Λόγος ηθικός δέκατος (Ε’): «Για τη μέλλουσα Κρίση – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για τη φοβερή μέρα του Κυρίου και τη μέλλουσα κρίση, ότι δηλαδή συντελείται σ’ εμάς από εδώ ακόμη και πριν από τον θάνατο, καθώς καθαριζόμαστε με τα δάκρυα, και ότι σε όποιους θα πραγματοποιηθεί στην παρούσα ζωή δεν τους συναντά στη μέλλουσα. Και ποιά είναι η μέρα του Κυρίου και σε ποιούς φανερώνεται ξαφνικά. Και ότι η πίστη στον Χριστό δεν μπορεί μόνη να μας σώσει, αν δεν γίνουμε συνειδητά μέτοχοι και του Αγίου Πνεύματος˙ και ότι δεν λαμβάνουν τον Χριστό με το βάπτισμα όλοι οι βαπτιζόμενοι. Και πώς μπορεί κάποιος να γνωρίσει, αν έχει μέσα τον Χριστό και αν έχει γίνει μέτοχος του Αγίου Πνεύματος. Και ερμηνεία, παρενθετικά, στο χωρίο, «Εν αρχή ην ο Λόγος». Και μακαρισμός σ’ εκείνους που από τους αγώνες δέχθηκαν την επιφοίτηση του Πνεύματος.
… Αυτά λοιπόν θα πει, αλλά και τώρα λέει ο Κύριος σ’ εκείνους που λένε βέβαια ότι έχουν μέσα τους το Άγιο Πνεύμα, αλλά από το σκότος των παθών τους καλύπτεται και σκεπάζεται και δεν βλέπεται με τα πνευματικά μάτια της ψυχής τους. Σ’ εκείνους πάλι που λένε βέβαια ότι τον γνωρίζουν, αλλά ομολογούν ότι δεν βλέπουν το φως της θεότητάς του, λέει αυτά:

«Αν με είχατε γνωρίσει, θα με είχατε γνωρίσει ως φως˙ διότι εγώ είμαι αληθινά το φως του κόσμου».1 Αλλά αλίμονο σ’ εκείνους που λένε, «Πότε θα έρθει η μέρα του Κυρίου;»2 και που δεν φροντίζουν να τη φθάσουν. Διότι η παρουσία του Κυρίου στους πιστούς έχει γίνει, και πάντοτε γίνεται, και σε όλους εκείνους, που τη θέλουν, έφθασε. Αν δηλαδή εκείνος είναι το φως του κόσμου και στους αποστόλους του είπε ότι θα είναι μαζί μας ως τη συντέλεια του κόσμου,3 πώς, ενώ αυτός είναι μαζί μας, θα έρθει; Δεν θα έρθει διόλου. Διότι εμείς δεν είμαστε τέκνα του σκότους και της νύχτας,4 ώστε να έρθει και να μας φθάσει το φως, αλλά είμαστε τέκνα του φωτός και τέκνα της μέρας του Κυρίου˙ γι’ αυτό και όσο ζούμε, είμαστε μέσα στον Κύριο, και όταν πεθάνουμε, θα ζήσουμε μέσα σ’ αυτόν και μαζί μ’ αυτόν, όπως ο Παύλος λέει.5 Γι’ αυτό μάλιστα και ο Θεολόγος Γρηγόριος λέει τα εξής: «Ό,τι είναι για τα ορατά πράγματα ο ήλιος, αυτό είναι για τα πνευματικά ο Θεός».6

Διότι ο Θεός θα είναι και ο μελλοντικός αιώνας και η ανέσπερη μέρα και η βασιλεία των ουρανών˙ θα είναι νυμφώνας και παστάδα και χώρα των πράων7 και θείος παράδεισος και βασιλιάς και υπηρέτης, όπως ο ίδιος έχει πει έτσι: «Μακάριοι είναι οι δούλοι εκείνοι που, όταν έρθει ο κύριός τους, θα τους βρει να είναι ξυπνητοί˙ σας διαβεβαιώνω, ότι θα τους βάλει να καθίσουν στο τραπέζι, και αφού ζώσει τη μέση του, θα τους υπηρετήσει».8

Όλα αυτά λοιπόν και άλλα περισσότερα απ’ αυτά, τα οποία δεν είναι δυνατό κάποιος να απαριθμήσει, θα γίνει ο Χριστός για εκείνους που πιστεύουν σ’ αυτόν, όχι μόνο στον μέλλοντα αιώνα, αλλά πρώτα σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, στη συνέχεια αργότερα και στον μέλλοντα αιώνα. Αν και εδώ βέβαια θα γίνει ατελέστερα και εκεί θα γίνει τελειότερα, ωστόσο οι πιστοί βλέπουν καθαρά και απολαμβάνουν από εδώ ακόμη την πρόγευση όλων των αγαθών, που υπάρχουν εκεί˙ διότι ούτε απολαμβάνουν εδώ όλες τις υποσχέσεις, ούτε, με το να ελπίζουν, ότι θα απολαμβάνουν εκεί τα πάντα, παραμένουν, ενώ είναι εδώ, αμέτοχοι και άγευστοι από τα μέλλοντα αγαθά. Αλλά, επειδή ο Θεός οικονόμησε να δώσει σ’ εμάς, δια μέσου του θανάτου και της ανάστασης, τη βασιλεία και την αφθαρσία και όλη την αιώνια ζωή, γινόμαστε ψυχικά βέβαια, χωρίς αμφιβολία, ακόμη απ’ αυτή τη ζωή, κοινωνοί και συμμέτοχοι των μελλόντων αγαθών, άφθαρτοι δηλαδή και αθάνατοι και υιοί του Θεού και τέκνα του φωτός και της μέρας και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών, επειδή έχουμε μέσα
μας εκείνη την ίδια τη βασιλεία των ουρανών9 – διότι όλα αυτά τα λαμβάνουμε ακόμη απ’ αυτή τη ζωή με αίσθηση ψυχής και γνώση, αν βέβαια δεν είμαστε αποτυχημένοι ως προς την πίστη10 και αν δεν υστερούμε στην εργασία των εντολών του Θεού -, σωματικά όμως δεν γίναμε, αλλά έχουμε το σώμα φθαρτό, όπως ο Χριστός και Θεός πριν από την ανάσταση˙ και επειδή περιοριζόμαστε και δεσμευόμαστε ως προς την ψυχή από το σώμα, δεν μπορούμε να δεχθούμε μέσα μας τώρα όλη τη δόξα που φανερώνεται σ’ εμάς, αλλά, καθώς παρατηρούμε το απερίγραπτο πέλαγος της δόξας, σαν μέσα σε καθρέπτη,11 νομίζουμε ότι βλέπουμε μία σταγόνα εκείνου, και γι’ αυτό λέμε ότι τώρα βλέπουμε σαν μέσα σε καθρέπτη και σαν μέσα σε αίνιγμα,12 και παρ’ όλα αυτά βλέπουμε τους εαυτούς μας πνευματικά όμοιους μ’ εκείνον που βλέπεται από μας και μας βλέπει στην παρούσα ζωή˙ μετά την ανάσταση όμως θα γίνει και το ίδιο το σώμα μας πνευματικό.

Όπως δηλαδή εκείνος ο ίδιος άλλαξε το σώμα του και το ανέστησε από το μνήμα με θεία δύναμη, έτσι και όλοι εμείς θα λάβουμε πνευματικό το σώμα, και όσοι προηγουμένως ομοιωθήκαμε μ’ αυτόν ψυχικά, θα ομοιωθούμε και τότε μ’ αυτόν σωματικά συγχρόνως και ψυχικά, δηλαδή θα γίνουμε όμοιοι μ’ αυτόν,13 άνθρωποι ως προς τη φύση, θεοί από τη χάρη, καθώς δηλαδή και εκείνος ο ίδιος ήταν Θεός ως προς τη φύση, άνθρωπος από την αγαθότητα. Εκείνοι μάλιστα που γνωρίζουν με ακρίβεια αυτό το μυστήριο, πώς να μην ποθούν και να μην επιθυμούν το θάνατο, όπως λέει ο απόστολος: «Όσοι είμαστε σ’ αυτό το σώμα στενάζουμε, προσμένοντας τη φανέρωση των υιών του Θεού».14

Και μάλιστα, αν δεν συμβαίνει αυτό και δεν γινόμαστε απ’ αυτή τη ζωή, ενώ είμαστε στο σώμα, συμμέτοχοι και κοινωνοί των αιωνίων αγαθών, και αν δεν λαμβάνουμε τη χάρη εμείς που εκλεχθήκαμε, τότε και ο ίδιος ο Χριστός είναι προφήτης και όχι Θεός, αλλά και όλα όσα λέει το Ευαγγέλιό του είναι προφητεία για τα μέλλοντα και όχι δωρεά της χάρης παρόμοια άλλωστε και οι απόστολοι ανέλαβαν να κηρύξουν προφητεία, αλλά όχι την εκπλήρωση αυτών που προφητεύθηκαν, και ούτε έλαβαν κάτι εκείνοι, ούτε μετέδωσαν κάτι σε άλλους. Αλλά, απορώ για την άγνοια αυτών που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση και για το σκοτισμό τους!15

Η πίστη μας λοιπόν, σύμφωνα μ’ αυτούς, είναι λόγια ανώφελα, έρημα από έργα. Διότι, αν η χάρη του Θεού, που είναι σωτήρια για όλους τους ανθρώπους, φανερώθηκε16 μόνο με λόγο και όχι με πράξη, και αν νομίζουμε ότι μ’ αυτό τον τρόπο έχει πραγματοποιηθεί το μυστήριο της πίστης μας, τότε ποιός είναι πιο άθλιος από μας; Αν το φως του κόσμου είναι ο Χριστός και Θεός, αλλά πιστεύουμε ότι αυτός δεν βλέπεται διαρκώς από κανέναν από τους ανθρώπους, ποιός άραγε είναι πιο άπιστος από μας;

Αν λοιπόν αυτός είναι φως, αλλά λέμε ότι εκείνοι, που τον ντύνονται, δεν τοα αντιλαμβάνονται, τί διαφέρουμε από ένα νεκρό; Αν αυτός είναι η κληματαριά, ενώ εμείς είμαστε οι κληματόβεργες,17 αν δεν γνωρίζουμε διόλου την ένωσή μας μ’ αυτόν, είμαστε άψυχοι και άκαρποι και ξερά ξύλα, υλικό για την άσβεστη φωτιά. Αν μάλιστα και εκείνοι που τρώνε τη σάρκα του κα πίνουν το αίμα του, σύμφωνα με το θείο λόγο του, έχουν αιώνια ζωή,18 εμείς όμως, όταν τρώμε αυτά, δεν αισθανόμαστε να γίνεται μέσα μας τίποτε περισσότερο από την ορατή τροφή και δεν λαμβάνουμε συνειδητά άλλη ζωή, τότε μεταλάβαμε μόνο απλό άρτο, όχι όμως και Θεό. Διότι, αν ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος, και η αγία σάρκα του δεν είναι μόνο σάρκα, αλλά είναι σάρκα και Θεός, με τρόπο αχώριστο, αλλά και ασύγχυτο, ώστε να είναι ορατός από τα αισθητά μάτια ως προς τη σάρκα, δηλαδή ως προς τον άρτο, αόρατος όμως από τα αισθητά μάτια ως προς τη θεότητα, από τα μάτια της ψυχής ωστόσο αισθητός. Γι’ αυτό και αλλού λέει:

«Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα σ’ εμένα και εγώ μένω μέσα σ’ αυτόν», αλλά είπε «μένει μέσα σ’ εμένα, δηλαδή, μέσα στη δική μου δόξα, στο δικό μου φως, στη δική μου θεότητα». Διότι λέει: «Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας είναι μέσα σ’ εμένα˙ και εγώ είμαι μέσα σ’ εσάς και εσείς είστε μέσα σ’ εμένα». Αν λοιπόν νομίζουμε ότι όλα αυτά γίνονται μέσα σ’ εμάς ασυνείδητα και αναίσθητα, ποιός άραγε θα θρηνήσει την αναισθησία μας; Κανείς πραγματικά.

Αλλά, μακάριοι είναι εκείνοι, που δέχθηκαν τον Χριστό, ο οποίος ήρθε ως φως στο σκότος, διότι αυτοί έγιναν τέκνα του φωτός και της μέρας.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που ντύθηκαν το φως του στην παρούσα ζωή, διότι φόρεσαν πια το ένδυμα του γάμου˙ αυτοί δεν θα δεθούν χέρια και πόδια, ούτε θα ριχθούν μέσα στην αιώνια φωτιά.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που είδαν σωματικά τον ίδιο τον Χριστό, αλλά τρισμακάριοι είναι εκείνοι που τον είδαν και τον προσκύνησαν νοερά και πνευματικά, διότι ποτέ δεν θα δουν θάνατο. Και μην απιστείς σ’ αυτό, εφόσον το βλέπεις να γίνεται και στα επίγεια˙ διότι οι κατάδικοι που αξιώθηκαν να δουν τον επίγειο βασιλιά απαλλάσσονται αμέσως από την απόφαση, που τους οδηγεί στο θάνατο.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που τρώνε κάθε μέρα τον Χριστό, μέσα σε τέτοια θέαση και τέτοια γνώση, όπως ο προφήτης Ησαΐας έφαγε τον άνθρακα, διότι αυτοί θα καθαρισθούν από κάθε ρύπο της ψυχής και του σώματος.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που με το στόμα του νου τους γεύονται κάθε ώρα το ανέκφραστο φως, διότι αυτοί θα περπατήσουν με σεμνότητα, όπως περπατά κάποιος, όταν είναι μέρα, και θα ζήσουν όλο το χρόνο της ζωής τους μέσα σε χαρά.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που γνώρισαν απ’ αυτή τη ζωή ακόμη το φως του Κυρίου, όπως γνώρισαν εκείνον τον ίδιο, διότι αυτοί θα παρουσιασθούν σ’ αυτόν, στον μέλλοντα αιώνα, χωρίς να αισθάνονται ντροπή.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που ζουν πάντοτε μέσα στο φως του Χριστού, διότι αυτοί και τώρα και στους αιώνες είναι και θα είναι πάντοτε αδελφοί του και συγκληρονόμοι.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που άναψαν τώρα μέσα στην καρδιά τους το φως και το διατήρησαν άσβεστο, διότι αυτοί στην έξοδο από το βίο θα υποδεχθούν τον Νυμφίο φωτεινοί και θα μπουν μαζί του στο νυμφώνα με αναμμένες λαμπάδες.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που δεν σκέφθηκαν μέσα τους ότι οι άνθρωποι δεν λαμβάνουν από εδώ ακόμη τη βεβαιότητα για τη σωτηρία τους, αλλά ότι τη λαμβάνουν στην έξοδό τους από το βίο, ή και μετά την έξοδο, διότι αυτοί θα αγωνισθούν να τη λάβουν τώρα.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που δεν αμφιβάλλουν για κανένα απ’ αυτά που έχουν ειπωθεί, ούτε υποθέτουν ότι αυτό είναι ψέμα, διότι αυτοί, και αν δεν έχουν κανένα απ’ αυτά, πράγμα που δεν το εύχομαι, θα φροντίσουν όμως οπωσδήποτε να τα αποκτήσουν.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που ζητούν με όλη τους την ψυχή να έρθουν προς το φως, αφού καταφρόνησαν όλα τα άλλα, διότι, και αν δεν προλάβουν να μπουν στο φως, ενώ ακόμη είναι στο σώμα, όμως θα αναχωρήσουν ίσως με καλές ελπίδες απ’ αυτή τη ζωή, και θα μπουν, έστω και λίγο, στο φως.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που πάντοτε κλαίνε πικρά για τα αμαρτήματά τους, διότι αυτούς θα τους φθάσει το φως και θα μεταβάλει τα πικρά δάκρυα σε γλυκά.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που φωτίζονται με το θείο φως και βλέπουν την αδυναμία τους και αντιλαμβάνονται την ασχήμια της ψυχικής τους στολής, διότι αυτοί θα κλαίνε αδιάκοπα και θα πλυθούν με τους χειμάρρους των δακρύων.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που πλησίασαν στο θείο φως και μπήκαν μέσα σ’ αυτό και έγιναν ολόκληροι φως, με το να συνενωθούν μ’ αυτό, διότι αυτοί αποδύθηκαν εντελώς τη ρυπαρή στολή και δεν θα κλαίνε πια με πικρά δάκρυα.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που βλέπουν το ένδυμά τους να είναι σαν τον Χριστό, που λάμπει, διότι αυτοί θα πλημμυρίσουν κάθε ώρα από απερίγραπτη χαρά και θα δακρύσουν γλυκά από την έκπληξή τους, διαπιστώνοντας ότι έχουν γίνει πια οι ίδιοι τέκνα και συμμέτοχοι της ανάστασης.

Μακάριοι είναι εκείνοι, που έχουν συνεχώς ανοιγμένο το πνευματικό μάτι της ψυχής, και βλέπουν σε κάθε προσευχή το φως, και συνομιλούν μ’ αυτό το φως στόμα με στόμα, διότι αυτοί γίνονται ισότιμοι με τους αγγέλους, αν είναι μάλιστα τολμηρό να πω, έγιναν και θα γίνουν ανώτεροι από τους αγγέλους˙ διότι οι άγγελοι υμνούν, αυτοί όμως συνομιλούν. Αν όμως έγιναν και πάντοτε γίνονται τέτοιοι, ενώ ακόμη βρίσκονται στη ζωή και δεσμεύονται από τη φθορά της σάρκας, τί λογής θα είναι μετά την ανάσταση και μετά την απόκτηση εκείνου του πνευματικού και άφθαρτου σώματος; οπωσδήποτε, αυτοί θα είναι όχι μόνο ίσοι με τους αγγέλους, αλλά και όμοιοι με τον Δεσπότη των αγγέλων, όπως έχει γραφεί˙ «Γνωρίζουμε μάλιστα», λέει, «ότι, όταν θα φανερωθεί, θα είμαστε όμοιοι μ’ αυτόν».

Μακάριος είναι ο μοναχός εκείνος, που βρίσκεται κατά την προσευχή μπροστά στον Θεό και τον βλέπει και βλέπεται από αυτόν, και αισθάνεται ότι ο εαυτός του είναι έξω από τον κόσμο και ότι είναι μόνο μέσα στον Θεό, και δεν μπορεί να γνωρίσει, αν βρίσκεται με το σώμα ή χωρίς το σώμα, διότι θα ακούσει ανέκφραστα ρήματα που δεν είναι δυνατό να τα προφέρει άνθρωπος, και θα δει αυτά που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σάρκινη καρδιά ανθρώπου δεν σκέφθηκε.

Μακάριος είναι εκείνος που είδε να διαμορφώνεται μέσα του το φως του κόσμου, διότι αυτός, έχοντας μέσα του σαν έμβρυο τον Χριστό, θα θεωρηθεί μητέρα του, όπως υποσχέθηκε εκείνος ο ίδιος ο αψευδής, λέγοντας: «Μητέρα μου και αδελφοί και φίλοι είναι αυτοί» Ποιοί; «Αυτοί που ακούν το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν». Συνεπώς εκείνοι, που δεν τηρούν τις εντολές, στερούν θεληματικά τους εαυτούς τους από τη χάρη αυτή, επειδή αυτό το πράγμα και ήταν και είναι και θα είναι δυνατό, και έγινε και γίνεται και θα γίνει σε όλους εκείνους, που εκτελούν τις προσταγές του.

Αλλά, για να μην αφήσουμε αυτό το λόγο χωρίς μαρτυρία, και θεωρηθούμε ότι λέμε κάτι από μόνοι μας και παρουσιάζουμε εκείνα που είναι αδύνατα σαν δυνατά, ας φέρουμε για μας στη μέση και πάλι τον ίδιο τον μακάριο Παύλο, το στόμα του Χριστού, ο οποίος παριστάνει αυτό ολοφάνερα, με το να λέει: «Παιδιά μου, που για σας δοκιμάζω πάλι πόνους τοκετού, ωσότου να διαμορφωθεί μέσα σας ο Χριστός». Άραγε, πού νομίζετε ότι λέει πως θα διαμορφωθεί ο Χριστός, ή σε ποιό τόπο ή σε ποιό μέρος του σώματός μας˙ στο μέτωπο ή στο πρόσωπο ή στο στήθος; Όχι βέβαια σ’ αυτά, αλλά εσωτερικά, μέσα στην καρδιά μας. Μήπως όμως υποθέσατε ότι ο Χριστός διαμορφώνεται και σωματικά; Καθόλου! Αλλά διαμορφώνεται βέβαια, όμως χωρίς σώμα και όπως αρμόζει στον Θεό. Ωστόσο, όπως η γυναίκα, όταν είναι έγκυος, γνωρίζει καλά ότι το βρέφος σκιρτά μέσα στην κοιλιά της, και ποτέ δεν αγνοεί ότι το έχει μέσα της˙ έτσι και εκείνος, που έχει διαμορφωμένο μέσα του τον Χριστό, και τις κινήσεις του, δηλαδή τις ελλάμψεις του, γνωρίζει, και τα σκιρτήματά του,
δηλαδή τις αστραπές του, δεν αγνοεί διόλου, και τη διαμόρφωσή του, που γίνεται μέσα στον εαυτό του, βλέπει˙ όπως δηλαδή το φως του λυχναριού εμφανίζεται μέσα στον καθρέπτη, όχι όμως σε μία ανύπαρκτη απεικόνιση, όπως είναι εκείνο, αλλά, με τρόπο υπαρκτό και πραγματικό, μέσα στο φως, που βλέπεται με τρόπο αόρατο και γίνεται κατανοητό με τρόπο ακατανόητο, μέσα σε μορφή άμορφη και σε εμφάνιση αφανή.

Έτσι λοιπόν, αδελφοί, γίνεται καταληπτή η ακαταληψία της πίστης μας˙ έτσι σ’ αυτούς στους οποίους θα έρθουν ο Πατέρας και ο Υιός, μέσα στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, και θα κατοικήσουν19 αληθινά, βλέπονται και γίνονται αναμφίβολα καταληπτοί, καθώς γνωρίζουν απαράλλακτα, όπως είπαμε, μέσα σε ένα φως. Αλλά όμως, όπως εκείνος που καταδιώκει κάποιον που φεύγει, και αν ακόμη νομίζει ότι είναι κοντά του και τον ακολουθεί κατά πόδας, και αν ακόμη έχει την εντύπωση ότι τον πιάνει και τον αγγίζει με τις άκρες των δακτύλων του, δεν μπορεί να τον πιάσει, αν αυτός απέχει παρά τρίχα, όπως λέμε, έτσι και αν θα έχουμε κάποιο μικρό λογισμό ή κάποια ασχολία του νου με λογισμό, απιστίας, ας πούμε, ή διψυχίας ή δειλίας, ή αν θα έχουμε το οποιοδήποτε πάθος μέσα σε αμέλεια και ραθυμία, ή και αν θα οικειοποιηθούμε εντελώς κάποιο ασήμαντο και ελάχιστο πράγμα,20 δεν θα γίνουμε κοινωνοί της θεότητας, δεν θα ανυψωθούμε στο ύψος αυτής της δόξας. Διότι όπως εκεί το παρά τρίχα, έτσι και εδώ αυτό το ασήμαντο γίνεται εμπόδιο στα
πνευματικά. Και αν δεν καταφρονήσουμε εντελώς και την ίδια την ψυχή μας και το σώμα, σαν να προσκληθήκαμε σε μαρτύριο, και αν δεν παραδώσουμε ολόκληρους τους εαυτούς μας και τις ψυχές μας σε κάθε τιμωρία και σε κάθε θάνατο, χωρίς να ενθυμούμαστε τίποτε απ’ αυτά που συντελούν στη ζωή και τη συντήρηση αυτού του φθαρτού σώματος, και χωρίς να μεριμνούμε για τίποτε, δεν θα γίνουμε φίλοι και αδελφοί, δεν θα γίνουμε συμμέτοχοι και συγκληρονόμοι, ούτε θα γίνουμε άξιοι για τη θέαση και τη γνώση και την εμπειρία των μυστηρίων του Θεού, που αναφέραμε.

Γι’ αυτό εκείνος, που δεν αξιώθηκε να φθάσει σ’ αυτά και να αποκτήσει τέτοιες καλές εμπειρίες, ας κατηγορεί μόνο τον εαυτό του, και ας μη λέει, προβάλλοντας αμαρτωλές δικαιολογίες, ότι είναι αδύνατο το πράγμα, ή ότι γίνεται βέβαια αυτό, όμως γίνεται ασυναίσθητα˙ αλλά ας γνωρίζει, με το να βεβαιώνεται από τις θείες Γραφές, ότι το πράγμα βέβαια είναι δυνατό και αληθινό, και γίνεται με την εργασία, και πραγματοποιείται ενσυνείδητα, ο καθένας όμως με την αδράνεια και την έλλειψη των εντολών στερεί ο ίδιος τον εαυτό του, λίγο ή πολύ, απ’ αυτά τα αγαθά˙ αυτά εύχομαι να τα επιτύχουμε εμείς, σ’ αυτή τη ζωή βέβαια, με το να γευθούμε και να γνωρίσουμε ότι ο Κύριος είναι αγαθός21, στην άλλη ζωή όμως, με το να τον δούμε ολόκληρο και να χαιρόμαστε μαζί του στους ατέλειωτους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Ιω. 8, 12
2. Πρβ. Αμώς 5, 18
3. Ματθ. 28, 20
4. Πρβ. Α’ Θεσ’. 5,5
5. Ρωμ. 14, 8 Α’ Θεσ’. 5, 10
6. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 28 (Θεολογικός δεύτερος). Περί θεολογίας, 30, PG 36, 69A
7. Πρβ. Ματθ. 5,5
8. Λουκ. 12, 37
9. Πρβ. Λουκ. 17, 21
10. Πρβ. Β’ Τιμ. 3, 8
11. Πρβ. Β’ Κορ. 3, 18
12. Πρβ. Α’ Κορ. 13, 12
13. Πρβ. Α’ Ιω. 3,2
14. Β’ Κορ. 5, 4. Ρωμ. 8,19
15. Τίτ. 2, 11
16. Ιω. 15,5
17. Ιω. 6, 54
18. Ιω. 6, 56
19. Πρβ. Ιω. 14, 23
20. Αναφέρεται στην αθέτηση της υπόσχεσης της ακτημοσύνης.
21. Πρβ. Ψαλ. 33,9

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός δέκατος (Α’): «Για τη μέλλουσα Κρίση” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Λόγος ηθικός δέκατος (Β’): «Για τη μέλλουσα Κρίση” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Λόγος ηθικός δέκατος (Γ’): «Για τη μέλλουσα Κρίση” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Λόγος ηθικός δέκατος (Δ’): «Για τη μέλλουσα Κρίση” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.