Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός μας, αδελφοί μου, ο γλυκύτατός μας αυθέντης και Δεσπότης, ο ποιητής των Αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος από την ευσπλαγχνίαν του, από την πολλήν του καθαρότητα, από την πολλήν του αγάπην, οπού έχει εις το γένος μας, σιμά εις τα πολλά και άπειρα χαρίσματα, οπού μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν και στιγμήν, ιδού οπού μας ηξίωσε και σήμερον την αυγήν και τον εδοξάσαμε και ετιμήσαμε και την Δέσποινά μας την Θεοτόκον. Και άμποτες ο Κύριος να ευσπλαγχνισθή, να συγχωρήση και τα αμαρτήματά μας και να μας αξιώση και να περάσωμεν και εδώ καλά, και να πηγαίνωμεν και εις τον παράδεισον να δοξάζωμεν την Παναγίαν Τριάδα.
Με αξίωσεν ο Κύριος, αδελφοί μου, και μένα τον αμαρτωλόν και ήρθα εχθές εδώ εις την ευλογημένην σας χώραν και σας απόλαυσα και είπαμεν και μερικά νοήματα εις την αγίαν σας εκκλησίαν, καθώς εφώτισε το Πνεύμα το Άγιον τους Προφήτας, τους αγίους Αποστόλους, τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας και μας έγραψαν. Σιμά εις τα πολλά είπαμεν και δια τον Θεόν μας, που είνε ένας, η αγάπη, η δε Τριάς, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Παρακινούμενος ο Κύριος από την πολλήν του ευσπλαγχνίαν έκαμε πρώτα δέκα τάγματα Αγγέλων. Το πρώτον τάγμα εξέπεσεν από την υπερηφάνειάν του και έγιναν δαίμονες. Τότε επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγινεν ο κόσμος ετούτος. Και έκαμεν ένα άνδρα και μίαν γυναίκα ωσάν εμάς, το σώμα από την λάσπην και την ψυχήν αγγελικήν, αθάνατην. Ονόμασε τον άνδρα Αδάμ και την γυναίκα Εύαν και έκαμεν και ένα παράδεισον ο Θεός κατά το μέρος της ανατολής, όλο χαρά και ευφροσύνη. Έλαβε τον Αδάμ και την Εύαν μέσα εις τον παράδεισον και εχαίρονταν ωσάν οι Άγγελοι.
Τους επαράγγειλε να μη φάγουν από μίαν συκιάν σύκα. Ο Αδάμ και η Εύα εκαταφρόνησαν το πρόσταγμα του Θεού μας και έφαγαν. Δεν είπαν ό,τι έκαμαν. Τους εδίωξεν ο Θεός από τον παράδεισον και έζησαν εις ετούτον τον κόσμον εννεακοσίους τριάκοντα χρόνους με μαύρα και πικρά δάκρυα. Απέθανεν ο Αδάμ και η Εύα, επήγαν εις την κόλασιν και εκαίγονταν και εφλογίζονταν πέντε ήμισυ χιλιάδες χρόνια δια μίαν αμαρτίαν μόνον, καθώς αναφέραμεν την ιστορίαν εψές το βράδυ και την αφήκαμεν.
Τώρα πάλιν ελπίζοντας εις την ευσπλαγχνίαν του Χριστού μας, καθώς το Πνεύμα το Άγιον μας φωτίση, θα κάμωμεν αρχήν να ειπούμεν και τα επίλοιπα με συντομίαν, και πάλιν όχι όλα να τα ειπούμεν, διατί δεν είνε δυνατόν, θέλομεν χρόνους και καιρούς, αλλά μερικά, όπου φαίνονται αναγκαιότερα.
Έως τους πέντε ήμισυ χιλιάδες χρόνους οι άνθρωποι όπου απέθαναν επήγαιναν εις την κόλασιν, επειδή και ο παράδεισος ήτον κλεισμένος. Ευσπλαγχνίσθη ο πανάγαθος Θεός το γένος των ανθρώπων και ευρίσκοντας άξιον υποκείμενον την Δέσποινάν μας την Θεοτόκον, εκαταδέχθη ο Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων, ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός και Θεός, και έγινε τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δια να μας βγάλη από τας χείρας του διαβόλου. Έως τους πέντε ήμισυ χιλιάδες χρόνους πάλιν ο διάβολος έβγαλε όλες του τις κακίες και έβαλε σκοπόν να χαλάση τον κόσμον και επαρακινούσε τους ανθρώπους να προσκυνούν δια Θεόν άλλος τον ήλιον και άλλος το φεγγάρι, άλλος την γην και άλλος την θάλασσαν και άλλος τα πετεινά και τα χερσαία. Έβαλεν ο διάβολος μέσα εις την καρδίαν των ανθρώπων να μισούνε τας γυναίκας και αι γυναίκες τους άνδρας, δια να μην υπανδρεύωνται και κάμουν παιδιά και αυξήση ο κόσμος.
Και έτσι δεν εφρόντιζαν οι άνθρωποι να έχουν παιδιά και, το μεγαλύτερον, έρριχνεν ο διάβολος τους ανθρώπους εις αρσενοκοιτίες, κτηνοκοιτίες και άλλα αισχρά, οποία δεν τα έκαμε μήτε σκύλος μήτε γάιδαρος.
Θέλοντας ο πανάγαθος Θεός να κόψη το κακόν επαράγγειλε πως όποιος δεν κάνει παιδιά, είνε κατηραμένος˙ και έτσι, ακούοντες οι άνθρωποι την κατάραν του Θεού, εφοβούντο και έπαιρνε ένας άνδρας μίαν γυναίκα και η γυναίκα ένα άνδρα. Ανίσως και είνε κανένας εδώ από την ευγενίαν σας, οπού δεν κάμνει παιδιά, ας μην λυπάται δεν το είπε δια εσένα ο Θεός, διατί δεν κάμνεις παιδιά, να έχης κατάρα, διατί και εγώ δεν κάμνω παιδιά, μα ωσάν έχω εγώ κατάρα, έχεις και συ. Αυτό το είπεν ο Θεός να διακόψη τον κακόν σκοπόν του διαβόλου και μην λυπάσαι, δεν έχεις καμμίαν κατάραν.
Πάλιν ωσάν θέλης να κάμης παιδιά, εύκολον είνε έπαρε ένα πτωχό παιδί και κάμε το πνευματικό σου παιδί να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι και συ, να χαίρεται και εκείνο. Δια εκείνο το παιδί, όπου σου γεννά η γυναίκα σου, δεν σου χρεωστεί ο Θεός χάριν, διότι το κάμνεις από σαρκικόν πάθος μα δια εκείνο το πτωχό παιδί έχεις χίλιες φορές μισθόν από τον Θεόν εις την ψυχήν σου και τιμήν από τους ανθρώπους, διατί το κάμνεις με το θέλημά σου πνευματικόν παιδί.
Και να προσέχης εσύ ο άνδρας να μη μεταχειρίζεσαι την γυναίκα σου με άγριον μάτι, πως δεν σου κάμνει παιδιά. Δεν έχει κανένα φταίξιμο η γυναίκα σου εις αυτό, είνε θέλημα του Θεού.
Και μην το κάμνετε καθώς το έκαμεν ένας τρελλός και ανόητος˙ διατί δεν έκαμεν η γυναίκα του παιδιά, την εχώρισε και επήρεν άλλην και άλλος πάλιν, επειδή δεν του έκαμεν η γυναίκα του αρσενικά παιδιά, παρά μόνον θηλυκά, την εχώρισεν. Ο διάβολος θέλει να χωρίζουνε τα ανδρόγυνα και όχι ο Θεός. Ως λέγει ο νόμος πως κανένα πράγμα δεν τους χωρίζει, εκτός αν πέσουν εις πορνείαν και όποιος αφήση την γυναίκά του και πάρη άλλην, εκείνος θα κριθή ως μοιχός.
Εις τον καιρόν εκείνον ήτο ένας άνδρας και ελέγετο Ιωακείμ, είχε και μίαν γυναίκα και ελέγετο Άννα. Καλός και ο άνδρας, καλή και η γυναίκα, από βασιλικόν γένος και οι δύο, μα πλέον καλυτέρα η γυναίκα. Ευρίσκονται πολλές γυναίκες οπού είνε καλύτερες από τους άνδρες. Ανίσως και θέλετε οι άνδρες να είσαστε καλύτεροι από τις γυναίκες, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από εκείνες˙ ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλύτερα έργα και πηγαίνουσιν εις τον παράδεισον και ημείς οι άνδρες κάνομε κακά έργα και πηγαίνομε εις την κόλασιν, τί μας ωφελεί οπού είμαστε άνδρες; Καλύτερα να μην είχαμε γεννηθή εις τον κόσμον.
Ο Ιωακείμ και η Άννα άνοιξαν το σπίτι τους και το είχαν ξενοδοχείον˙ και όπου πτωχός, κουτσός, τυφλός, εις το σπίτι του Ιωακείμ και της Άννας επήγαιναν και αναπαύονταν. Έτσι πρέπει και η ευγενία σας να είσαστε φιλόξενοι, διατί με την φιλοξενίαν, οπού κάμνετε εις τους πτωχούς, μετ’ εκείνην αγοράζετε τον παράδεισον. Δεν έκαμεν παιδιά ο Ιωακείμ και η Άννα. Ως φρόνιμοι και γνωστικοί οπού ήταν, εκατάλαβαν πως ένας είνε ο Θεός, οπού δίνει παιδιά και παίρνει. Επαρακάλεσαν τον πανάγαθον Θεόν να τους χαρίση ένα παιδίον αρσενικόν ή θηλυκόν και να το αφιερώσουνε εις τον Θεόν. Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την καλήν τους γνώμην τους ευλόγησε και εγέννησαν την Δέσποιναν την Θεοτόκον και την έβγαλαν Μαρίαν.
Καθώς ο Ιωακείμ και η Άννα εζητούσαν παιδίον από τον Θεόν και όχι από άνθρωπον, έτσι και η ευγενία σας ό,τι θέλετε να ζητήσετε, από τον Θεόν να ζητάτε και όχι από άνθρωπον. Ο διάβολος έβγαλε πολλά τέκνα και θυγατέρας, και έρχεται ένας και σε λέγει: Δος μου εμένα ένα γρόσι ή δύο και εγώ να σου δώσω βότανα να κάμης αρσενικά, να σε δώσω φυλακτά να μαντεύσης, να γοητεύσης, να ιδής την τύχην σου, την μοίρα σου, το ριζικό σου και άλλα τοιαύτα. Εκείνα οπού ενομοθέτησαν οι άγιοι Πατέρες και όσα είνε της Εκκλησίας μας, είνε καλά και άγια, και ψυχικά και σωματικά˙ και όσα γίνονται έξω της Εκκλησίας μας, είνε όλα του διαβόλου. Και ο διάβολος κάμνει πολλές φορές και θαύματα κατά φαντασίαν, δια να τον πιστεύετε. Και να φεύγετε αυτά, διατί βάνετε φωτιά και καίγεσθε και ψυχικά και σωματικά. Και αν θέλης να ιδής την τύχην σου ή την μοίραν σου, σήκω καμμάτι αυγή και πήγαινε εις την εκκλησίαν και κοιτάξετε τους τάφους των αποθαμένων τι είνε. Στοχάσου και ειπέ:
Δεν ήταν και εκείνοι οι άνθρωποι ωσάν και εμένα και απέθανον; Έτσι μέλλω να πεθάνω και εγώ αύριο και να μην αποτολμήσω να κάμω αυτά τα διαβολικά καμώματα, διατί χάνομαι και αφανίζομαι, και λέγει ο νόμος πως όποιος κάμνει αυτά ή παρακινεί άλλους, είκοσι χρόνους να μη μεταλάβη.
Καθώς ο Ιωακείμ και η Άννα δεν επροτίμησαν το αρσενικόν από το θηλυκόν, έτσι και η ευγενία σας να μην προτιμάτε τα αρσενικά παιδιά σας από τα θηλυκά, διατί όλα τα πλάσματα του Θεού είνε. Καθώς ο Ιωακείμ και η Άννα έβγαλαν την Θεοτόκον το όνομα με νόημα Μαρία, ομοίως και η ευγενία σας, όταν βαπτίζετε τα παιδιά σας, να τα εβγάνετε εις το όνομα των Αγίων, οπού έχουμε νόημα. Μαρία θέλει να ειπή κυρία, ωσάν οπού έμελλεν η Θεοτόκος να γίνη βασίλισσα του ουρανού και της γης και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, να παρακαλή δια τας αμαρτίας μας. Νικόλαος το όνομα λέγεται εκείνος οπού ενίκησε τους λαούς, τους δαίμονας, τα πάθη. Γεώργιος λέγεται γεωρτημένον φυτόν, στολισμένον με καρπούς, με αρετάς χριστιανικάς. Παρασκευή λέγεται εκείνη που ετοιμάσθη δια τον Χριστόν.
Να κάμης μίαν εικόνα του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου, να έχης και τον άγιον του παιδιού σου. Και όταν το παιδίον σηκώνεται από τον ύπνον και σου γυρεύη ψωμί, μην του δίδης, μόνον να πάρης το ψωμί, να το βάλης εμπρός εις την εικόνα του Χριστού και να του ειπής: Εγώ, παιδί μου, δεν έχω ψωμί˙ ο Χριστός έχει. Σήκω να κάμης τον σταυρόν σου, να παρακαλέσωμε τον άγιόν σου να παρακαλέση τον Χριστόν να σου το δώση. Και έτσι το παιδίον παρακινείται δια την αγάπην του ψωμιού και, ευθύς οπού ξυπνά, τον άγιόν του βλέπει. Βλέποντας τότε ο διάβολος το παιδίον πως έχει την ελπίδα του εις τον Χριστόν και εις τον άγιόν του κατακαίεται και φεύγει. Και έτσι να συνηθίζετε τα παιδιά σας, να τα παιδεύετε από μικρά, δια να συνηθίζουν εις τον καλόν δρόμον.
Και αν θέλης να ζήση το παιδίον, εγώ να σε είπω πώς να κάμης˙ να κάμης του παιδιού σου ένα φόρεμα και άλλο ένα εκείνου του πτωχού παιδιού˙ και δια το χατίρι εκείνου του πτωχού παιδιού χαρίζει ο Θεός την ζωήν του παιδιού σου. Και να αγαπάς τα πτωχά τα παιδιά καλύτερα από τα εδικά σου˙ ει δε και να ζητάς πώς να δίνης του παιδιού σου να τρώγη και να πίνη καλά, να έχη εύμορφα φορέματα, και δι’ εκείνο το πτωχό να μη σε μέλη, αύριο βλέπεις το παιδί σου αποθαμένο και καίγεται η καρδιά σου. Και ενώ το πτωχό, το ξυπόλητο, το γυμνό, το πεινασμένο, το καταφρονεμένο το βλέπεις θρεμμένο και είνε ωσάν το γουρουνόπουλο, και το εδικό σου γίνεται ωσάν χτικιασμένο.
Και εκείνην την ημέραν, οπού είνε ο άγιος του παιδιού σου, αν θέλης να κάμης κούρμπανο να εορτάσης τον άγιον, πως πρέπει να κάμης, εγώ σε λέγω. Γίνεται το κούρμπανο θεϊκόν, γίνεται και διαβολικόν.
Θεϊκόν κούρμπανο είνε˙ τώρα θέλεις να δώσης τρία γρόσια να πάρης ένα πρόβατο δόσε ένα γρόσι του παπά σου να σου διαβάση τόσες Λειτουργίες, το άλλο γρόσι πάρε κερί, λιβάνι και λάδι και σύρ’ τα εις την εκκλησίαν να τα κάψουν εμπρός εις τον άγιον και το άλλο γρόσι μοίρασέ το με το χέρι σου κρυφά ελεημοσύνην, να μη σε ξεύρη κανένας. Αυτό είνε το θεϊκόν κούρμπανο. Και να διαβάσης το συναξάρι του αγίου να ακούη το παιδί σου. Και να του ειπής: Ακούεις, παιδί μου, τί έκαμνεν ο άγιός σου; Έτσι να κάμης και συ. Ακούοντας το παιδίον τέτοια θαύματα ζηλεύει και λέγει: Αχ, πότε να γίνω και εγώ ωσάν τον άγιόν μου!
Διαβολικόν κούρμπανο είνε να πάρης ένα πρόβατο, να το μαγειρέψης και να κράξης τους φίλους σου, τους συγγενείς σου, να τρώγετε, να πίνετε, να μεθάτε, να ξερνάτε ωσάν τους σκύλους. Αυτό είνε το διαβολικόν κούρμπανο.
Εμείς ελπίζομεν να σωθώμεν εις το όνομα του Χριστού μας και όχι του προβάτου, ωσάν τους ασεβείς και τους απίστους, οπού κάμνουν τώρα. Η ευγενία σας ποίον θέλετε καλύτερα, το θεϊκόν ή το διαβολικόν κούρμπανο; Το θεϊκόν λοιπόν, αν θέλετε, έτσι να το κάμνετε.
Ένα δένδρο ωσάν το κόψης, ευθύς ξεραίνονται τα κλαριά˙ αμή ωσάν ποτίζης την ρίζαν, στέκονται δροσερά τα κλωνάρια. Ομοίως είστενε και οι γονείς, ωσάν το δένδρον. Και όταν ποτίζεται ο πατέρας και η μητέρα, που είστενε η ρίζα των παιδιών, με νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, με καλά έργα, φυλάγει ο Θεός τα παιδιά σας˙ ωσάν ξηραίνεστε οι γονείς με τις αμαρτίες, θανατώνει ο Θεός τα παιδιά σας και σας βάνει εις την κόλασιν μαζί τους. Είνε μια μηλιά και κάνει ξυνά μήλα. Εμείς τώρα τί πρέπει, να κατηγορούμε τη μηλιά ή τα μήλα; Τη μηλιά. Λοιπόν κάμνετε καλά εσείς οι γονείς, οπού είστενε η μηλιά να γίνωνται και τα μήλα γλυκά.
Από τον καιρόν εκείνον, οπού έκαμεν ο Θεός τον κόσμον, είχανε περάσει τρεις ήμισυ χιλιάδες χρόνοι, οπού δεν είχε πεθάνει παιδίον πρωτύτερα από τον πατέρα. Εις τον καιρόν εκείνον ήτον ένας άνθρωπος, το όνομα του Θάρας. Έβαλε τον διάβολον εις την καρδίαν του και έβγαλεν είδωλα να προσκυνούν δια Θεόν οι άνθρωποι. Και από τότε άρχισαν και αποθαίνουν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονείς, καθώς και τώρα από τις αμαρτίες των γονέων θανατώνει ο Θεός τα παιδιά σας.
Όταν έγινεν η Δέσποινα Θεοτόκος τριών χρονών, ενθυμήθηκαν οι γονείς το χρέος οπού είχανε εις τον Θεόν. Και τί χρέος είχανε; Την είχανε ταμένη την Θεοτόκον εις την εκκλησίαν και την επήγαν και την αφιέρωσαν.
Και καθώς ο Ιωακείμ και η Άννα ενθυμήθηκαν το χρέος τους και το έκαμαν, έτσι πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί να ενθυμούμεθα πάντοτε το χρέος μας, οπού έχομεν εις τον Θεόν να το κάμνωμεν, και τότε να ζητούμεν τον παράδεισον πληρωμήν. Και τί χρέος έχομεν; Τον παράδεισον τον θέλομεν, και το χρέος μας δεν το ξεύρομεν. Σας λέγω εγώ παραμικρόν, ζητήσετε και η ευγενία σας να μάθετε το περισσότερον.
Μας εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός τα ομμάτιά μας να τηράζωμεν εις τον ουρανόν, να βλέπωμεν τα άστρα, τον ήλιον, το φεγγάρι, τα πάντα, να δοξάζωμεν τον Θεόν και να λέγωμεν: Θεέ μου, εάν αυτός ο ήλιος είνε τόσον λαμπρός, οπού είνε κτίσμα, αμή εσύ, οπού έκαμες τον ήλιον, πόσον είσαι λαμπρότερος! Αχ, Θεέ μου, αξίωσέ με να σε απολαύσω. Αυτό είνε το χρέος μας, αδελφοί μου. Και δεν μας έδωκεν ο Θεός τα ομμάτιά μας να βλέπωμεν οι γυναίκες άνδρας και οι άνδρες γυναίκας ή και να βλέπωμεν του αδελφού μας το πράγμα να το κλέπτωμεν και να φονεύωμεν τους αδελφούς μας ή να παίζωμεν τα χαρτιά, τα παιγνίδια του διαβόλου, και να ζούμε με αίματα και αδικίες των αδελφών μας.
Μας εχάρισεν ο Θεός τα ποδάρια μας. Έχομεν χρέος να πηγαίνωμεν εις την εκκλησίαν, να στεκώμεθα με ευλάβειαν και να περιπατώμεν εις τον καλόν δρόμον. Και δεν μας έδωκεν ο Θεός τα ποδάρια μας να περιπατώμεν εις τα βουνά ωσάν τους σκύλους, ωσάν τα θηρία, να παίρνωμεν το σεγγούνι τους, να τους ψένωμεν και να παίρνωμεν τα πράγματά τους.
Μας εχάρισεν ο Θεός πλούτον. Έχομεν χρέος να τρώγωμεν και να πίνωμεν το αρκετόν μας, τα ρουχαλάκια μας τα αρκετά, και τα επίλοιπα να τα εξοδιάζωμεν εις τους πτωχούς δια την ψυχήν μας. Και δεν μας έδωκεν ο Θεός τον πλούτον δια να πολυτρώγωμεν και να κάμωμεν πολύτιμα φορέματα και παλάτια υψηλά, να χορεύουν τα ποντίκια αύριον, και οι πτωχοί να αποθάνουν από την πείναν. Αυτό είνε το χρέος μας, αδελφοί μου˙ έτσι το ηξεύρετε. Από την σήμερον και ύστερα έτσι να κάμνετε, αν θέλετε να σωθήτε.
Θέλεις να καταλάβης, αδελφέ μου, το χρέος οπού έχεις εις τον Θεόν; Εσύ, αδελφέ μου, έχεις μίαν γυναίκα. Είσαι ευχαριστημένος να την φιλήση άλλος σε ένα μήνα; Όχι. Σε ένα χρόνο; Όχι. Σε δέκα χρόνους; Όχι. Σε πενήντα χρόνους; Όχι. Σε εκατό χρόνους; Όχι. Να πορνεύση άλλος με την γυναίκα σου δεν το ευχαριστείσαι, να εγγίζη το δάκτυλό του άλλος επάνου της μήτε αυτό δεν το θέλεις. Τόσην μερίδα σε θέλει ο Θεός να μη έχης και συ με τον διάβολον, όσην μερίδα δεν θέλεις και εσύ να έχη άλλος με την γυναίκα σου. Δεν μας έκαμεν ο Θεός δια τον διάβολον και δια την κόλασιν, αλλά δια του λόγου του και δια τον παράδεισον. Αυτό είνε το χρέος μας, χριστιανοί μου.
Εις την εκκλησίαν, οπού επήγαν ο Ιωακείμ και η Άννα την Θεοτόκον, ήτο αρχιερεύς τον καιρόν εκείνον ο προφήτης Ζαχαρίας, ο πατήρ του τιμίου Προδρόμου. Και καθώς την είδε, τον εφώτισε το Πνεύμα το Άγιον και εκατάλαβε πως αύτη είνε οπού μέλλει να γεννήση την ζωήν την αιώνιον, τον Χριστόν. Και ευθύς την αγκάλιασε και την εφίλει, την επήρε και την έβαλε μέσα εις το άγιον Βήμα.
Διατί το άγιον Βήμα σημαίνει και τον άγιον Τάφον του Χριστού μας. Πηγαίνετε καμμίαν φοράν εις τον άγιον Τάφον να προσκυνήσετε; Εις άλλα κοσμικά και διαβολικά πηγαίνετε, και εκεί, οπού εβάλθηκεν ο Χριστός μας δια τας αμαρτίας μας, δεν πηγαίνετε; Τόσην αγάπην έχετε του Χριστού;
Μέσα εις το άγιον Βήμα μίαν φοράν τον χρόνον επήγαινεν ο αρχιερεύς και την έβλεπεν την Θεοτόκον.
Να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε, άγιοι ιερείς˙ σιμά εις τα πολλά οπού σας εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός, σας εχάρισε και το άγιον Βήμα, οπού σημαίνει τον θρόνον του Θεού. Και να φυλάγεσθε εσείς οι κοσμικοί να μην μπαίνετε εις το άγιον Βήμα, διατί βάνετε φωτιά και καίγεσθε. Να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε ομοίως και οι άνδρες˙ σιμά εις τα πολλά καλά, οπού σας εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός, σας εχάρισεν και το καθολικόν, οπού σημαίνει τον παράδεισον. Ομοίως πάλιν να χαίρεστε και να ευφραίνεστε χιλιάδες φορές και οι γυναίκες˙ εις τα πολλά καλά, οπού σας εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός, σας εχάρισεν και τον νάρθηκα, οπού σημαίνει την πόρτα του παραδείσου.
Πρέπει και εμείς οι ευσεβείς χριστιανοί, όταν πηγαίνωμεν εις την εκκλησίαν, να στεκώμαστε με ευλάβειαν, με φόβον, και τρόμον, δια να λάβωμεν συγχώρησιν των αμαρτιών μας.
Και καθώς, όταν μπαίνωμεν μέσα εις τον τάφον και λησμονούμεν όλα τα κοσμικά, ομοίως και όταν μπαίνωμεν μέσα εις το στασίδι, πρέπει να λησμονούμεν όλα τα κακά. Το στασίδι τί είνε; Ένας τάφος ορθός και μας τον εχάρισεν ο Θεός δια διδάσκαλον, να μπαίνωμεν μέσα και να στοχαζώμαστε τας αμαρτίας μας, τον θάνατον, την κόλασιν, τον παράδεισον.
Εάν το κάμνετε έτσι, πολύ καλά το κάμνετε˙ ει δε και πηγαίνετε και στολίζεστε και περιεργάζεστε ένας τον άλλον και κάνετε κουβέντες και λακριντιά μέσα εις την εκκλησίαν, βάνετε φωτιά και καίεστε.
Εδώ, χριστιανοί μου, πώς πηγαίνετε; Κάμετε λακριντιά μέσα εις την εκκλησίαν; – Κάνουμε, άγιε του Θεού. – Αμή η αγιωσύνη σας, άγιοι ιερείς, τί τους λέγετε; – Τους λέγουμε να μη κουβεντιάζουνε, μα αυτοί δεν μας ακούν. – Και τί είνε η αφορμή και δεν σας ακούν; Με φαίνεται πώς να είστενε η αιτία η αγιωσύνη σας και δεν σας ακούν. Ας σηκωθή επάνω ένας παπάς από την αγιωσύνη σας να τον ερωτήσω ένα ερώτημα. Έχεις παιδιά παπά μου; – Έχω. – Όταν βάνης την τράπεζα να φάγουν ψωμί τα παιδιά σου, πού πρέπει να την βάλης, εις την μέσην από τα παιδιά σου, δια να σώνουν όλα, ή εις την άκρην, τα μισά να τρώγουν και τα άλλα μισά να μη τρώγουν; – Εις την μέσην, δια να σώνουν όλα. – Μα αν τύχη και την βάλης εις την άκρην, τα μισά να τρώγουν και τα άλλα μισά να μην τρώγουν, δεν πρέπει να σε κατητορήσουν τα παιδιά σου; – Πρέπει. – Να ιδούμε τώρα, δέσποτά μου, ποίος είνε πατέρας, τράπεζα ποιά είνε, το φαγί ποίον είνε και ποιά είνε τα παιδιά.
Πατέρας πνευματικός και επίτροπος είσαι εσύ, η αγιωσύνη σου, οπού σε έκαμεν ο Θεός, μητέρα είνε η Εκκλησία, τράπεζα το αναλόγι, φαγί είνε τα βιβλία της Εκκλησίας και το άγιον Ευαγγέλιον, παιδιά πνευματικά είνε οι χριστιανοί. Τώρα δεν με φαίνεται πως ομοίως πρέπει να κάνη και η αγιωσύνη σου (δεν το λέγω μόνον δια λόγου σου, αλλά να ακούουν και οι άλλοι), να βάλης το αναλόγι εις το μέσον της εκκλησίας, να διαβάζης παστρικά και μεγαλοφώνως δια να ακούουν όλοι οι χριστιανοί. Και ωσάν ακούουν, δεν κουβεντιάζουν˙ αμή όταν διαβάζης εμπρός εις τον Χριστόν και τα λέγης μέσα σου, οπού ο Χριστός το ηξεύρει και τα ακούεις μοναχός σου, έτσι και οι χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, ωσάν δεν ακούουν και δεν έχουν φαγί, αρχινούνε τα λακριντιά μέσα εις την εκκλησίαν και λέγει η μία γυναίκα την άλλην ποία έχει καλύτερον φόρεμα και στολίδια, ύστερα παίρνουν και φεύγουν και δεν έχουν όρεξιν να ματαέρθουν. Και γίνεσαι αιτία και κολάζονται και εκείνες και κολάζεσαι και η αγιωσύνη σου.
Μα τί πρέπει να κάμης, παπά μου, δια να μην κολασθής; Ετραγούδησες καμμίαν φοράν, δέσποτά μου; Εγώ είδα μίαν φοράν ένα πόρνον, οπού εδιάβαινε από κάτω από ένα σπίτι υψηλό, και εις ένα παράθυρον μίαν κόρην. Την είδε ο πόρνος, μα δεν την έβλεπε τόσον καλά. Ανέβηκε εις υψηλότερον τόπον και την έβλεπε καλύτερα. Αρχίνισε και ετραγούδα και έλεγε: Αχ μαύρα μάτια, μαύρα φρίδια (να ειπώ και άλλο ένα) στου παπά τα παραθύρια. Τί ήτανε ο σκοπός του; Να διώξη τον Χριστόν από την καρδιά της κόρης και να της φέρη τον διάβολον, να διώξη την παρθενίαν και να φέρη την πορνείαν.
Τώρα δεν πρέπει η αγιωσύνη σου να κάμης ομοίως; Να ανεβής υψηλά και να λέγης με κατάνυξιν και μεγαλοφώνως; – Ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου. Και αν ημπορής, να κλαίης, δια να διώξης τον διάβολον από την καρδίαν των χριστιανών και να φέρης τον Χριστόν˙ να διώξης την πορνείαν και να φέρης την παρθενίαν, να διώξης την υπερηφάνειαν και να φέρης την ταπείνωσιν. Αν θέλετε, ιερείς, να σωθήτε και να σωθούν και οι χριστιανοί, αυτό να κάμετε.
Μέσα εις το άγιον Βήμα η Δέσποινα η Θεοτόκος ήτο δώδεκα χρόνους. Άγγελος Κυρίου την έτρεφε με ουρανίαν τροφήν, με τους Αγγέλους εσυνομιλούσε και έγινε και καλλιωτέρα από τους Αγγέλους. Εις τους δώδεκα χρόνους εφώτισεν ο πανάγαθος Θεός τον πατέρα και την μητέρα της και την αρραβώνιασαν δια πολλές οικονομίες. Και έρχεται άγγελος Κυρίου και της λέγει: Μαρία, εσύ πρέπει να χαίρεσαι από όλον τον κόσμον περισσότερον και από ημάς τους Αγγέλους, διότι εσύ μέλλει να γεννήσης τον Υιόν και Λόγον του Θεού και Θεόν αληθινόν, τον Χριστόν, εκ Πνεύματος Αγίου, χωρίς άνδρα, παρθένος, και πάλιν να μείνης παρθένος, δια να ελευθερώση ο Χριστός τον άνθρωπον από τας χείρας του διαβόλου, καθώς οι Προφήται προεκήρυξαν. Τότε εσηκώθηκε η Δέσποινα Θεοτόκος, εδόξασε τον Θεόν και είπε: Σε δοξάζω, Κύριέ μου, προσκυνώ και σε λατρεύω, πώς εκαταδέχθης να γίνης άνθρωπος από μένα την δούλη σου. Έτοιμη είμαι λοιπόν η δούλη σου και ας γίνη το θέλημά σου το άγιον. Ευθύς συνέλαβε τον γλυκύτατόν μας Ιησούν Χριστόν και Θεόν.
Εγεννήθη ο Κύριος, αδελφοί μου, από γυναίκα, δια να ευλογήση την γυναίκα, επειδή και η γυναίκα έλαβε πρώτον την κατάραν εις τον παράδεισον, η γυναίκα εκρήμνισε τον κόσμον και τον επήγεν εις την κόλασιν, πάλιν η γυναίκα εγέννησε τον Χριστόν και έλαβε την ευλογίαν.
Εγεννήθηκεν ο Κύριος από αρραβωνιασμένην, δια να ευλογήση τον γάμον, επειδή και η αρραβώνα είνε αρχή του γάμου, δια να δείξη και εσένα παράδειγμα, πως το δακτυλίδι οπού πρώτον δίδει ο άνδρας εις την γυναίκα πρέπει να είνε μαλαματένιο και να το βάλη εις το δάκτυλό της η γυναίκα καθαρή ωσάν ετούτο το μάλαμα. Έ, τότες να το δεχτής και να το βάλης εις το δάκτυλό σου, και να προτιμήσης να χάσης την ζωήν σου και το κεφάλι σου παρά να καταπατήσης την τιμήν του ανδρός σου. Ομοίως στέλνεις και εσύ η γυναίκα εις τον άνδρα ένα δακτυλίδι ασημένιο, να τον διδάξης και αυτόν. Του φανερώνεις με το δακτυλίδι και λέγεις πως ανίσως εσύ ο άνδρας και είσαι στέρεος ωσάν το ασήμι, έ, τότες να το δεχτής και να το βάλης εις το δάκτυλό σου, και να βάνης την ζωήν σου και το κεφάλι σου δια την γυναίκα σου. Αυτό φανερώνει η αρραβώνα του γάμου. Να χαίρεστε και να ευφραίνεστε χιλιάδες φορές οι παντρεμένες τίμια δια τα πολλά καλά οπού σας εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός˙ σας εχάρισε και ευλογημένον γάμον.
Να κλαίετε δια τους ασεβείς και απίστους˙ ανάμεσα εις τα πολλά κακά οπού έχουν, έχουν και καταφρονεμένον γάμον. Πώς γίνεται ομοίως ο γάμος των χριστιανών ευλογημένος και πώς γίνεται καταφρονημένος, ήγουν κατηραμένος, δεν είνε εδικόν μου έργον να ηξεύρω και να το διδάσκω˙ εγώ πρέπει να ηξεύρω την καλογερικήν μου να σωθώ. Είνε άπρεπον ο καλόγηρος να διδάσκη περί γάμων. Μα πάλιν από το άπρεπον εβγαίνομεν κέρδος. Εκείνο οπού ήθελα να σου ειπώ, εγώ παιδί μου, έπρεπεν ο πατέρας σου και η μητέρα σου να σου τα ειπή. Μα επειδή και εκείνοι δεν ηξεύρουν να σου τα ειπούν, σου λέγω εγώ παραμικρόν, ζήτησε και από λόγου σου να μάθης τα πολλά.
Άκουσε, παιδί μου˙ όταν θέλης να υπανδρευθής, να ζητήσης, πρώτον, γυναίκα να μην είνε από την συγγένειά σου, οπού το εμποδίζει ο νόμος της Εκκλησίας˙ δεύτερον, να έχη τον φόβον του Θεού εις την ψυχήν της˙ και τρίτον, να είνε στολισμένη με την εντροπήν. Επήρες γυναίκα πτωχή, επήρες σκλάβα˙ επήρες γυναίκα πλούσια, έγινες εσύ σκλάβος, επήρες ραβδί της κεφαλής σου. Πρώτον να εξομολογήσθε και να στεφανώνεστε εις την εκκλησίαν.
Και πώς πρέπει να στεφανώνεστε; Να πάρη ο παπάς το νουνό, το γαμβρό και τη νύφη, ένα δύο ανθρώπους, να πάρη μία λειτουργία, να βάλη τα στέφανα, δύο δακτυλίδια και δύο λαμπάδες. Να πηγαίνουν εις την εκκλησίαν. Να βάνη τον άνδρα εις τα δεξιά και την γυναίκα εις τα αριστερά και να πηγαίνη μέσα εις το άγιον Βήμα ο παπάς να ανάψη τας δύο λαμπάδας και να κρεμάση τα στεφάνια εμπρός εις την αγίαν Τράπεζαν και να βάνη τα δύο δακτυλίδια επάνω, το ένα να τηράζη μέσα και το άλλο έξω, διατί φανερώνει πως όταν γυρίζη ο αρραβωνιαστικός και τηράζη την αρραβωνιαστικήν, να γυρίζη το πρόσωπόν της από το άλλο μέρος˙ ομοίως και η αρραβωνιαστική τον γαμβρόν. Και ωσάν τελειώση την Λειτουργίαν, να πάρη ο παπάς δισκέλι, να το βάλη εις την μέση της εκκλησίας και να βάλη απάνω το άγιον Ευαγγέλιον, τα δακτυλίδια και τα στεφάνια, να πάρη το γαμβρό και τη νύφη να τους βάλη αντάμα. Και να πάρη το θυμιατό και τις δύο λαμπάδες αναμμένες, να θυμιάση το γαμβρό σταυροειδώς τρεις φορές.
Το θυμιατό σημαίνει την Δέσποινα, την Θεοτόκον˙ τα κάρβουνα είνε μέσα στο θυμιατό και δεν καίεται˙ έτσι και η Δέσποινα η Θεοτόκος εδέχθηκε τον Χριστόν και δεν εκάηκε, αλλά μάλιστα εφωτίσθηκε. Το θυμίαμα σημαίνει το Πανάγιον Πνεύμα, το κούπωμα του θυμιατού σημαίνει την σκέπην του Αγίου Πνεύματος, οι τρεις αλυσίδες σημαίνουν την Αγίαν Τριάδα, τα κουδουνόπουλα σημαίνουν την διδασκαλίαν των αγίων Αποστόλων. Και έτσι θυμιάζει ο ιερεύς τον γαμβρόν, τον διδάσκει λέγοντάς του: Εγώ ετούτο προσκυνώ και αν θέλης και εσύ και είσαι χριστιανός ορθόδοξος, ετούτο προσκύνα. Και έτσι σκύφτει και προσκυνεί και ο παπάς και ο γαμβρός. Αυτό σημαίνει το θυμιατό.
Και ερωτά ο παπάς τον γαμβρόν: Θέλεις την Μαρίαν δια γυναίκα σου; Ανίσως και ειπή: Την θέλω, του δίδει την λαμπάδα. Ομοίως ρωτά και την νύμφην: Θέλεις εσύ, Μαρία, τον Ιωάννην δια άνδρα; Ανίσως και τον θέλη, δεν ομιλεί, μόνον σκύπτει την κεφαλήν της˙ ει δε και δεν τον θέλει και είνε χωρίς το θέλημά της, φωνάζει: Δεν τον θέλω. Και ωσάν ειπή πώς δεν τον θέλει, ο παπάς να μη βάλη χέρι να τους στεφανώση, διότι κολάζονται. Αν είνε με το θέλημα και των δύο, έ, τότες να τους στεφανώνη. Και έπειτα από το στεφάνωμα να τους μεταλαμβάνη τα Άχραντα Μυστήρια. Και ανίσως έχουν κανένα εμπόδιον, ας τους κοινωνήση το κοινόν ποτήριον. Ύστερα τους παίρνουν ψάλλοντας, και πηγαίνοντας εις το σπίτι κάνει δέησιν ο παπάς, ευλογεί την τράπεζαν και φεύγει.
Και ωσάν περάσουν τρεις ημέρες, ε, τότες να σμίγετε το ανδρόγυνον˙ και να φυλάγεστε τις Κυριακές, εορτές με ευγένειαν, ωσάν χριστιανοί. Δεν έδωσεν ο Θεός την γυναίκα δια πορνείαν, αλλά δια παιδιά. Και να μην κοιμάστε εις ένα στρώμα την Κυριακήν, διότι μας γκρεμνίζει ο διάβολος, και μάλιστα τις εορτές. Και εσύ ο άνδρας να φεύγης την ξένην γυναίκα καθώς φεύγει το φίδι. Και όχι μόνον την ξένην γυναίκα, άλλ’ είνε καιρός να φεύγης και την εδικήν σου. Έτυχεν η γυναίκα σου και έχει συνήθεια ή εγγαστρώθη, πρέπει να φυλάγεσαι, ή εγέννησε και δεν εσαράντισε, δεν εκαθαρίστηκε. Και εάν θέλης να σμίξης με την γυναίκα σου, πάρε παράδειγμα˙ ρώτησε τον γεωργόν να ιδής πόσες φορές σπέρνει το χωράφι τον χρόνον. Μίαν φοράν και το αφήνει ως οπού γίνεται, και τότε το θερίζει και ύστερα πάλιν, ωσάν θέλη, το ματασπέρνει. Ομοίως και εσύ, αδελφέ μου. Έσμιξες με την γυναίκα σου, εγγαστρώθηκε; Αναχώρησε έως οπού να γεννήση, να σαραντίση και καθαρισθή, και τότε σπέρνεις και άλλο. Και κάμε σαράντα, πενήντα παιδιά.
Ήθελα να σου ειπώ ένα λόγον, μα είνε αισχρός κομμάτι και θέλετε με κατηγορήσετε. Δεν βλέπετε τα ζώα που σμίγουν έως που να εγγαστρωθή το θηλυκόν και ωσάν γεννήση, έ, τότες ματασμίγουν; Και ημείς οι άνθρωποι δεν τα ντρεπόμαστε να είμαστε χειρότεροι και από τα ζώα. Μά πάλιν δεν ημπορείς να κάμνης αυτό, σου πέφτει βαρύ; Κάμε άλλο ταπεινώσου και είπε πως είσαι ανάξιος, αμαρτωλός και χειρότερος από τα ζώα κατηγόρησε του λόγου σου, και έτσι ημπορεί να σε σπλαγχνισθή ο Θεός να σε σώση. Αμή να κάμης την αμαρτίαν, να καυχάσαι, να λέγης πως είσαι άγιος, γίνεται τούτο να είνε; Ωσάν παιδιά μου πνευματικά σας συμβουλεύω˙ σας το είπα πως εις σε λόγου μου είνε άπρεπον να τα λέγω αυτά, μα τι να κάμω πάλιν; Βλέποντας το γένος μας εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται, εστενεύτηκα και σας είπα αυτά, δια να ωφεληθήτε τίποτες.
Και να είνε ο άνδρας ωσάν βασιλεύς και η γυναίκα ωσάν βεζίρης, ήτοι ο άνδρας ωσάν κεφαλή και η γυναίκα ωσάν σώμα, τότε ευλογεί ο Θεός τον άνδρα και την γυναίκα και τα παιδιά σας και δεν σας κολλά κανένα κακόν πράγμα, μήτε αμποδέματα, μήτε γητεύματα, μήτε κανένα. Έτσι περνάτε και εδώ καλά και πηγαίνετε και εις τον παράδεισον να χαίρεστε πάντοτε. Και πλέον εξουσίαν δεν έχετε να χωρίζεστε και μόνον ο θάνατος και η πορνεία σας χωρίζει.
Και αν τύχη και ξεπέση η γυναίκα με άλλον άνδρα ή ο άνδρας με άλλην γυναίκα, έχουν χρέος να πηγαίνουν εις τον αρχιερέα να τους χωρίζη. Μα πάλιν εκείνος οπού αδικηθή από την γυναίκα του, και δεν την χωρίση, έχει μισθόν εις την ψυχήν του. Αμή είνε τρόπος η γυναίκα σου να πορνεύση με άλλον και να την συγχωρήσης; Είνε. Και τι τρόπος είνε; Εσύ, παιδί μου, πηγαίνεις εις την ξενιτιά, εις το χωράφιον, η γυναίκα εξέπεσε με άλλον πρόσωπον. Ήλθες εις το σπίτι σου. Τί πρέπει να κάμη η γυναίκα σου; Πρέπει να πάρη ένα τσεκούρι και ένα ξύλο και να σου βάλη μίαν μετάνοιαν και να σου φιλήση το χέρι και να σε ειπή: Πάρε ετούτο το τσεκούρι και το ξύλο και να με κάμης μίαν χάριν˙ βάλε με επάνω να με κάμης λιανά λιανά κομμάτια, ρίξε με να με φάνε οι σκύλοι, διατί δεν είμαι άξια να βλέπω το πρόσωπόν σου, επειδή και εκαταπάτησα την τιμήν σου και από εκεί οπού ήμουν θυγατέρα του Χριστού, έγινα θυγατέρα του διαβόλου. Τί λέγεις, παιδί μου, σε βαστά η καρδιά σου να την σκοτώσης ή να την σχωρέσης; Με φαίνεται πως θα πής:
Ας είσαι συγχωρεμένη, μα άλλην φοράν να μη το ματακάμης. Αμή πότε την χωρίζεις; Όταν έλθης από την ξενιτειά και το μάθης από τον γείτονά σου, τότε βιάζεσαι εξ ανάγκης να την χωρίσης. Έτσι και ο Κύριος αύριον εις την Δευτέραν Παρουσίαν, ανίσως και μας εύρη ανεξομολόγητους, αμετανοήτους, αδιορθώτους, βιάζεται να μας βάλη εις την κόλασιν˙ ει δε, όταν μας εύρη μετανοημένους, μας σπλαγχνίζεται και μας βάνει εις τον παράδεισον να χαιρώμαστε πάντοτε.
Γίνεται πάλιν κατηραμένος ο γάμος να πάρης γυναίκα από την συγγένειάν σου, οπού το εμποδίζει ο νόμος, και να βάνης τύμπανα και βιολιά, χορούς και τραγούδια, ντουφέκια, στολίδια και άλλα διαβολικά καμώματα. Τότε γίνεται κατηραμένος ο γάμος, γεννώνται τα παιδιά σας τυφλά, βουβά, κουφά, κακορρίζικα, σεληνιάζονται και τα βλέπετε εσείς οι γονείς και καίεται η καρδιά σας και σας θανατώνει ο Θεός παράκαιρα και σας βάνει εις την κόλασιν. Και να μην τον κάμνετε τον γάμον την Κυριακήν, μόνον όποια ημέρα θέλετε της εβδομάδος. Όχι πως το εμποδίζει ο νόμος, αλλά δια τας αταξίας οπού γίνονται και μάλιστα λείπετε και από την Λειτουργίαν και η Λειτουργία πρέπει να γίνεται ξεχωριστή δια τον γαμβρόν και δια την νύμφην.
Εγεννήθη ο Κύριος, αδελφοί μου, εκείνην την ημέραν, δια να προτιμήση την παρθενίαν. Καθώς εμείς οι άνθρωποι προτιμούμε το μάλαμα από το ασήμι, έτσι και ο Κύριος αγαπά τον γάμον, ναι, μα περισσότερον την παρθενίαν, δια να σου δείξη παράδειγμα και εσένα πως ανίσως και ημπορής να φυλάξης παρθενίαν και θέλης να γίνης καλόγηρος ή η γυναίκα καλογραία, είσαι καλότυχος και τρισμακάριος, είσαι ελεύθερος από ετούτα τα κοσμικά, είσαι ωσάν άγγελος.
Αμή ωσάν θέλης να φυλάξης την παρθενίαν, πρέπει πρώτον θεμέλιον να βάλης την ακτημοσύνην και να μην έχης σακκούλαν, να μην έχης κασσέλα και να τηγανίζης το σώμα σου καθώς τηγανίζεις το ψάρι με νηστείες, προσευχές, αγρυπνίες, με κακοπάθειες, δια να νεκρώνης, να ταπεινώνης την σάρκα, οπού είνε ένας λύκος, ένα γουρούνι, ένα θηρίον, ένα λεοντάρι.
Και να φεύγης τον κόσμον, μα περισσότερον την γυναίκα˙ και όχι πάλιν να μισής την γυναίκα, διατί είνε πλάσμα Θεού, αλλά τα πάθη οπού ακολουθούν οι άνθρωποι. Και αν τύχη και περάσης από ένα σοκάκι και εις το ένα μέρος είνε η γυναίκα και εις το άλλο είνε ο διάβολος, να μην απεράσης εκείθεν οπού είνε η γυναίκα, μόνον από εκεί οπού είνε ο διάβολος, διατί κάνεις τον σταυρόν σου και φεύγει, μα η γυναίκα δεν φεύγει. Και καθώς είνε δύσκολον το αρνί να συναναστρέφεται με τον λύκον και να μην φαγωθή ή τα λιανόξυλα με τα κάρβουνα να μην καγούν, έτσι είνε δύσκολον ο καλόγηρος να συναναστρέφεται με γυναίκες και η καλογριά με άνδρες και να μην μολυνθούν και να σκανδαλισθούν. Με άλλον τρόπον δεν ημπορεί ο καλόγηρος να σωθή παρά μακρυά να φεύγη τον κόσμον, είνε κανένας καλόγηρος εδώ; Φύγε, καλόγηρέ μου, πήγαινε εις την έρημον, εάν θέλης να σωθής.
Μα θέλετε ειπή: Και συ καλόγηρος είσαι διατί συναναστρέφεσαι εις τον κόσμον; Και εγώ, αδελφοί μου, κακά το κάμνω, μα επειδή το γένος μας έπεσεν εις αμάθειαν, είπα: Ας χάση ο Χριστός εμένα, ένα πρόβατον, και ας κερδίση τα άλλα. Ίσως η ευσπλαγχνία του Θεού και η ευχή του σώση και εμένα.
Θέλοντας ο Κύριος να μας δείξη τον τρόπον, πώς να βγάνωμεν εκείνην την κατάραν, οπού έλαβεν ο πατέρας μας ο Αδάμ μέσα εις τον παράδεισον και η μητέρα μας, εβαπτίσθη ο Κύριος μέσα εις τον Ιορδάνην ποταμόν από τον τίμιον Πρόδρομον.
Πρέπει και εμείς οι ευσεβείς χριστιανοί, αδελφοί μου, να χαιρώμαστε και να ευφραινώμαστε χιλιάδες φορές εις τα πολλά καλά οπού μας εχάρισεν ο Κύριος και μάλιστα εις το άγιον Βάπτισμα. Πρέπει και εμείς να φυλάγωμεν το Βάπτισμα καθαρόν και αμόλυντον όσον είνε δυνατόν.
Ει δε και τύχει και σφλώμεν ως άνθρωποι, ας είνε δοξασμένος ο πανάγαθος Θεός, οπού μας εχάρισε και δεύτερον Βάπτισμα, την αγίαν Εξομολόγησιν, διατί αβάπτιστος και ανεξομολόγητος άνθρωπος είνε αδύνατον να σωθή.
Καλύτερα, αδελφοί μου, να θανατώσης εκατόν ανθρώπους βαπτισμένους, παρά να αφήσης ένα παιδίον αβάπτιστον να αποθάνη. Και αν τύχη ανάγκη και θέλη να αποθάνη το παιδίον και δεν επρόφθασεν ο παπάς να το βαπτίση, ας το βαπτίση όποιος τύχη, ο πατέρας, η μητέρα, αδελφός, γείτονας και μάλιστα η μαμμή. Βάλε αρκετό νερό και λάδι, σταύρωσέ το και βάπτισέ το. Ειπέ: Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού… εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Και αν ζήση, το τελειώνει ο παπάς. Μα έτυχε και δεν έχεις νερό; Πάρε τρεις φούχτες χώμα και χύσε το στο κεφάλι του και ειπέ καθώς και πρώτα. Έτυχε πάλιν και δεν έχεις και χώμα; Βάπτισέ το εις τον αέρα και ειπέ ομοίως. Και μην το κάμνετε καθώς ένας τρελλός και ανόητος άνθρωπος έλεγε πως γίνεται κουμπάρος και άφησε το παιδίον αβάπτιστον και απέθανε, δια να μη χωρισθή από την γυναίκα του. Εις την ανάγκην δεν γίνοντα κουμπάροι και ο άνδρας ωσάν θέλη ματασμίγει με την γυναίκα του, δεν έχουν κανέν εμπόδιον.
Ομοίως πάλιν, αν τύχη ανάγκη και θέλη να αποθάνη και ένας άνθρωπος και δεν επρόφθασεν ο παπάς να τον εξομολογήση, ας εξομολογηθή εις όποιος τύχη και να αποθάνη εξομολογημένος˙ είνε ελπίδα πως ημπορεί να σωθή˙ει δε να μεταλάβη ανεξομολόγητος, δεν ωφελεί τίποτες.
Άγιοι ιερείς, πρέπει να έχετε κολυμβήθρες μεγάλας εις τας εκκλησίας, έως οπού να χώνεται όλον το παιδίον μέσα, να κολυμβά οπού να μην μείνη ίσα με του ψύλλου το μάτι άβρεχο, διατί και εκεί προχωρεί ο διάβολος και δια τούτο τα παιδιά σας σεληνιάζονται, δαιμονίζονται, έχουν φόβο, γίνονται κακορρίζικα, διατί δεν είνε καλά βαπτισμένα.
Όποιος θέλει να κάμη δια την ψυχήν του από την ευγενίαν σας καμμίαν κολυμβήθραν, ας σηκωθή απάνω να του ειπώ πως πρέπει να την κάμη και να βάλω όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσουν, να λάβη μίαν συγχώρησιν, οπού να έδινε χίλια πουγγιά δεν την εύρισκε. Άκου εσύ, παιδί μου, εσύ που θέλεις να την κάμης την κολυμβήθραν˙ να πης του μαστόρου να την κάμη δύο απιθαμές βαθειά από μέσα και μίαν απιθαμήν κάτω πλατειά και απάνω δύο απιθαμές πλατειά. Να έχη δύο δάκτυλα πάτο απουκάτου δια να στέκη. Να της κάμης δύο χερούλια δια να πιάνεται και ένα καπάκι από πάνω δια να σκεπάζεται. Και να είναι όλα χαλκωματένια, να την γανώσης. Και πες του μαστόρου να γράψη το όνομά σου επάνω δια να μνημονεύεσαι.
Εσείς παιδιά μου, παρακαλείτε να βαπτίζετε παιδιά˙ και δεν είνε καλύτερα να κάμετε κολυμβήθραν, να βαπτίζετε χιλιάδες παιδιά, δια να έχετε περισσότερον μισθόν εις την ψυχήν σας; Και να εξετάζετε όποια εκκλησίαν δεν έχει να κάμετε. Και εις την Πόλιν να φθάσης να στείλης και πανταχού τον ίδιον μισθόν έχεις. Σας παρακαλώ να ειπήτε και δια τον κύρ Ιωάννην, οπού θέλει να φτιάση μια κολυμβήθραν, να ειπήτε τρεις φορές: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτόν.
Ωσάν εβαπτίσθη ο Κύριος, αδελφοί μου, εις τον Ιορδάνην ποταμόν από τον τίμιον Πρόδρομον, αρχίνισε να διδάσκη τον κόσμον να μετανοούν, να βαπτίζωνται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Θέλοντας ο Κύριος να ξερριζώση κάθε απιστία και κάθε κακία από την καρδίαν των ανθρώπων, δεν εμεταχειρίσθη να δίνη άσπρα και φλωρία και καθώς οι αιρετικοί και μάλιστα ο αντίχριστος˙ άλλ’ αρχίνισε να κάμνη θαύματα καθώς τον έπρεπε ωσάν Θεός, να ιατρεύη τυφλούς και κουφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους και, το μεγαλύτερον, να προστάζη τους νεκρούς να ανασταίνωνται. Ανάστησε και τον Λάζαρον, οπού είχε τέσσαρες ημέρας εις τον τάφον έζησε και τριάντα χρόνια ύστερα από την ανάστασιν και έγινε και αρχιερεύς. Και βλέποντας οι άνθρωποι φανερά τον Χριστόν μας να κάμνη θαύματα εκατάλαβαν πως είνε Θεός, διατί μόνος ο Θεός έχει την εξουσία να προστάζη τους νεκρούς και να ανασταίνωνται.
Έπιπταν εκεί άνθρωποι χιλιάδες και επίστευαν και εβαπτίζονταν. Και επίστεψαν και μερικοί Εβραίοι, μα οι μεγαλύτεροι, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, όχι μόνον δεν επίστευσαν, αλλά έβαλαν τον διάβολον εις την καρδιάν τους, καθώς τον έχουν έως την σήμερον, και έβαλαν σκοπόν να σταυρώσουν τον Χριστόν μας.
Την Μεγάλην Πέμπτην το βράδυ, ηξεύροντας ο Κύριος ως καρδιογνώστης Θεός πάντα τα μέλλοντα και μάλιστα την κακίαν των ιερέων και του Ιούδα, επήρε και έπλυνε τα πόδια των αγίων Αποστόλων, δια να σου δείξη παράδειγμα και εσένα, και βασιλεύς να είσαι, πάντοτε να ταπεινώνεσαι και να τιμάς εκείνον τον πτωχόν και να τον έχης καλύτερα από λόγου σου και να μην τον καταφρονάς, διότι αύριον βλέπεις εκείνον τον πτωχόν, τον γυμνόν, τον πεινασμένον, τον καταφρονημένον μέσα εις τον παράδεισον να χαίρεται, και εσύ πηγαίνεις εις την κόλασιν και καίεσαι.
Εκάθησεν ο Κύριος και εδίδαξεν τους αγίους Αποστόλους πολλά και διάφορα νοήματα. Σιμά εις τα πολλά τους διδάσκει και ετούτα και λέγει: Να ηξεύρετε, μαθηταί μου, πώς ένας από σας, ο Ιούδας, θέλει να με πουλήση εις τους Εβραίους δια τρία φλωρία και να με περιγελάσουν οι Εβραίοι, να με υβρίσουν, να με δείρουν, να με σταυρώσουν˙ όμως μη λυπείσθε, μαθηταί μου, διατί εγώ θέλω να σταυρωθώ με το θέλημά μου, δια να σταυρώσω την αμαρτίαν και τον διάβολον, και την τρίτην ημέραν θέλω να αναστηθώ, να δώσω ζωήν των ανθρώπων. Και η ανάστασίς μου θέλει προξενήσει χαρά εις τον ουρανόν, χαρά εις όλον τον κόσμον, φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις την καρδίαν των Εβραίων και μάλιστα του διαβόλου.
Θέλοντας ο Κύριος να μας δώση ζωήν την αιώνιον, την ουράνιον τροφήν, επήρε ψωμί και κρασί και το ευλόγησε και έκαμε τα Άχραντα Μυστήρια, το πανάγιον Σώμα και Αίμα του, και εμετάλαβε τους δώδεκα Αποστόλους. Οι ένδεκα Απόστολοι, ευθύς όπου εμετάλαβαν τα Άχραντα Μυστήρια με καλήν γνώμην, με καλήν προαίρεσιν, εφωτίστηκαν, ελαμπρύνθηκαν, έγιναν ως σοφοί διδάσκαλοι του κόσμου και με εκείνην την χαράν ελαλούσανε όλοι τις γλώσσες του κόσμου, και επέρασαν εδώ καλά και επήγαν εις τον παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε.
Ο Ιούδας ο κακός, οπού εμετάλαβε τα Άχραντα Μυστήρια με κακήν γνώμην, με κακήν προαίρεσιν, εσκοτίσθη, εμπήκεν ο διάβολος μέσα εις την καρδιά του και επρήσθηκε τόσον, οπού εις ένα σοκάκι, οπού εχωρούσε να περάσουν δύο αμάξια με ευκολία, και εκείνος δεν εχωρούσε. Και απέθανε με κακόν θάνατον και επήγεν εις την κόλασιν και καίγεται μαζί με τον διάβολον πάντοτε.
Ήταν μία χώρα που ελέγετο Ισκαρία, κοντά εις τα Ιεροσόλυμα. Εκεί ήταν ένας Εβραίος με την γυναίκα του. Βλέπει η γυναίκα του εις τον ύπνο της πώς θέλει να γεννήση ένα διάβολο να κάψη όλον τον κόσμο. Το εφανέρωσεν εις τον άνδρα της τι και τι είδε. Τέλος πάντων εγέννησε τον Ιούδα. Τον εφύλαξαν δύο μήνες και ύστερα τον έβαλαν μέσα εις μίαν κασσέλα και τον έρριξαν εις την θάλασσαν και είπαν, αν θέλη ο Θεός, να γλυτώση˙ αλλέως, ας χαθή. Εκεί εις τον λιμένα ήταν κάπιοι περαστικοί και βλέποντας την κασσέλα εις το πέλαγος έκαμαν τρόπο και την έβγαλαν. Την ανοίγουν και ηύραν το παιδίον μέσα και το έβγαλαν και το επήγαν εις την χώραν τους, την Ισκαρίαν, και δεν το είπαν κανενός πώς το ηύραν εις την θάλασσαν, μόνον είπαν πως είνε ορφανό παιδί. Είπαν οι γονείς του: Δεν το παίρνουμε να το κάμωμε παιδί μας; Και έτσι το επήραν και το έθρεψαν. Εις τον χρόνον εγέννησε και άλλο ένα παιδί η μάνα του. Όταν εγένηκαν δώδεκα χρόνων τα παιδία, εκάκισαν αναμέσον τους και ο Ιούδας έδειρε το αληθινόν παιδίον.
Λέγουν οι γονείς του Ιούδα: Διατί το έδειρες το παιδί μας; Εσένα σε έχουμε ψυχοπαίδι. Εμείς, παιδί μου, ίσα θα σας αφήσωμεν κληρονόμους να μοιράσετε εις την μέσην. Ακούοντας ο Ιούδας πως ίσα θα πάρη μερτικό με το άλλο παιδί, τί τον παρακίνησε ο διάβολος να κάμη από την φιλαργυρίαν του; Μίαν ημέραν εσήκωσε ένα λιθάρι και εσκότωσε τον αδελφό του. Τί να κάμη ο πατέρας; Να τον σκωτώση; Τον ελυπήθη. Ο Ιούδας, ωσάν εσκότωσε το παιδί, εφοβήθη και έφυγε, και πηγαίνοντας εις τα Ιεροσόλυμα εμπήκεν εις ένα βασιλέα δούλος. Και του έδωσε την εξουσίαν, την σακκούλαν, ο βασιλεύς δια να εξοδιάζη, ήτοι να δίνη και να παίρνη. Διατί εμπήκε εις τον βασιλέα; Από την πολλήν του φιλαργυρίαν που είχε, εστοχάσθη πώς κάτι έχει να καζαντίση. Θέλει να δώση δέκα παράδες να πάρη ψάρια, και αυτός από την φιλαργυρίαν του έδινε τους πέντε. Οι γονείς του, ωσάν δεν είχαν άλλο παιδίον, τι να κάμνουν, επήγαν εις τα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν την Σιών, όπου έκτισε ο Σολομών.
Και ωσάν επήγαιναν εκεί, τους άρεσεν ο τόπος και αγόρασαν ένα περιβόλι και μετ’ εκείνο εζούσανε. Ο Ιούδας επήγαινε και έπαιρνε λάχανα από το περιβόλι. Εδιάβηκε καιρός και μίαν ημέραν από τις πολλές λέγει ο περιβολάρης: Διατί μου κρατείς το δίκαιόν μου; Τα λάχανα, οπού έχεις παρμένα, κάνουν δέκα γρόσια, και εσύ, μου δίνεις τα πέντε˙ θέλω να το ειπώ του βασιλέως πως με αδικείς. Ακούοντας ο Ιούδας πως θέλει να τόνε μαρτυρήση εις τον βασιλέα, έβγαλε ένα μαχαίρι και τον έσφαξε. Φωνάζει η γυναίκα: Πώς να κάμω, λέγει, βασιλεύ; Ο δούλος σου εσκότωσε τον άνδρα μου. Της λέγει ο βασιλεύς: Πάρε τον Ιούδα δια άνδρα σου να σε θρέψη. Τί να κάνη η στενεμένη, τον επήρε για άνδρα. Μίαν ημέραν εσυνομιλούσαν εκεί πούθε είνε ο ένας και ο άλλος. Και ερωτώντας και εξετάζοντας εγνωρίσθηκαν πως είναι μάνα και υιός. Τότε λέγουν: Αλλοίμονο εις εμάς. Τον καιρόν εκείνον επεριπάταγε ο Χριστός μας και εδίδασκε. Ακούοντας ο Ιούδας και η μητέρα, η γυναίκα του, πως κάμνει θαύματα και δεν παίρνει άσπρα, είπεν ο Ιούδας:
Τώρα είνε καιρός να πάγω να καζαντίσω. Επήγανε εις τον Χριστόν και εξωμολογηθήκανε. Και τους εσυγχώρησε. Τους είπε να υπάγουν οπίσω. Ο Ιούδας απόμεινε και έγινεν Απόστολος. Ο Χριστός μας ευθύς τον εκατάλαβε πως είνε φιλάργυρος και του έδωσε την σακκούλαν να εξοδιάζη, αυτός από την φιλαργυρίαν του επούλησε τον Χριστόν μας δια τριάκοντα αργύρια εις τους Εβραίους και επήγεν εις την κόλασιν και καίεται μαζί με τον διάβολον πάντοτε.
Ακούετε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα είνε η φιλαργυρία; Έτσι το έκαμε και ένας παπάς εις μίαν χώραν˙ επούλαγε τον Χριστόν από την φιλαργυρίαν του, δια να παίρνη άσπρα. Και του έκοψεν ο Θεός την ζωήν του με κακόν θάνατον, ωσάν τον Ιούδα, και επήγεν εις την κόλασιν να καίγεται με τον διάβολον. Εκαταλάβατε, αδελφοί μου, το νόημα, όποιος έχει το πάθος της φιλαργυρίας τί παθαίνει; Παθαίνει καθώς έπαθε και ο Ιούδας.
Φθάνουν αυτά οπού σας είπα, χριστιανοί μου. Έχω και δύο λογισμούς καθώς και εψές. Ο ένας λογισμός με λέγει καθώς και εψές να σας ευχηθώ και να ευχηθήτε, να πηγαίνω εις άλλο μέρος, να ακούσουν και άλλοι χριστιανοί, οπού δεν άκουσαν ποτέ λόγον του Θεού. Ο άλλος λογισμός με λέγει: Μίαν φοράν οπού ήλθες έως εδώ, μη πηγαίνης˙ κάθησε και το βράδυ να τους ειπής και τα επίλοιπα: τότε εύχεσαι τους χριστιανούς, σε εύχονται και εκείνοι και τότε πηγαίνεις. Τώρα τι σας φαίνεται εύλογον, αδελφοί μου, να κάμω, να πηγαίνω ή να καθήσω; – Να καθήσης, άγιε του Θεού. – Καλά, παιδιά μου, ας είνε˙ δια την αγάπην του Χριστού μας και δια την αγάπην σας κάθομαι, μόνον να συμμαζωχθήτε εις τις οχτώ ώρες, να διαβάσωμεν τον Εσπερινόν μας, να ειπούμε και μίαν Παράκλησιν, να βάλωμεν την Δέσποινά μας την Θεοτόκον μεσίτρια, να μεσιτεύση εις τον Χριστόν, επειδή και ο Υιός της είνε ωργισμένος κατά πάνου μας από τις πολλές μας αμαρτίες και θέλει να μας καταποντίση. Τί καρτερούμε, αδελφοί μου;
Σήμερον αύριον το τέλος του κόσμου δια τούτο φροντίζετε να διορθωθήτε.
Τούτο σας λέγω πάλιν τώρα εις το τέλος˙ να χαίρεστε και να ευφραίνεστε, πώς αξιωθήκατε και είσθε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί. Ομοίως πάλιν να κλαίγετε και να θρηνήτε δια τους ασεβείς και απίστους και αιρετικούς οπού περιπατούνε εις το σκότος, εις τας χείρας του διαβόλου. Προσέχετε, αδελφοί μου, να μην υπερηφανεύεστε, να μην φονεύετε, να μην κλέπτετε, να μην κάμνετε όρκους, να μην λέγετε ψεύματα, να μην κατατρέχετε ο ένας τον άλλον, να μην συκοφαντήτε, να μην στολίζετε ετούτο το σώμα το βρώμικο, οπού αύριον θα το φάνε τα σκουλήκια, αλλά να στολίζετε την ψυχήν σας, οπού είνε τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον. Νηστεύετε το κατά δύναμιν, προσεύχεστε το κατά δύναμιν, κάμνετε ελεημοσύνην το κατά δύναμιν και να έχετε τον θάνατον πάντοτε εμπρός εις τα μάτια σας. Και έτερος καλύτερος διδάσκαλος δεν είνε άλλος από τον θάνατον.
Δεν είμαι άξιος, αδελφοί μου, να σας διδάσκω και να σας συμβουλεύω˙ πλην αποτολμώ και παρακαλώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν και Θεόν να στείλη ουρανόθεν την χάριν και την ευλογίαν του, να ευλογήση και αυτήν την χώραν και όλα τα χωρία των χριστιανών, να ευλογήση τα σπίτια σας και τα πράγματά σας και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, άμποτε να ευσπλαχνισθή ο Κύριος, να συγχωρήση τα αμαρτήματά σας και να σας αξιώση να περάσετε και εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα και εις αυτήν την ματαίαν ζωήν, και μετά ταύτα να πηγαίνετε εις τον παράδεισον, εις την πατρίδα μας την αληθινήν, να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε, να δοξάζετε, να προσκυνήτε Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον.
Ανίσως και είνε κανένας από λόγου σας να αφήση τα γένεια του, ας σηκωθή απάνω να μου το ειπή, να τον φιλεύσω ένα χτένι και να βάνω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσουν, να γίνωμε και αδελφοί.
Όποια γυναίκα θέλει να κάμη φερετζέ, δια να σκεπάζεται όταν πηγαίνη εις την εκκλησίαν ας μου το ειπή, να βάλω όλους τους χριστιανούς να την συγχωρέσουνε και να παρακαλώ τον Θεόν εις όσον καιρόν και αν ζήση δια την ψυχήν της και δια τα παιδιά της.
Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα εις το σπίτι του να μην κουβεντιάζη αρβανίτικα, ας σηκωθή απάνω να μου το ειπή και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν, από τον καιρόν οπού εγεννήθη έως τώρα, και να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσουν και να λάβη μίαν συγχώρησιν, οπού αν έδινε χιλιάδες πουγγιά, δεν την εματάβρισκε.
Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε και δια εμένα τον αμαρτωλόν τρεις φορές: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτόν. Συγχωρείτε με και εμένα τον αμαρτωλόν και ο Θεός συγχωρήσοι.
Από το βιβλίο: «Ο Αποστολικός Αμβων του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (Διδαχέσ, Επιστολές)». Της μοναχής Ευθυμίας, ηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Μεγαδένδρου Θέρμου.
Εκδοση Ι. Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Μεγαδένδρου. Αθήναι 2010.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.