118. Όταν ο Πέτρος είπε αυτά, η μητέρα μη υποφέροντας φώναξε δυνατά˙ Αλλοίμονο, άνδρα μου, εσύ μεν αγαπώντας μας με απόφασή σου πέθανες, ενώ εμείς ζώντας βλέπουμε το φως, και τώρα τρώμε. Πριν όμως σταματήσει η πρώτη αυτή θρηνώδης κραυγή, να μπήκε και ο γέροντας και θέλοντας να μάθει την αιτία της κραυγής βλέποντας τη γυναίκα είπε˙ αλλοίμονο, τί είναι αυτό; Ποιάν βλέπω; Πλησιάζοντας τότε και κοιτάζοντάς την πιο προσεκτικά, μόλις τον είδε κι εκείνη, την αγκάλιασε. Και οι δυο τους από την απρόσμενη χαρά τους παραμιλούσαν, και ενώ ήθελαν να μιλήσουν ο ένας στον άλλο, από τη μεγάλη χαρά τους δέθηκε η γλώσσα τους και δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τους εαυτούς τους. Ύστερα από πολλή ώρα είπε η μητέρα σ’ αυτόν˙ Σε έχω, Φαύστες, εσένα τον πιο γλυκό από όλους. Πώς όμως ζεις, συ που πριν λίγο ακούσαμε ότι έχεις πεθάνει; Αυτοί εδώ είναι οι γιοί μας, ο Φαυστίνος και ο Φαυστινιανός, και ο πολυαγαπημένος Κλήμης.
Όταν είπε αυτά, εμείς οι τρεις πέσαμε επάνω του και, γεμίζοντάς τον με φιλιά, ξαναφέραμε στη μνήμη μας κάπως θολά τη μορφή του.
119. Ο Πέτρος βλέποντάς τα αυτά είπε˙ Συ είσαι ο Φαύστος, ο άντρας αυτής και πατέρας των παιδιών της;
Και αυτός είπε˙ Εγώ είμαι.
Και ο Πέτρος˙ Γιατί τότε μου διηγήθηκες τα δικά σου, σαν να πρόκειται για άλλον, αναφέροντας κόπους και στενοχώρια και τάφο;
Και ο πατέρας απάντησε˙ Επειδή ήμουν συγγενής του Καίσαρα και δεν ήθελα να φανερωθώ, απέδωσα σε κάποιον άλλο τη διήγηση, για να μη αναγνωρισθώ ποιος είμαι. Διότι ήξερα ότι αν αναγνωρισθώ, οι τοπικοί άρχοντες, μαθαίνοντάς το, θα με επαναφέρουν, κάνοντάς με δώρο στον Καίσαρα, και θα με περιβάλουν πάλι με την παλιά ευτυχία, την οποία με όλη μου την καρδιά προηγουμένως είχα απαρνηθεί, γιατί δεν ανεχόμουν καθόλου να ζω και να πολιτεύομαι χωρίς τα αγαπημένα μου παιδιά.
120. Και ο Πέτρος˙ Αυτά βέβαια τα έκανες όπως σκέφτηκες, όμως όταν ισχυριζόσουν για την τύχη έλεγες ψέματα, ή μήπως τα υποστήριζες αληθινά;
Και ο πατέρας είπε˙ Δεν θα πω ψέματα σε σένα˙ αλήθεια υποστήριζα την τύχη σα να υπάρχει πραγματικά. Γιατί δεν είμαι αμύητος στο θέμα αυτό, αλλά πραγματικά υπήρχε μαζί μου κάποιος άριστος αστρολόγος, άνδρας Αιγύπτιος, που λεγόταν Αννουβίωνας, ο οποίος κατά τις αποδημίες μου συνδέθηκε αρχικά μαζί μου με φιλία, και μου φανέρωσε τον θάνατο της γυναίκας μου μαζί με τα παιδιά.
Και ο Πέτρος˙ Επομένως πείσθηκες τώρα από τα ίδια τα πράγματα, ότι δεν ευσταθούν τα σχετικά με την τύχη;
Και ο πατέρας απάντησε˙ Αισθάνομαι την ανάγκη να σου εκθέσω λεπτομερώς όσα ξεπερνούν τον νου μου, για να μάθω πάλι από σένα τα πραγματικά και σίγουρα˙ γνωρίζω ότι οι αστρολόγοι φταίνε σε πολλά, αλλά και σε πολλά προσεγγίζουν την αλήθεια˙ μήπως λοιπόν σ’ εκείνα που τα εξακριβώνουν λένε την αλήθεια, ενώ σ’ εκείνα που διαψεύδονται, πάσχουν από αμάθεια˙ έτσι υποθέτω ότι η διδασκαλία τους ευσταθεί, αλλά αυτοί από αμάθεια και μόνο λένε ψέματα, επειδή δεν μπορούν όλοι να τα εξακριβώσουν.
Και ο Πέτρος είπε˙ Πρόσεχε, μήπως αυτά στα οποία επαληθεύονται, τα προλέγουν επειδή τα πετυχαίνουν στην τύχη, και όχι επειδή τα εξακριβώνουν. Γιατί αναγκαστικά, από τα πολλά που λένε, μερικά θα συμβαίνουν.
Και ο γέροντας˙ Πώς μπορώ λοιπόν να βεβαιωθώ εάν υπάρχει τύχη ή όχι;
118. Ταύτα του Πέτρου ειπόντος, η μήτηρ μη φέρουσα μέγα ανέκραγεν˙ Οίμοι, άνερ, ως αγαπών ημάς, κρίσει μεν αυτός ετελεύτησας, ημείς δε ζώντες το φως ορώμεν και τροφής άρτι μεταλαμβάνομεν. Ούπω δε της μιας ταύτης ολολυγής παυσαμένης, ιδού και ο γέρων εισήει, και άμα τω βούλεσθαι αυτόν της κραυγής την αιτίαν πυνθάνεσθαι εις την γυναίκα εμβλέψας έφη˙ Οίμοι, τί θέλει τούτο είναι; Τίνα ορώ; Προσελθών δε και ακριβέστερον ενιδών και οραθείς περιεπλέκετο. Οι δε υπό χαράς αιφνιδίου διεφώνουν αμφότεροι, και λαλείν αλλήλοις βουλόμενοι, αφασία συσχεθέντες εκ της απλήστου χαράς επέχειν εαυτούς ουκ ηδύναντο. Και μετά πολύ προς αυτόν η μήτηρ˙ Έχω σε, Φαύστσε, τον κατά πάντα μι γλυκύτατον. Πώς άρα ζης, ον ως τεθνεώτα μικρώ πρόσθεν ηκούσαμεν; Πλην ούτοί εισίν ημών οι υιοί, Φαυστίνος και Φαυστινιανός και ο ποθεινός Κλήμης. Ταύτα ειπούσης, ημείς οι τρεις προσπεσόντες αυτώ και καταφιλούντες, την εκείνου μορφήν αμυδρώς πώς καταμανθάνομεν.
119. Α και βλέπων ο Πέτρος˙ Συ ει Φαύστος, είπεν, ο ταύτης ανήρ και των αυτής παίδων πατήρ;
Ο δε˙ Εγώ ειμί, έφη.
Και ο Πέτρος˙ Πώς ουν μοι τους σεαυτού ως περί άλλου διηγήσω πόνους ειπών και λύπην και τάφον;
Και ο πατήρ απεκρίνατο˙ Συγγενής ων Καίσαρος και γενέσθαι κατάφωρος ουκ εθέλων, επ’ άλλω τινί την εξήγησιν ενετυπωσάμην, ίν’ αυτοίς όστις ειμί μη επιγνωσθώ. Ήδειν γαρ ότι, ει αναγνώριμος γένωμαι, οι κατά τόπον ηγούμενοι ταύτα μαθόντες ανακαλέσονται. Καίσαρι κεχαρισμένα ποιούντες, και την του βίου πάλιν ευδαιμονίαν μοι περιθήσουσιν, ώπερ όλη προθέσει πρότερον απεταξάμην, άνευ των εμοί φιλτάτων τέκνων πολιτεύεσθαι ή ζην μη ανεχόμενος.
120. Και ο Πέτρος˙ Ταύτα μεν εποίησας ως εβουλεύσω. Περί δε γενέσεως άρα ψευδόμενος διασχυρίζων, ή ως αληθεύων εβεβαίους;
Και ο πατήρ˙ Ου ψεύσομαι, έφη, προς σε˙ ως αληθώς άρα ούσης γενέσεως εβεβαίουν. Έχω γαρ ουκ αμύητος του θεωρήματος˙ πλην αλλά και συνήν μοι τις, αστρολόγων ανήρ άριστος Αιγύπτιος, Αννουβίων ονόματι, όστις εν ταις αποδημίαις κατ’ αρχάς μοι φιλιωθείς τον της εμής συμβίου μετά των τέκνων θάνατον εδήλου.
Και ο Πέτρος˙ Ουκούν έργω πέπεισαι νυν, ότι ου συνέστηκε τα κατά την γένεσιν;
Και ο πατήρ απεκρίνατο˙ Ανάγκη με πάντα τα τον εμόν υπερβαίνοντα νουν κατά μέρος εκθέσθαί σοι, ίνα παρά σου πάλιν ταληθή μάθω και βέβαια˙ πολλά πταίειν οίδα τους αστρολόγους πολλά δε και της αληθείας αυτούς εφικνείσθαι˙ αλλά μη πώς α μεν ακριβούσιν, αληθεύουσιν, α δε πταίουσιν, αμαθία πάσχουσιν, ως υπονοείν με, το μεν μάθημα συνεστάναι, τους δε δι’ αμαθίαν ψεύδεσθαι μόνην, δια το μη πάντας περί πάντων ακριβούν δύνασθαι.
Και ο Πέτρος˙ Άπεχε, έφη, μη πως περί ων αληθεύουσιν, ως επιτυγχάνοντες, και ουχί ως ακριβούντες άρα προλέγουσιν˙ ανάγκη γαρ πάσα εκ πολλών των λεγομένων αποβαίνειν τινά.
Και ο γέρων˙ Πώς ουν έστι περί τούτου με πιστωθήναι. Το είτε συνέστηκε το κατά την γένεσιν, ή ού;
***
121. Και ενώ και οι δύο σιωπούσαν, εγώ ο Κλήμης είπα˙ Επειδή γνωρίζω πολύ καλά αυτό το θέμα, ενώ ο κύριος και πατέρας όχι τόσο πολύ, θα ήθελα να έρθει ο ίδιος ο Αννουβίωνας για να μιλήσει στον πατέρα. Γιατί έτσι θα μπορούσε να γίνει φανερό το πράγμα, εφόσον θα συζητήσει ένας τεχνίτης με ένα συντεχνίτη του.
Και ο πατέρας απάντησε˙ Πού όμως είναι δυνατόν να συναντήσουμε τον Αννουβίωνα;
Και ο Πέτρος˙ Στην Αντιόχεια, είπε˙ διότι μαθαίνω ότι εκεί βρίσκεται ο Σίμωνας ο Μάγος, τον οποίο ακολουθεί ο Αννουβίωνας και είναι αχώριστος από αυτόν. Επομένως, εάν πάμε εκεί, και εάν τους προλάβουμε, η συζήτηση θα γίνει με εκείνον. Και αφού συζητήσαμε πολλά και δοκιμάσαμε μεγάλη χαρά για την αναγνώριση και ευχαριστήσαμε τον Θεό, επειδή βράδυασε πήγαμε για ύπνο.
122. Και όταν ξημέρωσε ο πατέρας μαζί με την μητέρα και τους τρεις γιους μπαίνοντας εκεί όπου βρισκόταν ο Πέτρος, αφού χαιρέτισε κάθισε˙ έπειτα καθίσαμε και εμείς με δική του προτροπή.
Και ο Πέτρος, κοιτάζοντας τον πατέρα είπε˙ Ανυπομονώ να γίνεις ομόδοξος με τη γυναίκα και τα παιδιά, για να τρως και εδώ μαζί τους και εκεί, μετά από τον χωρισμό του σώματος και της ψυχής, να βρίσκεσαι μαζί τους και να ζεις με ευφροσύνη. Ή μήπως δεν προκαλεί μεγάλη λύπη σε σένα και σ’ αυτούς το να μη βρίσκεσθε μαζί;
Και ο πατέρας είπε˙ Και πολύ μάλιστα.
Και ο Πέτρος˙ Εφόσον λοιπόν σε λυπεί το ότι εδώ είστε χωρισμένοι μεταξύ σας, πόσο περισσότερο θα σε στενοχωρήσει το ότι μετά τον θάνατο, που θα συμβεί οπωσδήποτε, εσύ, που είσαι άνδρας σοφός, με την ισχυρογνωμοσύνη σου ν’ αποχωριστείς τους δικούς σου, και εκείνοι θα υποφέρουν περισσότερο, γνωρίζοντας ότι εσένα που πιστεύεις άλλα, σε περιμένει αιώνια κόλαση, με κατηγορηματική κρίση της πίστεώς μας.
123. Και ο πατέρας είπε˙ Αλλά δεν είναι δυνατόν, αγαπητέ μου, να κολάζονται οι ψυχές στον άδη, αφού αυτή (η ψυχή) μόλις χωριστεί από το σώμα διαλύεται στον αέρα.
Και ο Πέτρος είπε˙ Μέχρι να σε πείσουμε λοιπόν γι’ αυτό, απάντησέ μου˙ Δεν νομίζεις, ότι εσύ, που δεν πιστεύεις στην κόλαση, δεν θα λυπάσαι, ενώ εκείνοι που είναι πεπεισμένοι για σένα, ότι έχεις μεγάλη ανάγκη, θα στενοχωριούνται πάρα πολύ;
Και ο πατέρας˙ Μιλάς λογικά.
Και ο Πέτρος˙ Γιατί λοιπόν δεν τους απαλλάσσεις από τη μεγάλη λύπη για σένα, συμφωνώντας στην πίστη, όχι φυσικά από οίκτο, αλλά από ευγνωμοσύνη ακούοντας αυτά που σου λέω και κρίνοντας εάν αυτά είναι έτσι ή όχι; Και εάν είναι έτσι όπως τα λέμε, και εδώ θα περάσεις ευχάριστα με τα αγαπημένα σου πρόσωπα, και εκεί θα αναπαυθείς μαζί τους. Εάν πάλι με τους συλλογισμούς σου αποδείξεις ότι αυτά που λέγονται από μας είναι κάποιος ψεύτικος μύθος, θα τους κάνεις και αυτούς ομόφρονές σου, και θα κάνεις καλά, διότι θα τους σταματήσεις από το να στηρίζονται σε μάταιες ελπίδες, και θα τους απαλλάξεις από ψεύτικους φόβους.
121. Αμφοτέρων ουν σιωπώντων εγώ Κλήμης˙ Επειδή το μάθημα, έφην, ακριβώς επίσταμαι, ο δε κύριος και ο πατήρ ουχ ούτως, ήθελον, ει αυτός Αννουβίων παρήν, επί του πατρός ποιήσασθαι λόγον. Ούτω γαρ αν το πράγμα εις φανερόν ελθείν ηδύνατο, τεχνίτου προς ομότεχνον την ζήτησιν εσχηκότος.
Και ο πατήρ απεκρίνατο˙ Πού ουν δυνατόν εστίν Αννουβίωνι συντυχείν.
Και ο Πέτρος˙ Εν Αντιοχεία, έφη˙ εκεί γαρ μανθάνω Σίμωνα τον Μάγον επιδημείν, ω και παρεπόμενος Αννουβίων αχώριστός εστίν. Επάν ουν εκεί γενώμεθα, εάν γε καταλάβωμεν αυτούς, η ζήτησις επ’ εκείνου γενήσεται. Και ομώς πολλά διαλεχθέντες και επί τω αναγνωρισμώ χαράς πληρωθέντες και Θεώ πολλήν χάριν ομολογούντες, εσπέρας καταλαβούσης, εις ύπνον ετράπημεν.
122. Όρθρου δε γενομένου ο πατήρ μετά της μητρός και των τριών υιών εισελθών ένθα ο Πέτρος ην, προσαγορεύσας εκαθέσθη, έπειτα και ημείς, αυτού κελεύσαντος.
Και ο Πέτρος τω πατρί προσβλέψας˙ Σπεύδω σε, έφη, ομόφρονα γενέσθαι γυναικί και τέκνοις, όπως αυτοίς και ενταύθα ομοδίαιτος ης, κακεί μετά τον από του σώματος της ψυχής χωρισμόν συνών εν ευφροσύνη διάγης. Ή γαρ ου τα μέγιστά σε τε λυπεί και αυτούς το μη αλλήλοις συνείναι;
Και ο πατήρ έφη˙ Και πάνυ γε.
Και ο Πέτρος˙ Ει ουν και ενταύθα το αλλήλων κεχωρίσθαι λυπεί, μετά θάνατον πάντως γενόμενον, πόσω γε μάλλον λυπήσει, σε μεν άνδρα σοφόν όντα τω της γνώμης σου λόγω των σων κεχωρίσθαι, αυτούς δε πολύ μάλλον οδυνάσθαι τω ειδέναι, ότι σε άλλα φρονούντα αιώνιος μένει κόλασις, ρητού δόγματος αποφάσει;
123. Και ο πατήρ έφη˙ Άλλ’ ουκ έστιν, ω φίλτατε, το εν άδου ψυχάς κολάζεσθαι, αυτής άμα τω αποστήναι του σώματος εις αέρα λυομένης.
Και ο Πέτρος έφη˙ Μέχρις ουν ότε αν περί τούτου πείσομέν σε, απόκριναί μοι˙ Ου δοκεί σοι, σε μεν τη κολάσει διαπιστούντα μη λυπείσθαι, εκείνους δε περί σου πεπεισμένους ως άρα ου μικράν έχεις ανάγκην εκ περισσού ανιάσθαι;
Και ο πατήρ˙ Ακολούθως λέγεις.
Και ο Πέτρος˙ Δια τί δε αυτούς ουκ απαλλάξεις μεγίστης περί σου λύπης, τη πίστει συνθέμενος, ου δυσωπία λέγω, άλλ’ ευγνωμοσύνη, περί των υπ’ εμού λεγομένων σοι ακούων, και κρίνων ει ταύτα ούτως έχει ή ου; Και ει μεν ούτως έχει ως λέγομεν, και ώδε συναπολαύσεις τοις φιλτάτοις, κακεί συναναπαύση˙ ει δε εν τη των λόγων σου σκέψει δείξης τα υφ’ ημών λεγόμενα ψευδή τινά μύθον είναι και ομογνώμονάς σου λάβοις αυτούς, και ούτω καλώς ποιήσεις˙ του τε γαρ κεναίς ελπίσιν επερείδεσθαι παύσεις, και φόβω αυτούς ψευδών απαλλάξεις.
***
124. Και ο πατέρας˙ Μου φαίνεται ότι λες πολλά σωστά πράγματα.
Και ο Πέτρος˙ Τί είναι εκείνο λοιπόν που σε εμποδίζει ν’ ασπασθείς τη δική μας πίστη; Διότι δεν έχεις ούτε ενασχολήσεις με αγορές, ούτε με εργασίες, ούτε με καλλιέργειες, ούτε φροντίδες για κανένα από αυτά, και μπορείς να καταλάβεις ότι κανένα από τα δημιουργήματα δεν έγινε στην τύχη, αν φυσικά δεν υπάρχει πρόνοια. Και ολοφάνερη απόδειξη αυτού είναι όλα όσα συνέβηκαν με σένα και τα παιδιά σου και τη γυναίκα σου. Διότι, εάν ήταν μαζί σου και βρίσκονταν εδώ, δεν θα δέχονταν το κήρυγμα της ευσέβειας, ούτε θα μπορούσαν να γνωρίσουν την αλήθεια. Γι’ αυτό, μαζί με την αποδημία, προβλέφθηκε και το ναυάγιο και η υποψία του πικρού θανάτου. Ακόμα και η εξάσκηση αυτών γύρω από τα ελληνικά διδάγματα, για να είναι σε θέση, όταν θα στρέφονταν προς την ευσέβεια, να τα ανασκευάζουν με μεγάλη ευκολία, εφόσον προηγουμένως τα είχαν διδαχθεί, και εκείνα που τότε κακώς τα πρόβαλλαν σαν επιχειρήματα εναντίον της ευσέβειας, τα ίδια στον κατάλληλο χρόνο να τα χρησιμοποιούν καλώς για την υπεράσπιση της ευσέβειας.
Γνωρίζεις άλλωστε και συ καλά και από την ύστερα από τόσα χρόνια αναγνώριση, και από αυτά τα οποία, στο διάστημα που μεσολάβησε, κανόνισε η Πρόνοια, ότι τίποτε από αυτά που γίνονται δεν γίνεται από μόνο του και στην τύχη˙ και ότι εκείνη είναι που ορίζει και συγκρατεί αυτό το σύμπαν διαρκώς και το συντηρεί, έστω και αν πολλά ξεπερνούν τη δική μας σκέψη.
125. Όταν ο πατέρας τα άκουσε αυτά, παίρνοντας τον λόγο είπε˙ Μη νομίζεις, κύριέ μου Πέτρε, ότι διαφεύγει τελείως τον νου μου η δύναμη του λόγου που κηρύσσεται από σένα˙ άλλωστε και ο γιος μου Κλήμης μου είπε πολλά όλη τη νύχτα, για να ασπασθώ αυτά που λες και να με φέρει με κάθε τρόπο σ’ αυτά. Και εγώ του είπα˙ Τί πιο καινούργιο μπορεί κανείς να παραγγείλει από αυτά που μας νουθέτησαν οι αρχαίοι;
Και εκείνος, χαμογελώντας είπε˙ Υπάρχει μεγάλη διαφορά, πατέρα, ανάμεσα στους λόγους της θεοσέβειας και της φιλοσοφίας. Διότι ο λόγος της αλήθειας έχει σίγουρη την απόδειξη της προφητείας, ενώ ο λόγος της φιλοσοφίας με τη σύνθεση των λόγων και των στοχασμών νομίζει ότι παρουσιάζει αποδείξεις.
Και μόλις είπε αυτά, για παράδειγμα μου εξέθεσε τον λόγο για τη φιλανθρωπία, που όχι πολύ πριν του είχες αναπτύξει, ο οποίος μου φάνηκε πάρα πολύ άδικος, και θα πω γιατί. Έλεγε ότι είναι δίκαιο, ακόμα και σ’ εκείνον που του παίρνει το επανωφόρι, να του δίνει και το εσώρουχο, και εάν τον αγγαρεύει για ένα μίλι, να πηγαίνει μαζί του δύο˙ και άλλα τέτοια.1
124. Και ο πατήρ˙ Πολλά φαίνη μοι εύλογα λέγων.
Και ο Πέτρος˙ Τί ουν εστί το κωλύον συνθέσθαι σε τη ημετέρα πίστει; Ούτε γαρ ασχολίαις αγορασμών, ούτε πράξεων, ούτε γεωργιών, ου φροντίδων, ουδενί τούτων κατέχη˙ δύνασαι δε νοείν ως ουκ αυτομάτως εγένετό τι των όντων, οία προνοίας ουκ ούσης. Και τούτο δείγμα σαφέστατον, τα περί σε και τα σα τέκνα και την γυναίκα γεγενημένα. Ει γαρ παρά σοι όντες και εις δεύρο ετύγχανον, ουκ αν τον της ευσεβείας λόγον εδέξαντο, ουκ αν επιγνώναι την αλήθειαν ηδυνήθησαν. Δια τούτο μετά της αποδημίας και ναυάγιον ωκονομήθη και πικρού θανάτου υπόνοια˙ προσέτι δε και η περί τα ελληνικά τούτων άσκησις, ίν’ ως πρότερον αυτά παιδευθέντες, είτα μεταβαλόντες προς την ευσέβειαν, δυνατοί ώσιν ετοίμως αυτά και μετά πολλής ανασκευάζειν της ευκολίας, και α κακώς τηνικαύτα κατά της ευσεβείας προυβάλλοντο, τούτοις καλώς υπέρ αυτής και εν καιρώ τω προσήκοντι χρήσαιντο. Είση δε και αυτός σαφώς από γε του μακρού τούτου αναγνωρισμού, και ων μεταξύ σαφώς η Πρόνοια περί σε ωκονόμησεν, ως άρα ουδέν των γινομένων αυτομάτως ούτω και εική γίνεται, άλλ’ εκείνη εστίν η εφεστώσα και τόδε το παν συγκρατούσα διηνεκώς και συνέχουσα, ει και τα πολλά την διάνοιαν υπερβαίνει την ημετέραν.
125. Επεί τούτων ήκουσεν ο πατήρ τον λόγον αναλαβών, Μη νόμιζε, είρηκε, κύριέ μου Πέτρε, ως πάντη μου διαπέφευγε τον νουν ή περί του υπό σου κηρυττομένου λόγου δύναμις, αλλά και του παιδός Κλήμεντος πολλά δι’ όλης νυκτός ομιλούντός μοι, ώστε συνθέσθαι τοις υπό σου λεγομένοις και πάντα τρόπον εις τούτο ενάγοντος. Τί δαί, προς αυτόν έφην εγώ, δύναταί τις εντέλλεσθαί τι καινότερον, παρ’ ο πρότερον οι αρχαίοι παρήνεσαν;
Κακείνος ηρέμα γελάσας˙ Πολλή διαφορά, πάτερ, είπε, μεταξύ των της θεοσεβείας λόγων και της φιλοσοφίας. Ο γαρ της αληθείας λόγος την εκ προφητείας έχει βεβαίαν απόδειξιν, ο δε της φιλοσοφίας από συνθέσεως λόγων και στοχασμών δοκεί παριστάνειν τας αποδείξεις.
Και ομώς ταύτα ειπών δείγματος χάριν τον περί φιλανθρωπίας μοι λόγον εξέθετο, ον ου πολλώ πρότερον αυτώ υφηγήσω, ος αδικώτατός μοι μάλλον εφαίνετο, και το πώς, ερώ. Δίκαιον έφασκεν είναι και τω τύπτοντι αυτού την σιαγόνα παρατιθέναι και την άλλην, και τω αίροντι αυτού το ιμάτιον προσδιδόναι και τον χιτώνα, αγγαρεύοντι δε μίλιον εν συναπέρχεσθαι δύο, και όσα τοιαύτα.
Υποσημείωση.
1. Πρβλ. Λουκά 6, 29. Ματθ. 5, 39
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.