Η τετάρτη διδαχή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος Δεσπότης, ο ποιητής των Αγγέλων, παρακινούμενος από την ευσπλαγχνίαν του και πολλήν αγάπην οπού έχει εις το γένος μας, σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα οπού μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέραν, ιδού οπού μας ηξίωσε και απόψε και τον εδοξάσαμεν και ετιμήσαμεν και την Δέσποινάν μας Θεοτόκον, και άμποτε ο Κύριος δια πρεσβειών της να συγχωρήση τ΄αμαρτήματά μας, και να μας αξιώση της βασιλείας του, να προσκυνώμεν και να δοξάζωμεν την Παναγίαν Τριάδαν και να χαιρώμεθα και ευφραινώμεθα πάντοτε. Με ηξίωσεν ο Κύριος, αδελφοί μου, και εμένα τον αμαρτωλόν και ήλθα εδώ εις την ευλογημένην σας χώραν και είπαμεν μερικά νοήματα της αγίας μας Εκκλησίας. Παρακινούμενος ο Κύριός μας από την πολλήν του ευσπλαγχνίαν έκαμε πρώτον δέκα τάγματα Αγγέλους. Το πρώτον τάγμα εξέπεσεν από την υπερηφάνειάν του και έγιναν δαίμονες.

Τότε επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγινε τούτος ο κόσμος και έκαμεν ένα άνδρα και μίαν γυναίκα ωσάν ημάς˙ το σώμα από την λάσπην, και την ψυχήν αγγελικήν αθάνατον. Ονόμασε τον άνδρα Αδάμ και την γυναίκα Εύαν. Έκαμε και ένα παράδεισον κατά το μέρος της ανατολής, όλον χαράν και ευφροσύνη. Έβαλε τον Αδάμ και την Εύαν μέσα εις τον παράδεισον και εχαίροντο ως Άγγελοι. Τους παρήγγειλε να μη φάγουν από μίαν συκήν καρπόν˙ άλλ’ εκείνοι κατεφρόνησαν την προσταγήν του Θεού και έφαγον˙ και δεν μετενοήσαν. Τους εδίωξεν ο Θεός από τον παράδεισον και έζησαν εις τούτον τον κόσμον 930 χρόνους με μαύρα και πικρά δάκρυα. Και αφού απέθανον, επήγαν εις την κόλασιν και εκαίοντο 5.500 χρόνους. Ευσπλαγχνίσθη ο πανάγαθος Θεός το γένος μας και κατελθών εσαρκώθη εκ Πνεύματος Αγίου εις την κοιλίαν της Αειπαρθένου Μαρίας και έγινε τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτίαν, και μας ελύτρωσεν από τας χείρας του διαβόλου. Μας έδειξε την αγίαν Πίστιν, το άγιον Βάπτισμα, τα Άχραντα Μυστήρια, δια να ηξεύρωμεν που περιπατούμεν.

Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ επήρεν ο Κύριος άρτον κα οίνον και τα ευλόγησε και έκαμε τα Άχραντα Μυστήρια, το πανάγιον σώμα Του και αίμα Του, και εμετάλαβε τους δώδεκα Αποστόλους.

Έως εδώ αναφέραμεν την ιστορίαν εις δύο λόγους και την αφήσαμεν. Τώρα δε ελπίζοντες εις την ευσπλαγχνίαν του Χριστού μας, καθώς το Πνεύμα το Άγιον μας φωτίση, να κάμωμεν αρχήν να είπωμεν και τα επίλοιπα με συντομίαν.

Και πρώτον, πρέπει, αδελφοί μου, να προσέχετε εις όλα τα νοήματα του αγίου Ευαγγελίου, διότι είνε όλα διαμάντια, θησαυρός, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνιος, και περισσότερον εδώ εις τα Άχραντα Μυστήρια. Και πρώτον να στοχασθώμεν τι έκαμεν ο Χριστός μας. Δεν εφύλαξε μίσος και έχθραν να μη μεταλάβη τον Ιούδαν τον εχθρόν του, άλλ’ όπως εμετάλαβε και τους ένδεκα μαθητάς, τους φίλους του τους καλούς, έτσι και τον Ιούδαν, τον εχθρόν του.

Ήτο ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Σαπρίκιος, ο οποίος ενήστευε πάντοτε, προσηύχετο, υπάνδρυε πτωχάς γυναίκας, έκτιζεν εκκλησίας, ποτέ του δεν έβλαψεν, άλλ’ αγαπούσε το δίκαιον. Ήτο και ένας άλλος ονομαζόμενος Νικηφόρος, ο οποίος ποτέ του καλόν δεν έκαμε, μάλιστα έκλεπτεν αδικούσε τον κόσμον, επόρνευεν, όλα τα κακά τα είχε κάμει. Ήθελε δε να φονεύση και τον αδελφόν του Σαπρίκιον. Μίαν ημέραν στέλλει ο βασιλεύς και παίρνει τον Σαπρίκιον και του λέγει: Να αρνηθής τον Χριστόν και να προσκυνήσης τα είδωλα. Λέγει ο Σαπρίκιος: Εγώ τον Χριστόν μου δεν τον αρνούμαι ποτέ. Τον εβασάνισεν ο βασιλεύς δυνατά και ωσάν είδε πως δεν είναι τρόπος να νικήση την γνώμην του, απεφάσισε να τον θανατώση. Παίρνοντας τον λοιπόν ο δήμιος να τον υπάγη εις τον τόπον της καταδίκης, το έμαθεν ο Νικηφόρος και πηγαίνει εις τον δρόμον και λέγει του Σαπρικίου: Εγώ, αδελφέ, σου έπταισα˙ και έμαθε ότι θα σε θανατώσουν. Δια τούτο σε παρακαλώ, αδελφέ, να με συγχωρήσης˙ σου έσφαλα.

Πάλιν κύπτει ο Νικηφόρος, τον παρακαλεί, του φιλεί τα πόδια. Αδελφέ, λέγει, συγχώρησόν με δια τον Θεόν. Άλλ’ ο αδελφός του δεν τον συγχωρεί. Έφθασαν και εις τον τόπον της καταδίκης. Τον παρεκάλει ο Νικηφόρος μετά δακρύων, και δεν τον εσυγχώρησε. Του λέγει πάλιν ο Νικηφόρος: Ιδού, αδελφέ, τώρα θα σε κόψουν˙ διατί δεν με συγχωρείς; Εσύ θα κολασθής˙ εγώ σε συγχωρώ με όλην μου την καρδίαν. Λέγει του ο Σαπρίκιος: Εγώ δεν σε συγχωρώ ποτέ! Και καθώς εσήκωσεν ο δήμιος το σπαθί να του κόψη το κεφάλι, βλέπων ο πανάγαθος Θεός την κακήν του γνώμην, σηκώνει την χάριν του, και ερωτά ο Σαπρίκιος τον στρατιώτην: Διατί θέλεις να με φονεύσης; Λέγει του ο στρατιώτης: Και δεν το ηξεύρεις τώρα τόσον καιρόν; Διότι δεν προσκυνάς τα είδωλα. Λέγει του ο Σαπρίκιος˙ Δια τούτο με βασανίζεις; Εγώ αρνούμαι τον Χριστόν και προσκυνώ τα είδωλα! Και ευθύς λέγοντας τον λόγον δεν τον εφόνευσεν, άλλ’ ηρνήθη τον Χριστόν και υπήγε με τον διάβολον. Βλέπων ο Νικηφόρος τους Αγγέλους οπού έστεκαν με ένα στέφανον χρυσούν, λέγει εις τον δήμιον:

Εγώ είμαι χριστιανός και πιστεύω εις τον Χριστόν μου. Λέγει του Σαπρικίου: Συγχώρησόν με, αδελφέ, και ο Θεός συγχωρήσοι σε. Και αμέσως έκοψεν ο στρατιώτης το κεφάλι του Νικηφόρου και παρέλαβον οι Άγγελοι την ψυχήν αυτού και την υπήγαν εις τον παράδεισον.

Δια τούτο και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί πρέπει να αγαπώμεν τους εχθρούς μας και να τους συγχωρώμεν˙ να τους τρέφωμεν, να τους ποτίζωμεν, να παρακαλούμεν τον Θεόν δια την ψυχήν των, και τότε να λέγωμεν εις τον Θεόν: Θεέ μου, σε παρακαλώ να με συγχωρήσης καθώς και εγώ συγχωρώ τους εχθρούς μου. Ει δε και δεν συγχωρήσομεν τους εχθρούς μας, και το αίμά μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού, εις την κόλασιν πηγαίνομεν.

Κάμνετε εδώ αφορισμούς; Να προσέχετε, χριστιανοί μου, ποτέ σας να μη κάμνετε, διότι ο αφορισμός είνε ξεχωρισμός από τον Θεόν, από τους Αγγέλους, από τον παράδεισον, και παραδομός εις τον διάβολον, εις την κόλασιν. Δι ‘ εκείνον τον αδελφόν εσταυρώθη ο Χριστός να βγάλη από την κόλασιν, και συ δια μικρόν πράγμα τον αφορίζεις και τον βάνεις εις την κόλασιν να καίεται πάντοτε; Τόσον σκληροκάρδιος είσαι; Μα καλά στοχάσου˙ από τον καιρόν που εγεννήθης πόσες αμαρτίες έχεις πράξει με το μάτι ή με το αυτί ή με το στόμα ή με τον νουν; Αναμάρτητος νομίζεις είσαι; Το άγιον Ευαγγέλιον μας λέγει ότι μόνον ο Χριστός είναι αναμάρτητος, ημείς δε οι άνθρωποι είμεθα όλοι αμαρτωλοί. Ώστε να μη κάμνετε αφορισμούς.

Δια τούτο, χριστιανοί μου, αν θέλετε να σας συγχωρήση ο Θεός όλα σας τα αμαρτήματα και να σας γράψη δια τον παράδεισον, ειπέτε και η ευγενία σας δια τους εχθρούς σας τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς. Αυτή, αδελφοί μου, η συγχώρησις έχει δύο ιδιώματα, ένα να φωτίζη και ένα να κατακαίη. Εγώ σας είπα να συγχωρήτε τους εχθρούς σας δια ιδικόν σας καλόν. Εσύ πάλιν οπού αδίκησες τους αδελφούς σου και ήκουσες οπού είπον να σε συγχωρήσουν, μη χαίρεσαι, αλλά μάλιστα να κλαις, διότι αυτή η συγχώρησίς σου έγινε φωτιά εις το κεφάλι σου, ανίσως και δεν επιστρέψης το άδικον οπίσω. Να κλαύσης και να παρακαλέσης να σε συγχωρήση ο Θεός δια τας ιδικάς σου αμαρτίας. Όλοι οι πνευματικοί, πατριάρχαι, αρχιερείς, όλος ο κόσμος να σε συγχωρήση, ασυγχώρητος είσαι. Αμή ποίος έχει την εξουσίαν να σε συγχωρήση; Εκείνος οπού τον αδίκησες. Και αν εξετάσωμεν καλά, πρέπει να δώσης εις το ένα τέσσαρα, καθώς λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, και τότε να λάβης συγχώρησιν. Έτυχε και δεν έχεις να πληρώσης;

Πήγαινε και πώλησον τα πράγματά σου, και όσα πάρεις, δόσε τα εκείνου οπού αδίκησες. Μα δεν φθάνουν; Πήγαινε και συ πωλήσου σκλάβος, και όσα πάρεις δόσε τα˙ και καλύτερα να είσαι σκλάβος εδώ εις το σώμα πέντε, δέκα χρόνους, και να πηγαίνης εις τον παράδεισον, παρά να είσαι ελεύθερος εδώ και αύριον να πηγαίνης εις την κόλασιν να καίεσαι πάντοτε.

Όθεν, αδελφοί μου, όσοι αδικήσατε Χριστιανούς ή Εβραίους ή Τούρκους, να δώσητε το άδικον οπίσω, διότι είνε κατηραμένον και δεν βλέπετε καμμίαν προκοπήν. Εκείνα τα άδικα τα τρώγετε δια να ζήτε˙ και εκείνα σας θανατώνουν, και ο Θεός σας βάνει εις την κόλασιν. Όποιος θέλει να δώση το άδικον οπίσω, ας σηκωθή να μου το ειπή, να βάλω όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσιν. Ένα πρόβατον κλεμμένον να βάλης εις 100 ιδικά σου, τα μαγαρίζει όλα˙ διότι είνε αφωρισμένον και κατηραμένον. Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε και δι’ εκείνους, οπού ήθελον δώσει τα άδικα οπίσω, τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.

Το πρώτον μας νόημα είνε αυτό: Όσοι ηδικήθημεν να συγχωρώμεν τους εχθρούς μας δια το ιδικόν μας καλόν, και όσοι αδικήσαμεν να δίδωμεν τα άδικα οπίσω. Το δεύτερον είνε τούτο: Ανίσως και ημείς θέλωμεν να ωφεληθώμεν από τα Άχραντα Μυστήρια ωσάν τους ένδεκα Αποστόλους τους καλούς, και να μη βλαφθώμεν ωσάν τον Ιούδαν τον κακόν, να εξομολογούμεθα καθαρά και να κοινωνώμεν με φόβον και τρόμον και ευλάβειαν, και τότε θα φωτισθώμεν. Ει δε και πηγαίνομεν ανεξομολόγητοι, μεμολυσμένοι με αμαρτίας, και τολμώμεν να μεταλαμβάνωμεν τα Άχραντα Μυστήρια, βάνομεν φωτιά και καιόμεθα.

Ποίος ηξεύρει, αδελφοί μου, να μου ειπή, ο ήλιος φωτεινός είνε ή σκοτεινός; Μου φαίνεται όλοι σας το γνωρίζετε, ότι είνε φωτεινός και τα πάντα φωτίζει. Είνε όμως μερικά ζώα οπού τα λέγουν νυχτερίδες, και άλλα κουκουβάγιες, και όταν βγη ο ήλιος θαμβώνονται και σκοτίζονται και δεν βλέπουν, και όταν νυκτώση, τότε βλέπουν. Έτσι είνε και εις τα Άχραντα Μυστήρια˙ τον καλόν τον φωτίζουν και τον κάμνουν ωσάν άγγελον˙ ομοίως και τον αμαρτωλόν πάλιν τον σκοτίζουν και τον κάμνουν ωσάν τον διάβολον. Καθώς και η φωτιά όλα τα πράγματα δεν τα καίει, μάλιστα το χρυσάφι το λαμπρύνει και το καθαρίζει, και τα άλλα πράγματα τα καίει. Λοιπόν ας γίνωμεν και ημείς μάλαμα να καθαρισθώμεν, και όχι ξύλα να καιώμεθα.

Εδώ οπού ήλθα χριστιανοί μου, έλαβα μίαν χαράν μεγάλην και μίαν λύπην μεγάλην. Και χαράν μεγάλην έλαβα βλέπων την καλήν σας γνώμην και την καλήν σας μετάνοιαν˙ λύπην έλαβα πάλιν στοχαζόμενος την αναξιότητά μου, πως δεν έχω καιρόν να σας εξομολογήσω όλους ένα προς ένα, να μου ειπή καθένας τα αμαρτήματά του, να του ειπώ και εγώ εκείνο οπού με φωτίση ο Θεός. Θέλω, αλλά δεν ημπορώ, τέκνα μου. Καθώς ένας πατέρας είνε άρρωστος, πηγαίνει το παιδί του να το παρηγορήση, εκείνος μη δυνάμενος το διώχνει˙ μα πώς το διώχνει; Με την καρδιά καημένη! Θέλει να το παρηγορήση, μα δεν ημπορεί. Μα πάλιν δια να μη υστερηθήτε τελείως, σας λέγω τούτο: Αν θέλετε να ιατρεύσετε την ψυχήν σας, τέσσαρα πράγματα σας χρειάζονται. Κάμνομεν μία συμφωνίαν; Από τον καιρόν οπού εγεννήθητε έως τώρα, όσα αμαρτήματα επράξατε, να τα πάρω εγώ εις τον λαιμόν μου˙ και η ευγενία σας να κρατήσετε τέσσαρες τρίχες. Και τι θα τα κάμω; Έχω μία καταβόθρα και τα ρίχνω μέσα. Ποία είνε η καταβόθρα; Είναι η ευσπλαγχνία του Χριστού μας.

Πρώτη τρίχ είνε όταν θέλετε να εξομολογήσθε, το πρώτον θεμέλιον είνε αυτό οπού είπομεν, να συγχωρήτε τους εχθρούς σας. Το κάμνετε; – Το κάμνομεν, άγιε του Θεού. – Επήρατε την πρώτην τρίχα.

Δευτέρα τρίχα είνε να ευρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, ενάρετον, να εξομολογήσθε και να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα. Να έχης 100 αμαρτίας και να ειπής τας 99 εις τον πνευματικόν, και μίαν να μη φανερώσης, όλες σου ασυγχώρητες μένουν. Και όταν κάμνης την αμαρτίαν, τότε πρέπει να εντρέπεσαι, και όταν εξομολογήσαι, πρέπει να μη έχης καμμίαν εντροπήν.

Μία γυναίκα επήγε να εξομολογηθή εις ένα ασκητή. Ο ασκητής είχεν έναν υποτακτικόν ενάρετον. Λέγει ο ασκητής του υποτακτικού του: Πήγαινε, να εξομολογηθή η γυναίκα. Ο υποτακτικός εμάκρυνεν έως οπού έβλεπε, μα δεν ήκουεν. Εξωμολογήθη η γυναίκα και έφυγε. Ύστερα έρχεται ο υποτακτικός και λέγει: Γέροντα, είδα ένα παράδοξον θαύμα. Εκεί οπού εξωμολογείτο η γυναίκα, έβλεπα οπού έβγαιναν φίδια μικρά˙ βλέπω και εκρέματο ένα μεγάλο˙ έκανε να βγη, και πάλιν ετραβήχθη οπίσω. Λέγει ο ασκητής: Πήγαινε να την κράξης να έλθη οπίσω γλήγορα. Πηγαίνοντας ο υποτακτικός την εύρεν αποθαμένην. Γυρίζει οπίσω και το λέγει του γέροντός του. Αυτός μη δυνάμενος να εννοήση το θαύμα, παρεκάλεσε τον Θεόν να του φανερώση αν η γυναίκα εσώθη ή εκολάσθη. Και φαίνεται έμπροσθέν τους μία αρκούδα μαύρη και του λέγει: Εγώ είμαι εκείνη η γυναίκα οπού εξωμολογήθηκα, και δεν σου εφανέρωσα ένα θανάσιμον αμάρτημα οπού είχα πράξει, και δια τούτο όλα μου τα αμαρτήματα έμειναν ασυγχώρητα, και με επρόσταξεν ο Κύριος να υπάγω εις την κόλασιν
να καίωμαι πάντοτε. Και αμέσως εξήλθεν μία βρώμα ωσάν καπνός και εχάθη από έμπροσθέν του.

Δια τούτο, χριστιανοί μου, όταν εξομολογήσθε, να λέγετε όλας σας τα αμαρτήματα καθαρά˙ και πρώτον να ειπής του πνευματικού σου: Πνευματικέ μου, θα κολασθώ, διότι δεν αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου με όλην μου την καρδίαν ωσάν τον εαυτόν μου. Και να ειπής εκείνα οπού σε τύπτει η συνείδησίς σου˙ ή εφόνευσας ή επόρνευσας ή όρκον έκαμες ψεύματα ή τους γονείς σου δεν ετίμησας και τα τούτοις όμοια. Ιδού επήρες την δευτέραν τρίχα.

Η τρίτη τρίχα είνε, ωσάν εξομολογηθής θα σε ερωτήση ο πνευματικός: Διατί, παιδί μου, να κάμης αυτά τα αμαρτήματα; Συ να προσέχης να μη κατηγορήσης άλλον, αλλά τον εαυτόν σου και να ειπής: Αυτά τα έκαμα από την κακήν μου προαίρεσιν. Βαρύ είνε να κατηγορήσης τον εαυτόν σου;

-Όχι. – Λοιπόν επήρες την τρίτη τρίχα.

Έχομεν την τετάρτην. Όταν σου δώση άδειαν ο πνευματικός να αναχωρήσης, να αποφασίσης με στερεάν γνώμην και απόφασιν, καλύτερα να χύσης το αίμα σου, παρά να αμαρτήσης. Το κάμνεις αυτό; – Μάλιστα. – Επήρες και την τετάρτην τρίχα.

Αυτά τα τέσσαρα είναι τα ιατρικά σου, καθώς είπομεν. Το πρώτον είνε να συγχωρήσης τους εχθρούς σου το δεύτερον να εξομολογήσαι καθαρά˙ το τρίτον είνε να κατηγορήτε τον εαυτόν σας˙ το τέταρτον να αποφασίζετε να μη αμαρτήσετε πλέον. Και αν ημπορήτε να εξομολογήσθε καθ’ εκάστην˙ ει δε και δεν ημπορείτε καθ’ ημέραν, ας είνε μία φορά την εβδομάδα και μία φορά τον μήνα ή το ολιγώτερον τέσσαρας φοράς τον χρόνον. Και συνηθίζετε τα τέκνα σας από μικρά εις τον καλόν δρόμον, να εξομολογούνται. Εκείνα οπού σας δίδουν οι πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετανοίας, νηστείας και άλλα, δεν είνε ιατρικά, αλλά δια να μη τύχη και πέσετε άλλην φοράν εις την αμαρτίαν. Και όστις τα βάλη μέσα εις την καρδίαν του αυτά τα τέσσαρα, να αποθάνη εκείνην την ώραν, σώνεται˙ ει δε χωρίς αυτά, χιλιάδες καλά να κάμη εις την κόλασιν πηγαίνει.

Δύο άνθρωποι, χριστιανοί μου, ήλθον μίαν φοράν και εξωμολογήθησαν εις εμέ, Πέτρος και Παύλος, και να ιδήτε πως τους εδιώρθωσα, καλά ή κακά. Εγώ σας φανερώνω την καρδίαν μου. Μου λέγει ο Πέτρος: Εγώ, πνευματικέ μου, από τον καιρόν οπού εγεννήθηκα έως τώρα, ενήστευα, επροσευχόμην πάντοτε, έκαμνα ελεημοσύνας εις τους πτωχούς, έκτισα μοναστήρια, εκκλησίας και άλλα καλά έκαμα. Τον εχθρόν μου δεν τον συγχωρώ. Εγώ τον αποφάσισα δια την κόλασιν. Έρχεται ο Παύλος και μου λέγει: Εγώ από τον καιρόν οπού εγεννήθηκα ποτέ κανένα καλόν δεν έκαμα, αλλά μάλιστα έχω κάμει τόσα φονικά, επόρνευσα, έκλεψα, έκαψα εκκλησίας, μοναστήρια όλα τα κακά τα έκαμα, μα τον εχθρόν μου τον συγχωρώ. Να ιδήτε τι έκαμα εγώ εις αυτόν. Ευθύς τον αγκάλιασα και τον εφίλησα του έδωσα την άδειαν να μεταλάβη. Καλά τους εδιώρθωσα ή κακά; Φυσικά θέλετε να με κατηγορήσετε και να μοου ειπήτε: ο Πέτρος οπού έκαμε τόσα καλά, και διότι δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του, δια τόσον ολίγον πράγμα τον απεφάσισες δια την κόλασιν;

Και τον Παύλον οπού έκαμε τόσα κακά, και διότι εσυγχώρει τους εχθρούς του, τον εσυγχώρησες και του έδωκες την άδειαν να μεταλάβη; Ναι, αδελφοί μου, έτσι έκαμα, θέλετε να καταλάβετε με τι ομοιάζει ο Πέτρος; Καθώς μέσα εις 100 οκάδας αλεύρι βάνεις ολίγον προζύμι και έχει τόσην δύναμιν το προζύμι εκείνο, να γυρίση και τας 100 οκάδας το ζυμάρι και να το κουφίζη όλο, έτσι είνε και όλα τα καλά εκείνα οπού έκαμεν ο Πέτρος με εκείνην την ολίγην έχθραν, οπού δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του, τα εγύρισε και τα έκαμε φαρμάκι του διαβόλου, και έτσι τον απεφάσισα δια την κόλασιν. Ο Παύλος πάλιν με τι ομοιάζει; Είνε ένας σωρός λιανόξυλα και βάνεις ένα μικρό κερί αναμμένον και καίει όλον τον σωρόν εκείνη η ολίγη φλόγα. Έτσι είνε όλα τα αμαρτήματα του Παύλου, ωσάν τον σωρόν τα λιανόξυλα˙ και η συγχώρησις οπού έκαμε του εχθρού του είνε ωσάν το κερί, οπού έκαψε όλα τα λιανόξυλα, ήγουν τας αμαρτίας, και τον απεφάσισα δια τον παράδεισον.

Παρεδόθην ο Κύριος, αδελφοί μου, εις τας χείρας των παρανόμων Εβραίων. Υβρίσθη, εδάρθη, εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον˙ την Μεγάλην Τετάρτην επωλήθη ο Κύριος και την Μεγάλην Παρασκευήν εσταυρώθη. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί να νηστεύωμεν πάντοτε, μα περισσότερον την Τετάρτην, διότι επωλήθη ο Κύριος, και την Παρασκευήν, διότι εσταυρώθη. Ομοίως έχομεν χρέος να νηστεύωμεν και τας Τεσσαρακοστάς, καθώς εφώτισε το Άγιον Πνεύμα τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας και ενομοθέτησαν να νηστεύωμεν, δια να νεκρώνωμεν τα πάθη και να ταπεινώνωμεν το σώμα, και μάλιστα με τα ολίγα ζώμεν με ευκολίαν. Εγώ ημπορώ να ζήσω με 100 δράμια άρτου˙ εκείνα τα ευλογεί ο Θεός, διότι είνε αναγκαία˙ και όχι να τρώγωμεν 110˙ εκείνα τα 10 τα καταράται, διότι είνε χαράμι˙ είνε εκείνου οπού πεινά. Φυλάγετε αυτάς τας τέσσαρας Τεσσαρακοστάς, χριστιανοί μου; Εδώ πώς πηγαίνετε; Αν είσθε χριστιανοί, πρέπει να τας φυλάγετε˙ μάλιστα την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Κρατείτε το τριήμερον εδώ;

Την Καθαράν Δευτέραν είνε καλόν και άγιον όποιος την φυλάγει. Ο Αβραάμ είχε το σπίτι του ανοικτόν πάντοτε, και όπου πτωχός, εκεί εκόνευε˙ και χωρίς ξένον άνθρωπον ο Αβραάμ ποτέ του δεν εκάθητο να φάγη ψωμί. Ο διάβολος τον εφθόνησε και επήγεν εις τον δρόμον και εμπόδιζε τους διαβάτας να μη περνούν από του Αβραάμ την καλύβαν. Εβγήκεν εις τον δρόμον ο Αβραάμ και επερίμενε τρεις ημέρας νηστικός. Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την καλήν του γνώμην, φαίνονται τρεις άνθρωποι και τους επήρεν εις την καλύβαν του και τους εφίλευσεν˙ ύστερον έγιναν άφαντοι απ’ έμπροσθέν του. Τότε εκατάλαβε πως ήτο η Αγία Τριάς και εδόξασε τον Θεόν εις τύπον της Αγίας Τριάδος. Όποιος νηστεύει το τριήμερον έχει μισθόν εις την ψυχήν του, και πάλιν δεν λέγω εκείνο οπού δεν δύναται. Και μίαν ημέραν να νηστεύση ωφελείται.

Θέλων ο Κύριος να δείξη το μέγα κακόν οπού απετόλμησαν να κάμουν τα τέκνα του διαβόλου, οι Εβραίοι, εσκότισε τον ήλιον από τας έξ ώρας έως τας εννέα εις όλον τον κόσμον˙ αι πέτραι εσχίζοντο, όλη η γη έτρεμεν. Ετέθη ο Κύριος εις τον τάφον, και ευθύς ανεστήθησαν χιλιάδες νεκροί, οπού ήσαν χιλιάδες χρόνους αποθαμένοι, και εκήρυξαν πως μόνον ο Χριστός είνε Υιός και Λόγος του Θεού, και Θεός αληθινός, και ζωή των νεκρών. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί από σήμερον και ύστερα να μη κλαίωμεν τους αποθαμένους ωσάν τους ασεβείς και απίστους, οπού δεν ελπίζουν ανάστασιν. Ούτος ο κόσμος, αδελφοί μου, είνε ωσάν μία φυλακή. Πότε πρέπει να χαίρεται ο άνθρωπος; Όταν εμβαίνη εις την φυλακήν ή όταν ελευθερώνεται από την φυλακήν; Μοι φαίνεται, όταν εμβαίνη εις την φυλακήν, τότε πρέπει να κλαίη και να λυπάται, και όταν εξέρχεται από την φυλακήν, τότε πρέπει να χαίρεται. Έτσι, αδελφοί μου, να μη λυπήσθε δια τους αποθαμένους, αλλά αν αγαπάτε τους αποθαμένους, κάμνετε ό,τι ημπορείτε δια την ψυχήν των˙
συλλείτουργα, μνημόσυνα, νηστείας, προσευχάς, ελεημοσύνας. Και όσες γυναίκες φορείτε λερωμένα δια τους αποθαμένους σας, να τα βγάλετε˙ διότι βλάπτετε και τον εαυτόν σας και τους αποθαμένους. Φυσικόν είνε ο άνθρωπος να γεννηθή και ν’ αποθάνη. Όταν γεννώμεθα, τότε πρέπει να κλαίωμεν, και όταν αποθνήσκωμεν, να χαιρώμεθα και μάλιστα να μη κλαίετε δια τα μικρά παιδιά, οπού είνε ωσάν άγγελοι μέσα εις τον παράδεισον. Το παιδί σου του Θεού ήτο˙ και όταν σου το εχάρισε ο Θεός, σε ετίμησε και τώρα πάλιν οπού σου το επήρε, σου ετίμησε το παιδί σου να χαίρεται πάντοτε εις τον παράδεισον, και συ να κάθεσαι να κλαίς είνε άπρεπον. Ένας βασιλεύς σου γυρεύει το παιδί σου να το κάμη βεζίρη και χαίρεσαι να του το δώσης˙ πολύ μάλλον δεν πρέπει να χαίρεσαι οπού σε ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός και επήρε καρπόν από την βρωμισμένην κοιλίαν σου, και σου έβαλε το παιδί σου μέσα εις τον παράδεισον, και σου το φυλάγει να σου το παραδώση εις την Δευτέραν Παρουσίαν να λάμπη περισσότερον από τον ήλιον, δια να λάβης τον μισθόν σου να
χαίρεσαι πάντοτε μαζί του; Είνε μερικοί οπού έχουν τον διάβολον εις την καρδίαν των και λέγουν πως δεν είνε ανάστασις και δεν είδαμε καμμίαν φοράν να αναστηθή κανένας άνθρωπος. Όλοι οι άνθρωποι οπού είνε εδώ, προτού να γεννηθούν, δεν ήσαν αποθαμένοι; Καθώς ηδυνήθη ο Κύριος και μας ανέστησεν από την κοιλίαν της μητρός μας, έτσι δύναται να μας αναστήση και από την κοιλίαν της γης. Η κοιλία της μητρός μας και ο τάφος τι διαφέρει; Δεν βλέπομεν φανερά την ανάστασιν; Όταν κοιμώμεθα, δεν είμεθα ωσάν αποθαμένοι; Ο ύπνος τί είνε; Μικρός θάνατος, και ο θάνατος μεγάλος ύπνος. Και καθώς το σιτάρι οπού πίπτει εις την γην, ανίσως και δεν βρέχη να σαπηθή να γίνη ωσάν χυλός, δεν φυτρώνει, έτσι και ημείς οπού αποθνήσκομεν και θαπτόμεθα εις την γην. Ανίσως και δεν εθάπτετο πρώτον εις τον τάφον ο Χριστός μας, δεν μας επότιζε την ζωήν την αιώνιον και την ανάστασιν. Δεν βλέπετε φανερά τα χόρτα πώς τα ανασταίνει ο Θεός από την γην κατ’ έτος; Γνώσιν δεν έχομεν, χριστιανοί μου, να στοχασθώμεν τα πάντα. Όλα μας τα εχάρισεν ο Θεός.

Όθεν δια το παρόν, αδελφοί μου, σας παρακαλώ να ειπήτε και δι’ όλους τους αποθαμένους τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.

Επήγεν ο Κύριος εις την κόλασιν και έβγαλε τον Αδάμ, την Εύαν και το γένος τους. Ανέστη την τρίτη ημέραν. Εφάνη δώδεκα φοράς εις τους Αποστόλους του. Έγινε χαρά εις τον ουρανόν, χαρά εις την γην και εις όλον τον κόσμον˙ φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις την καρδίαν των Εβραίων και μάλιστα του διαβόλου. Δια τούτο και οι Εβραίοι δεν κατακαίονται άλλην ημέραν τόσον, ωσάν την Κυριακήν, οπού ακούουν τον παπά μας να λέγη: Ο αναστάς εκ νεκρών Χριστός ο αληθινός Θεός ημών. Διότι εκείνο οπού εσπούδαζον οι Εβραίοι να κάμουν δια να εξαλείψουν το όνομα του Χριστού μας, εγύρισεν εναντίον της κεφαλής των. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να χαιρώμεθα πάντοτε, μα περισσότερον την Κυριακήν, όπου είνε η Ανάστασις του Χριστού μας. Διότι Κυριακήν ημέραν έγινεν ο Ευαγγελισμός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Κυριακήν ημέραν μέλλει ο Κύριος να αναστήση όλον τον κόσμον.

Πρέπει και ημείς να εργαζώμεθα τας έξ ημέρας δια ταύτα τα μάταια, γήινα και ψεύτικα πράγματα, και την Κυριακήν να πηγαίνωμεν εις την εκκλησίανκαι να στοχαζώμεθα τας αμαρτίας μας, τον θάνατον, την κόλασιν, τον παράδεισον, την ψυχήν μας οπού είνε τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον, και όχι να πολυτρώγωμεν, να πολυπίνωμεν και να κάμνωμεν αμαρτίας˙ ούτε να εργαζώμεθα και να πραγματευώμεθα την Κυριακήν. Εκείνο το κέρδος οπού γίνεται την Κυριακήν είνε αφωρισμένο και κατηραμένο, και βάνετε φωτιά και κατάρα εις το σπίτι σας και όχι ευλογίαν˙ και ή σε θανατώνει ο Θεός παράκαιρα, ή την γυναίκα σου, ή το παιδί σου, ή το ζώον σου ψοφά, ή άλλον κακόν σου κάμνει. Όθεν, αδελφοί μου, δια να μη πάθετε κανένα κακόν, μήτε ψυχικόν μήτε σωματικόν, εγώ σας συμβουλεύω να φυλάγετε την Κυριακήν, ωσάν οπού είνε αφιερωμένη εις τον Θεόν. Εδώ πώς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; την φυλάγετε την Κυριακήν; Αν είσθε χριστιανοί, να την φυλάγετε. Έχετε εδώ πρόβατα; Το γάλα της Κυριακής τι το κάμνετε;

Άκουσε, παιδί μου˙ να το σμίγης όλο και να το κάμνης επτά μερίδια˙ και τα εξ μερίδια κράτησέ τα δια τον εαυτόν σου, και το άλλο μερίδιον της Κυριακής, αν θέλης, δώσέ το ελεημοσύνην εις τους πτωχούς ή εις την Εκκλησίαν, δια να ευλογήση ο Θεός τα πράγματά σου. Και αν τύχη ανάγκη και θέλης να πωλήσης πράγματα φαγώσιμα την Κυριακήν, εκείνο το κέρδος μη το σμίγεις εις την σακκούλα σου, διότι την μαγαρίζει˙ αλλά δώσέ τα ελεημοσύνην, δια να σας φυλάγη ο Θεός.

Εις τας τεσσαράκοντα ημέρας ευλόγησεν ο Κύριος τους αγίους Αποστόλους, ανελήφθη εις τους ουρανούς και εκάθησεν εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός, να συμβασιλεύση αιωνίως και να προσκυνήται από τους Αγγέλους. Ένα πράγμα θα σας φανερώσω, χριστιανοί μου˙ το ηξεύρω πως θα σας καύσω την καρδιά˙ είνε φοβερόν και λυπηρόν˙ τρέμει η καρδιά μου να το ειπώ, αλλά τί να κάμω, οπού μου λέγει ο Χριστός μας πώς ανίσως και δεν το φανερώσω, με θανατώνει και με βάνει εις την κόλασιν; Μας φανερώνει η θεία Γραφή, το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, πως εις τον όγδοον αιώνα32 θα γίνη το τέλος του κόσμου και μέλλει να χαλάση τούτος ο κόσμος.

Και θα στείλη ο Θεός τον προφήτην Ηλίαν να διδάξη τους χριστιανούς να φυλάγουν την πίστιν των. Ο αντίχριστος, αδελφοί μου, είνε άνθρωπος οπού έχει κακήν γνώμην, κακήν προαίρεσιν και κατοικεί ο διάβολος εις την καρδίαν του, και λέγει πως είνε Θεός˙ και ο αντίχριστος θα θανατώση τον προφήτην Ηλίαν. Εγώ, αδελφοί μου, εξετάζοντας έμαθα και εκατάλαβα, πως ο προφήτης Ηλίας και ο αντίχριστος ήλθε˙ και εθανάτωσε τον προφήτην Ηλίαν. Ο προφήτης Ηλίας, χριστιανοί μου, είνε ζωντανός τόσους χρόνους και ηξεύρει ο Θεός που τον έχει φυλαγμένον έως την σήμερον. Ανίσως και θέλετε να μάθετε που ευρίσκεται, εδώ κοντά είνε και αυτός˙ τα λόγια οπού σας λέγω εκείνου είνε. Ο προφήτης Ηλίας, όταν έλθη να διδάξη, δεν θα φανερωθή εις τον κόσμον, καθώς λέγει το Άγιον Πνεύμα, ίνα μη ελθών πατάξη την γην άρδην, ήτοι, λέγει το Άγιον Πνεύμα, δια να μη φοβίση και ταράξη τον κόσμον και την γην, δεν θέλω τον φανερώσει εις σας τους χριστιανούς. Αμή τι έχει, παιδιά μου, να φανερωθή; Ο ζήλός του και η διδασκαλία του.

Αυτά τα δύο με ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός δια την ευσπλαγχνίαν του και μου εχάρισε, και μη καρτερήτε άλλον Ηλίαν να δας διδάξη.33

Αμή τι καρτερούμεν; Λυπηρόν είνε να σας το είπω! Σήμερον, αύριον καρτερούμεν δίψας, πείνας μεγάλας, οπού να δίνωμεν χιλιάδας φλωρία και να μη ευρίσκωμεν ολίγον ψωμί ή νερό. Σήμερον, αύριον περιμένομεν θανατικάς ασθενείας μεγάλας, οπού να μη προφθάνωμεν οι ζωντανοί να θάπτωμεν τους αποθαμένους. Σεισμός παγκόσμιος θα γίνη, όλος ο κόσμος θα γίνη ένας κάμπος. Θα πέσουν όλα τα βουνά, όλα τα σπίτια. Η θάλασσα θα σηκωθή υψηλά δέκα πέντε πήχεις από τα υψηλότερα βουνά. Τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανόν ο ήλιος και η σελήνη θα σκοτισθούν˙ ο ουρανός οπού φαίνεται, η γη και τα πάντα, και όλος ο κόσμος θα χαλάση. Πότε θα γίνουν αυτά; ο Χριστός μας λέγει: Επλησίασε τώρα κοντά, έγγιξε το μαχαίρι εις το κόκκαλον. Έξαφνα θα γίνουν˙ ημπορούν να γίνουν και απόψε. Τάχα να μη είνε και τώρα η αρχή; Δεν βλέπετε πώς εχάθησαν τα γεννήματά σας και τα σπαρτά σας; Εστέρεψαν αι βρύσες, τα ποτάμια˙ σήμερον μας υστερεί το ένα, αύριον το άλλο, και από ολίγον μας τα δίδει ο Θεός, και ημείς ως αναίσθητοι δεν τα στοχαζόμεθα.

Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλλω˙ καν ο ουρανός να κατεβή κάτω, καν η γη να ανεβή επάνω, καν όλος ο κόσμος να χαλάση, καθώς μέλλει να χαλάση, σήμερον, αύριον, να μη σας μέλη τι έχει να κάμη ο Θεός. Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν˙ τα πράγματά σας ας σας τα πάρουν˙ μη σα μέλλει˙ δώσατέ τα δεν είνε ιδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση, δεν ημπορεί να σας τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε, να μη τα χάσετε. Τώρα, αδελφοί μου, τί σημείον καρτερούμεν; Δεν καρτερούμεν άλλο παρά πότε να λάμψη ο πανάγιος Σταυρός εις τον ουρανόν περισσότερον από τον ήλιον, και να λάμψη ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός και Θεός επτά φοράς περισσότερον από τον ήλιον, με χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες Αγγέλους, με δόξαν θεϊκήν.

Και έχει ν’ αναστήση ο Κύριος όλον τον κόσμον. Και οι καλοί θα είνε ως Άγγελοι, και οι κακοί ωσάν δαίμονες, πρώτον τα τέκνα του διαβόλου οι Εβραίοι, οι οποίοι όχι μόνον δεν επίστευσαν εις τον Χριστόν μας, αλλά και τον εσταύρωσαν. Τότε θα ίδουν εκείνην την δόξαν του Χριστού μας να πιστεύσουν και να τον προσκυνήσουν, αμή εκείνη η πίστις δεν τους ωφελεί τότε. Τώρα χρειάζεται η πίστις. Δια τούτο, αδελφοί μου, καλότυχοι και τρισμακάριοι οι χριστιανοί οπού πιστεύουν τώρα, και αλλοίμονον εις τους απίστους. Καλύτερα αν μη είχον γεννηθή εις τον κόσμον. Τότε θα ξεχωρίση ο Κύριος τους δικαίους από τους αμαρτωλούς, καθώς ξεχωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από τα ερίφια, και θα βάλη τους δικαίους εις τα δεξιά του, και τους αμαρτωλούς εις τα αριστερά του. Και θε είπη εις τους δικαίους: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου να κληρονομήσετε τον παράδεισον, να χαίρεσθε μαζί με τους Αγγέλους μου πάντοτε, διότι εφυλάξατε την πίστιν μου και τα προστάγματά μου».

Εις δε τους αμαρτωλούς θα είπη ο Κύριος: «Πηγαίνετε σεις οι κατηραμένοι εις την κόλασιν να καίεσθε μαζί με τον διάβολον, τον πατέρα σας, πάντοτε, διότι δεν εφυλάξατε την πίστιν μου και τα προστάγματά μου». Και θα ανοίξη ο Κύριος ένα πύρινον ποταμόν, ως θάλασσα, να ρίψη όλους τους ασεβείς, απίστους, αιρετικούς, αθέους και αμαρτωλούς μέσα, να καίωνται πάντοτε˙ και θα βάλη τους ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς και δικαίους μέσα εις τον παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε.

Όθεν πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να στοχασθώμεν τί είμεθα, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Και ανίσως είμεθα δίκαιοι, καλότυχοι και τρισμακάριοι. Ανίσως δε και είμεθα αμαρτωλοί, πρέπει τώρα οπού έχομεν καιρόν να μετανοήσωμεν από τα κακά και να πράξωμεν τα καλά. Η κόλασις μας καρτερεί˙ πότε θα μετανοήσωμεν; Όχι αύριον, μεθαύριον και του χρόνου, άλλ’ αυτήν την ώραν. Διότι δεν ηξεύρομεν έως αύριον τι έχομεν να πάθωμεν. Ο Χριστός μας λέγει να είμεθα πάντοτε έτοιμοι. Πόσον κακόν πράγμα είνε, χριστιανοί μου, να πέση ο άνθρωπος εις αμαρτίαν και να μη μετανοήση! Στοχασθήτε!

Τον παλαιόν καιρόν οι Εβραίοι εθανάτωσαν όλους τους προφήτας, όλους τους δικαίους διδασκάλους˙ χιλιάδες φορές άφησαν τον Χριστόν και επροσκύνησαν τον διάβολον, και τόσον, όπου έκαμαν ένα μοσχάρι και το επροσκυνούσαν δια Θεόν, καθώς το έχουν έως την σήμερον. Και τώρα το αυτό είνε να συναναστρέφεσαι και να πραγματεύεσαι, να τρώγης και να πίνης με τον διάβολον. Ετόλμησαν και εσταύρωσαν και τον Χριστόν μας. Ο Πανάγαθος εις όλα αυτά τους εφύλαγε, τους εσκέπαζεν. Εκαρτέρησεν ο Κύριος ύστερα από την σταύρωσίν του τριάντα χρόνια να μετανοήσουν, αλλά δεν μετενόησαν. Τότε τους κατηράσθη, τους αφώρισε, τους ωργίσθη και αφήκε τον διάβολον μέσα εις την καρδίαν των, καθώς τον έχουν έως σήμερον. Εσκοτίσθησαν, έφυγον από όλον τον κόσμον και επήγαν εις την Ιερουσαλήμ. Σηκώνει ο Θεός τον βασιλέα από την παλαιάν Ρώμην και πολιορκεί τους Εβραίους μέσα εις την Ιερουσαλήμ, και οι πατέρες και αι μητέρες έσφαζον τα τέκνα των και τα έτρωγον˙ ο διάβολος θέλει να τρώγουν οι γονείς τα τέκνα των, και όχι ο Θεός.

Ακούετε, αδελφοί μου, ο άνθρωπος τι κακόν παθαίνει όταν αμαρτάνη και τον εγκαταλείψη ο Θεός; Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος. Μεγάλην ευσπλαγχνίαν έχει ο Θεός, αλλά έχει και μεγάλην οργήν˙ και καθώς επαίδευσε τους Εβραίους, παιδεύει και ημάς, ανίσως και δεν κάμνωμεν καλά.

Βάνει ο Θεός τον βασιλέα μέσα εις την Ιερουσαλήμ και θανατώνει χίλιες εκατόν είκοσι χιλιάδες Εβραίους, και τόσον, οπού έγινε το αίμα ωσάν θάλασσα. Τριάντα φλωρία επώλησαν οι Εβραίοι τον Χριστόν μας, τριάντα εις το φλωρί επώλησεν ο Χριστός μας χίλιες χιλιάδες Εβραίους. Εσύ έμαθες και πωλείς τον Χριστόν, και εκείνος δεν ημπορεί να σε πωλήση;

Και τώρα μη δυνάμενοι οι Εβραίοι να τον μετασταυρώσουν τον Χριστόν, κάθε Μεγάλην Παρασκευήν τον κάνουν από κερί και τον σταυρώνουν, και ύστερα τον καίουν˙ ή παίρνουν ένα αρνί και το κτυπούν με τα μαχαίρια και το σταυρώνουν αντί του Χριστού. Ακούετε κακία των Εβραίων και του διαβόλου; Καθώς γεννηθή το Εβραιόπαιδον, αντί να το μάθουν να προσκυνή τον Θεόν, οι Εβραίοι, παρακινούμενοι από τον πατέρα των τον διάβολον, ευθύς οπού γεννηθή, το μαθαίνουν να βλασφημά και να αναθεματίζη τον Χριστόν μας και την Παναγίαν μας˙ και εξοδεύουν πενήντα, εκατόν πουγγία να εύρουν κανένα χριστιανόπουλο να το σφάξουν, να πάρουν το αίμα του, και με εκείνο να κοινωνούν. Ο διάβοβος θέλει να πίνωμεν το αίμα των παιδίων, και όχι ο Θεός. Ο Χριστός μας παραγγέλλει να ευχώμεθα όλον τον κόσμον. Ο Εβραίος, όσον και αν είνε φίλος σου, πήγαινε καλημέρισέ τον, και βάλε το αυτί σου να ακούσης τι σου λέγει. Εσύ τον εύχεσαι και τον χαιρετάς, και εκείνος σε καταράται και σου λέγει, κακή ημέρα σου, διότι η καλή είνε του Χριστού, και
δεν θέλει ούτε να την ακούση ούτε να την είπη ο Εβραίος. Κοίταξε εις το πρόσωπον ένα Εβραίον όταν γελά τα δόντια του ασπρίζουν, το πρόσωπόν του είνε ωσάν πανί αφωρισμένο, διότι έχει την κατάραν από τον Θεόν, και δεν γελά η καρδία του. Έχει τον διάβολον μέσα του οπού δεν τον αφήνει. Κοίταξε και ένα χριστιανόν εις το πρόσωπον, ας είνε και αμαρτωλός˙ λάμπει το πρόσωπόν του, χύνει η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Σφάζει ο Εβραίος ένα πρόβατον, και το μισό το εμπροσθινόν το κρατεί δια λόγου του, και το πισινόν το μουντζώνει και το πωλεί εις τους χριστιανούς δια να τους μαγαρίση. Και αν σου δώση ο Εβραίος κρασί ή ρακί, είνε αδύνατον να μη το μαγαρίση πρώτον˙ και αν δεν προφθάση να κατουρήση μέσα, θα πτύση. Όταν αποθάνη κανένας Εβραίος, τον βάζουν μέσα εις ένα σκαφίδι μεγάλο και τον πλένουν με ρακί, και του βγάνουν όλην του την βρώμα, και εκείνο το ρακί το φτιάνουν με μυριστικά, και τότε το πωλούν εις τους χριστιανούς, ευθηνότερον, δια να τους μαγαρίσουν, πωλούν ψάρια εις την πόλιν οι Εβραίοι;

Ανοίγουν το στόμα του οψαρίου και κατουρούν μέσα, και τότε το πωλούν εις τους χριστιανούς.

Ο Εβραίος μου λέγει πως ο Χριστός μου είνε μπάσταρδος, και η Παναγία μου πόρνη. Το άγιον Ευαγγέλιον λέγει πως το έγραψεν ο διάβολος. Τώρα έχω μάτια να βλέπω τον Εβραίον; Ένας άνθρωπος να με υβρίση, να φονεύση τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου, και ύστερα το μάτι να μου βγάλη, έχω χρέος ωσάν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το δε να υβρίση τον Χριστόν μου και την Παναγίαν μου, δεν θέλω να τον βλέπω. Και η ευγενία σας πώς βαστά η καρδία να κάνετε πραγματείας με τους Εβραίους; Εκείνος οπού συναναστρέφεται με τους Εβραίους, αγοράζει και πωλεί, τί φανερώνει; Φανερώνει και λέγει, πώς καλά έκαμαν οι Εβραίοι και εθανάτωσαν τους προφήτας και όλους τους διδασκάλους και όλους τους καλούς. Καλά έκαμαν και κάμνουν να υβρίζουν τον Χριστόν μας και την Παναγίαν μας. Καλά κάμνουν και μας μαγαρίζουν και πίνουν το αίμα μας.

Ταύτα διατί σας τα είπα, χριστιανοί μου; Όχι δια να φονεύετε τους Εβραίους και να τους κατατρέχετε, αλλά δια να τους κλαίετε, πώς άφησαν τον Θεόν και επήγαν με τον διάβολον. Σας τα είπα να μετανοήσωμεν ημείς τώρα οπού έχομεν καιρόν, δια να μη τύχη και μας οργισθή ο Θεός και μας αφήση από το χέρι του και το πάθωμεν και ημείς σαν τους Εβραίους και χειρότερα.

Χριστιανοί μου, φθάνουν αυτά˙ δεν ημπορώ να σας είπω περισσότερα. Σας είπα και εγώ εκείνο οπού με εφώτισεν ο Θεός˙ ζητήσατε και η ευγενία σας να μάθετε τα άλλα. Είσθε φρόνιμοι και γνωστικοί˙ καταλάβετε το καλόν σας και κάμετέ το. Τώρα τί κάμνομεν, χριστιανοί μου; Εγώ σας συμβουλεύω, αμή δεν με συμβουλεύετε και η ευγενία σας; Η εργασία η ιδική μου είνε και ιδική σας, είνε της πίστεώς μας, του Γένους μας. Έχω και δύο λογισμούς. Ο ένας λογισμός μου λέγει να σας ευχηθώ και να με ευχηθήτε, και να σηκωθώ να πηγαίνω εις άλλο μέρος, να ακούσουν και άλλοι αδελφοί μας οπού με καρτερούν. Ο άλλος λογισμός μου λέγει: Όχι, μη πηγαίνης, μόνον κάθησε να κάμης καθώς έκαμες και εις τα άλλα χωρία, να τελειώσης και τα υπόλοιπα. Διότι αυτά οπού είπομεν εις τρεις λόγους με συντομίαν, ομοιάζουν ωσάν άνθρωπος να κτίση μίαν εκκλησίαν χωρίς σκεπήν. Τα άλλα οπού έχομεν να είπωμεν ομοιάζουν ωσάν σκεπήν. Ποία είνε η σκεπή;

Εγώ βλέπω το Γένος μας οπού έπεσεν εις πολλά κακά˙ έχουν κατάρες, αφορισμούς, αναθεματισμούς, όρκους, βλασφημίας και άλλα τοιαύτα. Να καθαρισθούν οι χριστιανοί, να αγιασθούν τα χωρία των και να καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς. Το δεύτερον παρακινώ τους χριστιανούς να φτιάσουν σταυρούς και κομποσχοίνια, και παρακαλώ τον Χριστόν μας και τα ευλογεί, δια να τα έχουν οι χριστιανοί φυλακτήρια. Τρίτον είνε οπού κάμνω τους χριστιανούς όλους και συγχωρούν ζωντανούς και αποθαμένους. Αυτά τα τρία μου λέγει ο λογισμός μου. Αλλά τώρα μου δίνετε την ευχήν σας να πηγαίνω, και τα άλλα τα τελειώνετε η ευγενία σας; Όχι, άγιε διδάσκαλε, σε παρακαλούμε να καθήσης να μας τα τελειώσης, διότι δεν ηξεύρομεν να τα κάμωμεν. Καλά, χριστιανοί μου, δια την αγάπην του Χριστού μας και την ιδικήν σας θα καθήσω.

Είνε πολλοί παπάδες εδώ; Κάμνετε τον κόπον, άγιοι ιερείς,να σηκωθήτε επάνω να ιδώ, είσθε πολλοί; Άγιοι ιερείς, μου κάμνετε μίαν χάριν, να διαβάσωμεν ένα άγιον Ευχέλαιον, να χρισθούν οι χριστιανοί οι αδελφοί μας; – Ορισμός σου, άγιε του Θεού. – Έχω φλωρία πολλά να σας πληρώσω, μα δεν σας δίδω. Θέλω χάρισμα, διότι με πληρωμήν δεν ενεργεί η χάρις του Θεού, του Παναγίου Πνεύματος˙ διότι έτσι λέγει ο Χριστός μας; χάρισμα σας έδωσα εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δίδετε και σεις εις τους αδελφούς σας. Το κάμνετε, άγιοι ιερείς; – Μάλιστα, άγιε του Θεού. – Παρακαλώ και εγώ τους χριστιανούς και σας συγχωρούν, ή δεν έχετε αμαρτίας; Και σας φιλεύω αύριον από ένα βιβλίον, όχι δια πληρωμήν, αλλά δια μίαν ευχήν. – Ορισμός σου. – Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε δια τους αγίους ιερείς, οπού θα σας διαβάσουν το άγιον Ευχέλαιον, τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς. Αν θέλετε και η αγιωσύνη σας ζητήσατε συγχώρησιν.

Άγιε εφημέριε, μου χρειάζονται απόψε να ετοιμάσης είκοσι φλετζάνια και δύο οκάδες λάδι. Χριαλίδια έχει το παιδί το ιδικό μου και σου δίδει. Και αν θέλης, περιπάτησε, παπά μου, εις τα σπίτια να μαζεύσης καμμιά δεκαριά οκάδες λάδι, και βάνεις δια το ευχέλαιον μία οκά, και το άλλο το δίνεις της παπαδιάς και το τρώγει. Δεν είνε καλά έτσι; Το κάμνεις; – Το κάμνω, άγιε του Θεού. – Αν δεν το κάμης, αύριον σε κηρύττω ψεύστη και σε εντροπιάζω. Σηκωθήτε επάνω δέκα εντόπιοι˙ ακούσατε. Οι πέντε να κάμετε απόψε δεκαπέντε σακκιά˙ και σεις αι γυναίκες να φέρετε ψωμί και το σιτάρι απόψε˙ και σεις οι πέντε να σταθήτε επίτροποι, και να κόψετε τα ψωμία και να τα βάλετε μέσα στα σακκιά, και το σιτάρι. Το κάμνετε; – Το κάμνομεν, άγιε του Θεού. Εσείς οι άλλοι πέντε να φέρετε πέντε καζάνια νερό απόψε να ξημερωθούν έτοιμα δια να παρακαλέσωμεν τον Χριστόν αύριον να τα ευλογήση και να πάρουν οι χριστιανοί δι’ αγιασμόν. Το κάμνετε; – Το κάμνομεν, άγιε του Θεού. – Καλά, παιδιά μου. Καθήσατε να τελειώσωμεν και τα επίλοιπα.

Προσέχετε λοιπόν, παιδιά μου, να μη υπερηφανεύεσθε.
(Τα «επίλοιπα» είνε εις το τέλος της Α’ διδαχής).

Από το βιβλίο: «Ο Αποστολικός Αμβων του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (Διδαχέσ, Επιστολές)». Της μοναχής Ευθυμίας, ηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Μεγαδένδρου Θέρμου.

Εκδοση Ι. Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Μεγαδένδρου. Αθήναι 2010.

Η/Υ επιμέλεια – Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.