον ίδιο τον Θεό. Και αφού είπε αυτό και έβαλε τα χέρια του πάνω σ’ εκείνους που ενοχλούνταν από πάθη και στους αρρώστους και τους δαιμονιζομένους, και τους θεράπευσε με προσευχή, διέλυσε το συγκεντρωμένο πλήθος. Έπειτα μπήκε μέσα και, αφού έφαγες τις συνηθισμένες τροφές, κοιμήθηκε.
129. Το πρωί βγαίνοντας πάλι ο Πέτρος και πηγαίνοντας στον συνηθισμένο τόπο των ομιλιών, επειδή είχε συγκεντρωθεί και πολύ πλήθος την στιγμή που επρόκειτο να αρχίσει την ομιλία του, μπήκε κάποιος από τους διακόνους του λέγοντας˙Ο Σίμωνας ήρθε από την Αντιόχεια αυτό το βράδυ, επειδή έμαθε ότι υποσχέθηκες να μιλήσεις για τη μοναρχία, και είναι έτοιμος μαζί με τον Επικούρειο Αθηνόδωρο να σου επιτεθεί όταν θα μιλάς, με σκοπό να είναι παρών αυτός και να αντιλέγει σε όλα όσα θα λες εσύ δημοσίως για τη μοναρχία.
130. Ενώ ο διάκονος έλεγε αυτά, να και ο Σίμωνας μαζί με τον Αθηνόδωρο και μερικούς άλλους φίλους μπήκε μέσα και πριν ακόμα ο Πέτρος πει κάτι, προλαβαίνοντάς τον αυτός είπε˙ Έμαθα ότι χθες υποσχέθηκες στον Φαύστο να του αποδείξεις σήμερα, κάνοντας με τη σειρά λόγο και αρχίζοντας πρώτα από τον Δεσπότη των όλων, ότι μόνο αυτόν πρέπει να ονομάζουμε Θεό, ενώ άλλους ούτε να τους ονομάζουμε ούτε να τους πιστεύουμε˙ και ότι όποιος ενεργεί διαφορετικά θα υποστεί αιώνια τιμωρία. Προπαντός όμως έμεινα αληθινά κατάπληκτος από την πρόθεσή σου, ότι δηλαδή πίστεψες πως θα μεταπείσεις άνδρα τόσο σοφόν και μάλιστα ηλικιωμένον. Αλλά δεν θα επιτύχεις τον σκοπό και τη θέλησή σου, γιατί θα είμαι παρών εγώ και θα ελέγχω αυστηρά τους ψεύτικους λόγους σου. Διότι ίσως και να ξεγελιόταν, αν δεν ήμουν εγώ εδώ, αγνοώντας τα βιβλία στα οποία δημοσίως στηρίζονται οι Ιουδαίοι. Και τώρα θα αφήσω τα πολλά λόγια, για να κάνω γρηγορώτερα τον έλεγχο της υποσχέσεώς σου, που είναι αδύνατη.
Λέγε λοιπόν αυτό που υποσχέθηκες. Εάν όμως, φοβούμενος τον έλεγχο, θελήσεις μπροστά σε μας να παραλείψεις την υπόσχεσή σου, και αυτό είναι απόδειξη, ότι αυτά που υποσχέθηκες είναι ψεύτικα, αφού δεν τόλμησες να μιλήσεις μπροστά σ’ αυτούς που γνωρίζουν τις Γραφές. Και τώρα γιατί περιμένω να μιλήσεις έχοντας μεγάλο μάρτυρα της υποσχέσεώς σου τον γέροντα αυτόν εδώ;
Αφού είπε αυτά, κοιτάζοντας τον πατέρα μου είπε˙ Πες μου συ ο πιο τίμιος από όλους τους άνδρες, δεν σου υποσχέθηκε ο άνθρωπος αυτός να σου αποδείξει σήμερα, ότι ένας Θεός υπάρχει και ότι δεν πρέπει κάποιος να ονομάζει ή να πιστεύει κανένα άλλον Θεό, και ότι εκείνος που ενεργεί διαφορετικά θα τιμωρηθεί με θάνατο;
128. Και ο Πέτρος˙ Ουκούν του λοιπού σπεύδοντί σοι τα κατά την ημετέραν πίστιν μαθείν, προϊών τε τον λόγον εκθήσομαι απ’ αυτού πρώτον αρχόμενος του Θεού, και δεικνύς αυτόν μόνον δει λέγειν Θεόν, ετέρους δε μήτε λέγειν μήτε νομίζειν, και ότι παρά τούτο ποιών, αιώνια κολασθήσεται, ως εις αυτόν των όλων ασεβήσας Θεόν. Και τούτο ειπών και τοις υπό παθών οχλουμένοις και νοσούσι και δαιμονώσι τας χείρας επιθείς και τούτους ευχή θεραπεύσας, την εκκλησίαν διέλυσεν. Είθ’ ούτως εισελθών και των συνήθων αλών μεταλαβών, ύπνωσεν.
129. Όρθρου δε πάλιν ο Πέτρος εξιών και επί τον συνήθη διαλέγεσθαι τόπον στας, άτε και πολλών συνδεδραμηκότων όχλων, άμα τω μέλλειν διαλέγεσθαι αυτόν εισήει τις των αυτού διακόνων λέγων˙ Σίμων από Αντιοχείας εισεληλυθώς απ’ αυτής εσπέρας, μαθών υποσχόμενόν σε τον περί μοναρχίας ποιείσθαι τον λόγον, έτοιμός εστί μετά γε του Επικουρείου Αθηνοδώρου διαλεγομένω σοι επελθείν, ως αν πάσι τοις υπό σου περί μοναρχίας υπαγορευομένοις δημοσία παρών αυτός αντιλέγοι.
130. Ταύτα του διακόνου λέγοντος, ιδού και ο Σίμων συν Αθηνοδώρου και τισίν άλλοις εταίροις εισήει, και προ του τον Πέτρον όλως ειπείν, αυτός προλαβών˙ Έμαθον, φησίν, ότι χθες υπέσχου τω Φαύστω κατά την σήμερον δείξαι τη τάξει τον λόγον ποιούμενος, και απ’ αυτού αρχόμενος του των όλων Δεσπότου, ότι αυτόν δει μόνον λέγειν Θεόν, άλλους δε μήτε λέγειν μήτε νομίζειν, και ότι ο παρά τούτο ποιών, αιωνίαν υφέξει την τιμωρίαν. Προ πάντων ουν αληθώς καταπέπληγμαί σου την υπόνοιαν, ότι ήλπισας μεταπείσαι άνδρα σοφόν ούτω, και ταύτα πρεσβύτην. Άλλ’ ουκ επιτεύξη των σων ελπίδων και του θελήματος, άτε παρόντος εμού και τους ψευδείς σου διελέγχοντος λόγους. Ίσως γαρ αν και ηπατάτο μη παρόντος εμού, ιδιώτης ων των παρά Ιουδαίοις δημοσία πεπιστευμένων βίβλων. Τα νυν δε τους πολλούς υπερθήσομαι λόγους, ίνα θάττόν σου την υπόσχεσιν ασθενώς έχουσαν διελέγξω. Λέγε τοιγαρούν ο υπέσχου.
Ει δε τον έλεγχον αιδούμενος εφ’ ημών αυτών την υπόσχεσιν εθέλοις παραλιπείν, αυτάρκης και ούτως απόδειξις ότι ψευδή τα υπεσχημένα, καθ’ ότι επί των τας Γραφάς ειδότων ειπείν ουκ ετόλμησας. Και νυν δε τι περιμένω σε λέγειν, μέγιστον έχων μάρτυρα της υποσχέσεώς σου τον γέροντα τουτονί;
Ταύτα ειπών και τω πατρί προσβλέψας φησίν˙ Ειπέ μοι, ανδρών απάντων ο τιμιώτατος, ουχί ούτος υπέσχετό σοι δείξαι σήμερον, ότι εις εστί Θεός και ου χρη έτερόν τινά λέγειν ή νομίζειν θεόν, ο δε παρά ταύτα ποιών αθάνατον εισπραχθήσεται τιμωρίαν;
***
131. Και ο πατέρας είπε˙ Θα έκανες καλά, Σίμωνα, να ζητήσεις από μένα τη βεβαίωση, αν προηγουμένως ο Πέτρος αρνιόταν. Τώρα όμως δεν θα φοβηθώ να πω αυτά που πρέπει να πω˙ νομίζω ότι θέλεις να συζητήσεις διατελώντας σε κατάσταση οργής. Αυτό όμως ούτε σε σένα ταιριάζει να το κάνεις, ούτε σε μας να σε ακούσουμε ενώ βρίσκεσαι σ’ αυτήν την κατάσταση, γιατί θα δούμε μάχη και δεν θα ωφεληθούμε να βρούμε την αλήθεια. Ας εκθέσει λοιπόν ο καθένας σας τη διδασκαλία του, και να δίνεται η δυνατότητα σε άλλον να κρίνει τους λόγους, και έτσι θα βρεθεί η αλήθεια χωρίς αμφιβολία.
Άρεσε αυτό που ειπώθηκε στον Σίμωνα και υποσχέθηκε ότι θα συμμορφωθεί σύμφωνα μ’ αυτά. Φοβάμαι όμως, είπε στον Φαύστο, μήπως, όντας ήδη προκατειλημμένος από τους λόγους του Πέτρου, δεν γίνεις αντικειμενικός κριτής.
132. Και ο πατέρας απάντησε˙ Μη με αναγκάζεις να συμφωνήσω μαζί σου απερίσκεπτα, για να δείξω ότι είμαι αντικειμενικός κριτής. Αν όμως θέλεις να μάθεις την αλήθεια, είμαι μάλλον προκατειλημμένος με τη δική σου πίστη.
Και ο Σίμωνας˙ Πώς είσαι προκατειλημμένος, αφού δεν ξέρεις αυτό που πιστεύω;
Και ο πατέρας˙ Αυτό είναι εύκολο να το γνωρίζω και άκουσε με ποιον τρόπο. Υποσχέθηκες να ελέγξεις τον Πέτρο, που λέει ότι ένας Θεός υπάρχει, ότι λέει ψέματα. Εκείνος όμως που υπόσχεται ότι θα ελέγξει αυτόν που λέει ένα Θεόν, είναι οπωσδήποτε ολοφάνερο ότι, αφού εκείνος λέει την αλήθεια, δεν λέει το ίδιο πράγμα. Διότι, αν λέει το ίδιο μ’ αυτόν που λέει ψέματα, άρα λέει ψέματα και εκείνος˙ εάν όμως λέγοντας τα αντίθετα τα αποδεικνύει, τότε αντιθέτως λέει την αλήθεια. Δεν γίνεται αλλιώς λοιπόν, αφού λες ότι αυτός που μιλάει για ένα Θεό είναι ψεύτης, παρά να πιστεύεις ο ίδιος πολλούς θεούς˙ αλλά και εγώ λέω ότι υπάρχουν πολλοί θεοί˙ αφού λοιπόν λέω τα ίδια με σένα πριν από την συζήτηση, είμαι προκατειλημμένος μαζί σου. Γι’ αυτό δεν πρέπει να φοβάσαι για μένα καθόλου εσύ, αλλά μάλλον ο Πέτρος, διότι ακόμα πιστεύω τα αντίθετα με εκείνον. Μετά τη συζήτηση όμως ελπίζω να είμαι αντικειμενικός κριτής και, αποβάλλοντας κάθε προκατάληψη, θα συμφωνήσω με τον επικρατέστερο λόγο.
Όταν είπε αυτά ο πατέρας, ακούστηκε σιγά – σιγά κάποια επαινετική βοή από τα πλήθη, για το ότι ο πατέρας μίλησε έτσι.
133. Και αμέσως ο Πέτρος εξέθεσε την πίστη του για τον Θεό. Και αφού είπε πολλά για τη μοναρχία, δακρυσμένος προσκαλούσε το πλήθος με το χέρι του και σ’ αυτούς που πλησίασαν έβαζε επάνω τους τα χέρια του και προσευχόταν γι’ αυτούς. Και όλοι μαζί δοξάσαμε τον Θεό.
Ήρθε όμως κάποιος απαρατήρητα και είπε στον Σίμωνα˙ Ήρθε μόλις τώρα ο πολυνίκης Αππίωνας μαζί με τον Αννουβίωνα από την Αντιόχεια. Και ο Σίμωνας ακούοντας αυτά, βγήκε αμέσως έξω, για να υποδεχθεί αυτούς που είπαμε.
Ο δε πατέρας μου πλησιάζοντας τον Πέτρο είπε˙ Αν μου επιτρέπεις, κύριέ μου, να πάω κι εγώ μαζί μ’ αυτόν να χαιρετίσω τον Αππίωνα και τον Αννουβίωνα, που είναι παιδικοί μου φίλοι. Διότι άμα τον συναντήσω θα πείσω και τον Αννουβίωνα να μιλήσει με τον Κλήμη για την τύχη.
Και ο Πέτρος˙ Επιτρέπω, είπε, και σε επαινώ που εκπληρώνεις τις υποχρεώσεις σου προς τους φίλους. Όμως κάνε μου τη χάρη να καταλάβεις ότι με την πρόνοια του Θεού από παντού συμβάλλουν όσα έχουν σχέση με την πληροφόρησή σου, ολοκληρώνοντας τη δική σου αρμονία. Αυτό το είπα με αφορμή τον χρήσιμο για σένα ερχομό του Αννουβίωνα.
Και ο πατέρας είπε˙ Αληθινά και εγώ αντιλαμβάνομαι ότι έτσι είναι.
131. Και ο πατήρ έφη˙ Καλώς αν την μαρτυρίαν παρ’ εμού απήτεις, ώ Σίμων, ει πρότερον ηρνείτο ο Πέτρος. Νυν δε ου αιδεσθήσομαι λέγειν α δει λέγειν. Οίμαί σε οργής πεπλησμένον διαλεχθήναι βούλεσθαι. Τούτο δε ούτε σοι προσήκει ποιείν, ουθ’ ημίν ούτως έχοντα υπακούειν, ότι μάχην έστιν ιστορήσαι, και ου προς αλήθειαν ωφελείσθαι. Άλλ’ εκάτερος υμών το εαυτού δόγμα εκθέσθω και υφ’ ετέρω κρίνοντι τους λόγους δοτέον, και ούτω πάντως αναμφίλογον ταληθές ευρεθήσεται.
Ήρεσε τω Σίμωνι το λεχθέν και ποιήσειν υπέσχετο κατά ταύτα. Πλην αλλά δέδοικα, τω Φαύστω έφη, μήπως ήδη προκατειλημμένος τοις Πέτρου λόγοις, ου φιλαλήθη γένη κριτής.
132. Και ο πατήρ απεκρίνατο˙ Μη με βιάζου ακρίτως συνθέσθαι σοι, ως αν δόξω φιλαλήθης είναι κριτής. Ει γαρ ταληθή βούλει μαθείν, τω σω φρονήματι προείλημμαι μάλλον.
Και ο Σίμων˙ Πώς προείληψαι, ουκ ειδώς ο φρονώ;
Και ο πατήρ˙ Τούτο ράδιόν εστίν ειδέναι, και πώς, άκουσον. Ελέγξειν υπέσχου τον Πέτρον ένα Θεόν λέγοντα είναι, ότι ψεύδεται, οδε τον ένα λέγοντα ελέγξαι επαγγελλόμενος, πάντως εύδηλον ως εκείνος αληθεύων, ου το αυτό λέγει. Ει γαρ τω καταψευδομένω το αυτό λέγει, και αυτός άρα ψεύδεται, ει δε τα εναντία λέγων αποδείκνυσιν, άντικρυς αληθεύει. Ουκ άλλως ουν τον ένα Θεόν είναι λέγοντα ψεύστην λέγεις, ει μη αν ότι πολλούς αυτός δοξάζης θεούς˙ θεούς δε πολλούς είναι και εγώ φημί. Τω αυτώ ουν σοι προ της ζητήσεως λόγω καγώ προκατείλημμαι, και κατά τούτο περί εμού σε το παράπαν ου δεδοικέναι χρη, αλλά Πέτρον μάλλον˙ τυγχάνω γαρ αυτώ και έτι τα εναντία φρονών. Μετά δε την υμετέραν ζήτησιν ελπίζω, φιλαλήθης ων κριτής, πάσαν αποδυσάμενος πρόληψιν, τω επικρατούντι συνθέσθαι λόγω.
Ταύτα του πατρός ειπόντος ημέρα βοή τις επαίνου εκ των όχλων εγένετο επί τω ούτω τον πατέρα διαλεχθήναι.
133. Και ομώς ο Πέτρος το εαυτού περί Θεού εξέθετο φρόνημα˙ και πολλά περί μοναρχίας διαλεχθείς, μετά δακρύων τη χειρή προσεκαλείτο τους όχλους, οις προσελθούσι, τας χείράς τε επετίθει και υπέρ αυτών ηύχετο, και ομού πάντες ευλογήσαμεν τον Θεόν.
Υπεισέδραμε δε τις λέγων προς Σίμωνα˙ Αππίων ο Πλειστονίκης συν Αννουβίωνι ήκεν αρτίως από Αντιοχείας. Και ταύτα ακούσας ο Σίμων έξεισιν ευθέως ως τους ειρημένους υποδεξόμενος.
Ο δε πατήρ προσελθών τω Πέτρω˙ Ει μοι επιτρέπεις, έφη, κύριέ μου, πορεύομαι καγώ συν αυτώ προσαγορεύσων Αππίωνά τε και Αννουβίωνα, εκ πρώτης ηλικίας φίλους μου γενομένους. Τυχόν γαρ και Αννουβίωνα πείσω Κλήμεντι διαλεχθήναι περί γενέσεως.
Και ο Πέτρος˙ Επιτρέπω, έφη, και επαινώ τα φίλων σε πληρούντα μέρη. Πλην εννόει μοι ως κατά πρόνοιαν Θεού πανταχόθεν συντρέχει τα προς την σην πληροφορίαν οικείαν αποτελούντα την αρμονίαν. Τούτο δε είπον δια την Αννουβίωνος χρησίμως σοι γενομένην επιδημίαν.
Και ο πατήρ˙ Αληθώς, έφη, καγώ συνορώ τούτο ουτωσί έχον.
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.