Ο Αγιος Ευμένιος Σαριδάκης ως πνευματικόσ-εξομολόγος Β’ – Σίμωνος Μοναχού του Αγιορείτου.

Έκρυβε ένα θησαυρό, που τελικά τον μοιράστηκε με όλους!

«ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΑ για πρώτη φορά τον πατέρα Ευμένιο να λειτουργεί, κατάλαβα ότι είχα βρει έναν άνθρωπο της Ανατολής. Πήγα αμέσως μέσα στο Ιερό. Λέω: “Πάτερ, μπορώ να έρχομαι να εξομολογούμαι κοντά σας;. “Γιατί να ‘ρθης; που μένεις;. “Στα ʼΙλίσια . “Έχει καλούς πνευματικούς εκεί. Εδώ είναι νοσοκομείο. Μου έκανε εντύπωση, που έβαλε μπροστά το νοσοκομείο. Ήταν μιά άμυνα γι’ αυτόν. “Είναι θεραπευτήριο λοιμωδών νόσων, είπε. “Άμα θέλεις, βέβαια, δεν απαγορεύεται. Κατάλαβα ότι ήταν πολύ στανικός για να πάω μετά. Τού λέω: “Αύριο θα είστε εδώ;. “’Εδώ θα είμαι. Τού λέω: “Μπορεί να έρθω. “Όπως θέλεις, μου λέει. Λίγες κουβέντες. Μπορώ να πω πώς η χαρά, που είχα δει προηγουμένως, είχε συσταλεί, είχε κρυφτεί. Ήταν ένας θησαυρός, που ήξερε πολύ καλά εκείνος πότε να τον βγάζει και πότε να τον παίρνει πίσω.

Θυμούμαι και τον τρόπο που εξομολογούσε. Αυτός ήταν για όλους. Εξομολογούσε όρθιος, μπροστά στην Ωραία Πύλη ή στην Νότια Πύλη, εκεί που είναι το ψαλτήριο του δεξιού ψάλτη. Όρθιος εκείνος, όρθιος κι εσύ. Μού έκανε εντύπωση, που ήταν όρθιος. Εγώ ήμουν συνηθισμένος, που η εξομολόγηση ήταν κουβέντα, ήταν συνομιλία με τον πνευματικό. Με τον Γερο-Ευμένιο η εξομολόγηση ήταν εξομολόγηση.

Ήταν ολιγόλογος και στην ουσία απαριθμούσες τίς αμαρτίες σου. Εκείνος, αρκετά πιο ψηλά, αφού ήταν στα σκαλοπάτια, εσύ πιο χαμηλά. Αυτό δημιουργούσε και μιά ταπείνωση και σου έλεγε και δυο-τρία πράγματα. Εγώ, για ν’ ακούσω δυό-τρείς κουβέντες, πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος.

Ένας ολόκληρος χρόνος! Σκέψου! Να πηγαίνεις ένα χρόνο, να είσαι είκοσι χρόνων παιδί, ένας άνθρωπος σαν και μένα διαλεκτικός.

Ο πατήρ Ευμένιος ήταν το εντελώς αντίθετο. Τίποτε, ένας γρίφος, μιά απέραντη σιωπή… χαμογελαστή. Αντιλαμβάνεσθε ότι διαπιστώνω, ότι εδώ υπάρχει μια θερμότητα πνευματική. Αν του έλεγες κάτι, που δεν ήταν μέσα στα πλαίσια της δικής του αποδοχής, “ωχ, ωχ…. Μετά, αν του έλεγες κάτι καλό “Ώ, ωραίο, ωραίο.

Στον χρόνο επάνω, πήγα στο Άγιον Όρος, πρώτη μου επίσκεψη εκεί στο Κουτλουμούσι. Ήταν εκεί ένας καλός ιερομόναχος, ό Παπα-Θεολόγος. Και του είπα: “Έχω, πάτερ, έναν εξομολόγο που εξομολογούμαι. Καλός άνθρωπος. Νοιώθω ότι έχει κάτι αυτός, πνευματικό θησαυρό, αλλά δεν μιλά. Μου λέει: “Μη διανοηθείς να τον εγκαταλείψεις. Πήγαινε πίσω. Θα σου μιλήσει. Αυτός διώχνει, δεν μαζεύει. Δεν ήταν εύκολο πράγμα να είσαι κοντά στον Γερο-Ευμένιο.

Κατάλαβα ότι ο Γερο-Ευμένιος πρώτον, δεν ήθελε να έχει με τον κόσμο, τότε τουλάχιστον, το 1980, πολλή συνάφεια. Δεύτερον, επίστευε ό ίδιος ότι είναι εφημέριος του Λεπροκομείου, άρα οι υγιείς, σε εισαγωγικά, μπορούν να βρουν πνευματικούς εκτός Λεπροκομείου. Τρίτον, δεν αισθανόταν τον εαυτό του άξιο να ακούσει τα του κόσμου. Και πιστεύω ότι το κυριότερο ήταν, ότι ήθελε να κρυφτεί, ήθελε να κρύψει ένα θησαυρό, που δεν ήταν έτοιμος να τον μοιραστεί.

Αργότερα, κατάλαβα ότι τον μοιράστηκε με όλους, μέχρι που αρρώστησε, αυτόν τον θησαυρό, που σιγά-σιγά εδημιούργησε με τον πόνο, με την ασθένεια, με την εμπειρία κοντά στον Γερο-Νικηφόρο.» [Νεόφυτος, Μητροπολίτης Μόρφου]

Καλλιεργούσε την σύντομη εξομολόγηση

«Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ Ευμένιος καλλιεργούσε την σύντομη εξομολόγηση. Αυτός ό άνθρωπος, με τον τρόπο που εξομολογούσε, μπορούσε να εξομολογήσει σε μια μέρα εκατοντάδες ανθρώπους, διότι η εξομολόγηση ήταν εξομολόγηση, δεν ήταν κουβέντα. Υπήρχε και μια εκπαίδευση σ’ εμάς, που εξομολογούμαστε κοντά στον πατέρα Ευμένιο, το σοφόν να είναι το σαφές, δηλαδή να έχεις σκεφθεί προηγουμένως πολύ καλά τι θα του πεις, να ακροασθείς τις λίγες λέξεις, που θα πει, και όλος ό στόχος του στην εξομολόγηση ήταν να σε έχει σε μιά συνεχή επαφή με την Θεία Λειτουργία και με την Θεία Κοινωνία.» [Νεόφυτος, Μητροπολίτης Μόρφου]

Είχε «ακούσει» τα σχόλιά μου

«ΜΙΑ ΜΕΡΑ που πήγα στους Αγίους Αναργύρους, ό Γέροντας έλειπε στην Αγία Μαρίνα, διότι πήγαινε πάντοτε στην Χάρι της. Τον περίμενα με κάποια άλλη κυρία και τον σχολίαζα, ότι δεν σε μαλώνει ποτέ και δεν μου αρέσει, θα ήθελα να μου έκανε παρατηρήσεις.

Μετά από λίγο ήρθε ό Γέροντας, με εξομολόγησε και άρχισε να με μαλώνει άσχημα και χωρίς αιτία. Εγώ έβαλα τα κλάματα και δεν έβλεπα την πόρτα να βγω. Αφού τελειώσαμε, περίμενα απ’ έξω στο πεζούλι την άλλη κυρία.

Σε λίγο βγαίνουν μαζί με τον Γέροντα, που μου γελούσε πολύ, με σταύρωνε και με πολλές ευχές μας συνόδευσε έξω και γύρισε πάλι στον ναό. Εγώ κατάλαβα, ότι είχε ακούσει τα σχόλιά μου στην άλλη κυρία, παρ’ όλο που έλειπε.

Από τότε τον αγάπησα πάρα πολύ, τον παίρναμε στο σπίτι μας και τον επισκεπτόμουν τακτικά, αφού ήταν ό πνευματικός μου.» [Παυλάκη Αγγελική]

Εξομολόγηση με «πραότητα»!

«ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ Ευμένιο τον γνώρισα περίπου το 1980 από ένα πνευματικό του παιδί. Όταν πήγα για πρώτη φορά, έσκαβε το κηπάκι, που είναι μπροστά από τον ναό. Ήταν πολύ απλός και χαρούμενος. Μας είπε να περάσουμε μέσα στον ναό κι ύστερα από λίγο ήρθε κι εκείνος, αφού έπλυνε τα χεράκια του, αλλά ήταν ακόμη μαύρα από τα λούστρα, γιατί έφτιαχνε και κορνίζες και έβαζε διάφορες εικόνες.

Εγώ τον κοίταζα με μεγάλη απορία. Αφού με εξομολόγησε, πήγαμε στο κελάκι του και μας κέρασε αναψυκτικά και, νουθετώντας με, με ξεπροβόδισε λίγο πιο πέρα.

Μού έκανε εντύπωση η πραότητα που είχε και που δεν μού έκανε καμμιά παρατήρηση σε όσα του εξομολογήθηκα, όπως άλλοι πατέρες.» [Παυλάκη Αγγελική]

Διορατική εξομολόγηση!

«ΠΗΓΑ ΜΙΑ μέρα να εξομολογηθώ, έχοντας διαπράξει μια αμαρτία μεγάλη, αλλά στενοχωριόμουν για το πως θα το πω στον Παππούλη.

Την ώρα που προσπαθούσα να το «περάσω», δεν ξέρω κι εγώ πως, μου ακουμπά το χέρι, παρηγορώντας με, και μου λέει: “Δεν είναι έτσι, παιδί μου. Μην στενοχωριέσαι όμως, ό Χριστός σε αγαπά. Ένοιωθα, ότι είχα προδώσει τον Χριστό. ‘Ο σύζυγός μου περίμενε έξω από το κελάκι να εξομολογηθεί κι αυτός με την σειρά του.

Όταν τελείωσα την εξομολόγηση και βγήκα του λέω: “Εάν έχεις σκοπό να τα πεις όλα, πήγαινε. Εάν έχεις σκοπό να κρύψεις κάτι, μην πας, διότι τα ξέρει όλα πρίν από έμας, απ’ ότι κατάλαβα. Μου λέει: “Άσε, θα έρθω άλλη μέρα. Πήρε την ευχή του Παππούλη και φύγαμε.

Την επομένη ημέρα το απόγευμα, μου λέει ο σύζυγός μου: “Πάω στον Παππούλη. Μέναμε κοντά και πήγαινε με τα πόδια. Στον δρόμο, έως ότου να πάει σκεφτόταν και έλεγε: “Αυτό να θυμηθώ, το άλλο να μην ξεχάσω, αυτό να πω, εκείνο, το άλλο.

Φτάνει στο κελάκι, χτυπά την πόρτα, ανοίγει κάποιο πνευματικό παιδί του Γέροντα, που ήταν εκεί, και προσπαθεί να διώξει τον σύζυγο.

Ο Γέροντας του φωνάζει: “Ελα, έλα μέσα. Μπαίνει και αμέσως του λέει: “Γονάτισε. ‘Ο σύζυγός μου του λέει: “Μα, Παππούλη μου, θέλω να εξομολογηθώ και ο Παππούλης του λέει: “Τα είπες όλα, παιδί μου, στον δρόμο και του διάβασε την ευχή.

Δεν θα ξεχάσω το ύφος του συζύγου, όταν μου έλεγε: “Εγώ μονολογούσα να μην ξεχάσω τίς αμαρτίες μου και ο Γέροντας τίς άκουγε.» [Σιδέρη Δήμητρα-Άναστασία]

Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.

Αθήνα, 2009

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.