Λόγος ηθικός ενδέκατος (Β’): «Για τη ζωοποιό νέκρωση του Ιησού και Θεού” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για τη ζωοποιό νέκρωση του Ιησού και Θεού, που γίνεται πάντοτε με πλήρη αίσθηση μέσα στους τέλειους. Και ότι η απόκτηση των αρετών αγοράζεται με αίμα˙ και ποιά είναι τα καταλύματα των αρετών. Και ότι εκείνος, που δεν ανεβαίνει σταδιακά από το πρώτο σκαλοπάτι στη βασιλεία των ουρανών, δεν θα μπει διόλου σ’ αυτή. Ότι στους τέλειους υπάρχει χαρά και αγαλλίαση και όχι δάκρυα, και αναβλύζουν τα ρυάκια της θεολογίας. Και προς το τέλος, ότι δεν πρέπει να αναρριχόμαστε στα αξιώματα χωρίς τη χάρη που βεβαιώνει τις καρδιές μας, η οποία καλεί να ποιμάνουμε το λαό του Θεού˙ και ποιό είναι το έργο των προϊσταμένων, ποιά μάλιστα είναι η φροντίδα τους για τα λογικά πρόβατα και πώς πρέπει αυτά να ποιμαίνονται από τους ποιμένες.

… Ποιός λοιπόν θα περιγράψει, όπως αξίζει, τη χαρά ενός τέτοιου ανθρώπου; Διότι, τί άλλο θα επιθυμούσε ένας τέτοιος άνθρωπος; Από ποιόν βασιλιά δεν θα είναι μακαριότερος και ενδοξότερος; Από ποιόν κυβερνήτη δεν θα είναι ασύγκριτα δυνατότερος; Από ποιόν, ή από πόσους ορατούς κόσμους, δεν θα είναι πλουσιότερος; Από ποιό άραγε πράγμα θα στερηθεί ποτέ ένας τέτοιος; Πραγματικά, δεν θα στερηθεί πουθενά κανένα από τα αγαθά του Θεού.

Αλλά πρόσεχε, εσύ, που αξιώθηκες να γίνεις τέτοιος, για να απευθύνω δηλαδή το λόγο προς εσένα, εσύ, που απέκτησες μέσα σου ένοικο ολόκληρο τον Θεό, μήπως κάνεις ή προφέρεις με τα χείλη σου κάτι ανάξιο προς το θέλημά του, και χάσεις αμέσως το θησαυρό, που είναι κρυμμένος μέσα σου, με το να απομακρυνθεί αυτός ο θησαυρός από σένα. Τίμησέ τον, όσο εξαρτάται από σένα, και μη βάλεις μέσα στην οικία του κανένα απ’ αυτά που δεν αρέσουν σ’ αυτόν, και που φυσικά δεν ανήκουν σ’ αυτόν, και αφού σε αφήσει, αναχωρήσει, επειδή οργίσθηκε εναντίον σου. Να μην πολυλογείς σ’ αυτόν, ούτε να γονατίζεις, με το να σκέφτεσαι μέσα σου και να λες χωρίς ντροπή˙ «Θα δείξω υπερβολική προθυμία και πολύ ζήλο της αγάπης μου προς αυτόν, για να δεχθεί τη διάθεσή μου και να γνωρίσει ότι τον αγαπώ και τον τιμώ». Να γνωρίζεις λοιπόν ότι προτού να τα σκεφθείς αυτά εκείνος γνωρίζει όλες τις σκέψεις σου και ότι δεν του διαφεύγει τίποτε. Αλλά όμως, ούτε να επιχειρήσεις να τον κρατήσεις με νοερά χέρια˙ διότι είναι άπιαστος, και όταν τολμήσεις να
τον αγγίξεις ή φαντασθείς να τον κρατήσεις, δεν θα έχεις μέσα σου τίποτε, αλλά αμέσως θα εξαφανιστεί ολόκληρος από σένα, και θα μετανιώσεις πολύ και θα κλάψεις, συντρίβοντας και μαστιγώνοντας τον εαυτό σου, και δεν θα ωφεληθείς πραγματικά διόλου. Επειδή δηλαδή είναι χαρά, δεν καταδέχεται να μπει στον οίκο εκείνων που θλίβονται και λυπούνται, όπως και η εργατική μέλισσα δεν καταδέχεται να μπει σε οίκο γεμάτο καπνό˙ αν όμως στολισθείς με αμεριμνησία και αγαλλίαση, θα βρεθεί πάλι μέσα σου, και τότε άφησε τον Δεσπότη να αναπαυθεί ατάραχα στην ψυχή σου, σαν επάνω σε κρεβάτι.

Και μην αρχίσεις πάλι να λες μέσα σου ότι, αν δεν κλάψω μπροστά του, θα με αποστραφεί σαν καταφρονητή. Διότι, αν ήθελε να κλαις, σαν να μετανοείς ακόμη, παρ’ όλο που έφθασες σε τελειότητα, θα σου το πρόσφερε αυτό για την κάθαρση και τακτοποίηση της κατοικίας σου, με το να βλέπεται αυτός από μακριά, ή να κρύβεται, ή και να φωτίζει˙ αλλά μετά τη μετάνοια και την κάθαρση, δια μέσου των δακρύων σου, ήρθε να σου χαρίσει ανάπαυση από τους κόπους και τους στεναγμούς, και χαρά και ευφροσύνη αντί για τη λύπη. Στάσου λοιπόν όρθιος, δεν σου λέω μόνο ως προς το σώμα, αλλά ως προς τα κινήματα της ψυχής και ως προς τις παρορμήσεις της. Κάνε ησυχία, επειδή στην κατοικία σου έχει έρθει ο βασιλιάς των βασιλέων.1 Πες με αυστηρότητα σε όλους τους θυρωρούς της κατοικίας σου, στις ίδιες, εννοώ τις αισθήσεις σου˙ «Ο βασιλιάς λέει να σταθείτε με προσοχή στις θύρες, να σταθείτε με σιωπή και με πολύ φόβο. Κανείς να μην έρθει κοντά στη θύρα και χτυπήσει, μήπως η κραυγή κάποιου ακουσθεί μέσα από μακριά ή από κοντά, μήπως διαφύγει
κάποιος την προσοχή και εισχωρήσει μέσα κρυφά, και αμέσως ο βασιλιάς μας εγκαταλείψει και φύγει πάλι γρήγορα».

Αφού λοιπόν πεις αυτά, στάσου με αγαλλίαση ψυχής και φαιδρότητα βλέποντας τον απερίγραπτο Δεσπότη σου να είναι περιγραπτός μέσα σου με απερίγραπτο τρόπο και προσέχοντας την ασύλληπτη ωραιότητά του. Κατανοώντας μάλιστα με ακατανόητο τρόπο το πανάγιο πρόσωπό του, που είναι απλησίαστο και από αγγέλους και από αρχαγγέλους και από όλες τις ουράνιες αγγελικές δυνάμεις, να αισθάνεσαι έκπληξη, να χαίρεσαι, και, σκιρτώντας πνευματικά, να αισθάνεσαι ευφροσύνη και αγαλλίαση, προσέχοντας με ευλάβεια τι θα σου προστάξει να πεις ή να κάνεις.

Πρόσεχε λοιπόν σ’ αυτά που σου λέγονται. Διότι δεν θα ζητήσει κάτι για την εξυπηρέτησή του ή για την ανάγκη του, όπως οι επίγειοι βασιλείς, επειδή τάχα έχει και ο ίδιος ανάγκη από τους υπηκόους του˙ διότι αυτός τα έχει όλα, και αν δεν πλουτίσει πρώτα τους δούλους του, δεν έρχεται στην οικία τους. Επειδή λοιπόν εκείνος, όπως έχει ειπωθεί, τα έχει όλα, πλούτισε ωστόσο εσένα και σε έχει κάνει με την παρουσία του να τα έχεις όλα, πρόσεχε τι θα πει μέσα σου αυτός, που από τόσο μεγάλο ύψος βγήκε από την ευλογημένη αγκαλιά του Πατέρα,2 χωρίς να χωρισθεί, και κατέβηκε από τους ουρανούς ως τη δική σου ταπεινότητα. Διότι δεν θα βρεις ότι αυτός το έκανε κάποτε αυτό άσκοπα, αλλά ότι συνηθίζει αυτό πάντοτε ο καλός και φιλάνθρωπος Δεσπότης μας για τη σωτηρία και πολλών άλλων. Αν λοιπόν, όπως είπαμε, θα τον τιμήσεις και θα τον δεχθείς, και θα δώσεις χώρο και θα προσφέρεις σ’ αυτόν ησυχία, να γνωρίζεις καλά ότι θα ακούσεις από τους θησαυρούς του Πνεύματος τα ανέκφραστα λόγια, όχι πέφτοντας επάνω στο δεσποτικό στήθος,
όπως κάποτε ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού Ιωάννης,3 αλλά έχοντας μέσα στο στήθος σου ολόκληρο τον Λόγο του Θεού˙ θα θεολογήσεις καινούργιες και παλαιές θεολογίες, και θα καταλάβεις καλά όλες τις θεολογίες που ως τώρα ειπώθηκαν και γράφηκαν, και θα γίνεις μελωδικό όργανο που ξεπερνά, παίζοντας και ηχώντας, κάθε μελωδία.

Αν όμως αφήσεις να μπει μέσα στην οικία σου λύπη που ήρθε από κάπου, τότε απομακρύνεται αμέσως η χαρά˙ αν πάλι αφήσεις να μπει μέσα σου οργή ή θυμός, τότε υποχωρεί αμέσως αυτός που είναι πράος και γαλήνιος˙ αν πάλι αφήσεις να μπει μέσα σου μίσος και έχθρα εναντίον κάποιου, τότε φεύγει αμέσως εκείνος που ονομάσθηκε αγάπη,4 και που αληθινά είναι αυθύπαρκτη και ενυπόστατη αγάπη˙ αν αφήσεις να πλησιάσει φθόνος ή φιλονεικία, θα εξαφανιστεί τελείως ο αμνησίκακος και αγαθός. Αν πάλι και θα γνωρίσει ότι περιφέρονται έξω από την οικία σου η πονηρία ή η πανουργία μαζί με την περιέργεια, και δεν θα τις διώξεις σύντομα με οργή, αλλά θα σε δει να συμπεριφέρεσαι με ανεκτικότητα προς αυτές, που είναι εχθρικές απέναντί του, και να δέχεσαι να πλησιάζουν σ’ αυτόν, δεν θα επιτρέψει, ο απλός και άκακος και απερίγραπτος, να γνωρίσεις ούτε την αποχώρησή του, αλλά θα σε εγκαταλείψει ως αναίσθητο.

Αν όμως εσύ, που αξιώθηκες να συναντήσεις τέτοιο Δεσπότη, εσύ, που έγινες θεατής τέτοιας δόξας και απέκτησες τέτοιο πλούτο, εννοώ τη βασιλεία των ουρανών, που είναι ο ίδιος ο Θεός, αν θα φυλάξεις τον εαυτό σου από όλα αυτά, που έχουν ειπωθεί, ώστε να μην μπουν στην οικία της ψυχής σου, αλλά και αν θα εξασφαλίσεις κάθε ησυχία από όλα αυτά για το βασιλιά, στρέψεις όμως αλλού το πρόσωπό σου, δηλαδή το νου σου, και αρχίσεις να συζητάς και να μιλάς με άλλον, στρέφοντας την πλάτη σου στον απλησίαστο Θεό, που τον ατενίζουν με φόβο και τρόμο χωρίς να κινούν το βλέμμα τους όλες οι ουράνιες στρατιές, τότε δεν θα σε εγκαταλείψει αμέσως δίκαια ο ίδιος σαν έναν καταφρονητή και ανάξιο; Αλλά λες ότι αυτός είναι φιλάνθρωπος; Και εγώ σου λέω αυτό, αλλά είναι φιλάνθρωπος για εκείνους που αισθάνονται τη φιλανθρωπία του και τον τιμούν αντάξια και τον ευχαριστούν. Αν όμως, επειδή δεν έδωσες καμία σημασία στην αγάπη και στη γλυκύτητά του θα συγκατανεύσεις στην αγάπη κάποιου άλλου, και θα δεσμεύσεις ολότελα την ορμή της ψυχής
σου σ’ αυτό τον άλλο, και θα γλυκαθείς από την απόλαυση κάποιου πράγματος, από κάποιο φαγητό δηλαδή ή ποτό ή ένδυμα ή όμορφο πρόσωπο ή χρυσάφι ή ασήμι, ή αν θα αποτυπώσει η ψυχή σου μέσα της την επιθυμία κάποιου άλλου πράγματος, άραγε αυτός, που είναι από τη φύση του καθαρός και αγνός και αμόλυντος, ο οποίος δημιούργησε και εσένα τέτοιο δια μέσου του Πνεύματος, θα καταδεχθεί διόλου να είναι μαζί μ’ εσένα, που συγκατατέθηκες έτσι, και δεν θα σε εγκαταλείψει αμέσως; Είναι ασφαλώς φανερό.

Αν όμως και κανένα από όλα αυτά δεν θα κάνεις, αλλά θα διώξεις από σένα κάθε επιθυμία, αν θα εγκαταλείψεις κάθε προσκόλληση και φυσική αγάπη προς κάθε άνθρωπο και κάθε συγγενή, και θα φθάσεις σε τέλεια αναμαρτησία και καθαρότητα, όπως πιο επάνω περιγράψαμε, και μαζί μ’ αυτά, για να γίνει πάλι κατανοητό αυτό που πρόκειται να πω, αν θα τον έχεις ολόκληρο μέσα σου, αυτόν δηλαδή που είναι επάνω από όλους τους ουρανούς,5 χωρίς από πουθενά ή να ενοχλείσαι ή να συγκατανεύεις σε κάποιον άλλο, αλλά και να ζεις μαζί με τον Θεό, έχοντας ψηλά το νου σου, στη βασιλεία, που είναι επάνω από τους ουρανούς, αλλά αν ξαφνικά θα σε καλέσει κάποιος και θα παρουσιάσει εδώ σ’ εσένα μία μεγάλη πόλη και πολύ λαό μέσα σ’ αυτή, κατοικίες και στολισμένα και ευρύχωρα παλάτια, πολύ μεγάλους και ωραιότατους ναούς, ιερείς, αρχιερείς, το βασιλιά μαζί με την ιερή σύγκλητο και τους άρχοντες και τους υπασπιστές του, έπειτα να παραλείψω κάθε άλλη αιτία και κάθε εμπαθή τρόπο, αν από όλους εκείνους, από το βασιλιά δηλαδή και τους άρχοντες και
όλο το πλήθος της πόλης, που με δάκρυα σε προσκαλεί και σε παρακαλεί να αναλάβεις τη φροντίδα τους και να τους ποιμάνεις και να τους ωφελήσεις, πριν δηλαδή να προσταχθείς από τον Θεό, που σε όρισε να βασιλεύεις μαζί του, αν θα εγκαταλείψεις με καταφρόνηση τα ουράνια και τα αιώνια αγαθά, που δόθηκαν σ’ εσένα απ’ αυτόν, και κατεβαίνοντας στα ασταθή πράγματα, ασχολείσαι εδώ με τα φθαρτά και τα ορατά μαζί μ’ αυτούς, που σε προσκάλεσαν, τότε, δεν θα σε στερήσει δίκαια από όλα εκείνα, και δεν θα αφήσει να έχεις τον κλήρο και την κατοχή μόνο σ’ αυτά, και όσο ζεις και μετά την αναχώρησή σου από το σώμα;

Έπρεπε λοιπόν εσύ, και αν ακόμη εκείνος θα σου έλεγε και θα σε πρόσταζε να κατέβεις για να ποιμάνεις ψυχές, να πέφτεις γονατιστός και να κλαις και να λες σ’ αυτόν με θλίψη και πολύ φόβο: «Δέσποτα, πώς να σε εγκαταλείψω και να αποχωρήσω σ’ εκείνη τη ματαιότητα και την πολύμοχθη ζωή; Με κανένα τρόπο, Κύριε. Μην οργισθείς μ’ εμένα το δούλο σου και μη με πετάξεις από το τόσο μεγάλο ύψος σ’ εκείνο το χάος. Μη, Δέσποτα, μη με στερήσεις απ’ αυτό το φως της δόξας σου και μη με κατεβάσεις σε τόσο σκότος εμένα τον άθλιο και ταλαίπωρο. Μήπως από άγνοια, Δέσποτα, έκανα κάποια αμαρτία και γι’ αυτό με επιστρέφεις εκεί από όπου φιλάνθρωπα με ανέσυρες εσύ ο εύσπλαχνος; Μήπως θα με αποστραφείς τόσο πολύ εσύ που σήκωσες στους ώμους σου τις πολλές αμαρτίες και ανομίες μου; Αλλά αν συνέβη κάτι και αμάρτησα, εσύ τιμώρησέ με εδώ˙ εσύ, αν προστάζεις, κάνε με ακόμη και κομμάτια, μόνο μη με αποστείλεις εκεί».

Αν όμως αυτός πρόσθετε να πει σ’ εμένα, «Πήγαινε, ποίμανε τα πρόβατά μου6˙ πήγαινε, επίστρεψε τους αδελφούς σου»,7 θα έπρεπε πάλι να πεις σ’ αυτόν, «Αλίμονο, Δέσποτα, και θα χωρισθώ από σένα εγώ ο ανάξιος;». Αν όμως και μαζί μ’ αυτά θα έλεγε πάλι σ’ εσένα, «Δεν θα χωρισθείς από μένα, αλλά εγώ θα είμαι και εκεί μαζί σου», αμέσως θα έπρεπε να πέσεις σ’ αυτόν γονατιστός, θα έπρεπε να κλάψεις και να βρέξεις νοερά με τα δάκρυά σου τα άχραντα πόδια του8 και να απαντήσεις έτσι: «Πώς θα είσαι μαζί μου, Δέσποτα, αν θα σκοτισθώ, κατεβαίνοντας εκεί; Πώς θα συναναστραφείς μαζί μου, αν η ροπή της καρδιάς μου, που είναι ασταθής, στραφεί στις κολακείες και στους επαίνους των ανθρώπων; Πώς θα καταδεχθείς να είσαι μαζί μου, αν θα ανυψωθώ με κακό τρόπο στην υπερηφάνεια; Πώς δεν θα φύγεις, αν δεν ελέγξω με θάρρος τους βασιλείς και τους κυβερνήτες για τη δικαιοσύνη και την αδικία και την παρανομία; Πώς μάλιστα θα κάνω αυτά και τα άλλα για να ευχαριστηθείς, ώστε να είσαι μαζί μου και να με ενισχύσεις και να μη με
εγκαταλείψεις, όταν φταίξω, και να μη χωρισθείς από μένα τον ανάξιο, αφήνοντας να κείτομαι μόνος εκεί κάτω; Φοβούμαι μήπως με εξουσιάσει η τσιγγουνιά ή η φιλαργυρία˙ φοβούμαι μήπως με κυριεύσει η έξαψη της σάρκας, μήπως με εξαπατήσει η απόλαυση, μήπως με τυφλώσει η μέριμνα, μήπως με ανυψώσει, με κακό τρόπο, η τιμή των αρχόντων και των βασιλέων, μήπως με φουσκώσει κάπως και με κάνει να υπερηφανευθώ το μέγεθος της εξουσίας προς τους αδελφούς, μήπως από την τρυφή και τη μέθη παρασυρθώ από το σωστό, μήπως από την κραιπάλη θα παχύνουν οι σάρκες της ψυχής μου, που λέπτυναν, μήπως θα με πτοήσουν οι απειλές των ανθρώπων και θα με κάνουν παραβάτη των εντολών σου, μήπως με καταστήσουν συμμέτοχο στην αδικία οι παρακλήσεις των συνεπισκόπων και των φίλων, ώστε να σιωπώ όταν αυτοί αδικούν, και να γίνομαι συνεργός και να μην τους ελέγχω με θάρρος και να μη δείχνω την αντίθεσή μου για χάρη των εντολών σου, όταν αυτοί βλάπτουν. Αλλά πώς θα μπορέσω να τα αναφέρω όλα, Δέσποτα; Και να, βλέπεις, Κύριε, ότι υπάρχουν σ’
εμένα αναρίθμητα πράγματα που τα γνωρίζεις περισσότερο εσύ παρά εγώ. Μη λοιπόν με αφήσεις εκτεθειμένο σε τόσα κακά, φιλάνθρωπε. Διότι γνωρίζεις τη δυσάρεστη διάθεση των ανθρώπων, γνωρίζεις τα πειράγματα, τους χλευασμούς, τις διαβολές, και μάλιστα των πολυμαθών, που είναι φουσκωμένοι από την κοσμική σοφία, που καταργείται9 από τη χάρη σου. Σπλαχνίσου με λοιπόν, φιλάνθρωπε, και μη με αποστείλεις εκεί κάτω, να περιφέρομαι ανάμεσα σε τέτοια και τόσα πολλά κακά».

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Α’ Τιμ. 6, 15
2. Πρβ. Ιω. 1, 18
3. Ιω. 13, 25
4. Α’ Ιω. 4,8
5. Πρβ. Εφ. 4, 10
6. Πρβ. Ιω. 21, 16
7. Πρβ. Λουκ. 22, 32
8. Πρβ. Λουκ. 7, 38
9. Πρβ. Α’ Κορ. 2,6

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός ενδέκατος (Α’): «Για τη ζωοποιό νέκρωση του Ιησού και Θεού” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.