Λόγος ηθικός ενδέκατος (Α’): «Για τη ζωοποιό νέκρωση του Ιησού και Θεού” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για τη ζωοποιό νέκρωση του Ιησού και Θεού, που γίνεται πάντοτε με πλήρη αίσθηση μέσα στους τέλειους. Και ότι η απόκτηση των αρετών αγοράζεται με αίμα˙ και ποιά είναι τα καταλύματα των αρετών. Και ότι εκείνος, που δεν ανεβαίνει σταδιακά από το πρώτο σκαλοπάτι στη βασιλεία των ουρανών, δεν θα μπει διόλου σ’ αυτή. Ότι στους τέλειους υπάρχει χαρά και αγαλλίαση και όχι δάκρυα, και αναβλύζουν τα ρυάκια της θεολογίας. Και προς το τέλος, ότι δεν πρέπει να αναρριχόμαστε στα αξιώματα χωρίς τη χάρη που βεβαιώνει τις καρδιές μας, η οποία καλεί να ποιμάνουμε το λαό του Θεού˙ και ποιό είναι το έργο των προϊσταμένων, ποιά μάλιστα είναι η φροντίδα τους για τα λογικά πρόβατα και πώς πρέπει αυτά να ποιμαίνονται από τους ποιμένες.

Αυτά που αναφέρονται στη ζωοποιό νέκρωση1 του Ιησού και Θεού και στη θαυμαστή ενέργειά της, που γίνεται πάντοτε στους τέλειους ως προς την αρετή και τη γνώση, δεν θα τα αντιληφθεί καθένας που τα ακούει, και αν ακόμη κάποιος το νομίζει αυτό, αλλά θα το αντιληφθούν εκείνοι μόνο που έχουν γνωρίσει καλά και έχουν καταλάβει με σαφήνεια την ιερότατη φράση του αποστόλου, που λέει τα εξής: «Η μορφή αυτού του κόσμου περνά, ώστε και εκείνοι, που έχουν γυναίκες, να είναι σαν να μην έχουν, και εκείνοι, που αγοράζουν να είναι σαν να μην κατέχουν εκείνα που αγοράζουν, και εκείνοι, που κλαίνε, να είναι σαν να μην κλαίνε, και εκείνοι, που χαίρονται, να είναι σαν να μην χαίρονται, και εκείνοι, που ζουν στον κόσμο, να είναι σαν να μη ζουν διόλου στον κόσμο».2 Έτσι και εκείνοι, που μεριμνούν, να είναι σαν να μη μεριμνούν, και εκείνοι, που εργάζονται, να είναι σαν να μην εργάζονται. Και ακόμη λέει: «Είμαστε σαν νεκροί και όμως ζούμε, είμαστε σαν να μην έχουμε τίποτε και όμως κατέχουμε τα πάντα».3

Μη λοιπόν τα προσπεράσεις αυτά με απλό τρόπο και μη νομίζεις ότι κάπως έτσι καταλαβαίνεις το νόημα που είναι κρυμμένο μέσα σ’ αυτά, αλλά κοίταξε με ακρίβεια, αγαπητέ, τη διάθεση που υπάρχει μέσα στην ψυχή σου, και από τα ορατά πράγματα θα σου παρουσιάσω την πνευματική κατάσταση αυτών, που έχουν ειπωθεί˙ πρόσεχε μάλιστα με ακρίβεια σ’ αυτά που λέγονται.

Εκείνος, που έχει γίνει πια νεκρός, δεν αισθάνεται κανένα από τα ορατά πράγματα, και εκείνος, που δεν έχει τίποτε, στερείται από όλα, χρειάζεται όλα, επιθυμεί όλα˙ εκείνος όμως, που κατέχει τα πάντα, σε ποιό άλλο πράγμα του βίου θα στρέψει την επιθυμία του, επειδή απέκτησε τα πάντα και δεν άφησε τίποτε, που πρέπει να επιθυμήσει για να το αποκτήσει; Αλλά μακάριος είναι εκείνος που επιδίωξε αυτά με έργο, εκείνος που τα κατέκτησε και τα είδε και τα έμαθε με την εμπειρία. Διότι τα λόγια μου δεν είναι χωρίς περιεχόμενο, αλλά όπως σε διάφορους τόπους, στους δρόμους και στις χώρες, υπάρχουν οικίες και πόλεις και ανάκτορα, έτσι και σ’ αυτό το δρόμο, που οδηγεί στον ουρανό, υπάρχουν στους αγώνες και στους τόπους οι εντολές του Θεού και οι αρετές.

Εμείς λοιπόν μιλούμε γι’ αυτά που αναφέρονται σ’ εκείνα, όσο δηλαδή μας επιτρέπει ο λόγος να διασαφηνίσουμε εκείνα τα ορατά δημιουργήματα και τα μεγέθη τους και τα κάλλη τους. Ο αναγνώστης όμως, πώς θα μπορέσει να γίνει θεατής των ίδιων των πραγμάτων μόνο από τα λόγια; Με κανένα τρόπο, θα έλεγες. Αν όμως δεν μπορεί να γίνει θεατής των ίδιων των πραγμάτων, πώς θα γίνει κύριος ενός απ’ αυτά; Διότι είναι δυνατό βέβαια να δει αυτά, ή κάποια απ’ αυτά, κατά ένα μέρος, αλλά να μην τα αποκτήσει. Διότι το να δει βέβαια ή και να ακούσει και να πει πάλι σε άλλους αυτά που άκουσε, είναι εύκολο σε όλους και κατορθωτό, αλλά το να αποκτήσει κάποιο απ’ αυτά αγοράζεται με ακριβό αντάλλαγμα. Αυτό μάλιστα που δίνεται για την αγορά αυτών των πραγμάτων δεν είναι χρυσάφι ούτε ασήμι, αλλά αίμα˙ διότι καθένας από μας, που θέλουμε, εξαγοράζει με αίμα αυτά ένα προς ένα. Διότι αληθινά, αν δεν σφαγεί κάποιος σαν πρόβατο για μία και οποιαδήποτε αρετή και δεν χύσει το δικό του αίμα για χάρη της, δεν θα την αποκτήσει ποτέ˙ διότι
ο Θεός οικονόμησε να λαμβάνουμε εμείς την αιώνια ζωή με θάνατο, που δεχόμαστε με τη θέλησή μας. Πέθανε και θα ζήσεις. Δεν θέλεις; Τότε εσύ είσαι νεκρός.

Αλλά, ας δούμε τι λογής και ποιες είναι οι διαμονές και οι κατοικίες των αρετών, για τις οποίες πρέπει κάποιος να χύσει το αίμα του, για να τις αποκτήσει. Πρώτη λοιπόν κατοικία είναι η μακάρια ταπείνωση˙ «Μακάριοι είναι», λέει, «οι ταπεινοί στο φρόνημα, διότι η βασιλεία των ουρανών είναι δική τους».4 Εκείνος λοιπόν που θέλει να μπει σ’ αυτή την κατοικία και να αποκτήσει μαζί μ’ αυτή τη βασιλεία των ουρανών, αν δεν παραδώσει μπροστά στις πύλες της, δεμένος στα χέρια και στα πόδια, όπως ένα κριάρι, πρώτα τον εαυτό του για σφαγή σε όλους εκείνους, που θέλουν τη σφαγή του, και αν δεν θυσιασθεί και δεν πεθάνει τελείως, με το να θανατώσει το δικό του θέλημα, δεν θα μπει ποτέ μέσα σ’ αυτή την κατοικία, αλλά ούτε θα την αποκτήσει˙ αν όμως δεν την αποκτήσει, τότε δεν θα αποκτήσει ούτε κάποια από τις άλλες κατοικίες. Διότι δεν είναι δυνατό εκείνος που προσπερνά αυτή την κατοικία να φθάσει ποτέ σε άλλη˙ διότι ο Θεός τοποθέτησε αυτές τις κατοικίες σε τάξη και σε κλίμακα. Και όπως είναι κάποια νησιά μέσα στο πέλαγος
της θάλασσας, έτσι να σκεφθείς με σύνεση ότι είναι μέσα στη ζωή και αυτές οι αρετές σε απόσταση μεταξύ τους, αλλά και ενωμένες σαν με κάποιες γέφυρες, που είναι απομακρυσμένες από όλα τα γήινα, και εξαρτημένες και κρατημένες με ασφάλεια η μία από την άλλη.

Αρχή λοιπόν όλων αυτών, είναι η μακάρια ταπείνωση, μέσα στην οποία εκείνος, που μπήκε με τη μετάνοια από τη δυτική πύλη και έμεινε αρκετό καιρό μέσα σ’ αυτή, βγαίνει στην ανατολική θύρα, και περπατώντας επάνω στη γέφυρα, έρχεται έτσι στη διαμονή και στην κατοικία του πένθους˙ και, παραμένοντας εκεί αρκετό καιρό, αφού λουσθεί και καθαρισθεί και απολαύσει το κάλλος του, προχωρεί στο κατάλυμα της πραότητας, και από εκεί περνά, τρέχοντας, στο χώρο που κατοικεί η δίψα και η πείνα της δικαιοσύνης, έπειτα φθάνει έτσι στο παλάτι του ελέους, και της συμπόνιας˙ και αφού το προσπεράσει, ή, καλύτερα, αφού βρεθεί μέσα σ’ αυτό, βρίσκει τον βασιλικό κοιτώνα της καθαρότητας˙ και όταν βρεθεί μέσα σ’ αυτόν, βλέπει τον Βασιλιά της δόξας, εκείνον που είναι αόρατος από όλη τη δημιουργία, να κάθεται μέσα.5

Σκέψου λοιπόν ότι παλάτι είναι το σώμα, βασιλικός κοιτώνας μάλιστα είναι η ψυχή του καθενός από μας τους ανθρώπους, με την οποία ,αφού με την εργασία των εντολών ενωθεί ο Θεός μαζί της, την κάνει, με τη δική του ένωση και χάρη, ολόκληρη από θείο φως και θεό. Σ’ αυτή λοιπόν τη θεοπρεπή κατάσταση έρχεται καθένας, που βαδίζει μέσα στο δρόμο των αρετών, για τον οποίο έχουμε μιλήσει˙ είναι μάλιστα εντελώς αδύνατο να βαδίσει από αλλού και να προσπεράσει αυτή ή εκείνη την κατοικία και να φθάσει στην επόμενη με κάποιο τέχνασμα. Διότι έτσι όρισε ο Δεσπότης Χριστός, να γίνεται η είσοδος της βασιλείας των ουρανών και δεν είναι δυνατό να γίνεται με άλλο τρόπο. Διότι, αν η θάλασσα δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όριά της,6 πόσο περισσότερο θα διατηρηθούν αυτά άτρωτα και απαράλλακτα. Αλλιώς μάλιστα το ανέβασμα εκείνων που βιάζονται να ανέβουν στον ουρανό μοιάζει με σκάλα και σκαλοπάτια. Το να γίνει λοιπόν προθυμότερος ως προς την προαίρεση ο ένας από τον άλλο και να ανέβει στη σκάλα συντομότερα και να προλάβει τον πλησίον
του, ανήκει σ’ εμάς˙ αλλά το να μην αρχίσουμε από το πρώτο σκαλοπάτι και να μην ανεβαίνουμε με τάξη τη σκάλα, αλλά να ξεπεράσουμε από κάπου το πρώτο σκαλοπάτι και να φθάσουμε στο δεύτερο, είναι οπωσδήποτε ακατόρθωτο και αδύνατο στους ανθρώπους. Διότι εκείνοι που βαδίζουν έξω απ’ αυτό τον ίσιο δρόμο και απ’ αυτήν την τάξη, πλανώνται πολύ. Όπως δηλαδή δεν είναι δυνατό, χωρίς σκάλα, να ανεβούμε ποτέ σε ψηλό οίκο, ή να βρεθούμε μέσα σ’ εκείνο τον ίδιο τον βασιλικό κοιτώνα, όπου διαμένεις ο ίδιος ο βασιλιάς, προτού να φθάσουμε στα βασιλικά προαύλια, έτσι είναι αδύνατο εκείνος που δεν βάδισε σύμφωνα με την τάξη, που έχουμε πει, να μπει στη βασιλεία των ουρανών˙ διότι όλοι αυτοί, ας μην τους πλανά κανείς, βαδίζουν έξω από τον βασιλικό δρόμο, χωρίς να αντιλαμβάνονται την πλάνη τους.

Αλλά, ώ Κύριε, εσύ που είσαι ο οδηγός εκείνων που έχουν πλανηθεί, εσύ που είσαι ο απλανής δρόμος7 εκείνων που έρχονται σ’ εσένα, επίστρεψε όλους εμάς, και βάλε μας κοντά σ’ αυτή την σκάλα σου, και κατεύθυνε με το χέρι σου τα χέρια μας να την κρατήσουμε, και ενίσχυσέ μας να σηκωθούμε από τη γη και να ανεβούμε στο πρώτο σκαλί, ώστε να γνωρίσουμε ότι πιάσαμε κάπου κάποτε κάτι με το χέρι μας και ανεβήκαμε λίγο από τη γη. Διότι πρέπει πρώτα να ανεβούμε εμείς λίγο προς εσένα, ώστε έτσι εσύ ο καλός Δεσπότης να κατέβεις πολύ και να ενωθείς μ’ εμάς. Δείξε μας, Δέσποτα, την προαύλια πύλη της βασιλείας σου, για να επιμείνουμε σ’ αυτή, χτυπώντας, ωσότου με τον εκούσιο θάνατό μας ανοιχθεί για μας αυτή η πύλη˙ και αφού μπούμε μέσα και χτυπούμε μία μία τις πύλες και τις ανοίγουμε, αφού ακούσεις εσύ ο ίδιος τους στεναγμούς μας και τα στηθοχτυπήματα, να τρέξεις και να κατεβείς από τα υψηλά υπερώα σου, εσύ ο πολυεύσπλαχνος και οικτίρων Θεός, και να ακούσουμε τους κρότους από τα πανάχραντα πόδια σου,8 και να γνωρίσουμε
ότι ανοίγεις τις εσώτερες πύλες, που ήταν κλεισμένες για εμάς τους αμαρτωλούς. Και αφού παρουσιασθείς, να πεις σ’ εμάς˙ «Ποιός είναι, που χτυπά;» Και αφού απαντήσουμε με κραυγή και θρήνους, θα πούμε σ’ εσένα με τρόμο και χαρά˙ «Εμείς είμαστε Δέσποτα, εμείς οι ανάξιοι, οι φτωχοί, οι παραπεταμένοι και πονηροί δούλοι σου˙ εμείς, που περιπλανιόμαστε ως τώρα σε άθλια κατάσταση, σε βουνά και σε κρημνούς και σε βάραθρα˙ εμείς, που μολύναμε ανόητα το άγιο βάπτισμά σου, που απαρνηθήκαμε τις συμφωνίες που κάναμε μ’ εσένα˙ εμείς, που φύγαμε από σένα και αυτομολήσαμε με τη θέλησή μας προς τον εχθρό σου και επίβουλο των ψυχών μας. Τώρα, λοιπόν, αφού θυμηθήκαμε εσένα και τη δική σου φιλανθρωπία και αγαθότητα, καθώς φύγαμε από εκεί και κουραστήκαμε, έχουμε έρθει με πολύ φόβο και τρόμο.

Συγχώρησέ μας και μην οργισθείς μ’ εμάς, Δέσποτα, αλλά, αφού λυπηθείς και ελεήσεις εμάς τους ταλαίπωρους, άνοιξέ μας, Κύριε, και μη θυμηθείς τις αμαρτίες μας˙ ούτε να μνησικακήσεις για την αγνωμοσύνη μας –διότι πολλή ώρα στεκόμαστε χτυπώντας -, ούτε να αδιαφορήσεις για μας, τους δούλους σου, μήπως απογοητευθούμε και γυρίσουμε πίσω. Κουραστήκαμε, χτυπώντας στις θύρες των προαυλίων της βασιλείας σου˙ άνοιξέ μας, αφού μας σπλαχνισθείς, εσύ που είσαι από τη φύση σου φιλάνθρωπος. Διότι, αν θα ανοίξεις σ’ εμάς τη θύρα του ελέους σου, ανοίγοντάς την λίγο λίγο, ποιός θα σε δει και δεν θα φρίξει˙ ποιός δεν θα πέσει γονατιστός με φόβο και τρόμο και δεν θα ζητήσει το έλεός σου˙ ποιός, όταν δει εσένα, που έχεις μύριες μυριάδες αγγέλων και χίλιες χιλιάδες αρχαγγέλων και θρόνων και εξουσιών, ότι άφησες τα ουράνια και κατέβηκες σ’ εμάς και μας προϋπάντησες και μας άνοιξες, μας υποδέχθηκες με καλοσύνη και μας αγκάλιασες σφιχτά και μας καταφίλησες,9 δεν θα εκπλαγεί αμέσως και δεν θα διαλυθεί σαν νεκρός;

Αλλά και τα κόκκαλά του θα χυθούν στη γη σαν νερό,10 και θα κλάψει νύχτα και μέρα, καθώς στοχάζεται το πέλαγος της δικής σου ευσπλαχνίας και αγαθότητας, και βλέπει σαν μέσα σε καθρέπτη τη δόξα και τη λαμπρότητα του προσώπου σου.

Δόξα σ’ εσένα που έτσι οικονόμησε τα πράγματα. Δόξα σ’ εσένα που ευδόκησες να γίνεις ορατός και να ενωθείς μ’ εμάς. Δόξα σ’ εσένα που από πολλή ευσπλαχνία φανερώνεσαι και βλέπεσαι από μας˙ σ’ εσένα που είσαι αόρατος ως προς τη φύση και από τις ίδιες τις ουράνιες αγγελικές δυνάμεις. Δόξα σ’ εσένα που προσφέρεις σ’ εμάς απερίγραπτο το έλεός σου και καταδέχεσαι, δια μέσου της μετάνοιάς μας, να κατοικείς και να περπατάς μέσα μας».11

Θαυμάζω το μέγεθος της ανείπωτης δόξας, θαυμάζω την υπερβολή της αγάπης! Εκείνος, που συγκρατεί τα πάντα, κατοικεί μέσα σε άνθρωπο φθαρτό και θνητό, που όλα όσα έχει εξουσιάζονται από τη δύναμη εκείνου που κατοικεί μέσα του, και γίνεται ο άνθρωπος σαν μία έγκυος γυναίκα. Θαυμάζω το εκπληκτικό θαύμα και τα ακατανόητα έργα και μυστήρια του ακατανόητου Θεού! Ο άνθρωπος κρατά συνειδητά μέσα του ως φως τον Θεό˙ τον Θεό που παράγει και που δημιούργησε τα πάντα, ακόμη και τον ίδιο τον άνθρωπο που τον κρατά˙ κρατά δηλαδή τον Θεό μέσα του σαν ένα θησαυρό απερίγραπτο, ανείπωτο, άποιο,12 άποσο,13 άμορφο, άυλο, ασχημάτιστο, διαμορφωμένο με αφάνταστη ωραιότητα, ολόκληρο απλό, όπως το φως, αυτόν, που είναι επάνω από κάθε φως, και περισφίγγοντας εξωτερικά τα χέρια, περπατά ανάμεσά μας και μένει άγνωστος από όλους εκείνους που τον συναναστρέφονται.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Β’ Κορ. 4, 10
2. Α’ Κορ. 7, 29-31
3. Β’ Κορ. 6, 9-10
4. Ματθ. 5, 3
5. Στην παράγραφο αυτή γίνεται συνοπτική αναφορά στους Μακαρισμούς (Ματθ. 5, 3-8)
6. Πρβ. Ιώβ 38, 10-11
7. Ιω. 14,6
8. Πρβ. Γέν. 3,8
9. Πρβ. Λουκ. 15,20
10. Πρβ. Ψαλ. 21, 15
11. Πρβ.Β’ Κορ. 6, 16
12. Άποιος˙απροσδιόριστος ως προς την ποιότητα.
13. Άποσος˙απροσδιόριστος ως προς την ποσότητα.

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.