Επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου (Κεφ. 106-117) – Αγίου Κλήμεντος Επισκ. Ρώμης.

106. Όταν είπε αυτά ο Φαυστίνος, η μητέρα μας έπεσε στα πόδια του Πέτρου, παρακαλώντας τον και ζητώντας, να βαπτίσει αυτήν και την ξενοδόχο, αφού στείλει και την φέρει, για να μη περάσει, λέει, καμμιά μέρα, από τότε που ξαναβρήκα τα παιδιά μου, που να μη φάω μαζί μ’ αυτά. Και ενώ και εμείς μαζί της παρακαλούσαμε τα ίδια, ο Πέτρος είπε˙ Τί νομίζετε; Μόνο εγώ είμαι άσπλαγχνος, και δεν θέλω να τρώει μαζί σας η μητέρα σας, βαπτίζοντάς την σήμερα; Όχι βέβαια˙ αλλά πρέπει έστω και μια μέρα πριν βαπτισθεί να νηστέψει˙ και αυτό επειδή η μητέρα σας είπε κάτι που είναι υπέρ αυτής˙ γιατί αλλιώς, αν δεν έλεγε αυτό, θα έπρεπε να καθαρισθεί πολλές μέρες.

107. Και όταν εγώ ρώτησα, τί τάχα είπε και φανέρωσε την πίστη της; ο Πέτρος απάντησε˙ Έφτασε και μόνο η αξίωσή της να βαπτισθεί μαζί της η ξενοδόχος και ευεργέτιδά της. Γιατί δεν θα παρακαλούσε να δοθεί αυτό σ’ αυτήν που αγαπάει, εάν προηγουμένως η ίδια δεν πίστευε ότι το βάπτισμα είναι μεγάλη δωρεά. Γι’ αυτό εγώ κατηγορώ πολλούς που, ενώ βαπτίσθηκαν και ομολογούν ότι πιστεύουν, δεν κάνουν τίποτε άξιο της πίστεως, αφού δεν προτρέπουν στο βάπτισμα ούτε εκείνους που αγαπούν, και εννοώ τις γυναίκες τους και τους γιους τους μαζί και τους φίλους. Διότι, αν είχαν πιστέψει ότι ο Θεός με το βάπτισμα και με τα καλά έργα δωρίζει αιώνια ζωή, θα προέτρεπαν οπωσδήποτε να βαπτισθούν και αυτούς που αγαπούσαν. Γιατί διαφορετικά για ποιό λόγο, όταν τους βλέπουν να είναι άρρωστοι, ή να οδηγούνται σε θάνατο, ή να υποφέρουν κάποια άλλα δεινά, θρηνούν και τους καταλυπούνται;

Κατά τον ίδιο τρόπο, αν είχαν πιστέψει ότι εκείνους που δεν σέβονται τον Θεό τους περιμένει αιώνια φωτιά, δεν θα έπαυαν να τους νουθετούν, ή βλέποντάς τους να απιστούν, θα δάκρυζαν γι’ αυτούς και θα πονούσαν. Και τώρα, θα στείλω να φέρουν την ξενοδόχο και θα την ανακρίνω να δω αν προτιμά να αγαπά τον νόμο μας, και τότε θα κάνουμε αυτά που πρέπει. Η μητέρα σας πάντως, επειδή πιστεύει στο βάπτισμα, ας νηστέψει μια μέρα πριν το βάπτισμα.

108. Και εκείνη ορκιζόταν ότι τις δύο προηγούμενες μέρες, εξιστορώντας στη γυναίκα όλα τα σχετικά με την αναγνώριση, από την πολλή της χαρά δεν έφαγε, εκτός από λίγο νερό που ήπιε χθες. Βεβαίωσε μάλιστα τον όρκο και η γυναίκα του Πέτρου λέγοντας, ότι πραγματικά δεν έφαγε.
Και ο Ακύλας είπε˙ Επομένως τίποτε δεν την εμποδίζει, κύριέ μου, να βαπτισθεί.
Και ο Πέτρος˙ Άλλ’ αυτό δεν είναι νηστεία βαπτίσματος, γιατί δεν έγινε γι’ αυτό τον σκοπό.
Και ο Φαυστιανός˙ Ίσως ο Θεός, θέλοντας να μη χωρίσει τη μητέρα μας από το τραπέζι μας ούτε μια μέρα μετά την αναγνώριση, να φρόντισε από πριν για τη νηστεία. Διότι, όπως ζούσε με σωφροσύνη αν και βρισκόταν σε άγνοια, κάνοντας αυτό που ταιριάζει στην αλήθεια, έτσι και τώρα ο Θεός ίσως να προνόησε γι’ αυτήν να νηστέψει μια μέρα πριν, αν αγνοία της, για το αληθινό βάπτισμα, για να μπορέσει να φάει μαζί μας από την πρώτη μέρα της αναγνώρισής μας.

109. Και ο Πέτρος είπε˙ Ας μη μας νικήσει η κακία βρίσκοντας ως πρόφαση την πρόνοια και την αγάπη της μητέρας, αλλά μάλλον εσείς και εγώ μαζί σας να κρατήσουμε σήμερα νηστεία, και αύριο να βαπτισθεί.
Έτσι μίλησε ο Πέτρος και όλοι συμφωνήσαμε με τα λόγια του. Ξυπνώντας ο Πέτρος πολύ πιο νωρίς από τις άλλες μέρες, μπήκε σ’ εμάς και αφού μας ξύπνησε είπε˙ ο Φαυστίνος και ο Φαυστινιανός μαζί με τον Κλήμη και τους δικούς τους να με ακολουθήσουν, για να πάμε σ’ ένα καλυμμένο μέρος της θάλασσας και να ετοιμάσουμε όσα χρειάζονται για το βάπτισμα.

106. Ταύτα του Φαυστίνου ειπόντος, η μήτηρ ημών προσέπεσε τω Πέτρω, δεομένη και αξιούσα, όπως αυτήν τε και την ξενοδόχον αυτής μεταπεμψάμενος βαπτίση, ίνα, φησί, μηδεμία τις άμοιρος ημέρα γένηται, αφ’ ης τα εμαυτής απέλαβεν τέκνα, καθ’ ην αν ου συνεστιαθείην αυτοίς. Και ημών δε τα όμοια τη μητρί συνικετευόντων ο Πέτρος έφη˙ Τί οίεσθε, μόνος εγώ άσπλαγχνός ειμί, ότι μη βούλομαι συνεστιαθήναι υμάς τη μητρί, σήμερον βαπτίσας αυτήν; Ου μεν ουν. Αλλά καν μίαν ημέραν προ του βαπτισθήναι νηστεύσαι αυτήν δει˙ επεί και τίνα υπέρ εαυτής εφθέγξατο η μήτηρ˙ τάχα γαρ, ει μη τούτο, πολλών ημερών αυτήν αγνισθήναι έδει.

107. Ερομένω ουν μοι, Τί άρα και φθεξαμένη την πίστιν αυτής εξέφηνεν, ο Πέτρος έφη˙ Απόχρη και μόνον αυτής η αξίωσις του συμβαπτισθήναι αυτή την ξενοδόχον και ευεργέτιν. Ουκ αν δε τούτο τη υπό αυτής ποθουμένη δοθήναι ηξίου, ει μη πρότερον αυτή διετέθη ως επί μεγάλη τη του βαπτίσματος δωρεά. Όθεν εγώ πολλών έχω καταγινώσκειν, οπότ’ αν αυτοί βαπτισθέντες και πιστεύειν ομολογούντες, μηδέν άξιον πίστεως ποιώσι, μηδέ ους αγαπώσι, λέγω δη γυναίκας εαυτών και υιούς άμα και φίλους, εις τούτο προτρέπονται. Ει γαρ πεπιστεύκασι ζωήν αιώνιον συν έργοις καλοίς δωρείσθαι τον Θεόν επί τω βαπτίσματι, πάντως αν και ους ηγάπων προετρέποντο βαπτισθήναι. Επεί τι δήποτε νοσούντας ορώντες, ή απαγομένους την επί θάνατον, ή άλλα τινά χαλεπά πάσχοντας, οδύρονται και κατελεούσιν. Ούτως, ει επεπιστεύκεισαν αιώνιον πυρ περιμένειν τους τον Θεόν μη σέβοντας, ουκ αν επαύσαντο νουθετούντες, ή και απειθούντας ορώντες, δακρύοντες επ’ αυτοίς και χαλεπώς οδυνώμενοι.

Και τα νυν την ξενοδόχον πέμψας ανακρινώ ει τον νόμον ημών αγαπάν αιρείται, και ούτως ακολούθως α δει πράξομεν. Η δε μήτηρ υμών, επειδή πιστώς διάκειται περί του βαπτίσματος, νηστευσάτω ημέραν προ του βαπτίσματος.

108. Η δε ώμνυε δύο των διελθουσών ημερών τη γυναικί διηγουμένη τα κατά τον αναγνωρισμόν, υπό της πολλής χαράς τροφής μη μεταλαβείν, ή εχθές μόνον βραχέος ύδατος. Μαρτυρήσει τε τω όρκω η γυνή Πέτρου λέγουσα, ως αληθώς ουκ εγεύσατο.
Και ο Ακύλας έφη˙ Ουκούν ουδέν κωλύει αυτήν, ω κύριέ μου, την σήμερον βαπτισθήναι.
Και ο Πέτρος˙ Άλλ’ ουκ έστι τούτο νηστεία βαπτίσματος, επεί μηδέ δι’ αυτό τούτο γέγονε.
Και ο Φαυστιανός˙ Ίσως ουν ο Θεός, βουλόμενος ημών την μητέρα μηδεμίαν μετά τον αναγνωρισμόν ημέραν χωρίσαι της ημετέρας τραπέζης, προωκονόμησε την νηστείαν. Ως γαρ εσωφρόνει εν αγνοία το πρέπον τη αληθεία ποιήσασα, ούτω και νυν ο Θεός ίσως ωκονόμησεν αυτήν προ μιας εν αγνοία νηστεύσαι υπέρ του αληθούς βαπτίσματος, ίν’ από πρώτης ημέρας του γνωρίσαι ημάς μεταλαβείν συν ημίν και αλών δυνηθείη.

109. Και ο Πέτρος˙ Μη ημάς, έφη, νικάτω η κακία, πρόφασιν ευρούσα την πρόνοιαν και την της τεκούσης στοργήν˙ αλλά μάλλον υμείς καγώ συν υμίν διαμείνωμεν την σήμερον εν νηστεία και αύριον βαπτισθήσεται.
Ούτως έφη Πέτρος και οι πάντες τω λόγω συνευδοκίσαμεν. Ορθριώτερον δε πολλώ του καθημέραν ο Πέτρος διυπνισθείς εισήει προς ημάς και διαναστήσας, Φαυστίνος, είπε, και Φαυστιανός άμα Κλήμεντι μετά των οικείων ακολουθησάτωσάν μοι, όπως, εν σκεπεινώ της θαλάσσης τόπω γενόμενοι, τα του βαπτίσματος σχεδιάσωμεν.

***

110. Όταν λοιπόν πήγαμε στην ακρογιαλιά, βρίσκοντας ανάμεσα σε μερικούς βράχους ήσυχο και καθαρό μέρος, την βάπτισε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Εμείς όμως και όσοι ήταν παρόντες μαζί μας, για χάρη των γυναικών αποσυρθήκαμε. Ο Πέτρος όμως εξαιτίας του πολύ πλήθους, έστειλε τις γυναίκες από άλλο δρόμο να πάνε στον τόπο της φιλοξενίας, αναθέτοντας μόνο σ’ εμάς από τους άνδρες να πάμε μαζί με τη μητέρα και τις άλλες γυναίκες. Αφού πήγαμε λοιπόν στον τόπο της φιλοξενίας, περιμένοντας να φτάσει και αυτός, συζητούσαμε μεταξύ μας. Όταν μετά από λίγες ώρες ήρθε ο Πέτρος, παίρνοντας ψωμί, και αφού απηύθυνε ευχαριστήρια προσευχή, το ευλόγησε, το αγίασε, το έκοψε και έδωσε πρώτα στη μητέρα και μετά από αυτήν σε μας τους γιούς της. Και έτσι φάγαμε μαζί με αυτήν και δοξάσαμε τον Θεό που δίνει τροφή.

111. Τότε λοιπόν ο Πέτρος, βλέποντας ότι το πλήθος είχε μπει, κάθισε ο ίδιος και αφού είπε και σε μας να καθίσουμε κοντά του, άρχισε να διηγείται για ποιο λόγο, αφού εξαπέστειλε εμάς από το βάπτισμα, εκείνος άργησε να έρθει. Η αιτία, έλεγε, ήταν η εξής˙ Μόλις απομακρυνθήκατε εσείς, είπε, ήρθε ένας γέροντας περίεργος, ο οποίος κρυβόταν, θέλοντας να βλέπει χωρίς να φαίνεται ο ίδιος, και αφού μας κατασκόπευσε, όπως ομολόγησε ύστερα ο ίδιος, για να δει τι θα κάναμε πηγαίνοντας στον καλυμμένο εκείνο χώρο, βγήκε κρυφά και μας ακολούθησε. Έπειτα πλησιάζοντάς με σε κατάλληλο τόπο με χαιρέτισε και είπε˙ Ακολουθώντας σε από πολύ καιρό και θέλοντας να σε πλησιάσω, φοβόμουν, μήπως με αποπάρεις ως περίεργον˙ τώρα όμως, αν θέλεις, θα σου πω αυτά που σε μένα φαίνονται αληθινά.

Κι εγώ του απάντησα˙ Πες μας αυτό που νομίζεις ότι είναι καλό και θα σε παραδεχθώ, έστω και αν στην πραγματικότητα δεν είναι καλό αυτό που θα πεις, επειδή από αγαθή διάθεση θέλησες να πεις αυτό που σου φαίνεται καλό.

112. Και ο γέροντας άρχισε να λέει τα εξής˙ Όταν σας είδα να αποσύρεσθε στον απόμερο τόπο και να λούζεσθε στη θάλασσα, πλησίασα και παρακολουθούσα κρυφά τι θα κάνατε, και όταν σας είδα να προσεύχεσθε, απομακρύνθηκα και επειδή σας λυπήθηκα περίμενα, για να σας πείσω να μη απατάσθε˙ διότι ούτε Θεός υπάρχει, ούτε πρόνοια, αλλά όσα υπόκεινται στην τύχη, όπως διδάχθηκα εγώ από αυτά που έπαθα, εξακριβώνοντας από πολλά αυτό που έμαθα. Μη λοιπόν ξεγελιέσαι˙ διότι είτε προσεύχεσαι είτε όχι, θα πάθεις αυτά που είναι της μοίρας σου. Διότι, εάν οι προσευχές μπορούσαν να κάνουν κάτι ή οι καλές πράξεις, εγώ ο ίδιος θα ήμουν μεταξύ των ανωτέρων. Και τώρα, αν δεν σε ξεγελάει αυτή η φτωχή μου ενδυμασία, να μη απιστήσεις σ’ αυτά που λέω. Όταν κάποτε είχα μεγάλη περιουσία στη ζωή μου, θυσίαζα πολλά και στους θεούς και έδινα σε όσους είχαν ανάγκη˙ και όμως, αν και προσευχόμουν και ζούσα με ευσέβεια, δεν μπόρεσα να αποφύγω το πεπρωμένο μου.
Κι εγώ του είπα˙ Και τί είναι αυτά που έπαθες;
Και εκείνος αποκρίθηκε˙ Δεν είναι ανάγκη να τα πω τώρα˙ ίσως όμως στο τέλος να ακούσεις ποιος ήμουν κάποτε εγώ και από ποια καταγωγή, και σε πόσο δύσκολες καταστάσεις βρέθηκα. Τώρα όμως θέλω να σου δώσω διαβεβαιώσεις ότι τα πάντα ορίζονται από την τύχη.

113. Και εγώ είπα˙ Εάν όλα καθορίζονται από την τύχη, και έχεις μάθει ότι αυτό έτσι είναι, τότε με συμβουλεύεις αντίθετα από αυτά που σκέπτεσαι. Διότι εάν πέρα από την τύχη δεν είναι δυνατόν ούτε το να πιστεύεις, τότε γιατί ματαιοπονείς συμβουλεύοντάς μας αυτό που είναι αδύνατο να γίνει; Και επί πλέον, εάν υπάρχει τύχη, μη βιάζεσαι να με πείσεις να μη σέβομαι τον Δεσπότη των άστρων, ο οποίος όταν θέλει να μη γίνουν, είναι αδύνατο να γίνουν˙ διότι πάντοτε το κατώτερο είναι υποχρεωμένο να πειθαρχεί στο ανώτερο. Το να τιμάς λοιπόν αυτούς που θεωρούνται θεοί, εφόσον επικρατεί η τύχη, είναι περιττό. Διότι ούτε τίποτε διαφορετικό από αυτό που αποφασίζει η τύχη γίνεται, ούτε εκείνοι που υπόκεινται στην τύχη μπορούν γενικά να κάνουν τίποτε.

114. Ενώ λέγαμε αυτά μεταξύ μας, μπήκε πολύς κόσμος και ο Πέτρος κοιτάζοντάς τους είπε˙ Επειδή εγώ και η φυλή μου παραλάβαμε από τους προγόνους μας να σεβόμαστε τον Θεό, και έχουμε εντολή να μη βασιζόμαστε την τύχη, εννοώ δηλαδή στη διδασκαλία της αστρολογίας, γι’ αυτό και δεν βασίστηκα σ’ αυτήν. Γι’ ατό δεν γνωρίζω από αστρολογία, θα σας μιλήσω όμως γι’ αυτά που γνωρίζω. Σας λέω λοιπόν ότι τα πάντα κυβερνώνται σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού, και ο καθένας, ανάλογα με αυτά που κάνει, θα τιμηθεί ή θα τιμωρηθεί. Είτε τώρα είτε αργότερα, δεν με ενδιαφέρει˙ οπωσδήποτε όμως ο καθένας θα απολαύσει τους καρπούς των πράξεών του, και η απόδειξη, ότι δεν υπάρχει τύχη, είναι η εξής˙ Εάν κανείς από τους παρόντες δεν έχει μάτια, ή έχει το χέρι του κουλλό, ή ανάπηρο το πόδι του, ή κάποιο άλλο σωματικό ελάττωμα, που δεν μπορεί να θεραπευθεί από γιατρούς ούτε από αστρολόγους, διότι στους αιώνες δεν έγινε κάτι τέτοιο, εγώ αφού παρακαλέσω τον Θεό θα δώσω τη θεραπεία.
Και αφού γίνει αυτό, όπως λέω εγώ, δεν αμαρτάνουν αυτοί που βλασφημούν τον Θεό που δημιούργησε τα πάντα;
Και ο γέροντας απάντησε˙ Είναι δηλαδή βλασφημία να λέμε ότι όλα είναι έρμαια της τύχης;
Και εγώ είπα σ’ αυτόν˙ Και πολύ μάλιστα. Διότι, εάν όλες οι αμαρτίες και ασέβειες και ασέλγειες των ανθρώπων οφείλονται στα άστρα και τα άστρα διατάχθηκαν από τον Θεό να τα κάνουν αυτά, για να γίνουν εκτελεστές όλων των φοβερών, τότε οι αμαρτίες όλων οφείλονται σ’ αυτόν που ανέθεσε την τύχη στα άστρα.

110. Επί τον αιγιαλό νουν γενομένων ημών και μεταξύ πετρών τινών γαληνού και καθαρού τόπου ευπορησάντων, εβάπτισεν αυτήν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Ημείς δε και όσοι παρήσαν, των γυναικών χάριν υπεχωρήσαμεν. Έπειτα ο Πέτρος τας γυναίκας δια τον όχλον προέπεμψε δι’ άλλης οδού επί την ξενίαν ελθείν, μόνοις εκ των ανδρών ημίν συνείναι τη μητρί και ταύταις εγκελευσάμενος. Ελθόντες ουν επί την ξενίαν και αναμένοντες αυτόν αφικέσθαι, αλλήλοις διελεγόμεθα. Μετά ικανάς δε ώρας ο Πέτρος ελθών και άρτον λαβών, ευχαριστήσας, ευλογήσας, κλάσας, τη μητρί πρώτον επέδωκεν, και μετά ταύτην ημίν τοις υιοίς και ούτως αυτή συνειστιάθημεν και τον διδόντα τροφήν Θεόν ευλογήσαμεν.

111. Τότε λοιπόν ο Πέτρος, τον όχλον εισεληλυθότα ιδών, καθίσας αυτός και ημάς δε παρακαθεσθήναι κελεύσας, υφηγείτο τίνι λόγω προπέμψας ημάς από του βαπτίσματος, αυτός βραδύνας επήλθε. Την δε αιτίαν έλεγε τοιαύτην. Άμα τω υμάς, φησίν, αποστήναί μου, γέρων τις συνήει περίεργος, κλέπτων εαυτόν και βουλόμενος οράν, αυτός μη οράσθαι, και προκατασκοπήσας ημάς, ως αυτός ύστερον ωμολόγησε, προς το ιδείν τι αν και πράττομεν εις τον σκεπεινόν τόπον γενόμενοι, λάθρα εκβάς ηκολούθησεν. Είτα εν ευκαίρω τόπω μοι προσελθών και προσαγορεύσας έφη˙ Εκ πολλού σοι ακολουθών και συντυχείν εθέλων, ηδούμην, μήπως ως περιέργω μοι χαλεπήνης˙ νυν δε τα δοκούντα εμοί αληθή λέγω, ει βούλει.
Καγώ απεκρινάμην˙ Λέγε ημίν όπερ σοι δοκεί καλόν είναι και αποδεξόμεθά σε, καν τω όντι μη καλόν ή το λεγόμενον, επείπερ αγαθή προαιρέσει το δοκούν σοι καλόν ειπείν ηθέλησας.

112. Και ο γέρων του λέγειν ήρξατο ούτως˙ Θαλάσση υμάς λελουμένους εις τον απόκρυφον τόπον υποχωρήσαντας ιδών, προσελθών λάθρα κατεσκόπουν το τι αν εν κρυφή πράττοιτε, και επειδή ευχομένους είδον, υπεχώρησα, και ελεήσας υμάς ανέμεινα, όπως πείσω μη απατάσθαι. Ούτε γαρ Θεός έστιν, ούτε πρόνοια, αλλά γενέσει τα πάντα υπόκεινται, ως εγώ εφ’ οις πέπονθα πεπληροφόρημαι, ακριβών εκ πολλού το μάθημα. Μη ουν απατώ˙ είτε γαρ εύχη, είτε και μη, τα εκ της γενέσεως παθείν αν έχοις˙ αι γαρ ευχαί ει εδύναντό τι, ή το ευ ποιείν, αυτός αν εν τοις κρείττοσιν ήμην. Και νυν, ει μη σε απατά η πενιχρά μου αύτη εσθής, ουκ απιστήσεις οις λέγω. Εν πολλή βίου ποτέ ων ευθηνία, πολλά και θεοίς έθυον, και δεομένοις παρείχον, και όμως ευχόμενός τε και ευσεβών την πεπρωμένην εκφυγείν ου δεδύνημαι.
Καγώ προς αυτόν˙ Και τίνα εστίν α πέπονθας;
Ο δε απεκρίνατο˙ Ουκ ανάγκη μοι λέγειν νυν˙ ίσως δε επί τέλει ακούση, τις τε ων εγώ και τίνων, εν ποίαις βίου περιστάσεσι γέγονα. Νυν δε ότι γενέσει τα πάντα υπόκειται, πίστεις σοι παρασχείν βούλομαι.

113. Καγώ έφην˙ Ει γενέσει τα πάντα υπόκειται και τούθ’ ούτως έχειν πεπληροφόρησαι, σεαυτώ ταναντία νοών συμβουλεύεις. Ει μεν γαρ παρά γένεσιν ου δυνατόν ουδέ το φρονείν, τί ματαιοπονείς, συμβουλεύων ημίν, ο γενήσεσθαι πάντως αδύνατον; Άλλ’ έτι μην ει γένεσις υφέστηκε, μη σπεύδε πείθειν εμέ τη σέβειν τον των άστρων Δεσπότην, ου θέλοντος και μη γενέσθαι τι, γενέσθαι αδύνατον˙ αεί γαρ αν το υποκείμενον τω ηγουμένω πείθεσθαι ανάγκην έχοι. Το μέντοι τους νομιζομένους θεούς σέβειν, γενέσεως επικρατούσης, περιττόν εστίν. Ούτε γαρ παρά το δοκούν τη πεπρωμένη τί γίνεται, ούτε αυτοί τι ποιείν δύνανται, τη καθόλου αυτών υποκείμενοι γενέσει.

114. Τοιαύτα προς αλλήλους λεγόντων ημών, πολύς επεισήλθεν όχλος, και ο Πέτρος εις αυτόν επιβλέψας έφη˙ Εγώ και το εμόν φύλον εκ προγόνων Θεόν σέβειν παρειληφότες και παράγγελμα έχοντες γενέσει μη προσανέχειν, φημί δη τω της αστρολογίας μαθήματι, δια τούτο και ου προσέσχον. Όθεν αστρολογίας μεν ουκ ειμί έμπειρος, ων δε ειμί υφηγήσομαι. Φημί γαρ ότι κατά Θεού πρόνοιαν διοικείται τα πάντα, και έκαστος, προς α πράττει, τιμής ή κολάσεως τεύξεται˙ είτε δε νυν είτε αύθις, ουδέν μοι διαφέρει, πλην ότι πάντως απολαύσει έκαστος ων έπραξεν. Η δε απόδειξις, του μη είναι γένεσιν, εστίν αύτη. Των παρεστώτων ει τις οφθαλμών εστέρηται, ή πεπηρωμένην έχει την χείρα, ή χωλόν άρα τον πόδα, ή έτερόν τι περί το σώμα ιατροίς ου θεραπευθήναι δυνάμενον ουδέ αστρολόγοις, επεί μηδέ από του μακρού αιώνος τοιούτόν τι γέγονεν, εγώ δε του Θεού δεηθείς παρέξω την θεραπείαν. Τούτου δε, ως εγώ φημί, γενομένου, ουχ αμαρτάνουσιν οι τον πάντα δημιουργήσαντα Θεόν βλασφημούντες;
Και ο γέρων απεκρίνατο˙ Βλασφημείν γαρ εστί το λέγειν γενέσει υποκείσθαι τα πάντα;
Καγώ προς αυτόν˙ Και πάνυ. Ει γαρ και πάσαι αι των ανθρώπων αμαρτίαι και ασέβειαι και ασέλγειαι εξ αστέρων, ως συ φης, γίνονται, το δε τους αστέρας ταύτα ποιείν υπό Θεού τέτακται, ίνα πάντων χαλεπών αποτελεστικοί γένωνται, αι πάντων αμαρτίαι πάντως άρα και εις αυτόν αναφέρονται, τον την γένεσιν ενθέντα τοις άστροις.
***

115. Και ο γέροντας˙ Μίλησες σωστά, αλλά στην αποδοχή όλης σου της ακαταμάχητης επιχειρηματολογίας με εμποδίζει η συνείδησή μου. Διότι εγώ, που είμαι αστρολόγος και κατοικούσα αρχικά στην Ρώμη, έγινα φίλος με κάποιον που ανήκε στο γένος του Καίσαρα, και γνώριζα με ακρίβεια την τύχη αυτού και της γυναίκας του, και επειδή διαπίστωσα στη συνέχεια ότι οι πράξεις τους έγιναν σύμφωνα με την τύχη τους, δεν μπορώ να πιστέψω μόνο με λόγια. Διότι ήταν γραφτό της τύχης τους να κάνουν μοιχείες, να ερωτεύονται τους δούλους τους και να πεθάνουν στην ξενιτειά μέσα στη θάλασσα, πράγμα που έτσι και έγινε. Διότι, αφού ερωτεύθηκε τον δούλο της, μη μπορώντας να υποφέρει την κατάκριση, έφυγε στο εξωτερικό και, αφού κοιμήθηκε μαζί του, χάθηκε στη θάλασσα.

116. Κι εγώ ρώτησα˙ Και πώς δηλαδή γνωρίζεις ότι αυτή που έφυγε, όταν πήγε στο εξωτερικό, παντρεύτηκε τον δούλο και όταν τον παντρεύτηκε πέθανε;
Και ο γέροντας είπε˙ Γνωρίζω πολύ καλά την αλήθεια, όχι ότι παντρεύτηκε, αφού ούτε ότι ήταν ερωτευμένη δεν ήξερα, αλλά μετά την αναχώρηση εκείνη, ο αδελφός του άνδρα της μου διηγήθηκε όλα τα σχετικά με τον έρωτά της, και ότι, επειδή ήταν σεμνός, αφού ήταν και αδελφός του, δεν θέλησε να μολύνει το κρεββάτι. Και ότι, επειδή τον ήθελε αλλά και φοβόταν και αυτόν και την κατάκριση η ταλαίπωρη (διότι δεν πρέπει να την κατακρίνουμε, επειδή αναγκαζόταν από την μοίρα της να υποφέρει και να κάνει αυτά) επινόησε όνειρο, αληθινό ή ψεύτικο δεν μπορώ να πω. Έλεγε πάντως πως αυτή του είπε, ότι σε όνειρο παρουσιάστηκε σ’ αυτήν κάποιος και την διέταξε την ίδια στιγμή να φύγει από την Ρώμη μαζί με τα παιδιά της. Ο άνδρας της τότε, στην προσπάθειά του να σώσει αυτήν μαζί με τα παιδιά, τα έστειλε αμέσως στην Αθήνα να σπουδάσουν, μαζί με την μητέρα και με δούλους, κράτησε όμως τον τρίτο γιο κοντά του, επειδή εκείνος ου εμφανίστηκε στο όνειρο επέτρεψε να μείνει μαζί μ’ αυτόν.

Όταν όμως πέρασε πολύς χρόνος, επειδή δεν πήρε γράμματα απ’ αυτήν, ενώ αυτός της έστειλε πολλά στην Αθήνα, παίρνοντας εμένα σαν τον πιο έμπιστό του από όλους, ξεκίνησε για την αναζήτησή της. Κατά την αποδημία υπέφερα πολλά για χάρη του με προθυμία, αναπολώντας ότι στην παλιά του ευτυχία με είχε μέτοχό του σε όλα, επειδή με αγαπούσε περισσότερο από όλους τους φίλους του. Αποπλεύσαμε λοιπόν από τη Ρώμη και έτσι ήρθαμε σ’ αυτά εδώ τα μέρη της Συρίας. Ύστερα όμως από λίγες μέρες εκείνος από την λύπη πέθανε, και εγώ ήρθα εδώ και από τότε μέχρι τώρα βγάζω με τα χέρια μου την τροφή μου.

117. Όταν ο γέροντας είπε αυτά, αν και από όσα έλεγε κατάλαβα ότι ο γέροντας, για τον οποίο μιλούσε, ήταν ο ίδιος ο πατέρας σας, δεν θέλησα να τον συγκρίνω με αυτόν, μέχρι να σας το αναφέρω. Ωστόσο, αφού έμαθα καλά που διαμένει και του φανέρωσα και τη δική μου διαμονή, για την ακρίβεια, ρώτησα και έμαθα αυτό μόνο˙ ποιό ήταν το όνομα του γέροντα. Και εκείνος είπε˙ Φαύστος˙ και ποιά τα ονόματα των διδύμων αδελφών˙ και εκείνος απάντησε˙ Φαυστίνος και Φαυστινιανός˙ και ποιό το όνομα της μητέρας αυτών; Ματθιδία, είπε. Επειδή εγώ από τη συγκίνηση δάκρυσα, αφού άφησα το πλήθος να φύγει, ήρθα σε σας με σκοπό να σας τα αναφέρω αυτά ύστερα μετά την κοινωνία σας με τους άλλους. Δεν έκρινα σωστό να σας τα πω πριν από το φαγητό, για να μη καταβληθείτε από τη λύπη και περιέλθετε σε κατάσταση πένθους τη μέρα αυτή του βαπτίσματος, τώρα που και ο άγγελοι χαίρονται. Ενώ ο Πέτρος έλεγε αυτά δακρύζαμε όλοι μαζί με τη μητέρα μας.

Και εκείνος βλέποντάς μας να δακρύζουμε, είπε˙ Τώρα ο καθένας σας από φόβο προς τον Θεό ας υπομείνει με γενναιότητα αυτά που ειπώθηκαν. Διότι ο πατέρας σας δεν πέθανε σήμερα, αλλά από πολύ παλιά, όπως είπατε και σεις υπολογίζοντας.

115. Και ο γέρων˙ Αληθώς έφης, αλλά πάση σου τη απαραβλήτω αποδείξει η εμή εμποδίζει συνείδησις. Εγώ γαρ αστρολόγος ων και Ρώμην πρώτον οικήσας, είτα φιλιωθείς τίνι προς γένους όντι Καίσαρος, αυτού τε και της συμβίου την γένεσιν ακριβώς ηπιστάμην, και ιστορήσας ακολούθως τας πράξεις αποτελεσθείσας αυτών τη γενέσει, λόγοις μόνοις ουκ έχω σοι πείθεσθαι. Ην γαρ της γενέσεως αυτοίς το διάθεμα, ποιούν μοιχαλίδας, ιδίων δούλων ερώσας, και επί ξένης εν ύδατι θνησκούσας, ο και ούτω γέγονεν. Ερασθείσα γαρ του ιδίου δούλου και τον ψόγον φέρειν ου δυναμένη, φυγούσα εν αλλοδαπή και κοίτης αυτώ κοινωνήσασα, κατά θάλασσαν διεφθάρη.

116. Καγώ απεκρινάμην˙ Και πώς άρα γινώσκεις, ότι η φυγούσα επ’ αλλοδαπής γενομένη τον δούλον έγημε και γήμασα ετελεύτησε;
Και ο γέρων˙ Ασφαλώς οίδα ταληθή, ουχ ότι έγημεν, οπότε ουδέ ότι ήρα εγίνωσκον, αλλά μετά την εκείνης απαλλαγήν ο αδελφός του ανδρός αυτής πάντα μοι τα κατά τον αυτής έρωτα διηγήσατο, και ως σεμνός ων, άτε δη και αδελφός, ουκ εβουλήθη μιάναι την κοίτην, και πώς βουλομένη και αιδουμένη πάλιν αυτόν και τον ψόγον η τάλαινα˙ ουκ έστι γαρ αυτήν μέμψασθαι, ότι εκ γενέσεως ταύτα και πάσχειν και ποιείν ηναγκάζετο˙ όνειρον είτε αληθή είτε ψευδή επλάσατο ουκ έχω λέγειν. Έλεγε γαρ αυτήν ειρηκέναι, ότι όναρ αυτή τις επιστάς εκέλευσεν εξαυτής άμα τέκνοις της Ρωμαίων εκβήναι πόλεως. Ο δε ανήρ σώζεσθαι αυτήν συν τοις υιοίς σπεύδων αυτίκα παιδευθησομένους αυτούς εις τας Αθήνας εξέπεμψε συν μητρί και δούλοις, τρίτον δε υιόν έχων παρ’ εαυτώ, ως δη του χρηματίσαντος εν ονείρω συνείναι αυτώ επιστρέψαντος. Πολλού παρεληλυθότος χρόνου, ως ουκ έλαβε γράμματα παρ’ αυτής, αυτού πολλάκις πέμψαντος εις Αθήνας,εμέ παραλαβών ως πάντων αυτώ γνησιώτατον όντα, επί την ζήτησιν αυτής επορεύθη.

Πολλά μεν ουν αυτώ και κατά την αποδημίαν συνέκαμνον προθύμως, μεμνημένος ότι της πάλαι αυτού ευδαιμονίας κοινωνόν με πάντων είχεν, υπέρ πάντας αυτού με φίλους αγαπών. Και δη απεπλεύσαμεν αυτής Ρώμης, και ούτως εις τα ενταύθα της Συρίας εγενόμεθα μέρη, και ου μετά πολλάς ημέρας εκείνος μεν αθυμών ετελεύτησεν, εγώ δε ενταύθα, ελθών, τας δια των χειρών τροφάς έκτοτε και εις δεύρο πορίζομαι.

117. Ταύτα του γέροντος ειπόντος, συνιδών ότι, ον έλεγε γέροντα τεθνάναι, ούτος ην, εξ ων έλεγεν, ο πατήρ ο υμέτερος, ουκ εβουλήθην αυτώ συναντιβαλείν, μέχρις αν υμίν προσανάθωμαι. Πλην τα κατά την ξενίαν αυτού καταμαθών και την εμήν δε μηνύσας, ακριβείας ένεκα, τούτο μόνον επυθόμην, τί τω γέροντι όνομα. Ο δε έφη, Φαύστος. Τί δε τοις διδύμοις υιοίς; Ο δε απεκρίνατο, Φαυστίνος και Φαυστινιανός. Τί δε τω τρίτω υιώ; Ο δε Κλήμης, είπε. Τί δε τη τούτων μητρί όνομα; Ματθιδία, φησίν. Υπό συμπαθείας ουν εγώ σύνδακρυς γενόμενος, απολύσας τους όχλους ήλθον προς υμάς, ίνα μετά την των αλών κοινωνίαν ταύτα προσανάθωμαι υμίν. Προ δε των αλών ειπείν υμίν ου δέον έκρινα, μη πώς υπό λύπης νικηθέντες εν τη του βαπτίσματος ημέρα πενθούντες διατελέσητε, οπότε και άγγελοι χαίρουσι. Ταύτα του Πέτρου λέγοντος, εδακρύομεν οι πάντες μετά της μητρός. Ο δε δακρύοντας ημάς ιδών έφη˙ Νυν έκαστος υμών φόβω τω προς τον Θεόν γενναίως φερέτω τα ειρημένα.
Ου γαρ δη σήμερον υμίν ετελεύτησεν ο πατήρ, αλλά έκπαλαι, ως υμείς ειρήκατε στοχαζόμενοι.

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.