Η εκδημία του Οικουμενικού πατριάρχου Κωνσταντίνου Ε’ και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.

Λίγους μήνες αργότερα, ένα δυσάρεστο αυτή τη φορά γεγονός έμελλε να βυθίσει στο πένθος την εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και προσωπικά τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο. Στις 27 Φεβρουαρίου 1914 εκοιμήθη ο πρώην Οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε’ (1833- 1914), ο οποίος τα τελευταία χρόνια της ζωής του διέμενε στο νησί της Χάλκης.

Ο Κωνσταντίνος Ε’ συγκαταλέγεται στις ευγενείς και ενάρετες μορφές της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας που ελάμπρυναν ποικιλοτρόπως τον οικουμενικό θρόνο. Γόνος ιερατικής οικογένειας από τη Χίο, ο Κωνσταντίνος Βαλιάδης έλαβε πλούσια εκκλησιαστική παιδεία στη θεολογική σχολή της Χάλκης και το πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ αργότερα πραγματοποίησε ευρύτερες σπουδές στη Γαλλία, την Ελβετία και τη Γερμανία. Διετέλεσε Αρχιγραμματεύς της ιεράς συνόδου του Φαναρίου (1874- 1876), μητροπολίτης Μυτιλήνης (1876-1893), μητροπολίτης Εφέσου (1893-1897) και οικουμενικός πατριάρχης (1897-1901).1

Παρά το σύντομο της πατριαρχίας του, ο Κωνσταντίνος Ε’, έχοντας ως άμεσο συνεργάτη τον Χρυσόστομο Καλαφάτη, τον οποίο τοποθέτησε αμέσως μετά την εκλογή του στη θέση του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου, διέγραψε μια λαμπρή πορεία στο ύπατο αξίωμα της ορθοδοξίας, αναδεικνύοντας και επιλύοντας πολλά εκκλησιαστικά και εθνικά ζητήματα της εποχής.

Ο Κωνσταντίνος Ε’ ήταν αυτός ο οποίος, διαβλέποντας τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε η εκκλησία και το γένος στη Μακεδονία από τις δυνάμεις του πανσλαβισμού, αποφάσισε να αποστείλει το 1900 στη μητρόπολη Καστορίας τον Γερμανό Καραβαγγέλη, κληρικό με υψηλή μόρφωση και σπάνια χαρίσματα, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και προστασία του Ελληνισμού στη Δυτική Μακεδονία. Την πολιτική αυτή, την οποία χάραξε και εγκαινίασε ο Κωνσταντίνος Ε’, συνέχισε απαρέγκλιτα ο Ιωακείμ Γ’ αποστέλλοντας στη Μακεδονία νέους και φωτισμένους ιεράρχες, με δυναμικότερο όλων τον μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο, οι οποίοι εργάστηκαν και κάποιοι εξ αυτών θυσιάστηκαν υπερασπιζόμενοι τα δίκαια του γένους και της εκκλησίας.

Σε εκκλησιαστικό επίπεδο ο Κωνσταντίνος Ε’ επιμελήθηκε την έκδοση λειτουργικών βιβλίων, τα οποία ενσωματώθηκαν στη ζωή της εκκλησίας και γνώρισαν από τότε αναρίθμητες εκδόσεις.

Το 1898 ο αείμνηστος πατριάρχης ανέθεσε σε επιτροπή θεολόγων καθηγητών2 την κριτική έκδοση της Καινής Διαθήκης. Η πρωτοβουλία για την έκδοση αυτή δεν ήταν τυχαία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Δύση, ο Κωνσταντίνος Ε’ είχε διαπιστώσει πως τα καθολικά και προτεσταντικά τάγματα χρησιμοποιούσαν την Ιερή Βίβλο παραλλαγμένη, γεγονός που αλλοίωνε τόσο αυτό καθαυτό το αρχαιότερο κείμενο της εκκλησιαστικής παράδοσης όσο και τη συνείδηση των ορθοδόξων. Μετά την επιστροφή του από την Εσπερία έθεσε ως στόχο την έκδοση του αυθεντικού κειμένου της Καινής Διαθήκης επί τη βάσει των διασωθέντων αρχαίων χειρόγραφων Ευαγγελισταρίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.3 Η Καινή Διαθήκη τυπώθηκε σε πρώτη έκδοση το 1904, δαπάναις του πατριάρχη πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνου Ε’ και άλλων φιλόχριστων ομογενών,4 και αποτέλεσε έκτοτε την επίσημη πατριαρχική έκδοση της Καινής Διαθήκης στον ορθόδοξο κόσμο.

Επίσης, στη διάρκεια της πατριαρχίας Κωνσταντίνου Ε’ ελήφθη απόφαση για τη διόρθωση του Μεγάλου Ευχολογίου,5 ενώ εκδόθηκαν το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοψις, το Προσευχητάριον, το Ιερατικόν και το πρωτότυπο για την εποχή λειτουργικό βιβλίο Ωρολόγιον το Μέγα,6 το οποίο αποτέλεσε ένα αναπόσπαστο εγχειρίδιο στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.

Η προσφορά του λόγιου οικουμενικού πατριάρχη επεκτάθηκε και στην εκκλησιαστική μουσική. Ο Κωνσταντίνος Ε’ ήταν ο μοναδικός ίσως ιεράρχης της εποχής του που είχε βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, της εκκλησιαστικής τάξης και του τυπικού των ιερών ακολουθιών. Η σύσταση το 1898 του εκκλησιαστικού μουσικού συλλόγου του πατριαρχείου7 αποτέλεσαν δύο σημαντικές πρωτοβουλίες για τη διδασκαλία και διάσωση της πατρίου εκκλησιαστικής μουσικής στις τάξεις των ιεροψαλτών του οικουμενικού θρόνου. Στην ίδια κατεύθυνση ο Κωνσταντίνος Ε’ ενθάρρυνε και υποστήριξε οικονομικά την έκδοση βιβλίων βυζαντινής μουσικής τα οποία ο ίδιος προλόγιζε.

Ένας ακόμα τομέας στον οποίο διακρίθηκε ο Κωνσταντίνος Ε’ ήταν ο διεκκλησιαστικός και διαχριστιανικός διάλογος μεταξύ ορθοδόξων και Αγγλικανών. Μετά τη συγκρότηση της Δ’ Συνδιάσκεψης των επισκόπων της Αγγλικανικής εκκλησίας (1897),ο μακαριστός πρωθιεράρχης, ανταποκρινόμενος στο αίτημα των Αγγλικανών για την ένωσή τους με την ορθοδοξία, δεν δίστασε να προωθήσει έμπρακτα το έργο του διαλόγου και της περαιτέρω εμβάθυνσης των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών, έργο στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο Μέγας Πρωτοσύγκελλος Χρυσόστομος ως πρόεδρος της μεικτής επιτροπής ορθόδοξων και Αγγλικανών κληρικών.

Η μεγαλύτερη, ωστόσο, προσφορά του Κωνσταντίνου Ε’ ήταν ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο νέος ιερομάρτυρας της εκκλησίας, το επιφανέστερο πνευματικό τέκνο και ανάστημα του αοίδιμου πρωθιεράρχη. Για δέκα ολόκληρα χρόνια, από το 1891 έως το 1901, ο Χρυσόστομος ήταν η σκιά του Κωνσταντίνου Ε’. Αρχικά, ως αρχιδιάκονός του στης μητροπόλεις Μυτιλήνης και Εφέσου και έπειτα ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος του πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος Ε’ χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο τον άγιο, ο οποίος δεν ξέχασε ποτέ την πατρική του αγάπη και φροντίδα, ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια στη Χάλκη.

Ο Χρυσόστομος ουδέποτε λησμόνησε την άδικη εκδίωξη του Γέροντά του από τον οικουμενικό θρόνο, γεγονός που επηρέασε και δοκίμασε έκτοτε τη σχέση του με τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’. Να σημειωθεί πως για την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου Ε’ από τον πατριαρχικό θρόνο δεν τηρήθηκαν ούτε τα προσχήματα, καθώς ήταν η μοναδική φορά στη νεότερη εκκλησιαστική ιστορία του οικουμενικού πατριαρχείου κατά την οποία ο πατριάρχης επαύθη από τα καθήκοντά του χωρίς προηγουμένως να έχει υποβάλει, έστω και τυπικά, την παραίτησή του.

Η κηδεία του Κωνσταντίνου Ε’ τελέστηκε την Κυριακή 2 Μαρτίου 1914 στον ιερό ναό της θεολογικής σχολής της Χάλκης, προεξάρχοντος του οικουμενικού πατριάρχη Γερμανού Ε’, παρισταμένων δε όλων των μελών της ιεράς συνόδου.9 Μετά το πέρας της εξοδίου ακολουθίας έγινε η ταφή στον αυλόγυρο της θεολογικής σχολής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο μητροπολίτης Σμύρνης εκφώνησε «επί του τάφου» έναν συγκινητικό και μεστό σε νοήματα λόγο για τον πνευματικό του πατέρα και Γέροντα.10

Υποσημειώσεις.

1. ΕΑ ΛΔ (1914) 91
2. Η ιστορική αυτή επιτροπή συγκροτήθηκε τότε από τον αρχιμανδρίτη Μιχαήλ Κλεόβουλο (μετέπειτα Μητροπολίτη Σάρδεων), διευθυντή της μεγάλης του γένους σχολής, τον αρχιμανδρίτη Απόστολο Χριστοδούλου (μετέπειτα μητροπολίτη Σταυρουπόλεως, Βεροίας και Σερρών), διευθυντή της θεολογικής σχολής της Χάλκης και τον Βασίλειο Αντωνιάδη, καθηγητή της θεολογικής σχολής της Χάλκης.
3. ΕΑ Κ (1900) 459
4. ΕΑ ΚΔ (1904) 479 & ΕΑ ΚΕ (1905) 220, 313, 371, 458-461
5. ΕΑ ΙΗ (1889) 333
6. ΕΑ Κ (1900) 165
7. ΕΑ ΙΗ (1898) 280.
8. ΕΑ ΙΗ (1898) 366 & ΕΑ ΙΘ (1899) 35,42.
9. ΕΑ ΛΔ (1914) 92, 99-101, 116-118
10. «Η προσφώνησις ην απήγγειλεν επί του τάφου ο εν Κυρίω κεκοιμημένου Πατριάρχου Κωνσταντίνου ο μητροπολίτης Σμύρνης κ. Χρυσόστομος», βλ. το αρχείον, τ. Β’, σσ’. 332- 335. – Πρβλ. ιερός Πολύκαρπος, έτος Γ’, εν Σμύρνη τη 15 Μαρτίου 1914, αριθ. 154, σσ’. 2480-2484.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.