Διωγμοί και μαρτύρια του Μικρασιατικού ελληνισμού (Γ’) επί Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η έκταση και το μέγεθος των διωγμών είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί ένα πρωτοφανές μεταναστευτικό κύμα στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Δεχόμενοι τις φονικές επιθέσεις των «Τούρκων βασιβουζούκων», οι Χριστιανοί εγκατέλειπαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους και κατευθύνονταν κυρίως προς τη Σμύρνη. Οι οθωμανικές αρχές, ωστόσο, δεν επιθυμούσαν την είσοδο στη Σμύρνη χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων, καθώς η παρουσία τους στην πόλη εξέθετε την υψηλή πύλη στα μάτια των Ευρωπαίων κατοίκων της. Στην κατεύθυνση αυτή, θέλοντας ο Ραχμή μπέης να αποτρέψει ένα τέτοιο κύμα μετανάστευσης, ζήτησε από τον Χρυσόστομο να πραγματοποιήσουν από κοινού μια περιοδεία στο εσωτερικό, προκειμένου να αναχαιτίσουν τη φυγή των ελληνικών πληθυσμών από τους τόπους διαμονής τους και την κάθοδο στη Σμύρνη.

Στις 29 Μαΐου 1914 ο μητροπολίτης, συνοδεύοντας τον Νομάρχη της Σμύρνης, επισκέφθηκε τις πόλεις που είχαν δεχθεί το πρώτο κύμα των ανθελληνικών διωγμών. Συγκεκριμένα, ο ιεράρχης μετέβη στη Μαινεμένη, στη Μαγνησία, στο Αξάρι, στο Κιρκαγάτς και στο Σόμα, όπου διαπίστωσε ιδίοις όμμασι το θλιβερό θέαμα της εγκατάλειψης και ερήμωσης ολοκλήρων ελληνικών οικισμών. Οι τρομοκρατημένοι χριστιανοί κατευθύνονταν είτε προς τον σιδηροδρομικό σταθμό της περιοχής, με προορισμό τη Σμύρνη, είτε προς τα παραλιακά μέρη, όπως το Δικελί, αναμένοντας ένα πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα.1

Στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κιρκαγάτς, βλέποντας ο Νομάρχης και ο μητροπολίτης εκατοντάδες οικογένειες Χριστιανών έτοιμες να αναχωρήσουν, εξάντλησαν όλη τη ρητορική τους δεινότητα για να τις πείσουν πως δεν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, διαβεβαιώνοντας πως οι αρχές επρόκειτο να τιμωρήσουν με κάθε αυστηρότητα τους «φαυλόβιους κακοποιούς», οι οποίοι είχαν διαπράξει τα έκτροπα εναντίον τους.

Η περιοδεία των δύο ανδρών ολοκληρώθηκε στο Σόμα, όπου οι εναπομείναντες έντρομοι χριστιανοί κατηγορούσαν τον αρχηγό της χωροφυλακής και ομάδα ένοπλων μουσουλμάνων για τις καταστροφές και τον βίαιο εκπατρισμό τους. Ωστόσο, θέλοντας ο Βαλής να αποφύγει την περαιτέρω έκθεσή του στις επώνυμες καταγγελίες για το μέγεθος της συμφοράς, πρότεινε στον Χρυσόστομο να επιστρέψουν στη Σμύρνη.

Στην κοινή αυτή περιοδεία τους σε πόλεις του εσωτερικού, ο μητροπολίτης Σμύρνης είπε στον Ραχμή μπέη αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες: «
-«Όπου βία και αυθαιρεσία, εγγύς το τέλος».2

Η εικόνα των Ελλήνων που εγκατέλειπαν τις περιοχές όπου ζούσαν με ευμάρεια και προκοπή συνοδεύτηκε από ένα όργιο αρπαγής και λεηλασίας. Ομάδες ένοπλων κακοποιών έμπαιναν στα σπίτια των χριστιανών και αφαιρούσαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε, εικόνες, σκεύη, κοσμήματα, ρούχα και γεννήματα, τα οποία πωλούσαν ύστερα σε εξευτελιστικές τιμές στην αγορά της Σμύρνης. Το σκηνικό της πλήρους καταστροφής συμπληρώθηκε από την εκτεταμένη ζωοκλοπή, καθώς η κατοχή και εκτροφή ζώων αποτελούσε τεκμήριο οικονομικής επιφάνειας. Αμέτρητες αγέλες αιγοπροβάτων και αγελάδων και αναρίθμητα ζεύγη βοών και ίππων εκλάπησαν από τις οικίες και τα υποστατικά των Ρωμηών και μεταφέρθηκαν στα πλησιέστερα τουρκικά χωριά και τη Σμύρνη.

Εν τω μεταξύ, σε πολλά από τα χωριά που βρίσκονταν μεταξύ Μαινεμένης και Παλαιάς Φώκαιας, όπως Γκερένκιοϊ, Σερένκιοϊ, Τσιλή και Ουλουτσάκι, ο ανδρικός πληθυσμός αποφάσισε να αντισταθεί και να οργανώσει την άμυνα της περιοχής, γεγονός όμως που εξόργισε ακόμα περισσότερο τα στίφη των ένοπλων μουσουλμάνων, οι οποίοι χωρίς οίκτο κατέστρεφαν και πυρπολούσαν καθετί ελληνικό.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην καταστροφή της Φώκαιας, η οποία συνοδεύτηκε από σφαγές και θηριωδίες εναντίον των Ελλήνων κατοίκων της. Η ιστορική ελληνική πόλη της Παλαιάς Φώκαιας βρίσκεται σαράντα τέσσερα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Σμύρνης και υπαγόταν εκκλησιαστικά στην ιερά μητρόπολη Σμύρνης. Στις αρχές του 20ου αιώνα αριθμούσε περισσότερες από οκτώ χιλιάδες κατοίκους οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν Έλληνες.

Στην αρχαία αυτή κωμόπολη της Ιωνίας η βαρβαρότητα των μουσουλμανικών ορδών ξεπέρασε κάθε προηγούμενη αγριότητα. Σε ένα μόλις εικοσιτετράωρο, από τη νύχτα της 30ης Μαΐου 1914 μέχρι τις μεσημβρινές ώρες της επομένης, δεκάδες Έλληνες κατακρεουργήθηκαν ανηλεώς, νέες κοπέλες διακορεύτηκαν, παιδιά και γέροντες σφαγιάσθηκαν στις οικίες τους, σπίτια πυρπολήθηκαν, καταστήματα λεηλατήθηκαν, ενώ θλίψη προκάλεσε η καθ’ ολοκληρίαν διαρπαγή του κεντρικού ιερού ναού της αγίας Ειρήνης και η βεβήλωση του θυσιαστηρίου του. Οι κάτοικοι της Φάκαιας που διέφυγαν τη σφαγή, κατευθύνθηκαν είτε προς τη θάλασσα, όπου επιβιβάστηκαν σε ένα αγγλικό ατμόπλοιο, είτε βρήκαν άσυλο σε μια γαλλική αρχαιολογική αποστολή υπό τον Γάλλο φιλέλληνα Φελίξ Σαρτιώ. Χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του τελευταίου, οκτακόσια γυναικόπαιδα και γέροντες, μη μπορώντας να διαφύγουν από την πόλη, βρήκαν προστασία κάτω από τη γαλλική σημαία και σώθηκαν από βέβαιο θάνατο. Η έκταση της καταστροφής ήταν τέτοια, «ώστε και τους λίθους δύναται να συγκινήση και να
κινήση εις δάκρυα»,3 έγραψε στο πατριαρχείο ο Χρυσόστομος.

Να σημειωθεί πως η Φώκαια της Μικράς Ασίας υπήρξε η μητρόπολη της Μασσαλίας, νότια της Γαλλίας, την οποία είχαν αποικίσει έμποροι Φωκαείς το 559 π. Χ.. Με αφορμή τις σφαγές και τις δηώσεις στη Φώκαια και επικαλούμενος τη σχέση ανάμεσα στις δύο πόλεις, ο μητροπολίτης Σμύρνης απηύθυνε έκκληση στον Δήμο Μασσαλίας, ώστε να μεσολαβήσει στην κυβέρνηση της χώρας για τη διάσωση του Ελληνισμού της Ιωνίας. «Δεν είναι δυνατόν να ανεχθή τοιαύτην κηλίδωσιν του γενεαλογικού δέντρου της η ένδοξος θυγάτηρ Μασσαλία και να ίδη αδιαφόρως διαγραφομένην από προσώπου της γης την τριών χιλιετηρίδων ιστορικόν βίον αριθμούσαν μητρόπολιν Φώκαιαν και τους ευσεβείς Φωκαείς, απογόνους των παλαιών οικιστών της, αντικαθισταμένους από αγρίους γιουρούκους, πομάκους, βασιβουζούκους και ζεϊμπέκας».4

Λίγο αργότερα, η Μασσαλία ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Χρυσοστόμου και απέστειλε «χάριν των Φωκαέων 20.000 φράγκα»,5 ενώ παρείχε διαβεβαιώσεις για την υποστήριξη των δικαίων του Μικρασιατικού Ελληνισμού στη γαλλική κυβέρνηση.

Με αυτόν τον τρόπο ερημώθηκαν τα μεγάλα και ιστορικά κέντρα του Ελληνισμού στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, όπως η Χερσόνησος της Ερυθραίας, η Πέργαμος, το Αδραμύττιο, η Μαινεμένη, η Μαγνησία, η Φώκαια και τόσες άλλες ελληνικές πόλεις και χωριά. Το μέγεθος της καταστροφής ήταν τέτοιο, «όσον δεν θα εδημιουργείτο, εάν όλοι οι αλάστορες δαίμονες της Κολάσεως ειργάζοντο επί πολλούς αιώνας»,6 έγραψε στο πατριαρχείο ο Χρυσόστομος.

Μέσα σε αυτό το κλίμα της ανασφάλειας και του τρόμου, των διώξεων και των θρήνων επισκέπτεται τη Σμύρνη ο υπουργός εσωτερικών Ταλάτ πασάς, προκειμένου να δει από κοντά την κατάσταση που επικρατούσε στην ευρύτερη περιοχή και να συναντηθεί με τις τοπικές αρχές. Να σημειωθεί πως ο Τάταλ πασάς ήταν ο αποστολέας της αποτρόπαιας εκείνης απόφασης προς τον Ραχμή μπέη, με την οποία καλούσε τον νομάρχη της Σμύρνης να εκτελέσει το προμελετημένο σχέδιο εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών στα παράλια της Μικράς Ασίας.

Η έλευση του Τούρκου υπουργού στην πρωτεύουσα της Ιωνίας είχε δύο στόχους. Από τη μία, να διαβεβαιώνει τις κατά τόπους πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές ότι η κυβέρνηση γνώριζε την έκρυθμη κατάσταση και συμμεριζόταν τη δεινή θέση των διωκόμενων χριστιανών και από την άλλη να συντονίζει το έργο της απομάκρυνσης των Ελλήνων από τους τόπους διαμονής τους. Στο διάστημα των δέκα περίπου ημερών που διέμεινε στη Σμύρνη και περιόδευσε σε πόλεις και χωριά της περιοχής, έδινε κατ’ επανάληψη αυστηρές εντολές για αυτοσυγκράτηση, εργαζόμενος φανερά για την αποκατάσταση της τάξης και την επιστροφή των εκτοπισμένων στις εστίες τους. ταυτόχρονα, έδινε οδηγίες στον νομάρχη της Σμύρνης και τους λοιπούς Τούρκους αξιωματούχους για τη συστηματική εφαρμογή του σχεδίου βίαιης εκδίωξης των Ελλήνων. Ενώ καθησύχαζε τους χριστιανικούς πληθυσμούς και τους προέτρεπε να μένουν στον τόπο τους, διαβεβαιώνοντας ότι επρόκειτο να τιμωρήσει τους ενόχους, την ίδια στιγμή έδινε εντολές στις τοπικές αρχές πώς να ενεργούν για την πιο γρήγορη
και αποτελεσματική εκκένωση των ίδιων περιοχών. Το πέρασμα του Ταλάτ πασά από κάθε πόλη ή χωριό ήταν το σύνθημα για μια νέα επίθεση εναντίον των ελληνικών κοινοτήτων.

Όπως ήταν φανερό, στον αποτροπιασμό και τη φρίκη για τις σφαγές, τις λεηλασίες και τις διώξεις προστέθηκε η σύγχυση και ο πανικός. Κανείς δεν γνώριζε τι έπρεπε να κάνει για να σωθεί ο ίδιος, η οικογένεια και η περιουσία του.

Η σύγχυση εντάθηκε περισσότερο, όταν οι μητροπολίτες του οικουμενικού θρόνου έλαβαν στις αρχές Ιουνίου του 1914 από το πατριαρχείο το εξής τηλεγράφημα:
«Μητροπολίται δέον να ασκήσωσι πάσαν αυτών την επιρροήν όπως ανακοπή το ρεύμα της μεταναστεύσεως, επιστρέψωσι δε εις τας εστίας αυτών οι ελθόντες, εφ’ όσον τούτο, εννοείται, δεν εκθέται αυτούς εις διαρκείς κινδύνους».7

Στην κατεύθυνση αυτή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ο μητροπολίτης Σμύρνης και οι λοιπές εκκλησιαστικές και κοινοτικές αρχές τις διαβεβαιώσεις της τουρκικής διοίκησης, προέτρεπαν τα κύματα των Ελλήνων προσφύγων να μένουν ή να επιστρέφουν στα μέρη τους. Ωστόσο, οι ταλαίπωροι χριστιανοί που είχαν καταφύγει στη Σμύρνη ικέτευαν τον Χρυσόστομο και έλεγαν με δάκρυα στα μάτια:
-«Μη Δέσποτα, μη αναγκάζης ημάς να επανέλθωμεν εκείσε, όθεν δεινός φόβος επερχομένης, ουκ εις μακρόν, θυέλλης μας αναγκάζει να καταφύγωμεν εις Σμύρνην».8

Και ενώ λαμβάνουν χώρα όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα, η είδηση των ημερών ήταν η παρουσία των ελληνικών πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών της πόλης στη μεγάλη υποδοχή του. Ο Χρυσόστομος, ο οποίος προήδρευε καθημερινά στις κοινές συνεδριάσεις των δύο κοινοτικών σωμάτων, δημογεροντίας και κεντρικής επιτροπής, αντιλαμβανόμενος τον υποχθόνιο ρόλο του Ταλάτ πασά και του Ραχμή μπέη, εισηγήθηκε να μην μεταβεί η ρωμαίικη κοινότητα στη μεγαλοπρεπή υποδοχή του Τούρκου αξιωματούχου, ούτε να παραστεί κανείς από τους ομογενείς στο επίσημο γεύμα που επρόκειτο να παρατεθεί προς τιμήν του, χαρακτηρίζοντας το εν λόγω γεύμα «τράπεζα αχνιζόντων αιμάτων».9 Αντίθετα, ζήτησε να συναντηθεί μαζί του ο ίδιος και αντιπροσωπεία Ελλήνων προκρίτων στο διοικητήριο της πόλης.

Πράγματι, όταν την 1η Ιουνίου 1914 έφτασε στη Σμύρνη ο Ταλάτ πασάς, ο Χρυσόστομος μετέβη στο διοικητήριο για μια κατ’ ιδίαν συνάντηση. Σε αυτήν, ο ιεράρχης εξέθεσε ενώπιον του ισχυρού άνδρα του νεοτουρκικού κομιτάτου την τραγική κατάσταση των χριστιανών της Ιωνίας, κατηγορώντας ευθέως την κυβέρνηση για τις σφαγές, τις λεηλασίες, τους βανδαλισμούς και προ πάντων τον ακήρυκτο διωγμό των Ελλήνων, οι οποίοι οδηγούνταν κατά χιλιάδες στον εκπατρισμό και τη μετανάστευση από τη γενέθλια γη τους.

Ο υπουργός παραδέχθηκε πως η κατάσταση ήταν θλιβερή, ωστόσο, τόνισε ότι οι διώξεις των Ελλήνων λειτουργούσαν ως αντίποινα εκ μέρους των μουσουλμάνων, οι οποίοι λόγω των Βαλκανικών πολέμων είχαν αναγκαστεί να εκπατριστούν από τις περιοχές που είχαν προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος. Στη διαβεβαίωση του Ταλάτ πασά ότι ήταν ανέκαθεν κατά των διωγμών των Χριστιανών και ότι είχαν δοθεί διαταγές στις τουρκικές αρχές για την προστασία της ζωής και της περιουσίας τους, ο μητροπολίτης απάντησε:

-«Ο Βαλής είναι ένας απάνθρωπος διώκτης του χριστιανισμού, ο οποίος έχει τάξει ως προορισμό της ζωής του την εξόντωσιν του ελληνισμού της Μικράς Ασίας μέχρι ενός. Δεν μας ικανοποιούν επομένως αι διαβεβαιώσεις σας περί τερματισμού των διωγμών, εφόσον δεν αποφασίζει η κυβέρνησις να συλλάβη και να τιμωρήση αμέσως παραδειγματικώτατα τον Ραχμή και τα εκτελεστικά του όργανα!».10

Την ίδια μέρα, ο ιεράρχης έγραψε στο πατριαρχείο σχετικά με την επίσκεψη του Τούρκου υπουργού στη Σμύρνη και τα διαμειφθέντα στη συνάντησή τους, προσθέτοντας με νόημα: «… αν είνε της μοίρας μας εν πλήρει εικοστώ αιώνι, υπό των αγρίων ορδών του Ισλάμ, να εκδιωχθώμεν του γενεθλίου τόπου μας και ν’ αναχωρήσωμεν προς αναζήτησιν άλλης πατρίδος, τουλάχιστον να πέσωμεν ενδόξως απαντώντες εις τον κυνισμόν της χριστιανικής Ευρώπης δια της γενναιότητος και αυτοθυσίας εκείνης, ήτις εις τας σκοτεινοτέρας ημέρας μας έγραψε τας πλέον περιλάμπρους και χρυσάς σελίδας της εθνικής μας ιστορίας».11

Την επομένη της άφιξής του στη Σμύρνη, θέλοντας ο Ταλάτ πασάς να αποδείξει τις καλές προθέσεις της κυβέρνησης έναντι των χριστιανών, αποφάσισε να επισκεφθεί την Παλαιά Φώκαια, εκεί όπου είχαν γίνει τα μεγαλύτερα έκτροπα, για να αντιληφθεί και αυτός το μέγεθος της καταστροφής. Στην περιοδεία του ζήτησε να τον συνοδεύσει ο μητροπολίτης Σμύρνης, ώστε από κοινού να βρεθούν κοντά στους δυστυχείς Έλληνες και να τους καθησυχάσουν.

Ωστόσο, την καθορισμένη ώρα αναχώρησής τους και ενώ ο Ταλάτ ειδοποίησε τον Χρυσόστομο ότι τον αναμένει στον σιδηροδρομικό σταθμό για να ξεκινήσουν, όταν έφθασε ο μητροπολίτης, ο υπουργός είχε ήδη φύγει συνοδευόμενος από τον νομάρχη Ραχμή μπέη. Όταν ο Ταλάτ επέστρεψε από την περιοδεία, ο Χρυσόστομος τον επισκέφθηκε και διαμαρτυρήθηκε για την κακή συνεννόηση που είχε ως αποτέλεσμα να μην βρεθεί και ο ίδιος στον τόπο των πρωτοφανών σφαγών και της ολοκληρωτικής καταστροφής στην Παλαιά Φώκαια.12

Ήταν φανερό πως οι Τούρκοι αξιωματούχοι είχαν αρχίσει να αποφεύγουν τις κοινές επισκέψεις και περιοδείες τους με τον Χρυσόστομο, καθώς αφ’ ενός ήθελαν να παρουσιάζουν μια ψευδή εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε, αφ’ ετέρου φοβούνταν πως ο μητροπολίτης Σμύρνης θα τους εξέθετε μπροστά στο μέγεθος της πρωτόγνωρης καταστροφής που είχε συντελεστεί.

Δύο μέρες μετά, αντιλαμβανόμενος ο Χρυσόστομος πως καμία ανθρώπινη παρέμβαση δεν θα μπορούσε να ανακόψει την ολοκληρωτική εξόντωση των Ελλήνων από τους τόπους καταγωγής τους, αποστέλλει στον οικουμενικό πατριάρχη Γερμανό Ε’ επιστολή. Σε αυτήν, αφού περιέγραφε μια νέα συνάντησή του με τον υπουργό εσωτερικών, εισηγείτο πως εφόσον οι διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης περί προστασίας των Χριστιανών αποδεικνύονταν ψευδείς και ανυπόστατες, ίσως θα έπρεπε οι αρχές να μην εμποδίζουν τους πληθυσμούς «από της εξόδου», δεδομένου ότι αντιμετώπιζαν ορατό πλέον τον κίνδυνο της σφαγής και του εξανδραποδισμού τους.

Ο ιεράρχης ανέφερε πως οι περαιτέρω προσπάθειες της Μεγάλης Εκκλησίας και των λοιπών πολιτικών αρχών να πείσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς να μην φεύγουν από τις πόλεις και τα χωριά τους προκαλούσαν μεγαλύτερο πόνο και δυστυχία σε αυτούς. «Και δια τούτο», προέτρεπε ο άγιος, «ας αφεθώμεν καθ’ ολοκληρίαν εις την χειραγωγίαν του Αγ. Πνεύματος, ας μη προτρέχωμεν των βουλών της Θείας Πρόνοιας, και ας αφήσωμεν να ηγηθή ημών ο Θεός, και να τελεσθή το Άγιον και Δίκαιον Αυτού θέλημα».13

Εδώ ο Χρυσόστομος αποκαλύπτει τη βαθιά του πίστη και αφοσίωση στο θέλημα και «τας ανεξερευνήτους βουλάς του Θεού».14 Ενώ εργάζεται ακατάπαυστα για την προστασία των Ελλήνων ομογενών, δεν επιτρέπει η εθνική του δράση να καλύπτει την αρχιερατική διακονία και αποστολή του.

Την ίδια περίοδο η τρομοκρατία και οι διωγμοί των χριστιανών ολοένα και αυξάνονταν και επεκτείνονταν σε πόλεις και χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας. Το θέαμα ήταν θλιβερό, καθώς ολόκληρες κοινότητες Ρωμηών αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τη γη των πατέρων τους για να αποφύγουν τη μάχαιρα και τον βέβαιο θάνατο.

Στη διάρκεια της παραμονής του στη Σμύρνη, ο Ταλάτ, πασάς, εργαζόμενος για την αποκατάσταση της τάξης και την αποφυγή δημιουργίας μεταναστευτικού κύματος στην περιοχή, απαγόρευσε τις μαζικές μετακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι κατά χιλιάδες κατευθύνονταν προς τη Σμύρνη. Στην κατεύθυνση αυτή, ο υπουργός έδωσε εντολή είτε να φράζονται οι δρόμοι που οδηγούσαν στην πρωτεύουσα της Ιωνίας είτε να μην σταματούν τα τρένα στους σταθμούς όπου ήταν συγκεντρωμένοι χριστιανοί πρόσφυγες. Το αποτέλεσμα ήταν και πάλι οδυνηρό. Εκατοντάδες καραβάνια Ελλήνων προσφύγων εγκλωβίστηκαν στους δρόμους που οδηγούσαν στη Σμύρνη. Οι εκτοπισμένοι, οι οποίοι είχαν αντιμετωπίσει τη φρίκη και τον διωγμό από τα ένοπλα τμήματα των ατάκτων στην πατρίδα τους, τώρα είχαν να αντιμετωπίσουν τα κυβερνητικά όργανα που τους εμπόδιζαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους, για τη Σμύρνη.

Ο Χρυσόστομος στις συναντήσεις του με τον Ταλάτ πασά, ο οποίος μιλούσε άπταιστα ελληνικά, παρακάλεσε και ζήτησε «όπως επιτραπή ν’ ανοιγώσιν οι κεκλεισμένοι δρόμοι και να κατέλθωσιν οι χριστιανοί του εσωτερικού εις την Σμύρνην».15 Την ίδια πρόταση είχε υποβάλει ο μητροπολίτης και στον πατριάρχη, λέγοντας πως ήταν επιτακτική ανάγκη να ασκηθούν πιέσεις στην τουρκική κυβέρνηση «όπως ανοιχθώσιν οι πεφραγμένοι δια τον λαόν του εσωτερικού δρόμοι, και ο βουλόμενος των χριστιανών του εσωτερικού ας έλθη εις την Σμύρνην… έως αν παρέλθη η οργή Κυρίου».16

Ταυτόχρονα, ο άγιος υπενθύμιζε «δι’ ημάς τους πιστεύοντας ότι ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν και ότι πάροικοί εσμέν εν τη γη ταύτη και το ζην είνε δι’ ημάς Χριστός και το αποθανείν κέρδος» και πως «ημείς πιστεύομεν και διδάσκομεν ότι όπου πλεονάζει η ανομία και η αγριότης εκεί υπερπερισσεύει η χάρις και η μακροθυμία»17

Υποσημειώσεις.

1. Ό. π., σσ’. 59-62
2. Βάρδας, ό. π., σ’. 4
3. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 71
4. Λοβέρδος, ό. π., σσ’. 165-166. – Πρβλ. Το αρχείον, τ. Β’, σσ’. 169, 246
5. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 167
6. Ό. π., σ. 75
7. Ό. π., σ. 138
8. Ό. π., σ’. 85
9. Ό. π., σ. 75
10. Πολίτη, ό. π., σ. 124
11. Το αρχείον, τ. Β’, σ’. 75
12. Ό. π., σ. 83
13. Ό. π., σ. 85
14. Ό. π., σ. 125
15. Ό. π., σ’. 101
16. Ό. π., σ’. 88
17. Ό. π., σσ’. 98-99.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Διωγμοί και μαρτύρια του Μικρασιατικού ελληνισμού (Α’) επί Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.
Διωγμοί και μαρτύρια του Μικρασιατικού ελληνισμού (Β’) επί Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.