Επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου (Κεφ. 97-105) – Αγίου Κλήμεντος Επισκ. Ρώμης.

97. Εγώ ακούοντας αυτά είπα˙ Είναι βέβαια δυνατό να κάνει πολλά, να ευεργετεί όμως τους εχθρούς, υπομένοντας κάθε βλάβη τους, δεν νομίζω ότι ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση.
Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Σωστά το είπες. Διότι, επειδή η φιλανθρωπία είναι η αιτία της αθανασίας, γι’ αυτό αγοράζεται πολύ ακριβά. Διότι, αν κάποιος πληροφορηθεί, ότι οι εχθροί, τους οποίους μισούν οι άνθρωποι, κακοποιώντας τους πρόσκαιρα, γίνονται αίτιοι ν’ απαλλαγούν από την αιώνια κόλαση, τότε θα τους αγαπήσουν ως ευεργέτες τους. Και είναι αδύνατο να κατορθώσει κάποιος την εντολή αυτή με άλλο τρόπο, εάν δεν αγαπά τον Θεό πάρα πολύ καθοδηγούμενος από τον φόβο του. Διότι λέει˙ «αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Θεού»1. Όταν λοιπόν κάποιος στοιχιθεί με τον φόβο εκείνου θα φτάσει οπωσδήποτε στην αγάπη, και έτσι θα έχει και τον πλησίον του όπως τον εαυτό του.
Όταν είπε ο Πέτρος αυτά, επειδή είχε νυχτώσει, πήγαμε για ύπνο.

98. Όταν ξημέρωσε, μπαίνοντας ο Πέτρος είπε˙ Ο Κλήμης με τη μητέρα του Ματθιδία και τη γυναίκα μου να καθίσουν μαζί μου στο όχημα. Καθώς λοιπόν πηγαίναμε στον δρόμο για τις Βαλαναίες με ρώτησε η μητέρα μου, πώς είναι ο πατέρας. Κι εγώ είπα˙ Έφυγε αναζητώντας εσένα και τους δίδυμους γιους του, Φαυστίνο και Φαυστιανό, και δεν ανευρίσκεται. Νομίζω όμως ότι μάλλον θα πέθανε, είτε πέφτοντας σε ναυάγιο, είτε κάνοντας λάθος στον δρόμο, είτε μαραζώνοντας από τη λύπη. Εκείνη ακούοντας δάκρυσε και αναστέναξε λυπημένη, η χαρά της όμως που βρήκε εμένα μετρίασε κάπως τη λύπη της. Έτσι φτάσαμε στις Βαλαναίες και την επομένη μέρα πήγαμε στην Πόλη Πάλτο και από εκεί στα Γάβαλα, και την άλλη μέρα καταλήξαμε στην Λαοδίκεια. Και να μπροστά στις πύλες μας προϋπάντησαν ο Νικήτης και ο Ακύλας, και αφού μας φίλησαν μας οδήγησαν στον τόπο της φιλοξενίας. Ο Πέτρος τότε βλέποντας ωραία και μεγάλη την πόλη είπε˙ Αξίζει να μείνουμε εδώ πολλές μέρες.

Διότι είναι δυνατόν μέσα στο πλήθος να βρεθούν και μερικοί άξιοι της μερίδας του Χριστού. Ο Νικήτης όμως και ο Ακύλας με ρώτησαν ποιά είναι αυτή η ξένη γυναίκα. Και εγώ είπα˙ Η μητέρα μου, την οποία μου έκανε τη χάρη ο Θεός να γνωρίσω μέσω του κυρίου μου Πέτρου.

99. Αφού είπε αυτά, ο Πέτρος τους τα διηγήθηκε όλα περιληπτικά, όσα δηλαδή άκουσε από την μητέρα και όσα είχε μάθει προηγουμένως από μένα, και για το πλαστό όνειρο, και για το ναυάγιο στο πλοίο μαζί με τους γιους της, και ότι ύστερα ο πατέρας φεύγοντας για να αναζητήσει τη γυναίκα του και τα δίδυμα παιδιά της, παραμένει μέχρι τώρα άγνωστος, επειδή κατά πάσαν πιθανότητα έπεσε κι αυτός θύμα της θάλασσας.

97. Τούτων ακούσας αυτός, Πολλά μεν πράττειν δυνατόν, έφην, εχθρούς δε ευεργετείν, πάσαν αυτών υποφέροντα επήρειαν, ουκ οίομαι δυνατόν ανθρωπεία προσείναι φύσει.
Και ο Πέτρος˙ Ορθώς έφης, απεκρίνατο˙ αθανασίας γαρ αιτία ούσα η φιλανθρωπία, πολλού δίδοται. Εάν γαρ πληροφορηθή τις, ότι οι εχθροί προς καιρόν κακοχούντες, ους μισούσιν, αιωνίου κολάσεως απαλλαγής αυτοίς αίτιοι γίνονται, ως ευεργέτας αυτούς αγαπήσουσιν. Άλλως δε αδύνατόν τινά την τοιαύτην εντολήν κατορθώσαι, ει μη σφόδρα τον Θεόν αγαπών είη, τω τούτω φόβω παιδαγωγούμενος. Φησί γαρ˙ «αρχή σοφίας φόβος Θεού». Τω εκείνου δε φόβω στοιχειωθείς τις, εις αγάπην ήξει πάντως και ούτως έξει και τον πλησίον ως εαυτόν.
Ταύτα του Πέτρου ειπόντος, εσπέρας επικαταλαβούσης, εις ύπνον ετράπημεν.

98. Όρθρου δε γενομένου εισιών ο Πέτρος έφη˙ Ο μεν Κλήμης μετά της αυτού μητρός Ματθιδίας και της εμής γυναικός άμα επί του οχήματος καθεζέσθωσαν. Ορμώντων δε ημών την επί Βαλαναίας οδόν, επύθετό μου η μήτηρ, πώς ο πατήρ διάγει. Καγώ έφην˙ Επί την ζήτησιν σου και των διδύμων υιών, Φαυστίνου τε και Φαυστινιανού εξελθών, ανεύρετος μένει. Οίμαι δε τάχα και τελευτήσαι αυτόν, ή ναυαγία περιπεσόντα, ή εν οδώ σφαλέντα, ή τηκεδόνι λύπης μαρασμόν υπομείναντα.

Η δε ακούσασα και επίδακρυς γενομένη, εστέναζε μεν και λυπηρώς είχε, τη δ’ εμή ευρέσει το πολύ της λύπης παρεμυθείτο. Κατηντήσαμεν ουν εις Βανλαναίας και τη δε επιούση εις Πάλτον ήλθομεν, κακείθεν εις Γάβαλα, τη δε ετέρα κατηντήσαμεν εις Λαοδίκειαν. Και ιδού προ των θυρών Νικήτης και Ακύλας απήντων ημίν και καταφιλήσαντες ήγον επί την ξενίαν. Ο δε Πέτρος καλήν και μεγάλην πόλιν ιδών, Άξιον, έφη, ενταύθα ημέρας προσμείναι. Δυνατόν γαρ εν τω πλήθει και τίνας ευρέσθαι της του Χριστού μερίδος αξίους. Ο μεν ουν Νικήτης και Ακύλας επυνθάνοντό μου, τίς αν είη η ξένη αύτη γυνή.

Καγώ έφην˙ Εμή μήτηρ, ην επιγνώναί μοι ο Θεός δια Πέτρου του κυρίου μου εδωρήσατο.

99. Ταύτά μου ειπόντος, ο Πέτρος αυτοίς εν κεφαλαίω πάντα εξέθετο, όσα τε παρά της μητρός ακούσετε και όσα πρότερον παρ’ εμού μάθοι, περί τε του πεπλασμένου ονείρου, περί τε την εν πλοίω μετά και των υιών ναυαγίας, και όπως ύστερον ο πατήρ, εις αναζήτησιν της γυναικός και των διδύμων αυτής παίδων εκβάς, άχρι της δεύρο διέμεινεν άγνωστος, κινδύνω τυχόν και αυτός θαλαττίω περιπεσών.

Υποσημείωση.

1. Παροιμ. 1, 7.

***

100. Όταν ειπώθηκαν αυτά περιληπτικά από τον Πέτρο, ο Νικήτης και ο Ακύλας, που έμειναν κατάπληκτοι, είπαν˙ Είναι άραγε, Δέσποτα και Κύριε των όλων, αυτά αληθινά ή όνειρο;
Και ο Πέτρος είπε˙ Εάν δεν κοιμώμαστε, είναι αληθινά.
Εκείνοι τότε, αφού έμειναν για λίγο άναυδοι, όταν συνήλθαν είπαν˙ Εμείς είμαστε ο Φαυστίνος και ο Φαυστινιανός, και από την αρχή, ενώ συ μιλούσες, βλέποντας ο ένας τον άλλο βάζαμε πολλά στο μυαλό μας γι’ αυτά, μήπως τυχόν δεν μας αφορούν, σκεπτόμενοι ότι πολλά παρόμοια γίνονται στη ζωή˙ γι’ αυτό και σωπαίναμε, ενώ οι καρδιές μας χτυπούσαν. Όταν όμως είδαμε το τέλος αυτών που λέγονταν και καταλάβαμε ότι αυτά που λέγονται μας αφορούν, τότε φανερωθήκαμε. Και αφού είπαν αυτά, όρμησαν με δάκρυα στη μητέρα και βρίσκοντάς την να κοιμάται ήθελαν να την αγκαλιάσουν. Ο Πέτρος όμως τους εμπόδισε λέγοντας˙ Αφήστε με, θα σας οδηγήσω εγώ στη μητέρα σας, μη τυχόν από τη μεγάλη ξαφνική χαρά χάσει και τα λογικά της, γιατί τώρα κοιμάται και το πνεύμα της είναι παραδομένο στον ύπνο.

101. Όταν όμως χόρτασε τον ύπνο η μητέρα και σηκώθηκε, άρχισε ο Πέτρος να της μιλάει πρώτα για την θεοσέβεια λέγοντας˙ Θέλω να γνωρίζεις, γυναίκα, τις λεπτομέρειες της πίστεώς μας. Διότι πιστεύουμε ένα Θεό ο οποίος έκανε τον ουρανό και τη γη και τον κόσμο που βλέπεις και τηρούμε τον Νόμο του, που λέει πρώτα να σεβόμαστε μόνο αυτόν και να προσκυνούμε το όνομά του, να τιμάμε τους γονείς μας, να είμαστε φρόνιμοι και να ζούμε σεμνά, να μη παίρνουμε μέρος σε τραπέζι ειδωλολατρικό, επειδή αυτοί ζουν ζωή ακάθαρτη. Όταν όμως τους πείσουμε να πιστέψουν και να εφαρμόζουν την αλήθεια, αφού τους βαπτίσουμε σε κάποιο τρισμακάριστο όνομα, τότε τους συναναστρεφόμαστε. Γιατί αλλιώς ούτε και αν είναι πατέρας ή μητέρας μας, ή γυναίκα ή παιδί ή αδελφός μας, ή κάποιος άλλος εκ φύσεως αγαπητός μας, δεν μας επιτρέπεται να τρώμε μαζί του. Και το κάνουμε αυτό επειδή διαφέρουμε στην πίστη. Μη το θεωρήσεις λοιπόν προσβολή το ότι ο γιος σου δεν τρώει μαζί σου, μέχρι να πιστέψεις και να κάνεις τα ίδια μ’ εμάς.

102. Και εκείνη όταν τα άκουσε είπε˙ Τί με εμποδίζει λοιπόν να βαπτισθώ σήμερα, εγώ η οποία πριν ακόμα σε δω είχα απαρνηθεί αυτούς που λέγονται θεοί με την εξής σκέψη, ότι, ενώ θυσίαζα σ’ αυτούς σχεδόν κάθε μέρα πολλά, δεν με συμπαραστάθηκαν στις ανάγκες μου. Και για τη μοιχεία τί πρέπει πάλι να πώ; Διότι ούτε τότε που ήμουν πλούσια με παρέσυρε σ’ αυτήν η απόλαυση, ούτε και η φτώχεια που ήρθε μετά από αυτήν με ανάγκασε να προβώ σ’ αυτήν, επειδή την αντάλλασσα με τη σωφροσύνη, που για μένα είναι το μεγαλύτερο καλό, εξαιτίας της οποίας έφτασα σε τόσο δύσκολη κατάσταση. Αλλά ούτε εσύ νομίζω αγνοείς, κύριέ μου Πέτρε, ότι η μεγάλη σαρκική επιθυμία προκαλείται από τις επιθυμίες˙ γι’ αυτό εγώ που έμεινα εγκρατής όταν βρισκόμουνα σε ευθυμία, δεν παραδίνω τον εαυτό μου στις ηδονές τώρα που βρίσκομαι σε δυσθυμία. Αλλά ούτε και τώρα να νομίσεις ότι απαλλάχθηκε από τα βάσανα η ψυχή μου, η οποία μόνο μερικώς παρηγορήθηκε με την αναγνώριση του Κλήμεντα.

Διότι μπαίνοντας μέσα μου η κατήφεια από τα δύο όχι τόσο το ότι αυτά χάθηκαν στη θάλασσα, όσο το ότι χωρίς την ευσέβεια στον Θεό, μαζί με τις ψυχές τους χάθηκαν και τα σώματά τους. Και ο πατέρας τους και σύντροφός μου, όπως έμαθα από τον Κλήμη, ξεκινώντας για την αναζήτηση τη δική μου και των γιων μας επί τόσα χρόνια είναι άφαντος. Και ασφαλώς αγαπούσε, αγαπούσε και τα παιδιά. Γι’ αυτό όταν ο γέρος έχασε όλους εμάς, που του ήμασταν οι πιο αγαπημένοι περισσότερο από όλα, από τη μεγάλη λύπη του έφυγε κι αυτός.

100. Τούτων ουν κεφαλαιωδώς ρηθέντων υπό του Πέτρου, ο Νικήτης και ο Ακύλας καταπλαγέντες˙ Άρά γε, Δέσποτα και Κύριε των απάντων, είπον, αληθές ή όνειρός εστί ταύτα;
Και ο Πέτρος˙ Ει μη κοιμώμεθα, έφη, αληθώς τυγχάνει.

Οι δε βραχύ μείναντες και ώσπερ επί συννοίας γενόμενοι, Ημείς εσμέν Φαυστίνος και Φαυστινιανός, έφασαν, και απαρχής σου διαλεγομένου αλλήλοις εμβλέποντες πολλά περί εαυτών καταστοχαζόμεθα, μη άρα ουχ ημίν διαφέρη τα λεγόμενα, λογιζόμενοι ότι πολλά παρόμοια γίνεται εν τω βίω˙ διο εσιωπώμεν παλλόμενοι τας καρδίας. Προς δε το τέλος νυν των λεγομένων ιδόντες και γνόντες ακριβώς, ότι περί ημίν διαφέρει τα ειρημένα, τότε εαυτούς ωμολογήσαμεν. Και τούτο ειπόντες μετά δακρύων, εισήλθον τη μητρί και κοιμωμένην ευρόντες, περιπλέκεσθαι ήδη εβούλοντο. Ο δε Πέτρος εκώλυσεν αυτούς ειπών˙ Εάσατέ με, αυτός υμάς τη μητρί προσαγάγω υμάς, μήπως υπό της πολλής αιφνιδίου χαράς εις έκστασιν έλθοι φρενών, άτε δε και κοιμωμένη και το πνεύμα υπό του ύπνου απησχολημένον έχουσα.

101. Όμως επεί κόρον έσχε του ύπνου, διεγερθείση τη μητρί ο Πέτρος περί θεοσεβείας αυτή διαλεχθείς πρότερον και ειπών˙ Γινώσκειν σε θέλω, γύναι, της ημετέρας πίστεως την ακρίβειαν. Ένα γαρ Θεόν σέβομεν, τον πεποιηκότα ουρανόν τε και γην και ον οράς κόσμον, και τούτου φυλάσσομεν τον νόμον, περιέχοντα εν πρώτοις, αυτόν σέβειν μόνον και το αυτού αγιάζσειν όνομα, τιμάν τε γονείς και σωφρονείν, βιούντας ανεπιλήπτως και τραπέζης εθνικής μη μετέχειν, δια το ακαθάρτως αυτούς πολιτεύεσθαι. Όταν δε πείσωμεν αυτούς τα της αληθείας φρονείν τε και ποιείν, του ιερού βαπτίσματος αξιώσαντες εν τρισμακαρία τινί επονομασία, τότε δη αυτοίς και συναυλιζόμεθα. Επεί ουδ’ αν πατήρ ή μήτηρ τυγχάνη, ή γυνή ή τέκνον ή αδελφός ή άλλος τις εκ φύσεως την στοργήν έχων, συνεστιάσθαι αυτώ θεμιτόν ημίν. Πίστει γαρ διαφερόντως τούτο ποιούμεν. Μη ουν ύβριν ηγήση το μη συνεστιάσθαί σοι τον υιόν, άχρις αν τα αυτά ημίν φρονής και ποιής.

102. Η δε ακούσασα έφη˙ Τί ουν κωλύει με σήμερον βαπτισθήναι, ήτις προ του ιδείν σε τους λεγομένους θεούς απεστράφην λογισμώ τοιούτω, ότι πολλά σχεδόν καθ’ ημέραν θυούση μοι τούτοις, εν ταις ανάγκαις ου παρεστάθησάν μοι; Περί δε μοιχείας τί δει με και λέγειν, οπότ’ αν ουδέ πλουτούσαν τρυφή με προς τούτο ηπάτησεν, ουδέ η μετά ταύτα πενία επί τούτο γε ελθείν κατηνάγκασεν, άτε δη της σωφροσύνης ως μεγίστου καλού αντιποιουμένης μου, ης ένεκα και εις τοσαύτην ήλθον περίστασιν; Άλλ’ ουδέ σε οίμαι, κύριέ μου Πέτρε, αγνοείν, ότι η πλείων επιθυμία εξ ευθυμιών γίνεται. Όθεν εγώ εν ευθυμία σωφρονήσασα, εν δυσθυμία προς ηδονάς εμαυτήν ουκ εκδίδωμι. Αλλά μηδέ νυν μου κακουχίας απηλλάχθαι νομίσης την ψυχήν, την ποσώς παραμυθίας τυχούσαν δια την Κλήμεντος αναγνώρισιν. Αντεισερχομένη γαρ η εκ των δύο μου τέκνων αθυμία και την ποσώς αμαυροί χαράν. Λυπεί γαρ ημάς ου τοσούτον το εν τη θαλάσση τούτους παραπολέσθαι, όσον και χωρίς της εις Θεόν ευσεβείας διαφθαρήναι μετά γε των ψυχών αυτοίς και τα σώματα.

Ο δε τούτων πατήρ, εμός δε σύνευνος, ως παρά Κλήμεντος έμαθον, επί τε την εμήν και των υιών ζήτησιν εκβάς, τοσούτοις έτεσιν αφανής εστί˙ πάντως δε και αυτός ετελεύτησε. Και γαρ ο ταλαίπωρος υπό σωφροσύνης με αγαπών, φιλότεκνος ην. Όθεν πάντων ημών των υπέρ πάντα αυτώ ηγαπημένων στερηθείς ο γέρων, υπό μεγίστης αθυμίας διαπεφώνηκε.
***

103. Όσο η μητέρα έλεγε αυτά, ακούοντάς την τα παιδιά, δεν μπορούσαν πια να κρατηθούν, σύμφωνα με την υπόδειξη του Πέτρου, αλλά σηκώθηκαν, την αγκάλιασαν και άρχισαν να την φιλούν με δάκρυα, ενώ η μητέρα έκπληκτη γι’ αυτό, επειδή αγνοούσε αυτά που γίνονταν, διατελώντας σε έκσταση ρωτούσε˙ Τί σημαίνουν όλα αυτά;
Και ο Πέτρος αμέσως είπε˙ Συγκράτησε, γυναίκα, τον νου σου, για να απολαύσεις με χαρά τα παιδιά σου. Γιατί αυτοί είναι ο Φαυστίνος και Φαυστιανός, που έλεγες ότι πέθαναν στον βυθό, των οποίων το πένθος σου έκανε αβίωτη τη ζωή. Τώρα πώς ο ένας ονομάζεται Νικήτης και ο άλλος Ακύλας ας το πουν κι ας το διδάξουν οι ίδιοι.

Όταν είπε ο Πέτρος αυτά, η μητέρα γεμάτη αμέτρητη χαρά λίγο έλειψε να ξεψυχήσει˙ όταν όμως συνήλθε και βρήκε τον εαυτό της, είπε˙ Αγαπημένα μου παιδιά, παιδιά μου γλυκύτατα, παιδιά που κάψατε την καρδιά μου, πέστε μου τί σας συνέβη εκείνη την τρομερή νύχτα.

104. Και ο Νικήτης παίρνοντας αμέσως τον λόγο, είπε τα εξής˙ Τη νύχτα εκείνη, όπως ξέρεις, μητέρα, όταν τσακίστηκε το πλοίο μας, μερικοί άνδρες που δεν δίσταζαν να ληστεύουν στον βυθό, μας πήραν και βάζοντάς μας σε μια βάρκα και χρησιμοποιώντας κουπιά μας οδήγησαν στην Καισάρεια του Στράτωνα, και εκεί, επειδή εμείς υποφέραμε από την πείνα και ήμασταν κατατρομαγμένοι, και για να μη πούμε τίποτε το απερίσκεπτο και από αυτά που δεν ήθελαν αυτοί, μας πούλησαν κατά τρόπο άθλιο ως δούλους, αφού άλλαξαν και τα ονόματά μας. Μας αγόρασε όμως μια γυναίκα σπουδαία, προσήλυτη των Ιουδαίων, που λεγόταν Ιούστα, η οποία μας μεγάλωσε σαν παιδιά της και μας μόρφωσε με ενδιαφέρον με όλη την ελληνική παιδεία. Και εμείς, που μεγαλώνοντας γίναμε μυαλωμένοι, αγαπήσαμε και τη θρησκεία, και καλλιεργήσαμε και την μόρφωσή μας, για να μπορούμε μιλώντας με τους άλλους εθνικούς να τους ελέγχουμε για την πλάνη τους˙ μάθαμε δε καλά και όσα δίδασκαν οι φιλόσοφοι, και προπαντός τα πιο άθεα, εννοώ δηλαδή του Επικούρου και του Πύρρωνα,
για να μπορούμε περισσότερο να τα ανασκευάζουμε.

105. Όμως όταν γίναμε φίλοι με κάποιον μάγο Σίμωνα, στον δρόμο της φιλίας μ’ αυτόν κινδυνέψαμε να εξαπατηθούμε. Αλλά, μητέρα, αυτά θα σου τα πούμε λεπτομερέστερα με τον καιρό. Ωστόσο, ενώ κοντεύαμε να εξαπατηθούμε από τον Σίμωνα, κάποιος φίλος του κυρίου μας Πέτρου, που λέγεται Ζακχαίος, αφού μας πλησίασε, μας συμβούλεψε να μη συμφωνήσουμε με τον μάγο, και όταν ήρθε ο Πέτρος μας οδήγησε σ’ αυτόν, για να μας πληροφορήσει και να μας πείσει γι’ αυτά που αφορούν την θεοσέβεια. Γι’ αυτό, μητέρα, ευχόμαστε και συ, όπως εμείς γίναμε άξιοι των αγαθών, να πάρεις μέρος και συ, για να μπορούμε να τρώμε σε κοινό τραπέζι. Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος για τον οποίο νόμιζες ότι είχαμε πεθάνει στη θάλασσα.

103. Της μητρός ταύτα λεγούσης, ακούοντες οι παίδες ουκέτι, κατά την του Πέτρου παραίνεσιν, ηδύναντο στέγειν, άλλ’ αναστάντες περιεπλέκοντο τότε αυτή και δάκρυσι κατεφίλουν. Εφ’ ω δη και η μήτηρ καταπλαγείσα, Τί θέλει τούτο είναι, υπό εκστάσεως ώσπερ και αγνοίας των γινομένων, ηρώτα.
Και ο Πέτρος ευθύς˙ Παράστησον, ω γύναι, γενναίως τον νουν σου, ώστε των σων ηδέως απολαύσαι τέκνων. Ούτοι γαρ εισί Φαυστίνος και Φαυστινιανός, ους έλεγες εν βυθώ τεθνάναι και ων το πένθος αβίωτον ετίθει σου την ζωήν. Πώς δε αυτών ο μεν Νικήτης, ο δε Ακύλας καλείται, αυτοί καλώς λεγέτωσάν τε και διδασκέτωσαν.

Ταύτα του Πέτρου ειπόντος, η μήτηρ αμέτρου πλησθείσα χαράς μικρού αν απολελοίπει και την πνοήν˙ ανενεγκούσα δε όμως και ώσπερ εαυτής γενομένη, Τέκνα μου ποθεινά, είπατέ μοι τίνα δη τα κατά την χαλεπήν εκείνην νύκτα συμβάντα υμίν.

104. Και ο Νικήτης αυτίκα τον λόγον αναλαβών ούτως έφη˙ Ημίν, ώ μήτηρ, ως οίσθα, του πλοίου κατά την νύκτα διαρραγέντος, άνδρες τινές, εν τω βυθώ ληστεύειν ου δεδοικότες, ημάς ανελόμενοι και τίνι ενθέμενοι σκάφει, έπειτα δε και κώπαις χρώμενοι εις την Στράτωνος ήγον Καισάρειαν, κακεί σφόδρα συνεχομένους ημάς τω λιμώ, προς δε και περιδεείς όντας, μη τι και προπετές και των αυτοίς ου δοκούντων φθεγξώμεθα, εκείνοι τα ονόματα ημών διαμείψαντες, εις δουλείαν αθλίως απέδοντο. Γυνή δε τις ημάς Ιουδαίοις προσήλυτος πάνυ, όνομα Ιούστα, ωνησαμένη, εν τέκνων εφύλαττε μοίρα, και πάση ελληνική παιδεία μετά σπουδής εξεπαίδευσεν. Ημείς δε γενόμενοι εφ’ ηλικίας έμφρονες και την θρησκείαν ηγαπήσαμεν, και τα της παιδείας εφιλοπονήσαμεν, όπως, προς τα λοιπά έθνη διαλεγόμενοι, ελέγχειν αυτά περί πλάνης δυνατώς έχωμεν, ηκριβώσαμεν δε και τα των φιλοσόφων, εξαιρέτως τα αθεώτατα, λέγω δη τα Επικούρου και Πύρρωνος, ίνα και μάλλον ανασκευάζειν δυνώμεθα.

105. Σίμωνι δε τίνι Μάγω σχεδόν γενόμενοι σύντροφοι, φιλίας οδώ απατηθήναι ήδη εκινδυνεύομεν. Όμως ταύτα, μήτερ, επί καιρού σοι ακριβέστερον εκτεθήσεται. Πλην μέλλουσιν ημίν απατάσθαι υπό του Σίμωνος, εταίρος τις του κυρίου ημών Πέτρου. Ζακχαίος λεγόμενος, προσηκάμενος ενουθέτησε μη συνθέσθαι τω Μάγω, επελθόντι δε τω Πέτρω προσήγαγεν, όπως ημάς πληροφορήσας πείση περί των τη θεοσεβεία διαφερόντων. Διο και σε, μήτερ, ευχόμεθα, ως ημείς κατηξιώθημεν αγαθών, τούτων και αυτήν μετασχείν, όπως κοινών αλών και τραπέζης δυνηθώμεν μεταλαβείν Αύτη ουν εστίν η αιτία, τεκούσα, δι’ ην ενόμιζες ημάς εν τη θαλάσση τεθνάναι.

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.