Ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης για τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο – Αθανασίου Μπιλιανού.

Ένα μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913) για τον τερματισμό του πολέμου στη Χερσόνησο του Αίμου, μια νέα βαλκανική σύρραξη ξέσπασε και πάλι με επίκεντρο τη Μακεδονία.

Στις 17 Ιουνίου 1913 η Βουλγαρία, δυσαρεστημένη από τη διανομή των ευρωπαϊκών εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Μακεδονία, κήρυξε τον πόλεμο στα κράτη με τα οποία λίγο πριν είχε συμμαχήσει. Έτσι, ενώ ο Α’ βαλκανικός πόλεμος διεξήχθη ανάμεσα στον βαλκανικό συνασπισμό των κρατών και την οθωμανική αυτοκρατορία, ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν μια ενδοβαλκανική σύγκρουση, κατά την οποία η Βουλγαρία στράφηκε εναντίον των πρώην Συμμάχων της, την Ελλάδα, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Στη διάρκεια του πολέμου, εναντίον της Βουλγαρίας κινήθηκαν επίσης η Ρουμανία και η Τουρκία.

Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ως αρχιστράτηγος και επικεφαλής του ελληνικού στρατού, απελευθέρωσε διαδοχικά τις Σέρρες, τη Δράμα και την Καβάλα, αναγκάζοντας τις βουλγαρικές δυνάμεις να υποχωρήσουν στα βόρεια και ανατολικά. Κατά την άτακτη υποχώρησή του ο βουλγαρικός στρατός κατέκαυσε και ερήμωσε τις πόλεις των Σερρών, της Νιγρίτας και του Δοξάτου. Στα περισσότερα δε επαρχιακά διαμερίσματα της Μακεδονίας και της Θράκης οι βουλγαρικές δυνάμεις διέπραξαν αμέτρητες θηριωδίες και εγκλήματα κατά των αμάχων ελληνικών πληθυσμών, προκαλώντας φρίκη και αποτροπιασμό στη διεθνή κοινότητα.1

Ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος, αν και διήρκησε μόλις ένα μήνα, υπήρξε ιδιαίτερα φονικός και καταστροφικός, καθώς τα θύματά του ξεπέρασαν κατά πολύ τα αντίστοιχα θύματα του Α’ βαλκανικού πολέμου. Στη διάρκειά του η Βουλγαρία προσπάθησε για τελευταία φορά ανεπιτυχώς να εδραιώσει την παρουσία της στη Μακεδονία, στην οποία οι Έλληνες είχαν την πληθυσμιακή και γλωσσική υπεροχή. Στις 17 Ιουλίου 1913 η ηττημένη Βουλγαρία συμφώνησε σε ανακωχή με τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, δίνοντας ένα οριστικό τέλος στις μακροχρόνιες φιλοδοξίες της για τη δημιουργία του κράτους της Μεγάλης Βουλγαρίας.

Στη νέα διάσκεψη της ειρήνης, η οποία έλαβε χώρα στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας, οι πληρεξούσιοι των εμπλεκόμενων χωρών υπέγραψαν στις 28 Ιουλίου 1913 την ιστορική συνθήκη του Βουκουρεστίου. Σύμφωνα με τη διεθνή αυτή συνθήκη, η Ελλάδα καθόρισε τα βόρεια και νότια σύνορά της, ενσωματώνοντας στον εθνικό κορμό το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης της Καβάλας, ενώ ιστορική υπήρξε, μετά από αιώνες αγώνων και θυσιών, η υπογραφή της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.

Ο μητροπολίτης Σμύρνης παρακολουθεί τα γεγονότα αυτά με ανάμεικτα συναισθήματα. Αναπολεί τη δράση και τη θυσία των Ελλήνων στη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα. Θρηνεί τις εκατοντάδες των νέων θυμάτων τα οποία προσφέρθηκαν αφειδώς στον βωμό της ελευθερίας. Ταυτόχρονα όμως πλημμυρίζει από ανέκφραστη χαρά και συγκίνηση, καθώς στη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού πολέμου και συγκεκριμένα την 1η Ιουλίου 1913 απελευθερώθηκε η Δράμα˙ η πόλη την οποία εποίμανε ο άγιος γι οκτώ χρόνια, προσφέροντας σε αυτήν και τον λαό της ανεκτίμητες υπηρεσίες σε εκκλησιαστικό, κοινωνικό και εθνικό επίπεδο.

Την Κυριακή 14 Ιουλίου 1913, αποτίοντας φόρο τιμής στα χιλιάδες θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας, ο Χρυσόστομος τέλεσε στον μητροπολιτικό ναό της αγίας Φωτεινής Σμύρνης παλλαϊκό αρχιερατικό μνημόσυνο και εκφώνησε μνημειώδη λόγο4 «δια τους πυρί και σιδήρω τελειωθέντας εν Μακεδονία και Θράκη ομογενείς εκ μέρους των απανθρώπων βαρβαρικών βουλγαρικών ορδών».3

Υποσημειώσεις.

1. ΕΑ ΛΓ (1913) 169-171,179-180, 185-186, 198-200, 209-213, 217-220, 225-227, 233-237, 242-243, 301-303Μ 406-408, 422-423, 429-431 & ΕΑ ΛΔ (1914) 44-47, Μεταξύ των θυμάτων της βουλγαρικής θηριωδίας ήταν και ο Μητροπολίτης Μελενίκου Κωνσταντίνος Ασημιάδης ο οποίος κατακρεουργήθηκε από Βουλγάρους στρατιώτες στην έδρα της επαρχίας του, το Σιδηρόκαστρο.
2. ΕΑ ΛΓ (1913) 243
3. «… Υμείς δε ώ μεγάλοι και τετιμημένοι μας νεκροί, εις την μνήμην των οποίων συνήλθομεν σήμερον δια ν’ απονείμωμεν τας χρεωστουμένας τιμάς και τον φόρον του θαυμασμού, της συμπαθείας, της ευγνωμοσύνης, της λατρείας και των προσευχών μας, υμείς όσοι εσφάγητε και επέσατε εις τας αγκάλας του καθήκοντος, αγωνιζόμενοι αγώνα ένδοξον και ευγενή εναντίον αγρίων επιδρομέων και πονηρών, υμείς Αρχιερείς, ιερείς, άνδρες, γυναίκες, νέοι, γέροντες και αθώα αγγελικά νήπια, όσοι ηρχίσατε την αγιωσύνην σας εδώ εις την γην αγωνιζόμενοι νύκτα και ημέραν κατά των πονηρών, και τώρα δια του μαρτυρικού και ενδόξου θανάτου σας την διαιωνίζετε πέραν του τάφου, και εν τη μνήμη των ανθρώπων επί της γης, και εν τη Βίβλω του Θεού εν τοις ουρανοίς, υμείς όσοι εβαπτίσθητε το βάπτισμα του αίματος και του μαρτυρίου, το οποίον δεν ρυπαίνεται πλέον με δευτέρους ρύπους, και εισήλθετε μεγάλοι μεγαλωστί εις το εθνικόν μας Πάνθεον και των οποίων πάσα Ελληνική γη έγινε την σήμερον τάφος και Ηρώον, Ηρώον και τάφος του οποίου τας δάφνας της δόξης
ποτίζει το μέγα και τίμιον δάκρυ του πανταχού της γης Ελληνισμού, υμείς των οποίων ο ένδοξος θάνατος γίνεται ζωής και δόξης υπόθεσις και θεμέλιον δι’ ημάς, ώ υμείς οι μακαρίως κεκοιμημένοι, οι εν ταις αγκάλαις του καθήκοντος ενδόξως αποθανόντες προσφιλείς μας νεκροί!
Υμείς προς ους ταύτην την στιγμήν αναβαίνει επί των πτερύγων των προσευχών και των δεήσεών μας ονους και ο στοχασμός μας, παμφίλτατοί μας αδελφοί, υμείς των οποίων τώρα τα τίμια λείψανα και οστά περικαλύπτει κούφη κόνις και γη ελαφρά, το δε αθάνατον πνεύμα μειδιά ενώπιον του Κυρίου και χαίρει την ανεκλάλητον εκείνην χαράν των αληθώς δικαίων μαρτύρων και ηρώων, όσοι προσήνεγκαν εαυτούς ολοκαυτώματα επί του ιερού βωμού της πίστεως, και έκαυσαν εαυτούς ως λαμπάδας ενώπιον του ειδώλου της πατρίδος, δέξασθε τα θερμά μας ταύτα δάκρυα ως την εσχάτην θυσίαν, δια της οποίας αποδεικνύομεν την προς υμάς στοργήν και ευγνωμοσύνην μας, δέξασθε ημάς προσερχομένους σήμερον νοερώς περί τους τάφους σας, ως οι παλαιοί χριστιανοί προσήρχοντο περί τους τάφους των πρώτων χριστιανών μαρτύρων και ως εκείνοι ήντλουν θάρρος, παραμυθίαν, εγκαρτέρησιν γαλήνην συνειδήσεως δέξασθε ημάς, φίλτατοι αδελφοί, και δότε ν’ αντλήσωμεν και ημείς εκ των τάφων σας τα μεγάλα διδάγματα της φιλοπατρίας, της αυταπαρνήσεως, και ευορκίας, τα οποία μας
διδάσκει και ο αγνός βίος σας αλλά προ παντός ο τίμιος και ένδοξος θάνατός σας.
Ώ, φίλτατοί μας και μεγάλοι νεκροί, τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσασθε, τον δρόμον ετελέσατε, την πίστιν ετηρήσατε, την πατρίδα εμεγαλύνατε και ετιμήσατε, τα τέκνα, τους αδελφούς και τους απογόνους σας εδοξάσατε, λοιπόν απόκειται υμίν ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει υμίν εν εκείνη τη ημέρα ο Κύριος, ο δίκαιος Κριτής, ου μόνον δε υμίν αλλά και πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν του Μεγάλου Θεού (Β’ Τιμοθ. 4,7) Γένοιτο! Αμήν»
«Λόγος επιμνημόσυνος δια τους πυρί και σιδήρω τελειωθέντας εν Μακεδονία και Θράκη ομογενείς εκ μέρους των απανθρώπων βαρβαρικών Βουλγαρικών ορδών, απαγγελθείς υπό της Αυτού Σεβασμιότητος του μητροπολίτου Σμύρνης κ. κ. Χρυσοστόμου εν τω μητροπολιτικώ νάω της Αγίας Φωτεινής κατά την Κυριακήν των θεοφόρων πατέρων», βλ. το αρχείον, τ. Β’, σσ’. 321-331. – Πρβλ. αμάλθεια, αριθ. 10553/16(29). 7.1913 & Ιερός Πολύκαρπος, έτος Γ’, εν Σμύρνη τη 20 Ιουλίου 1913, αριθ. 120 σσ’. 1937-1948.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.