Η Eλληνίδα του σαράντα στο μέτωπο – Ιωάννου Παπαιωάννου.

Η Ελληνίδα του «40» στο μέτωπο.

Η Ελληνίδα του «40» δεν έμεινε μόνο στα μετόπισθεν, βγήκε και στο μέτωπο, έφθασε και έδρασε και στο μέτωπο. Είναι εντυπωσιακά εκφραστικά τα εξής δεδομένα: Καμμιά Ιταλίδα δεν έφθασε στο μέτωπο. Αλλά και οι άνδρες Ιταλοί οδηγούνταν στο μέτωπο. Οι Ελληνίδες γυναίκες μόνες τους προσφέρθηκαν και μόνες τους έφθαναν στο μέτωπο. Οι αξιωματικοί του εχθρού παρακινούσαν με φοβέρες τους άνδρες τους να προχωρήσουν. Οι Έλληνες αξιωματικοί παρακαλούσαν τις Ελληνίδες να αποχωρήσουν από τα πεδία των μαχών. Αντίκρυσαν έκπληκτοι οι Έλληνες γερόντισσα μέχρι και 88 ογδόντα οχτώ ετών να κουβαλάει πυρομαχικά˙ τους είπε ότι κλείδωσε το μικρό εγγονάκι της στο σπίτι και έσπευσε να βοηθήσει τον Ελληνικό στρατό.

Στη Σέλτσκα ο αντισυνταγματάρχης Κατσώτας στις 2 Δεκεμβρίου 1940 χρησιμοποιεί σε πολεμικές επιχειρήσεις μαζί φαντάρους, ντόπιους ηλικιωμένους και τις γυναίκες τους. Στην Πίνδο, το ραχοκόκκαλο της χώρας μας, οι γυναίκες κατάφορτες από σφαίρες, ψωμί, τυρί και κονιάκ σε «ζαλίγκα» στη ράχη τους αντικατέστησαν αποτελεσματικά, ό,τι δεν μπορούσαν να προωθήσουν τα μεταφορικά μέσα ως τις κορυφές των 2.500 μέτρων. Στο γυρισμό κατέβαζαν τραυματίες για τα νοσοκομεία.

Πρόθυμη και αβίαστη η συμμετοχή της Ελληνίδας να μεταφέρει και να εφοδιάσει τους μαχόμενους φαντάρους με πυρομαχικά και τρόφιμα. Να φορτωθεί τα σακκίδια των φαντάρων – μαχητών και να δώσει ψωμί και καλούδια από το υστέρημά της.

Όπου βρεθήκανε οι Ελληνίδες κοντά στη μάχη κύλισαν βράχους κατά των Ιταλών. Στο χωριό Λίμνη οι γυναίκες και τα παιδιά άρπαξαν τσεκούρια, λιθάρια και ξύλα και κυνήγησαν τους Ιταλούς επίδοξους γαμπρούς, που είχαν αιχμαλωτίσει δέκα νεαρές Ελληνίδες και τις οδηγούσαν για ατιμωτική κράτηση στο σχολείο του χωριού, συλλαμβάνοντας και είκοσι πέντε αιχμαλώτους.

Εργάσθηκαν με καταπληκτική αντοχή στις κακουχίες του βουνού και του χειμώνα, στην εξάντληση και στο κρύο των δεκάδων βαθμών κάτω από το μηδέν, για να διανοίξουν δρόμους, να περάσουν κανόνια, άνθρωποι, ζώα και μηχανοκίνητα. Τη γέφυρα Κοκόρου, επειδή δεν πρόφταινε να την επισκευάσει γρήγορα το μηχανικό, μπήκαν οι γυναίκες στο νερό ως το στήθος και την ετελείωσαν αυθημερόν. Εξάλλου σε διαβάσεις των ποταμών Βολιούσα, Καλαμά και Δρίνου, όπου το απότομο ρεύμα των ποταμών εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι άλλο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και πιασμένες σφιχτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόχωμα που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς. Και όλα αυτά ενώ πολεμούνταν από τον Ιταλό επιδρομέα οι γυναίκες της Πίνδου με όλα τα σύγχρονα μέσα του στρατού και της αεροπορίας, πυροβολούνταν και βομβαρδίζονταν, πολλές σκοτώνονταν και άλλες έμειναν ανάπηρες –«ζωντανά μνημεία» του Έπους του «40». Τα χωριά τους βομβαρδίσθηκαν… τα ζώα – η περιουσία τους – προσφέρθηκε στους
Έλληνες αν δεν την είχαν αρπάξει οι επιδρομείς και αν δεν είχε διασκορπισθεί στους χαλασμούς των αλλεπαλλήλων μαχών… τα σπίτια τους ήταν ρημαγμένα, μα εύχονταν ζωηρά στους φαντάρους: Μη σας νοιάζει για μας!… Καλύτερα να ρίχνουν τα αεροπλάνα τις μπόμπες στα σπίτια μας και ν’ αφήσουν ήσυχους εσάς να πολεμάτε!… Και όταν αντίκρυζαν τους Ιταλούς να φεύγουν ή να αιχμαλωτίζονται βεβαιώνονταν χαρούμενες μεταξύ τους: -Έπιασαν οι κατάρες μας.

Ιδιαίτερη αναφορά επιβάλλεται να γίνει και για την βορειοηπειρώτισσα Ελληνίδα του «40». Υποδέχθηκε τους κατάκοπους Έλληνες μαχητές με τρόφιμα, με κουβέρτες, ποτά και φρούτα. Φορτώθηκε και μετέφερε τα σακκίδια και τα καλύμματα και περιποιήθηκε με ζεστή καρδιά τις πληγές από τα τραύματα και τα κρυοπαγήματα των νικητών μαχητών.

Ανέσυρε από τα μπαούλα και τις κασσέλες της και ύψωνε περήφανα στις πόλεις που απελευθέρωνε ο Ελληνικός στρατός την Ελληνική σημαία. Ακόμη και Έλληνας στρατηγός, ο Πιτσίκας, απορούσε για την υποδοχή στις Βορειοηπειρώτικες πόλεις: «Πού βρέθηκαν τόσες Ελληνικές σημαίες;». η Ελληνίδα Βορειοηπειρώτισσα είχε συντηρήσει την αποσταμένη ελπίδα για λύτρωση και ελευθερία και χαιρόταν για την απελευθέρωση.

Η αδελφή του Σαράντα.

Πλάϊ στη γυναίκα της Πίνδου στέκεται η Ελληνίδα αδελφή του «40». Ο ναύαρχος Σακελλαρίου, από τους πρωτεργάτες της στρατιωτικής ηγεσίας του σαράντα έγραψε: «Νεαρές υπάρξεις των Αθηναϊκών σαλονιών, που πριν τις νόμιζε κανείς ανίκανες για τίποτε άλλο, έξω από την κοσμική ζωή και το κουτσομπολιό, τις έβλεπες τότε να ντύνονται τη στολή της αδελφής, να σπεύδουν στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και να σκορπίζουν την στοργή και το απαλό αδελφικό χάδι στους πληγωμένους μαχητάς μας».

Η Ελληνίδα αδελφή του «40» βοήθησε στον αγώνα κάνοντας τη σκληρή ζωή του νοσοκομείου στις πόλεις, στο ύπαιθρο και στα όρη. Αυτή περιποιήθηκε τον τραυματία έτσι ώστε να μη βλέπει την ώρα θέλοντας να επιστρέψει στο μέτωπο. Αυτή παρέμεινε στο προσκεφάλι του ετοιμοθάνατου… μεγάλη Ελλάδα… αυτή του σφάλισε τα μάτια… χωρίς ούτε στιγμή να λυγίσει μα πάντοτε με όρθια ψυχή.

Η Ελληνίδα στα πένθη της.

Η ολόλαμπρη ιστορία των 216 ημερών του έπους του «40» είχε και τα πένθη της. όμως παρά τις σημαντικές απώλειες οι χαροκαμένες μάνες, οι πικραμένες σύζυγοι, οι πονεμένες αδελφές και οι ορφανισμένες θυγατέρες κράτησαν το ηθικό όλων των Ελλήνων υψηλά. Κλάψανε σιωπηλά, αλλά και ήταν έτοιμες για κάθε θυσία, όχι με κατσουφιασμένα – θλιμμένα πρόσωπα, μα με πρόσωπα φωτισμένα εσωτερικά από πίστη στον αγώνα του έθνους και από αγάπη για την Ελλάδα. Μάρτυρες αυτών των διαθέσεων οι εφημερίδες της εποχής εκείνης με τις ειδήσεις τους. Από την εφημερίδα π.χ. της 7ης Δεκεμβρίου 1940 διαβάζουμε: «Η κοινωνία της πόλεώς μας και ολοκλήρου της περιφερείας διατελεί εν ζωηροτάτη συγκινήσει από την υπέροχον στάσιν ισαξίαν Σπαρτιάτιδος, της μητρός του ηρωϊκώς πεσόντος μονογενούς υιού της αρχισμηνίου Σπυρίδωνος Γκοβατζή, ήτις αντί να αναλυθεί εις θρήνους την ώραν του πανδήμου μνημοσύνου, την στιγμήν καθ’ ην ο Κλήρος έψαλλεν, αιωνία η μνήμη, ανεφώνησε: ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΑΝΗΚΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ! ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ.

Από τις στήλες άλλης εφημερίδας της εποχής εκείνης διαβάζουμε: «Η σύζυγος του ευζώνου τραυματίου, υπαλλήλου της αγροτικής Τραπέζης Αθανασίου Κατσαντώνη, εξ Ευπαλίου Δωρίδος, απαντώσα εις τηλεγράφημα του Διοικητού της αγροτικής Τραπέζης κ. Ανδρέα Λαμπροπούλου, επισκεφθέντος τον εν λόγω τραυματίαν εις το νοσοκομείον Αρσακείου και ειδοποιήσαντος την οικογένειάν του, ετηλεγράφησε τα εξής: «Τηλεγράφημά σας ελήφθη – ευχαριστώ. Τραυματισμός συζύγου μου αποτελεί οικογενειακήν τιμήν. Ζήτω η Ελλάς». Ελένη Κατσαντώνη.

Σε εφημερίδα της 10- 2 – 1941 διαβάζουμε:

«Ο Δημητρός μου, ο μοναχογιός μου, προστάτης τριών κοριτσιών μου έπεσεν υπέρ της πατρίδος, χαλάλι της πατρίδος ο Δημητρός μου, ας ήταν να πέθαινα και εγώ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω η Πατρίς».
Διαμάντω, Μονίου, χήρα πρόσφυξ Μέγαρα.

Άλλη έγραφε σε γράμμα της: «Δεν πρόκειται να κλάψω τον Κωστή. Είμαστε αδέλφια, γεννημένα το ένα κοντά στο άλλο, αναθρεμμένα μαζί. Αλλά αυτή την στιγμή, αυτές τις μεγάλες μέρες για την ύπαρξη της Πατρίδας δεν πρέπει, δεν θέλω να τον κλάψω».

Για τέτοιες ανάλογες περιπτώσεις ο πρωθυπουργός του ΟΧΙ Ιωάννης Μεταξάς είπε στις 7 Ιανουαρίου 1941. «Πράγματα θαυμαστά. Επανάληψις του παραδείγματος των Σουλιωτισσών του Ζαλόγγου. Και όταν λαβαίνω από Ελληνίδες τηλεγραφήματα σχεδόν κάθε μέρα δια να μας αναγγείλουν, ποια ότι έχασε τον άνδρα της, ποια ότι έχασε το μονάκριβό της παιδί, ποια ότι έχασε τον αρραβωνιαστικό της και να τελειώνουν με την κραυγή «Ζήτω η Ελλάς» μου έρχονται τα δάκρυα στα μάτια, δάκρυα όχι λύπης, αλλά δάκρυα χαράς για ένα τέτοιο έθνος».

Τέτοιες ήταν οι Ελληνίδες του σαράντα. Ήταν φλόγα, πύρινος ποταμός, ήταν Κυναίγειρος σε εισφορά των ψυχών και στην επανάσταση των συνειδήσεων.

Οι Έλληνες απετέλεσαν το νου και το χέρι του έπους του σαράντα. Οι Ελληνίδες υπήρξαν η καρδιά του έπους και το κλειδί της Νίκης.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Γ’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.