Λόγος ηθικός ένατος (Γ’): «Για την αληθινή γνώση του Θεού – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για την αληθινή γνώση, και ότι η γνώση του Θεού δεν προστίθεται στον αγωνιστή από τα μαθήματα, αλλά από την καθαρότητα και την ουράνια χάρη˙ και ότι είναι φοβερό το να κρίνει κανείς˙ και έλεγχος εκείνων που νομίζουν ότι γνωρίζουν τα μυστήρια του Πνεύματος χωρίς Πνεύμα, όπου γίνεται λόγος και για την αγιοσύνη του πνευματικού πατέρα˙ και τί λογής καλό είναι η πίστη, και ποιός είναι ο καρπός της, και πώς αυξάνεται˙ και ότι εκείνοι που έχουν αποκτήσει μέσα τους το θησαυρό του Πνεύματος τον αναγνωρίζουν, όταν υπάρχει και σε άλλους˙ και ποιά είναι τα γνωρίσματα των αγίων, και πώς και σε ποιούς γνωρίζονται˙ και ότι εκείνος που δεν γεννήθηκε από τον ουρανό δεν μπορεί να δει τον Θεό που τον έχει γεννήσει, ούτε να γνωρίσει εκείνον που έχει φθάσει σ’ αυτή την κατάσταση δια μέσου του Πνεύματος.

… Γι’ αυτό λοιπόν και μιλούν και ενεργούν πάντοτε εναντίον της σωτηρίας τους, κλείνοντας για τους εαυτούς τους τις πύλες της βασιλείας των ουρανών και εμποδίζοντας όλους τους άλλους, που θέλουν να μπουν μέσα σ’ αυτήν.1 Αν όμως ίσως και ακούσουν για κάποιον άλλο ότι αγωνίσθηκε, όπως πρέπει, στις εντολές του Κυρίου, και ότι έγινε ταπεινός στην καρδιά και στο φρόνημα, και ότι ήταν καθαρός από όλα τα πάθη και κήρυττε σε όλους τα μεγαλεία του Θεού, όσα δηλαδή έκανε γι’ αυτόν ο Θεός, σύμφωνα με τις αψευδείς υποσχέσεις του, και ότι λέει για την ωφέλεια εκείνων που ακούν, πως αξιώθηκε να δει το φως του Θεού και τον Θεό μέσα στο φως της δόξας, και πως γνώρισε συνειδητά μέσα του την επιφοίτηση και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και έχει γίνει άγιος μέσα στο Άγιο Πνεύμα, αυτοί αμέσως γαυγίζουν σαν λυσσασμένα σκυλιά εναντίον του και ορμούν, αν είναι δυνατό, να κατασπαράξουν αυτόν που λέει αυτά, λέγοντας˙ «Πάψε, εσύ, πλανεμένε και υπερήφανε. Ποιος λοιπόν έχει γίνει τώρα τέτοιος, όπως έγιναν οι άγιοι πατέρες;
Ποιός μάλιστα είδε τον Θεό, ή μπορεί, έστω και λίγο, να τον δει; Ποιός έλαβε Άγιο Πνεύμα τόσο, ώστε να αξιωθεί να δει μ’ αυτό τον Πατέρα και τον Υιό; Πάψε, για να μη σε λιθοβολήσουμε».
Δεν νομίζω ότι πρέπει να μην απαντήσω σ’ αυτούς ανάλογα προς την αφροσύνη τους˙ διότι ο σοφότατος Σολομών λέει: «Μην απαντάς στον άφρονα σύμφωνα με την αφροσύνη του, για να μην γίνεις όμοιος μ’ αυτόν, αλλά απάντησε στον άφρονα ανάλογα με την αφροσύνη του, για να μην παρουσιάζει τον εαυτό του σοφό».2 Από σας βέβαια, άνθρωποί μου, όπως οι ίδιοι ισχυρίζεστε, κανείς δεν έχει γίνει τέτοιος με κανένα τρόπο˙ από εκείνους όμως, που θέλουν να σηκώσουν τον σταυρό3 και να βαδίσουν τον στενό δρόμο4 και να απολέσουν τις ψυχές τους για χάρη της αιώνιας ζωής,5 πολλοί βέβαια είδαν και προηγουμένως, περισσότεροι όμως, νομίζω, βλέπουν και τώρα, αλλά και καθένας απ’ αυτούς που θέλει, θα δει, και αν ακόμη εσείς από τη σκληρότητα της γνώμης και την αθλιότητα του φθόνου δεν μπορείτε να τους δείτε. Και πρόσεχε τι λέει ο ευαγγελιστής: «Σε όσους τον δέχθηκαν έδωσε σ’ αυτούς δικαίωμα να γίνουν τέκνα του Θεού˙ σ’ αυτούς δηλαδή που δεν γεννήθηκαν από αίματα γυναίκας ούτε από θέλημα της σάρκας ούτε από θέλημα του άνδρα, αλλά από τον
Θεό».6
Αν λοιπόν εσύ δεν γεννήθηκες από τον Θεό, είναι φανερό ότι δεν είσαι ούτε τέκνο του, ούτε πρόλαβες να τον δεχθείς, ούτε τον έλαβες μέσα σου, και γι’ αυτό ούτε σου έχει δώσει δικαίωμα, ούτε μπορείς να γίνεις τέκνο του Θεού˙ αν όμως δεν έγινες τέκνο του Θεού, πώς λοιπόν θα δεις τον Θεό και Πατέρα σου, που είναι στους ουρανούς; Κανείς ποτέ δεν έχει δει τον πατέρα του, προτού να γεννηθεί, και κανείς από τους ανθρώπους δεν θα δει τον Θεό, αν προηγουμένως δεν γεννηθεί απ’ αυτόν. Γι’ αυτό και ο Κύριος έλεγε: «Αν κάποιος δεν γεννηθεί από τον ουρανό, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία των ουρανών».7 Και ακόμη λέει: «Αυτό που γεννιέται από τη σάρκα είναι σάρκα, εκείνο όμως που γεννιέται από το Πνεύμα είναι πνεύμα»,8 από άγιο δηλαδή γεννιέται άγιο˙ «το Πνεύμα μάλιστα ερευνά και τα βάθη του Θεού».9 Εσύ όμως, αν έχεις γεννηθεί μόνο από σάρκα και δεν γνώρισες ακόμη τη γέννηση από το Πνεύμα, και ούτε, με το να γεννηθείς από τον ουρανό, έχεις γίνει ο ίδιος πνεύμα, πώς λοιπόν μπορείς να ερευνάς τα βάθη του Θεού, ή, καλύτερα, πώς μπορείς να βλέπεις τον Θεό; Οπωσδήποτε, και χωρίς να θέλεις, θα ομολογήσεις εσύ ο ίδιος, αδελφέ, ότι δεν μπορείς με κανένα τρόπο.
Ας είναι. Τί λοιπόν; «Αλλά εσύ ο ίδιος», λέει, «είσαι τέτοιος; Και από πού θα γνωρίσουμε ότι είσαι τέτοιος;» Εγώ βέβαια δεν μπορώ χωρίς τη χάρη από τον ουρανό να το πω αυτό, αλλά ούτε ο ίδιος ο Παύλος, νομίζω, και ο Ιωάννης˙ στενάζω ωστόσο για την πώρωση των καρδιών εκείνων των ανθρώπων, που μου προτείνουν αυτά και ζητούν από που να γνωρίσουν αυτόν που έχει φθάσει σε τέλειο άνδρα, στο μέτρο του πνευματικού αναστήματος του Ιησού.9 Γι’ αυτό, αν θέλεις να μάθεις, θα σου πω ότι οι τυφλοί αναγνωρίζουν τους άλλους ανθρώπους˙ γι’ αυτό δηλαδή ο Ισαάκ αναγνώρισε τον Ιακώβ, αν και αυτός είχε ντυθεί την ενδυμασία του Ησαύ, του αδελφού του. Διότι όλοι γνωρίζετε, πως έλεγε με απορία˙ «Τα χέρια βέβαια είναι χέρια του Ησαύ, η φωνή όμως είναι φωνή του Ιακώβ».10 Γι’ αυτό παρουσιάζεται ότι δεν γνώρισε βέβαια την απάτη της ενδυμασίας – διότι ήταν τυφλός -, ότι αναγνώρισε όμως τη συνηθισμένη φωνή του γιου του˙ αν λοιπόν ήταν και κουφός, τότε οπωσδήποτε δεν θα μπορούσε ούτε τη φωνή του να αναγνωρίσει. Έτσι λοιπόν και εσείς
που είστε αυτοί που απορείτε με τέτοιο τρόπο, επειδή είστε όχι μόνο τυφλοί, αλλά και κουφοί, πως μπορείτε να αναγνωρίσετε έναν πνευματικό άνδρα; Δεν μπορείτε λοιπόν με κανένα τρόπο. Ότι μάλιστα αυτό είναι αληθινό, και ότι εκείνοι που δεν βλέπουν πνευματικά, δεν μπορούν ούτε να ακούν πνευματικά, άκουσε τον Κύριο που λέει προς τους άπιστους από τους Ιουδαίους έτσι: «Γιατί δεν αναγνωρίζετε τη φωνή μου; Διότι δεν μπορείτε να ακούτε τα λόγια μου»,11 και μετά από λίγα: «Εκείνος που είναι από το Θεό ακούει τα λόγια του Θεού˙ γι’ αυτό εσείς δεν ακούτε, διότι δεν είστε από τον Θεό. Εσείς είστε από τον πατέρα σας, τον διάβολο, και γι’ αυτό θέλετε να κάνετε τις επιθυμίες του πατέρα σας».12 Αν λοιπόν και εσείς από την απιστία και την πονηρία, και από την παραμέληση και την παράβαση των εντολών, είστε σαρκικοί, εννοώ είστε αναίσθητοι στις καρδιές σας, και έχετε βουλωμένα τα αυτιά της καρδιάς, αλλά και τα μάτια της ψυχής σκεπασμένα από τα πάθη, πώς λοιπόν θα μπορέσετε να αναγνωρίσετε τον πνευματικό και άγιο άνδρα;
Αλλά παρακαλώ, ας φροντίσουμε, πατέρες και αδελφοί μου, να γνωρίσουμε καλά ο καθένας από μας με κάθε τρόπο τους εαυτούς μας, για να μπορέσουμε να γνωρίσουμε κάποτε απ’ αυτά, που αναφέρονται σ’ εμάς, εκείνα που είναι επάνω από μας. Διότι εκείνος που δεν γνώρισε πρώτα καλά τον εαυτό του, ώστε να μπορεί μαζί με τον Δαβίδ να λέει, «Εγώ όμως είμαι σκουλήκι και όχι άνθρωπος»,13 και ακόμη να λέει, όπως ο Αβραάμ, «Εγώ είμαι χώμα και στάχτη»,14 είναι αδύνατο να γνωρίσει καλά κάποιο από τα πνευματικά και θεία λόγια, με τρόπο πνευματικό και αντάξιο προς το υπερκόσμιο και σοφό Πνεύμα. Κανείς να μη σας εξαπατά με απατηλά και περίτεχνα λόγια ότι μπορεί κάποιος να κατανοήσει τελείως τα θεία μυστήρια της πίστης μας χωρίς το Πνεύμα που μυσταγωγεί και φωτίζει˙ αλλά όμως και δεν μπορεί κάποιος χωρίς πραότητα και ταπεινοφροσύνη να γίνει δοχείο των χαρισμάτων του Πνεύματος. Διότι πρέπει πρώτα να βάλουμε καλά όλοι εμείς χωρίς αντίρρηση στα βάθη της ψυχής μας το θεμέλιο της πίστης, έπειτα να ανυψώσουμε την εσωτερική ευσέβεια
σαν οχυρό τείχος με τα διάφορα είδη της αρετής˙ και έτσι, αφού η ψυχή τειχισθεί από παντού και η αρετή εμπηχθεί κατά κάποιο τρόπο στην ψυχή, σαν σε γερό θεμέλιο, τότε πρέπει να προσθέσουμε και τη στέγη της οικοδομής αυτής, που είναι η θεία γνώση του Θεού, και να αποτελειώσουμε ολόκληρο το κατοικητήριο του Πνεύματος.
Διότι, όταν η ψυχή ανάλογα με τη μετάνοια και την εκπλήρωση αξιώνεται από τη χάρη να γνωρίσει καλά όσα τον αφορούν και ολόκληρο τον εαυτό του, έπειτα αρχίζει, μετά από πολλή και επίμονη κάθαρση και βαθιά ταπείνωση, να κατανοεί κάπως αμυδρά λίγο λίγο και αυτά που αναφέρονται στον Θεό και στα θεία μυστήρια, και όσο τα κατανοεί, τόσο καταπλήσσεται και αποκτά περισσότερη ταπείνωση, επειδή θεωρεί τον εαυτό του εντελώς ανάξιο και τη γνώση και τη φανέρωση των τόσο μεγάλων μυστηρίων. Γι’ αυτό και επειδή φρουρείται απ’ αυτή την ταπείνωση σαν από οχυρό τείχος, παραμένει μέσα του άτρωτος από λογισμούς υπερηφάνειας, προοδεύοντας στην πίστη, στην ελπίδα και στην αγάπη προς τον Θεό, από μέρα σε μέρα, και βλέποντας ολοκάθαρα την πρόοδό του με την προσθήκη της γνώσης και της πνευματικής ανάβασης. Όταν μάλιστα φθάσει και στο μέτρο του αναστήματος της τελειότητας της γνώσης του Χριστού,15 και αποκτήσει αληθινά τον ίδιο τον Χριστό και το νου του Χριστού,16 τότε βρίσκεται σε κατάσταση σαν να μη γνωρίζει και να μην έχει
εντελώς τίποτε, και νομίζει τον εαυτό του σαν άχρηστο και τιποτένιο δούλο17˙ αυτό μάλιστα που είναι περισσότερο θαυμαστό και ξεπερνά τη φύση μας, ή, καλύτερα, που είναι σύμφωνο με τη φύση μας, είναι το ότι δεν θεωρεί ότι υπάρχει σε όλο τον κόσμο άνθρωπος κατώτερος ή και αμαρτωλότερος από τον εαυτό του.
Αλλά, πώς γίνεται αυτό, δεν μπορώ να το πω, παρά μόνο μπόρεσα να το αντιληφθώ μέσα σ’ αυτό το επαινετό πάθος. Και αυτό είναι κάτι τέτοιο˙ αφού δηλαδή η ψυχή έκανε κτήμα της την ταπεινοφροσύνη και η διάνοιά της βυθίστηκε δια μέσου του Πνεύματος στα βάθη της ταπεινοφροσύνης, στο όνομα του Χριστού του Θεού, με το να αδιαφορήσει από εκείνη την ώρα για όλο τον κόσμο και γι’ αυτούς που ζουν στον κόσμο, και να βλέπει μόνο τον εαυτό της και μόνο τα δικά της, και να παραμείνει για πολύ καιρό σ’ αυτή την μελέτη και να την κάνει συνήθειά της, βλέπει αληθινά εξουθενωμένο και εξευτελισμένο μόνο τον εαυτό της και δεν πιστεύει ότι υπάρχει κανείς τέτοιος ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Έτσι λοιπόν, όσο κάποιος έχει τον εαυτό του, με την αίσθηση της ψυχής του, κατώτερο και ταπεινότερο από όλους τους ανθρώπους, τόσο θα είναι και πρώτος από όλους τους άλλους, όπως λέει ο Κύριός μας και Θεός: «Εκείνος, που θέλει να είναι πρώτος από όλους, ας είναι τελευταίος από όλους και υπηρέτης όλων».18
Ας φροντίσουμε λοιπόν και εμείς, αδελφοί, να φθάσουμε σε τέτοια τάξη και κατάσταση˙ τότε, και τους αγίους, που έφθασαν σ’ αυτό το σημείο, εύκολα θα αναγνωρίσουμε, και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά θα επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού,, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Ματθ. 23, 14. Λουκ. 11,52
2. Παροιμ. 26, 4-5
3. Ματθ. 16, 24
4. Ματθ. 7, 14
5. Ματθ. 10,39
6. Ιω. 1, 12-13
7. Ιω. 3,6
8. Α’ Κορ. 2, 10
9. Εφ. 4, 13
10. Γέν. 27, 22
11. Ιω. 8, 43
12. Ιω. 8, 47 και 44
13. Ψαλμ. 21, 7
14. Γέν. 18,27
15. Εφ. 4, 13
16. Πρβ. Α’ Κορ. 2, 16
17. Πρβ. Λουκ. 17, 10
18. Μάρκ. 9, 35

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός ένατος (Α’): «Για την αληθινή γνώση του Θεού” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Λόγος ηθικός ένατος (Β’): «Για την αληθινή γνώση του Θεού” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.