Η πέμπτη διδαχή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς κ.λ.π., λέγει ο προφήτης Μωυσής πεφωτισμένος εκ Πνεύματος Αγίου εις την Αγίαν Γραφήν.

Τον παλαιόν καιρόν, χριστιανοί μου, εγίνοντο καλοί οι άνθρωποι. Μεταξύ εις τους πολλούς έχομεν και ένα ονομαζόμενον Μωυσήν. Ο Μωυσής, αδελφοί μου, από μικρόν παιδίον έλαβε δύο πράγματα εις την καρδίαν του αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς του. Αυτάς τας δύο αγάπας να έχετε, χαράν, δόξαν, αγαλλίασιν, πλούτον, θησαυρόν˙ να χαιρώμεθα με αυτάς τας δύο αγάπας πάντοτε. Σαράντα χρόνους εσπούδασεν ο προφήτης Μωυσής να μάθη τα γράμματα, δια να καταλάβη που περιπατεί. Να σπουδάζετε και σεις, αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε. Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν ελληνικά, διότι και η εκκλησία μας είνε εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσης τα ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογεί η εκκλησία μας. καλύτερον, αδελφέ μου, να έχης ελληνικόν σχολείον εις την χώραν σου, παρά να έχης βρύσες και ποτάμια και ωσάν μάθης το παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται άνθρωπος.

Το σχολείον ανοίγει τας εκκλησίας˙ το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια.

Σαράντα χρόνους παρεκάλει ο Μωυσής τον Θεόν δια να ξεσκλαβώση τους αδελφούς του τους Εβραίους από την Αίγυπτον. Πρέπει και συ, αδελφέ μου, να παρακαλής τον Θεόν όσον ημπορείς δια το καλόν του αδελφού σου˙ όχι, αδελφέ μου, να τον κλέπτης και να τον φονεύης και να αγαπάς το κακόν του. Σαράντα ημέρας και σαράντα νύκτας ενήστευσεν ο προφήτης Μωυσής, ωσάν οπού εκαθαρίσθη ψυχικώς και σωματικώς από πάσαν αμαρτίαν. Ακούσατε, αδελφοί μου, τι καλά που έκαμεν ο προφήτης Μωυσής, να ιδήτε και ο πανάγαθος Θεός τι μεγάλο καλόν οπού του εχάρισε. Τον εχειροτόνησε βασιλέα και εβασίλευσε σαράντα χρόνους˙ τον έκαμε και προφήτην εις όλον τον κόσμον, να ηξεύρη όλα τα μέλλοντα και τα παρελθόντα˙ τον έκαμεν ωσάν τον εαυτόν του ο Θεός. Έζησεν ο προφήτης Μωυσής εκατόν είκοσι οκτώ χρόνους και επέρασε και εδώ καλά και επήγε και εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Έτσι πρέπει, αδελφοί μου, να παιδευώμεθα και ημείς, να πιστεύωμεν όσον είνε δυνατόν, να καθαριζώμεθα από πάσαν αμαρτίαν ψυχικήν και σωματικήν, και να
γινώμεθα ωσάν Άγγελοι. Και αν δεν παιδευώμεθα, αδελφοί μου, παρά τρώγωμεν και πίνωμεν, και χαιρώμεθα, και χορεύωμεν, δεν πρέπει να λεγώμεθα άνθρωποι, αλλά ζώα άλογα.

Ο πανάγαθος Θεός, αδελφοί μου, εφώτισε τον προφήτην Μωυσήν και μας έγραψε πολλά και διάφορα νοήματα. Εκείνα οπού είπομεν εψές, είνε από τον προφήτην Μωυσήν. Είπομεν εψές, αδελφοί μου, πως ο πανάγαθος Θεός είνε ένας, ακατάληπτος, ανερμήνευτος, παντοδύναμος˙ πώς είνε η αγία Τριάς, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα˙ πώς έκαμε δέκα τάγματα Αγγέλους πρώτον˙ πώς το ένα τάγμα έγιναν δαίμονες δια την υπερηφάνειάν των, και τότε έκαμεν ο Θεός ημάς τους ανθρώπους δια να μας βάλη εις τον παράδεισον, εις το πρώτον τάγμα των Αγγέλων.

Και έπλασεν ο Θεός ένα άνδρα και μίαν γυναίκα. Καθώς ζυμώνομεν ημείς το αλεύρι με το νερόν και κάμνομεν ένα ψωμί, έτσι και ο Θεός επήρε χώμα και το εζύμωσε και έκαμεν ένα άνδρα και ενεφύσησε και του έδωσε ψυχήν αγγελικήν, αθάνατον. Γυναίκα εις τον κόσμον δεν ήτο, και έβγαλεν ο Θεός από τον άνδρα μίαν πλευράν και την εχρεωστούσε. Γυναίκες εις τον κόσμον ήσαν χίλιες χιλιάδες, αλλά καμμία δεν ευρέθη να πληρώση την πλευράν του Αδάμ, παρά η Δέσποινα Θεοτόκος, οπού ηξιώθη και εγέννησε τον Ιησούν Χριστόν και Θεόν, δια την καθαρότητά της. Παρθένος ήτο και παρθένος έμεινε, και έγινε Βασίλισσα εις τον ουρανόν και εις τους Αγγέλους και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως.

Έκαμε δε ο πανάγαθος Θεός ένα παράδεισον κατά το μέρος της Ανατολής όλον χαρά και ευφροσύνην. Έβαλε δε ο Θεός τον άνδρα και την γυναίκα μέσα εις τον παράδεισον, και τους εχάρισε και όλα τα αγαθά του παραδείσου, και τους παρήγγειλεν ο πανάγαθος Κύριος, δια να γνωρίζουν Θεόν, δια να γνωρίζουν Ποιητήν, μίαν μικράν παραγγελίαν, λέγων εις αυτούς, ότι από μίαν συκήν να μη φάγητε σύκα, και αν δεν φυλάξετε την εντολήν μου και φάγετε σύκα, εγώ θα σας θανατώσω. Ο άνδρας και η γυναίκα κατεφρόνησαν την προσταγήν του Θεού και έφαγον. Να απέχετε λοιπόν αδελφοί μου˙ να μη κάμνετε ωσάν τον Αδάμ και την Εύαν, να καταφρονήτε τον λόγον του Θεού, διότι, αδελφοί μου, ο πανάγαθος Θεός είνε εύσπλαγχνος, αλλά είνε και δίκαιος. Έχει και ράβδον σιδηράν εις τας χείρας του. Εξόχως σεις αι γυναίκες να προσέχετε να μη το πάθετε ωσάν την Εύαν, να κάμετε τον λόγον του διαβόλου και να αφήνετε τα προστάγματα του Θεού. Να απέχετε αι γυναίκες, να μη παρακινήτε τους άνδρας εις το κακόν ωσάν την Εύα.

Ο άνδρας και η γυναίκα κατεφρόνησαν την προσταγήν του Θεού και έφαγον˙ τους εξώρισεν ο Θεός από τον παράδεισον και ήλθον εις τον κατηραμένον τούτον τόπον. Λέγουσι δε πως έκαμαν τριαντατρία παιδιά αρσενικά, και είκοσι θυγατέρας, και έζησαν εννεακοσίους τριάκοντα χρόνους και υπήγον εις την κόλασιν και εκαίοντο και εφλογίζοντο πέντε και ήμισυ χιλιάδες χρόνια.

Έως εδώ το εφέραμεν εψές. Όλοι οι άνθρωποι από ένα άνδρα και μίαν γυναίκα εγεννήθημεν, και όλοι είμεθα αδελφοί. Ο διάβολος, αδελφοί μου, ο μισόκαλος εχθρός μας, βλέποντας τον κόσμον πως πληθαίνει, εφθόνησε και εβουλήθη εις την καρδίαν του να εξολοθρεύση τον κόσμον και έβαλε μίσος εις την καρδίαν των ανθρώπων να μισούν αλλήλους και να μη υπανδρεύωνται και γεννώσι τέκνα και αυξάνη ο κόσμος. Και έρριψε τους ανθρώπους εις αρσενοκοιτίας, κτηνοβασίας και άλλα αισχρά, οπού δεν τα έκαμνον ούτε τα άλογα ζώα. Βλέπων ο πανάγαθος Θεός πως ο μισόκαλος διάβολος έβαλε σκοπόν εις την καρδίαν του να τελειώση τον κόσμον, παρήγγειλεν ότι όποιος δεν κάμνει παιδιά να είνε κατηραμένος. Και από τότε υπανδεύοντο και έπαιρνον γυναίκας. Άκουσε και συ, αδελφέ μου, οπού δεν κάμνεις παιδιά˙ λοιπόν έχεις κατάρα; Λοιπόν κακά κάμνεις να λυπάσαι. Ο πανάγαθος Θεός δια να κόψει εκείνο το κακόν το έκαμε. Συ, αδελφέ μου, οπού λυπάσαι πως δεν κάμνεις παιδιά, γογγύζεις πώς έχεις κατάρα; Δεν έχεις κατάρα.

Χιλιάδες, μυριάδες άνδρες και γυναίκες εις τον κόσμον, οπού εφύλαξαν παρθενίαν και δεν έκαμον παιδιά. Και αν έχης συ την κατάραν, την έχουν και εκείνοι˙ την έχω και εγώ οπού είμαι καλόγηρος. Και τι σε βλάπτει να γεννήσης όλους τούτους τους ανθρώπους τέκνα πνευματικά; Πάρε, αδελφέ μου, δύο παιδιά πτωχά εις το σπίτι σου να τα κάμης τέκνα σου πνευματικά, να έχης μισθόν από τον Θεόν και τιμήν από τους ανθρώπους˙ να γεννήσης την ταπείνωσιν, νηστείαν, προσευχήν, ελεημοσύνην, αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς σου, και τότε σώζεσαι. Εσύ πάλιν, αδελφέ μου, οπού κάμνεις τα παιδιά, να κλαίης και να λυπάσαι, διότι όσας αμαρτίας κάμνουν τα παιδιά σου αναφέρονται και εις την ψυχήν σου. Μένεις ανύπανδρος; Ένα χρέος χρωστάς. Υπανδρεύθης; Έχεις χρέος να σώσης και την γυναίκα σου, δύο παιδιά, τρία, πέντε ή δέκα έκαμες. Όσα παιδιά και αν κάμης, τόσα χρέη χρεωστείς. Δεν ακούεις οπού λέγουν τα παιδιά σου: Ανάθεμα τον πατέρα οπού τα έσπερνε; Εγώ αγροικώ πολλούς οπού το λέγουν.

Δια τούτο, αδελφέ μου, εσύ οπού κάμνεις τα παιδιά, να τα παιδεύης και να τα μανθάνης γράμματα και εξόχως ελληνικά, διότι η Εκκλησία μας είνε εις την ελληνικήν γλώσσαν. Δεν σας λέγω περισσότερα, διότι είσθε φρόνιμοι και γνωστικοί.

Τον παλαιόν καιρόν ήτο ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Ιωακείμ, είχε δε και μίαν γυναίκα ονομαζομένην Άνναν. Καλός και ο άνδρας καλή και η γυναίκα, και από γένος βασιλικόν και οι δύο, αλλά η γυναίκα ήτο καλυτέρα. Πολλές γυναίκες ευρίσκονται εις τον κόσμον οπού είνε καλύτερες από τους άνδρας. Τι σε ωφελεί να καυχάσαι πως είσαι άνδρας, και είσαι χειρότερος από την γυναίκα και πηγαίνεις εις την κόλασιν και καίεσαι πάντοτε, και η γυναίκα σου να πηγαίνη εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Ήσαν δε, αδελφοί μου, ο Ιωακείμ και η Άννα άνθρωποι ευλαβείς, σώφρονες, ενάρετοι, ταπεινοί. Είχαν τον οίκόν των ξενοδοχείον, αλλά παιδιά δεν έκαμνον. Γνωρίζοντες πως ο πανάγαθος Θεός δίδει όλα τα αγαθά, τον παρεκάλουν να τους δώση ένα τέκνον, αρσενικόν ή θηλυκόν, και να το αφιερώσουν εις τον Ναόν. Βλέπων ο πανάγαθος την καλήν των γνώμην και των δύο, ευθύς εγγαστρώθη η γυναίκα του Ιωακείμ και εγέννησε την Δέσποιναν Θεοτόκον, την βασίλισσαν του ουρανού και της γης, και την ωνόμασε Μαρίαν, και θέλει να ειπή Κυρία –
βασίλισσα.

Ακούετε, αδελφοί μου, πως ο Ιωακείμ και η Άννα είχον την ελπίδα των εις τον Θεόν και τους έδωκε την χάριν οπού του εζήτησαν. Οι μάρτυρες ηγόρασαν τον παράδεισον με το αίμα των, οι ασκηταί με την ασκητικήν των ζωήν, και ημείς, αδελφοί μου, οπού κάμνομεν τα παιδιά, με τι θα αγοράσωμεν τον παράδεισον; Με την φιλοξενίαν˙ να φιλεύωμεν τους πτωχούς, τους τυφλούς και χωλούς αδελφούς μας, ωσάν τον Ιωακείμ, και όχι τους πλουσίους, διότι έχουν εκείνοι εδώ, και μας εξαγοράζουν εις ταύτην την ζωήν την ματαίαν˙ μα οι πτωχοί δεν έχουν να μας εξαγοράσουν εδώ, και μας το δίδει ο πανάγαθος Θεός εις τον παράδεισον εκατονταπλασίως. Σεις, αδελφοί μου, οπού δεν κάμνετε παιδιά, να έχετε την ελπίδα σας εις τον Θεόν, ωσάν ο Ιωακείμ και η Άννα, όχι να κάμνετε γοητείας και μαγικά και άλλα διαβολικά, να βλέπετε την τύχην σας, την μοίραν σας με μαγείας. Εγώ νομίζω πως βγαίνουν μερικά τέκνα του διαβόλου και περιπατούν εις τον κόσμον και λέγουν: Δώσε μου ένα γρόσι, και εγώ να σου δώσω φυλακτόν να κάμης παιδίον αρσενικόν.

Εν τούτοις να μη τους πιστεύετε, διότι πράττουν έργα διαβολικά και βλάπτουν τους ανθρώπους.

Όταν επήγεν η Δέσποινα Θεοτόκος τριών χρόνων, εθυμήθηκε το χρέος του ο Ιωακείμ και η Άννα, οπού την είχον αφιερωμένην εις τον Ναόν, και επήραν την Κυρίαν Θεοτόκον και την υπήγαν εις την εκκλησίαν, οπού ήτο ο προφήτης Ζαχαρίας ο αρχιερεύς, ο πατέρας του τιμίου Προδρόμου, και ευθύς εγνώρισεν ο αρχιερεύς πώς εκείνη μέλλει να γεννήση τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον Ιησούν Χριστόν, εκ Πνεύματος Αγίου, χωρίς άνδρα˙ παρθένος να γεννήση, και πάλιν μετά την γέννησιν παρθένος ν’ απομείνη. Και την επήρε και την εφίλησεν ο Ζαχαρίας, και την έβαλε μέσα εις το άγιον Βήμα, διότι εγνώρισε πως μέλλει να γίνη η Δέσποινα θρόνος του Κυρίου μας. Και έκαμε δώδεκα χρόνους η Θεοτόκος μέσα εις το άγιον Βήμα και κανείς εκεί δεν επήγαινε παρά ο αρχιερεύς μίαν φοράν τον χρόνον και την έβλεπε. Και ετρέφετο με ουράνιον άρτον και εγένετο πλέον καλυτέρα από τους Αγγέλους.

Λοιπόν, αδελφοί μου, το άγιον Βήμα φανερώνει τον θρόνον του Θεού, το καθολικόν φανερώνει τον παράδεισον και ο νάρθηκας φανερώνει την θύραν του παραδείσου. Να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε και η αγιωσύνη σας, άγιοι ιερείς, οπού σας εχάρισεν ο Θεός το άγιον Βήμα, οπού είνε ο θρόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Να απέχετε, αδελφοί μου, οι κοσμικοί να μη εμβαίνετε μέσα εις το άγιον Βήμα. Δεν πρέπει να εμβαίνη κανείς άλλος από τον παπά οπού λειτουργεί και ο διάκονος. Να χαίρεσθε, αδελφοί μου, και σεις οι κοσμικοί, οπού σας εχάρισεν ο Θεός το καθολικόν, οπού φανερώνει τον παράδεισον. Να χαίρεσθε και σεις αι γυναίκες, αδελφοί μου, οπού σας εχάρισεν ο Θεός τον νάρθηκα, οπού φανερώνει την θύραν του παραδείσου.

Και εμβαίνετε, αδελφοί μοου, άνδρες και γυναίκες, μέσα εις την εκκλησίαν με φόβον και τρόμον και να μη κάμνετε κουβέντες˙ και να μη εμβαίνετε μέσα εις την εκκλησίαν, δια να βλέπετε οι άνδρες τας γυναίκας και αι γυναίκες τους άνδρας, αλλά να κάμνετε τον σταυρόν σας με φόβον και τρόμον, να ακούετε την θείαν Λειτουργίαν, να φωτίζεσθε και να καθαρίζεσθε από τας αμαρτίας σας.

Να προσέχετε, αδελφοί μου, οι κοσμικοί να μη κατηγορήτε τους παπάδες σας, να μη τους υβρίζετε και να μη τους παραμελήτε, διότι βάνετε φωτιά και καίεσθε διότι οι παπάδες είνε ανώτεροι και από τους Αγγέλους και από τους βασιλείς. Εγώ, αδελφοί μου, η γνώμη μου έτσι με λέγει να κάμω. Εάν απαντώ ένα παπά και ένα βασιλέα, με φαίνεται εύλογον τον παπά να βάλω να καθήση υψηλότερα από τον βασιλέα˙ και εάν απαντήσω ένα παπά και έναν άγγελον, πρώτα θα χαιρετήσω τον παπά και έπειτα τον άγγελον. Διότι, αδελφοί μου, είνε ανώτερος και από την αγίαν Τράπεζαν, ανώτερος και από το άγιον Ποτήριον˙ διότι το άγιον Ποτήριον είνε άψυχον, μα ο ιερεύς μεταλαμβάνει τα Άχραντα Μυστήρια καθ’ εκάστην ημέραν, το τίμιον σώμα και αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού. Εγώ, αδελφοί μου, δεν έχω καμμίαν κατηγορίαν να κάμω των παπάδων, διότι είνε παπάδες και έχουν τον Χριστόν οπού τους παιδεύει και ό,τι σφάλμα κάμουν οι παπάδες, έχει ο Χριστός μας ράβδον σιδηράν δι’ αυτούς.

Έχω να ομιλήσω τώρα δι’ εκείνους, οπού έχουν να γίνουν παπάδες. Εσύ, αδελφέ μου, οπού έχεις να γίνης παπάς, δεκαοχτώ χρονών πρέπει να γίνης αναγνώστης, είκοσι υποδιάκονος, εικοσιπέντε ιεροδιάκονος και τριάντα ιερεύς. Και να μανθάνης ελληνικά γράμματα, να ηξεύρης να εξηγής το άγιον Ευαγγέλιον˙ να το κλείης και έπειτα να το εξηγής εις τους χριστιανούς και τότε να γίνεσαι, αδελφέ μου, παπάς˙ ει δε και γίνεσαι παπάς δι’ ανάπαυσιν ή γίνεσαι δια δόξαν ή γίνεσαι παρανόμως, σου κόβει ο Θεός την ζωήν παράκαιρα και πηγαίνει η ψυχή σου εις την κόλασιν να καίεται πάντοτε. Και να σε παρακαλέσουν, αδελφέ μου, οι κοσμικοί να γίνης παπάς, χωρίς άσπρα, τότε είσαι μακάριος και τρισμακάριος, τότε είσαι ανώτερος από τους Αγγέλους.

Εις τους δώδεκα χρόνους εφώτισεν ο Θεός τον πατέρα και την μητέρα της Θεοτόκου και την αρραβώνιασαν δια πολλάς οικονομίας. Έστειλε κατόπιν ο πανάγαθος Θεός τον άγγελον και λέγει της Θεοτόκου: Μαρία, εσύ πρέπει να χαίρεσαι περισσότερον από όλον τον κόσμον˙ εσύ μέλλει να γεννήσης τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον Ιησούν Χριστόν εκ Πνεύματος Αγίου, χωρίς άνδρα, παρθένος, και πάλιν παρθένος να μείνης, δια να σώση τον Αδάμ και την Εύαν και όλον το ανθρώπινον γένος. Αποκρίνεται η Κυρία Θεοτόκος και λέγει: Κύριέ μου, απορώ και σε δοξάζω, σε προσκυνώ, σε λατρεύω, οπού κατεδέχθης να γεννηθή από εμένα την δούλην σου. Έτοιμη είμαι λοιπόν και ας γίνη το θέλημά σου. Και ευθύς έμεινεν έγκυος η Θεοτόκος και εγέννησε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν μας, τον Υιόν και Λόγον του Θεού, χωρίς άνδρα, παρθένος, και πάλιν παρθένος έμεινεν.

Εγεννήθη ο Κύριός μας από γυναίκα, δια να ευλογήση την γυναίκα, διότι η γυναίκα έλαβε την κατάραν πρώτη και μας εδίωξεν από τον παράδεισον, η γυναίκα πάλιν έπρεπε να λάβη την ευλογίαν να μας βάλη πάλιν εις τον παράδεισον. Εγεννήθη ο Κύριός μας από παρθένον, δια να προτιμήση την παρθενίαν. Εσύ, αδελφέ μου, οπού θέλεις να φυλάξης παρθενίαν, να μισήσης τον κόσμον˙ τότε είσαι καλός να γίνης τρισμακάριος και τότε φυλάγεις παρθενίαν, τότε γίνεσαι ωσάν άγγελος. Εγεννήθη ο Κύριος από αρραβωνιασμένην, δια να ευλογήση τον γάμον.

Να χαιρώμεθα, αδελφοί μου, και να ευφραινώμεθα οπού μας έδωκεν ο Κύριός μας ευλογημένον γάμον. Και παρήγγειλεν ο Κύριος να παίρνη ο άνδρας μίαν γυναίκα˙ ομοίως και η γυναίκα ένα άνδρα. Και αφού αρραβωνιασθούν, να εξομολογηθούν το ανδρόγυνον με πίστιν καθαράν, με φόβον και τρόμον και με ευλάβειαν, και να μεταλαμβάνουν τα Άχραντα Μυστήρια με φόβον και τρόμον και ευλάβειαν. Και αφού μεταλάβουν, να στεφανώνωνται μέσα εις την εκκλησίαν και ύστερα από τρεις ημέρας να σμίγουνε. Και αν θέλετε, αδελφοί μου, να κάμνετε χαράς, να παίρνετε ψαλτάδες να ψάλλουν όλην την ημέραν, να δοξάζουν τον Κύριόν μας. Τότε, αδελφοί μου, λέγεται ευλογημένος ο γάμος˙ τότε, αδελφοί μου, χιλιάδες, μυριάδες αμποδέματα και μαγικά να σας κάμνουν, δε σας κολλά τίποτε˙ τότε, αδελφοί μου, εκείνο το ανδρόγυνο κάμνει παιδιά ευλογημένα, το ευλογεί ο Θεός και τα αφήνει εδώ εις ταύτην την ματαίαν ζωήν και περνά καλά και ειρηνικά και πηγαίνει και εις τον παράδεισον.

Ει δε και παίρνετε οι άνδρες δύο ή τρεις γυναίκας, ομοίως και αι γυναίκες από δύο ή τρεις άνδρας, δεν είνε ευλογημένος ο γάμος, αλλά λέγεται εκείνος ο γάμος πορνεία ή μοιχεία. Έναν άνδρα έκαμεν ο πανάγαθος Θεός και μίαν γυναίκα να παίρνωνται να κάμνωσι παιδιά. Επανδρεύθης, αδελφέ μου, έκαμες παιδιά; Δεν έκαμες, απέθανεν η γυναίκα σου; Μη παίρνης άλλην γυναίκα˙ αμή γίνου καλόγηρος να δουλεύης δια την ψυχήν σου, να υπάγης εις τον παράδεισον, παρά να παίρνης πολλάς γυναίκας και να κερδίσης όλον τον κόσμον, και να πηγαίνης εις την κόλασιν. Ωσάν πηγαίνης εις την κόλασιν, τι όφελος κάμνεις; Άλλο όφελος δεν κάμνεις, αδελφέ μου, παρά που καίεσαι πάντοτε εις την κόλασιν.

Και δεν παρατηρείς εις το μηνολόγιον τας εννέα Οκτωβρίου να ιδής τον βίον του αγίου Ανδρονίκου και της αγίας Αθανασίας, να ιδής τι αγώνα έκαμον; Καλότυχοι!

Ήσαν ανδρόγυνον και είχον δύο παιδία. Και ο πανάγαθος Θεός εθέλησε να τους δοκιμάση και επήρε και τα δύο τα παιδία μίαν ημέραν. Τί έκαμεν, αδελφοί μου, εκείνο το ευλογημένο ανδρόγυνο; Ευθύς εμοίρασαν τα πράγματά των και έγιναν και οι δύο καλόγηροι εις μοναστήρια και επέρασαν και εδώ καλά και ειρηνικά και υπήγον και εις τον παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε με τα καλότυχα παιδιά των.

Αλλά αν κάμνετε τους γάμους σας με τραγούδια και βαρήτε τύμπανα και βιολιά και κάμνετε εκείνα οπού αγαπά ο διάβολος, το καταράται εκείνο το ανδρόγυνο ο πανάγαθος Θεός και δεν προκόπτει. Ή ο άνδρας αποθνήσκει ή η γυναίκα παράκαιρα, και παιδιά κάμνουν, και εκείνα όλα κορίτσια, στραβά, κουτσά, λωλά, αναποδιασμένα. Δεν σας λέγω περισσότερα.

Μας έκαμεν ο πανάγαθος Θεός, αδελφοί μου, ανθρώπους και δεν μας έκαμε ζώα˙ μας έκαμε τιμιωτέρους από όλον τον κόσμον˙ μας έδωκεν ο πανάγαθος Θεός, αδελφοί μου, τα μάτια, να βλέπωμεν τον ουρανόν, τον ήλιον, την σελήνην και τα άστρα και να λέγωμεν: Ώ Θεέ μου, εάν ο ήλιος, οπού είνε πλάσμα σου, είνε τόσον λαμπρός, αμή το άγιόν σου όνομα, οπού είσαι ποιητής του ουρανού και της γης, ποιητής και πλάστης, πόσον είσαι λαμπρότερος; Ώ Θεέ μου, αξίωσόν με να σε απολαύσω. Μας έδωσεν, αδελφοί μου, τον νουν εις την κεφαλήν μας, και είνε ο νους μας ωσάν μέσα εις ένα πιάτο, να βάνωμεν όλα τα νοήματα του Ευαγγελίου και όχι να βάνωμεν μύθους και φλυαρίσματα της τέχνης του διαβόλου. Μας έδωκε τα αυτιά, να ακούσωμεν την θείαν Λειτουργίαν οπού ιερουργεί ο ιερεύς μέσα εις την εκκλησίαν. Μας έδωσε το στόμα, να δοξάζωμεν τον Κύριόν μας, να λέγωμεν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, δια της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων ελέησόν μας και συγχώρησόν μας τους αμαρτωλούς και αναξίους δούλους σου», και
να εξομολογούμεθα με πίστιν καθαράν, και να μεταλαμβάνωμεν τα Άχραντα Μυστήρια με πίστιν καθαράν και φόβον και τρόμον. Έτσι μας θέλει, αδελφοί μου, ο Θεός και όχι να βλασφημούμεν, όχι να προδίδωμεν ο ένας τον άλλον, όχι να κάμνωμεν όρκους και να λέγωμεν ψεύματα, όχι να κλέπτη ο ένας τον άλλον, να παίρνη το πράγμα του άλλου, όχι να ομνύωμεν το όνομα του Θεού δια το παραμικρόν.

Θέλεις, αδελφέ μου, να ειπής, μα τον Θεόν; Δεν λέγεις, μα την αλήθειαν; Εκεί οπού θα κάμης όρκον του αδελφού σου, πες του επ’ αληθείας, και αν δεν σου πιστεύση, τράβα το δρόμο σου. Να απέχωμεν, αδελφέ μου, να μη ορκιζώμεθα εις το όνομα του Θεού, ή να κάμνωμεν όρκους και να ονομάζωμεν τους Αγίους μας˙ ή οπού ομνύουν κάποιοι άγνωστοι το όνομα της Αγίας Τριάδος. αλλοίμονον εις εκείνους˙ φωτιά πύρινη τους καίει και τους φλογίζει.

Ηξεύρεις, αδελφέ μου, πώς σε θέλει ο Θεός; Καθώς δεν θέλεις εσύ να έχη η γυναίκα σου καμμίαν συναναστροφήν με άλλον, έτσι σε θέλει και ο Θεός να μη έχης καμμίαν μερίδα με τον διάβολον. Ευχαριστείσαι η γυναίκα σου να πορενύη με άλλον; Όχι. Να την φιλήση άλλος την γυναίκα σου; Μήτε και αυτό δεν θέλεις. Έτσι θέλει και σένα ο Θεός, αδελφέ μου, να μη έχης καμμίαν συναναστροφήν με τον διάβολον.

Και με τι στόμα, ανόητε και πονηρέ άνθρωπε, αποτολμάς και υβρίζεις το όνομα του Θεού και το προδίδεις; Ομοίως και τους Αγίους; Δεν φοβάσαι, τρισάθλιε, μήπως ανοίξη η γη και σε καταπίη; Ο διάβολος δεν αποτολμά να υβρίζη το όνομα του Θεού, διότι φοβείται μήπως πέση αστραπή και τον κατακαύση˙ και συ, άγνωστε άνθρωπε, ανοίγεις αυτό το κατηραμένον σου στόμα και παραδίδεις το όνομα του Θεού. Αλλοίμονον εις εκείνους οπού υβρίζουν το όνομα του Θεού, διότι θα τους καίη ο πύρινος ποταμός πάντοτε.

Μας έδωκε τα χέρια να κάμνωμεν τον σταυρόν μας με πίστιν καθαράν, με φόβον, τρόμον και ευλάβειαν, και όχι να πιάνωμεν το τουφέκι και να σκοτώνωμεν τον αδελφόν μας και να τον κλέπτωμεν και να τον κατατρέχωμεν και να τον θανατώνωμεν και να τον ονειδίζωμεν. Μας έδωκε τα πόδια να περιπατώμεν εις τον δρόμον τον καλόν, και όχι να περιπατώμεν και να κάμνωμεν κακόν εις τους αδελφούς μας.

Εβαπτίσθη ο Κύριος Ιησούς Χριστός και Θεός ημών εις τον Ιορδάνην ποταμόν από τον τίμιον Ιωάννην τον Πρόδρομον, δια να δείξη και εις ημάς το άγιον Βάπτισμα. Και να βαπτίζετε η αγιωσύνη σας, άγιοι ιερείς, τα παιδία της ενορίας σας με την γνώμην και σκοπόν της αγίας ημών Ανατολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Να τα βουτάτε μέσα εις την κολυμβήθραν˙ να έχετε μέσα πολύ νερό και να κάμνετε τρεις αναδύσεις και τρεις καταδύσεις λέγοντας τα ονόματα της Αγίας Τριάδος.

Από το βιβλίο: «Ο Αποστολικός Αμβων του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (Διδαχέσ, Επιστολές)». Της μοναχής Ευθυμίας, ηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Μεγαδένδρου Θέρμου.

Εκδοση Ι. Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Μεγαδένδρου. Αθήναι 2010.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.